Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Ακριβώς
απέναντι και λίγο λοξά δεξιά, από το
μπακάλικο που διατηρούσε ο πατέρας μου
στην γειτονιά, έμενε η οικογένεια του
Αντωνάκη. Η οικογένεια του Αντωνάκη
είχε τέσσερα μέλη. Τον πατέρα του τον
κύριο Θωμά, την μητέρα του την κα Ανδρονίκη
και την αδερφή του την Μαίρη. Ο κύριος
Θωμάς, από ότι αμυδρά θυμάμαι ήταν
επαγγελματίας οδηγός, όμως σίγουρα είχε
και κάποια κτήματα με οπωροφόρα δένδρα.
Η Μαίρη ήταν αρκετά μεγαλύτερη μου,
οπότε δεν ήταν δυνατόν να παίζει μαζί
μου. Ο Αντωνάκης όμως με περνούσε τρία
χρόνια, και φυσιολογικά παίζαμε και
ερχόταν στην παρέα μας. Το παίζαμε είναι
σχετικό, γιατί ο Αντωνάκης πολύ λίγο
χρόνο είχε για παιγνίδια, καθώς τον
περισσότερο χρόνο τον αφιέρωνε στο
διάβασμα. Διάβαζε, όχι γιατί τον υποχρέωνε
κάποιος, διάβαζε γιατί αγαπούσε το
διάβασμα. Πολλές φορές που πήγα στην
αυλή του σπιτιού του για να τον βρω, τον
άκουγα να επαναλαμβάνει φωναχτά τα
μαθήματα του σχολείου... ακόμη και στις
διακοπές του σχολείου, ο Αντωνάκης
διάβαζε. Αυτό εμένα μου φαινόταν πολύ
παράξενο, σχεδόν αδιανόητο.
(Η οδός Πατριάρχου Ιωακείμ στη δεκαετία του '70. Στο βάθος δίπλα στο αγροτικό αυτοκίνητο, η πόρτα της αυλής του Αντωνάκη. Πίσω της με μισάνοιχτο παράθυρο το σπίτι του. Στα χρόνια της ιστορίας ο δρόμος ήταν στρωμένος με καλντερίμι - Φωτ. Χρήστου Τσόπελα)
Στην
δική μου περίπτωση, έπρεπε να με πιέσει,
ακόμη και να με απειλήσει η μητέρα μου,
για να αναγκαστώ να πιάσω στα χέρια μου
βιβλία. Σπάνια όταν ο Αντωνάκης, έκρινε,
πως είχε ελεύθερο χρόνο, έπαιζε μαζί
μας. Πάντα όμως, με παιγνίδια που δεν θα
τον ανάγκαζαν να λερώσει τα άψογα ρούχα
του.
Μια
από τις αγαπημένες διασκεδάσεις όλων
μας, ήταν να ανεβαίνουμε στα κάρα που
ερχόταν στην γειτονιά μας, μεταφέροντας
διάφορα προϊόντα στους επαγγελματίες
της γειτονιάς. Ζούσαμε σε μια εποχή που
τα αυτοκίνητα ήταν σπάνια και την
μεταφορά των αγαθών τα αναλάμβαναν κάρα
που τα έσερναν άλογα. Τα πιο συνηθισμένα
κάρα ήταν οι λεγόμενες σούστες. Αυτά
είχαν δύο ρόδες και τα έσερναν κυρίως
μικρόσωμα άλογα. Ανάμεσα στον άξονα των
τροχών και του κυρίως κάρου είχαν δύο
σούστες, πράγμα που απορροφούσε τους
κραδασμούς (από αυτές και το όνομα τους)
και επειδή είχαν μικρό σχετικά μήκος,
τα έκανε ευέλικτα κατάλληλα για τα
σοκάκια της γειτονιάς μας.
Στο
μπακάλικο του πατέρα μου τέτοια κάρα
ερχόντουσαν τακτικά, μεταφέροντας
διάφορα εμπορεύματα από τους χονδρέμπορους,
έτσι τα βλέπαμε συχνά στην γειτονιά
μας. Μέχρι να ξεφορτώσει ο καραγωγέας
το κάρο, εμείς, όσοι προλαβαίναμε
ανεβαίναμε στο κάρο και δεν κατεβαίναμε,
αν ο ιδιοκτήτης του κάρου δεν μας έκανε,
έστω και μια μικρή βόλτα. Είχαμε γίνει
ο κακός μπελάς των καραγωγέων, οι οποίοι
για να μας ξεφορτωθούν, μας έκαναν το
χατίρι. Οι σούστες ήταν τα μεταφορικά
μέσα, που χρησιμοποιούσαν τότε οι
περισσότεροι επαγγελματίες στις δουλειές
τους. Υπήρχε και ένα άλλο είδους, κάρου,
το τετράτροχο, που ήταν διπλάσιο σε
μέγεθος από τις σούστες. Αυτό το
χρησιμοποιούσαν για την μεταφορά,
μεγάλης ποσότητας εμπορευμάτων και
οικοδομικών υλικών. Με δεδομένο ότι
στην γειτονιά δεν υπήρχαν, μεγάλες σε
μέγεθος επιχειρήσεις, που να χρειάζονται
μεταφορά πολλών εμπορευμάτων, όλο και
πιο σπάνια βλέπαμε στην περιοχή μας
τετράτροχα κάρα. Οπότε, στα παιδικά μας
μάτια, το τετράτροχο κάρο φάνταζε σαν
κάτι το εξωπραγματικό. Τα κοιτούσαμε
από μακριά και ονειρευόμασταν πως κάποια
μέρα, θα κάναμε βόλτα με ένα από αυτά.
Μάλιστα,
υπήρχε και κάποιος ανταγωνισμός, κάτι
σαν ένα άτυπο στοίχημα μεταξύ μας για
το ποιος θα ανέβει πρώτος
σε κάποιο τετράτροχο κάρο. Φυσικά, αυτός
που θα κατόρθωνε να ανέβει σε ένα τέτοιο
κάρο, αυτόματα θα γινόταν ο ήρωας της
γειτονιάς μας. Το καλοκαίρι είχε
τελειώσει, είχαμε μπει στις πρώτες μέρες
του Σεπτεμβρίου και ακόμη κανείς μας
δεν το είχε καταφέρει. Η μάνα μου, όσο
πλησίαζε η μέρα, να ανοίξουν τα σχολεία,
με πίεζε να ανοίξω κανένα βιβλίο. Εγώ
πάντα κατάφερνα να ξεγλιστρώ, με διάφορες
δικαιολογίες ή ακόμη και ψεύτικες
υποσχέσεις. Η μάνα μου απασχολημένη με
τις δουλειές του σπιτιού και του
μπακάλικου, δεχόταν τις διάφορες
δικαιολογίες μου παθητικά. Έτσι εγώ
σίγουρος ότι θα κατάφερνα, για άλλη μια
φορά ακόμη να την πείσω, «αλώνιζα»
ανενόχλητος και το έσκαγα στην αλάνα
χωρίς ποτέ να ανοίγω βιβλίο.
Ένα
μεσημέρι ξεχάστηκα με το παιχνίδι, τόσο
πολύ, που δεν επέστρεψα έγκαιρα για το
μεσημεριανό φαγητό. Όταν κάποια στιγμή
κατάλαβα το ολίσθημα μου, ξεκίνησα για
το σπίτι, με αργά βήματα ψάχνοντας στο
μυαλό μου δικαιολογίες, με τις οποίες
θα μπορούσα να αποφύγω την πιθανή τιμωρία
μου. Μπήκα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα από
την πίσω πόρτα, έβγαλα τα παπούτσια μου
και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου, παριστάνοντας
τον κοιμισμένο. Ήλπιζα, πως η μάνα μου
δεν θα έμπαινε στον κόπο να με ξυπνήσει
και έτσι θα γλίτωνα το κατσάδιασμα.
Δυστυχώς
ούτε το κατσάδιασμα γλίτωσα, ούτε το
ξύλο και το χειρότερο μου έβαλε τιμωρία
και δεν με άφηνε να βγω από το σπίτι. Με
ανάγκασε να κινούμαι μέσα στο μπακάλικο
έως την πίσω αυλή του σπιτιού μας και
αυτό μόνο για να ξεμουδιάσω αφού πρώτα
με ανάγκασε να διαβάζω κάποια μαθήματα,
που κατά την κρίση της ήταν αναγκαία
για την πρόοδο μου. Αυτό ήταν ο,τι
χειρότερο μπορούσε να μου συμβεί, από
τις τζαμόπορτες του μπακάλικου έβλεπα
τα άλλα παιδιά να περνούν και να πηγαίνουν
για παιγνίδι, ενώ εγώ ήμουν εγκλωβισμένος,
φυλακισμένος για την ακρίβεια χωρίς να
μπορώ να κάνω οτιδήποτε.
Τότε
συνέβη κάτι το απρόσμενο, ένα τετράτροχο
κάρο που το έσερνε ένα πανέμορφο υψηλόσωμο
άλογο εμφανίστηκε στην γειτονιά μας.
Εγώ δεν τολμούσα να βγω έξω, αλλά το
θαύμαζα από την πόρτα του μπακάλικου.
Το κάρο πήγε μπροστά στο σπίτι του
Αντωνάκη, ο οδηγός του κατέβηκε και
έδεσε το χαλινάρι του αλόγου στην είσοδο
του σπιτιού. Εκεί ξεφόρτωσε μερικές
κλούβες με μήλα και κουβέντιαζε με την
κυρία Ανδρονίκη. Είδα από μακριά τον
αγωγιάτη να κουνάει καταφατικά, το
κεφάλι του και να πιάνει από την μέση
τον Αντωνάκη και να τον ανεβάζει στο
κάρο.
Ο
Αντωνάκης καμαρωτός, κάθισε στο σανίδι
που ήταν κάθετα βαλμένο στα πλαϊνά του
κάρου, δίπλα στον οδηγό και μας κοίταζε
από εκεί χωρίς να μιλάει, αλλά είχε ένα
ύφος νικητή. Εγώ τρελάθηκα, από την ζήλια
μου, μου φαινόταν αδιανόητο, να μας
κερδίσει όλους ο Αντωνάκης. Αμέσως,
παρακάλεσα την μάνα μου, να με αφήσει,
να ανέβω και εγώ στο κάρο. Η μητέρα μου
με κοίταξε αυστηρά, χωρίς να μιλάει,
ταλαντεύτηκε για μια στιγμή αλλά μετά
αποφασιστικά και με έντονο τόνο στη
φωνή, μου απαγόρεψε να ανέβω γιατί όπως
είπε ήμουν τιμωρημένος. Εγώ στράφηκα
προς τον πατέρα μου, αλλά ούτε κι αυτός
ήταν διατεθειμένος να μου επιτρέψει να
ανέβω στο κάρο. Απελπισμένος αρκέστηκα
να παρακολουθώ, τον θρίαμβο του Αντωνάκη.
Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν ομαλά,
εκεί που το άλογο ξεκινούσε, ένα σκυλί
μπλέχτηκε στα πόδια του και το άλογο
αφήνιασε. Σηκώθηκε στα πίσω του πόδια
και άρχισε να τρέχει τρομαγμένο και
ανεξέλικτο, μη υπακούοντας στο καμτσίκι
του αφεντικού του. Τρομοκρατημένοι οι
γείτονες τραβήχτηκαν
στην άκρη, μια ρόδα του κάρου, έπεσε σε
μια λακκούβα του δρόμου και από τον
κραδασμό ο Αντωνάκης πετάχτηκε στο
έδαφος. Το άλογο μαζί με το κάρο πέρασε
πάνω από τον Αντωνάκη, χωρίς οι ρόδες
και οι οπλές του αλόγου να τον αγγίξουν.
Εκείνη την στιγμή πανικός επικρατούσε
όλοι ήταν ξαφνιασμένοι από το γεγονός,
η κυρία Ανδρονίκη τσίριζε,
ο καραγωγέας, βλαστημούσε και έβριζε
το άλογο, ενώ ορισμένοι από τους γείτονες
προσπάθησαν, χωρίς να το καταφέρουν να
πιάσουν από τα γκέμια το αφηνιασμένο
άλογο. Αυτό τρέχοντας πήγε μέχρι το
τέλος του δρόμου, εκεί έκανε απότομη
αναστροφή, πετώντας από την θέση του
οδηγού το αφεντικό του και με τρόμο το
είδα να περνάει πάνω από το πεσμένο σώμα
του Αντωνάκη. Με φρίκη, είδα το άλογο
που έβγαζε αφρούς από το στόμα να
ποδοπατάει το σώμα του Αντωνάκη, να
κλωτσάει το αφεντικό του, και αφηνιασμένο,
να τρέχει προς τα πάνω, διασχίζοντας
όλη σχεδόν την οδό Π. Ιωακείμ. Εκεί λίγο,
πριν βγει στον κεντρικό δρόμο το έπιασε
ο φούρναρης και το ακινητοποίησε. Η
κυρία Ανδρονίκη λιποθύμησε
και κάποιες γειτόνισσες τις έδιναν τις
πρώτες βοήθειες. Ο πατέρας μου πήρε στην
αγκαλιά του τον Αντωνάκη τον πήγε στην
δημόσια βρύση που υπήρχε απέναντι
από το μπακάλικο μας και του έβρεχε με
νερό, το κεφάλι του. Άλλοι γείτονες
προσπαθούσαν να συνεφέρουν τον οδηγό
του κάρου και άλλοι την μητέρα του
Αντωνάκη. Εγώ ήμουν σε κατάσταση σοκ,
όλα αυτά που διαδραματιζόταν μπροστά
στα μάτια μου, φαινόντουσαν εξωπραγματικά,
σαν να μην τα ζούσα, αλλά σαν να ήταν ένα
κακό όνειρο ή για την ακρίβεια ένας
κακός εφιάλτης.
Σε
λίγο πήγαν τον Αντωνάκη με την μητέρα
του στο νοσοκομείο, ενώ ο καραγωγέας
συνήλθε μόνος του. Ήρθε η αστυνομία και
έκανε διάφορες ερωτήσεις, ανακρίσεις,
άκουσα τον πατέρα μου να λέει, να φύγω
από το μαγαζί και να πάω στο δωμάτιο
μου. Τότε η μάνα μου κατάλαβε, πόσο
τρομαγμένος ήμουν και με πήρε μέσα στο
σπίτι. Εκεί μετά από τις αγκαλιές της
μάνας μου και τα καλοπιάσματα, χαλάρωσα
και άρχισα να κλαίω. Φοβόμουν για την
τύχη του Αντωνάκη, οι σκηνές του ατυχήματος
ήταν συνεχώς στο μυαλό μου, το τρόμαγμα
του αλόγου και τραυματισμός του οδηγού
ήταν κάτι που το ζούσα έντονα, ξανά και
ξανά. Όταν ηρέμησα λίγο κάθισα στο
παράθυρο, περιμένοντας να δω την επιστροφή
του Αντωνάκη. Όσο κι αν περίμενα δεν
κατάφερα να τον δω. Το βράδυ ξυπνούσα
κλαίγοντας, φωνάζοντας, μέσα από
αναφιλητά, το όνομα του Αντωνάκη. Η μάνα
μου όλη την νύχτα προσπαθούσε, να με
καθησυχάσει, λέγοντας μου πως ο Αντωνάκης
ήταν καλά. Αλλά εγώ αδυνατούσα να το
πιστέψω και παρ’ όλο που την επομένη
τον είδα και παίξαμε μαζί, εγώ εξακολουθούσαν
να ξυπνάω τα βράδια φωνάζοντας το όνομα
του.
Πέρασαν
πάρα πολλά χρόνια, ο Αντωνάκης πετυχημένος
δικηγόρος πια, μετά, μετά από τριάντα
χρόνια, στο δικαστικό σώμα σαν εισαγγελέας,
συναντήθηκε μαζί μου για επαγγελματική
μου υπόθεση. Τότε σε κάποια στιγμή
χαλάρωσης του ανάφερα το συμβάν και το
πώς για πολύ καιρό δεν μπορούσα να
κοιμηθώ. Ο Αντωνάκης (έτσι τον λέω ακόμα)
με κοίταξε χαμογελώντας πικρά και μου
είπε.
«Εγώ
Ανδρέα ακόμη το βλέπω στον ύπνο μου και
ξυπνάω τρομαγμένος».
Σημ.: Η παραπάνω ιστορία περιλαμβάνεται στο υπό έκδοση βιβλίο του Ανδρέα Μαρολαχάκη "Ιστορίες από το Κακοσούλι".
No comments:
Post a Comment