Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Ένα
καλοκαίρι, στην πλατεία της πόλης, ήρθε
ένα είδους τσίρκου με πολλές ατραξιόν.
Είχε ακροβάτες, ζογκλέρ, κούνιες,
συγκρουόμενα αυτοκινητάκια, περίεργα
ζώα, παλαιστές και πολλά άλλα, που σήμερα
δεν τα θυμάμαι καλά. Εκείνο όμως, που
μας εντυπωσίασε όλους, ήταν ο γύρος του
θανάτου. Από τα μεγάφωνα, το διαφημίζανε
συνεχώς και μας εξηγούσανε πόσο επικίνδυνο
ακροβατικό ήταν. Όπως το βλέπαμε από
έξω, θύμιζε ένα τεράστιο βαρέλι, καθισμένο
όρθιο. Το εσωτερικό του ήταν κούφιο, στο
πάνω μέρος υπήρχε ένα είδους εξέδρας.
Πάνω σε αυτήν την εξέδρα, ερχόντουσαν
και έμεναν όρθιοι οι θεατές. Στο εσωτερικό
του βαρελιού υπήρχαν ένας ή δύο
μοτοσικλετιστές που οδηγούσαν τις
μηχανές τους με ταχύτητα. Στη αρχή έκαναν
μια δυο φορές τον γύρο του βαρελιού
οριζόντια προς το έδαφος. Μετά οδηγούσαν
με ταχύτητα
τις μηχανές στα πλαϊνά του βαρελιού,
αλλάζοντας συνεχώς θέσεις. Γύριζαν σαν
δαιμονισμένοι, σε όλη την επιφάνεια,
στο εσωτερικό του βαρελιού, εντυπωσιάζοντας
όλους τους θεατές. Όλος ο χώρος μύριζε
βενζίνη ενώ ο θόρυβος που έκαναν οι
μηχανές ήταν εντυπωσιακός. Όλους, μας
είχε συνεπάρει το θέαμα, κοιτούσαμε
τους μοτοσικλετιστές και δεν πιστεύαμε
στα μάτια μας. Ήμασταν σίγουροι πως οι
οδηγοί έκαναν κάτι το πολύ τολμηρό, κάτι
που δεν θα μπορούσαν να το κάνουν
συνηθισμένοι άνθρωποι. Το συζητούσαμε,
μετά το τέλος της παράστασης, συμφωνώντας
πως οι μοτοσικλετιστές, κινδύνευαν κάθε
στιγμή την ζωή τους, οπότε δικαίως
ονομαζόταν ο γύρος του θανάτου. Κάποιοι
μορφωμένοι προσπάθησαν να μας εξηγήσουν
ότι ο νόμος της φυγόκεντρου δυνάμεως
δεν τους άφηνε να πέσουν, αλλά εμείς
τελείως δύσπιστοι δεν δεχόμασταν, καμία
τέτοιου είδους εξήγηση. Στο μυαλό μας,
αυτοί οι άνθρωποι διακινδύνευαν την
ζωή τους, ανά πάσα στιγμή για να μας
διασκεδάσουν. Στην φαντασία μας ήταν
οι ήρωες που ξεπερνούσαν κατά πολύ τις
ανθρώπινες δυνατότητες.
(Ο Γύρος του θανάτου - εικόνα από το slideplayer.gr)
Σε
λίγες μέρες προς μεγάλη μας απογοήτευση,
έφυγαν από την πόλη μας, συνεχίζοντας
την περιοδεία τους. Στην μνήμη μας όμως
ο γύρος του θανάτου ήταν τόσο ζωντανός,
που όλα τα παιδιά της γειτονιάς το
συζητούσαμε, πλάθοντας με την φαντασία
μας διάφορες ιστορίες. Αυτές τις ιστορίες
μαζευόμασταν τα απογεύματα,, ιδίως
κάποια δειλινά και ακούγαμε τους
μεγαλύτερους να μας τις διηγούνται.
(Οι ακροβάτες στο Γύρο του θανάτου - από το lolanaenaallo.blogspot.com)
Στο
πίσω μέρος από την εκκλησία του Αγ. Βλάση
υπήρχε ένα οικόπεδο που στη αρχή ήταν
υποτυπωδώς περιφραγμένο, αλλά με τον
καιρό και επειδή κανείς δεν ενδιαφερόταν,
η περίφραξη έπεσε και τα υλικά της
χάθηκαν. Πάντα μας έλεγαν πως θα έρθει
ξαφνικά ο ιδιοκτήτης και αλίμονο σε
όσους έβρισκε μέσα στο οικόπεδο του.
Παρ’ όλα αυτά εμείς συνηθίζαμε και
επιμέναμε να παίζουμε εκεί. Σε μια άκρη
του οικοπέδου υπήρχε παρατημένο ένα
σάπιο κάρο, το οποίο ήταν κομμένο στα
δύο. Έτσι στο οικόπεδο είχαμε τα δύο
τμήματα του κάρου, που ήταν αποκομμένα
μεταξύ τους. Το ένα τμήμα ήταν οι δύο
πίσω ρόδες, μαζί με λίγες σανίδες, του
κυρίως σκάφους, το άλλο τμήμα ήταν οι
δύο μπροστινές ρόδες, μαζί με τον μοχλό
του τιμονιού και ένα τμήμα από το ξύλο
που χρησίμευε για να ζέψουν τα άλογα.
Αυτό το μπροστινό τμήμα ήταν σε καλή
κατάσταση και συνηθίζαμε να παίζουμε
με αυτό. Το βάζαμε σε ευθεία και κάποιοι
από μας το έσερναν , ενώ κάποιοι άλλοι
από πίσω το έσπρωχναν. Κάποια στιγμή,
από κακό συγχρονισμό ίσως, ενώ σπρώχναμε,
οι ρόδες ανατραπήκανε και η μία ρόδα
έκατσε σε όλη της την επιφάνεια στο
έδαφος ενώ η άλλη γύριζε τρελά στον
αέρα. Επιφωνήματα εκπλήξεως και χαράς
ακούστηκαν από όλη σχεδόν την παρέα.
(Κάρο σαν αυτό της ιστορίας - από τη σελίδα του Γυμνασίου Νέου Σουλίου Σερρών)
Τότε
κάποιος από την ομάδα, φώναξε:
« Ο γύρος του θανάτου!»
Δεν
ξέρω ποιος το φώναξε, αλλά, άρεσε σε
όλους μας, αυτό το σύνθημα και αρχίσαμε
να φωνάζουμε ρυθμικά.
« Ο γύρος του θανάτου, ο γύρος του θανάτου!»
Ξαφνικά
ο πιο τολμηρός, έκανε ένα άλμα και
κρεμάστηκε, σε μια από τις ακτίνες της
ρόδας, που εξακολουθούσε να γυρίζει
ανεξέλικτα. Τώρα όμως γύριζε πιο γρήγορα
μαζί με τον φίλο μας. Το θέαμα στα μάτια
μας έμοιαζε, εξωπραγματικό, φάνταζε να
είναι πραγματικά ο γύρος του θανάτου.
Αμέσως κι άλλοι, ανάμεσα τους κι εγώ
πηδήξαμε και πιαστήκαμε από τις ακτίνες
της ρόδας, η οποία με την φορά που της
δώσαμε, με τα άλματα μας γύριζε όλο και
πιο γρήγορα. Κάποια στιγμή η ισορροπία,
στην κατανομή του βάρους μεταβλήθηκε
και οι τροχοί έγειραν και αργά έπεσαν
στο έδαφος.
Το
ευτύχημα ήταν πως δεν έπαθε κανείς μας
τίποτα, δεν υπήρξε ο παραμικρός
τραυματισμός. Αυτό όμως, τότε ούτε που
μας πέρασε από το μυαλό, ούτε και που
μας απασχολούσε, κανένας πιθανός
τραυματισμός και κανένας κίνδυνος δεν
ήταν δυνατόν να μας αποσπάσει από την
κοινούργια διασκέδαση μας, που τόσο πολύ
μας άρεσε. Αυτό το παιγνίδι, έγινε το
αγαπημένο μας και αμέσως μπήκαμε στον
κόπο να το βελτιώσουμε. Σκάψαμε γι’
αυτό τον λόγο, ένα λάκκο αρκετά μεγάλο
και θάψαμε μέσα του την μία ρόδα. Αφού
την σκεπάσαμε με χώμα, βάλαμε επάνω της
τις πιο βαριές πέτρες που βρήκαμε στο
οικόπεδο, έτσι ώστε να στερεώσουμε
αρκετά καλά τον άξονα και την μία ρόδα.
Με αυτό τον τρόπο ο «γύρος του θανάτου»
απέκτησε μια σχετικά καλή βάση. Τώρα
δεν ήταν ανάγκη να κρεμόμαστε στις
ακτίνες της ρόδας, αλλά ανεβαίναμε επάνω
στην ρόδα όσοι χωρούσαμε και ένα άτομο
έσπρωχνε τον μοχλό του τιμονιού έτσι
ώστε, η άλλη ρόδα γύριζε μαζί με μας
επάνω της. Ήταν ένα καταπληκτικό παιγνίδι,
που μας έκανε να νιώθουμε κάτι σαν
ακροβάτες, κάτι σαν ήρωες, του πραγματικού
γύρου του θανάτου. Πολύ γρήγορα άρχισαν
οι γκρίνιες, κανένας δεν ήθελε να σπρώχνει
τον μοχλό του τιμονιού. Όλοι ήθελαν να
ανέβουν επάνω στην ρόδα, έτσι αρχίσαμε
να στριμωχνόμαστε επάνω της, όλο και
πιο πολλοί, κάποιοι από μας δεν αρκούταν
να κάθονται επάνω στην ρόδα, αλλά
σηκωνόντουσαν όρθιοι και ισορροπούσαν
το σώμα τους ανάλογα με την κίνηση.
Γρήγορα αυτό μας έγινε συνήθεια και
αυτός που θα ισορροπούσε περισσότερο
από τους άλλους, ήταν ο νικητής. Ένας
νικητής, χωρίς κανένα βραβείο, απλά είχε
την επιδοκιμασία όλης της παρέας.
Ένα
δειλινό, και ενώ το παιγνίδι, ήταν στο
φόρτε του, ακούστηκε μια βαριά φωνή που
μας έκανε όλους να τρομάξουμε:
«Τι κάνετε, ρε αλήτες, με το κάρο μου!»
Ο
Αργυράκος που ισορροπούσε, όρθιος στην
άκρη της ρόδας, έβγαλε μια κραυγή, που
ακούστηκε σαν: « Ο Τριγγώνης, το αφεντικό
του οικοπέδου!» έκανε ένα σάλτο και
πήδηξε από την ρόδα στο έδαφος, για μια
στιγμή έπεσε, αλλά γρήγορα σηκώθηκε και
το έβαλε στα πόδια, τρέχοντας προς το
σπίτι του. Πηδώντας ο Αργυράκος, η ρόδα
έχασε την ισορροπία της γιατί μετατοπίστηκε
το βάρος και προσγειωθήκαμε ανώμαλα
όλοι στο χώμα. Όλοι μας χτυπήσαμε, άλλοι
λίγο, άλλοι πολύ, εγώ κουτσαίνοντας ,
μπήκα με φόρα στο σπίτι και σκόνταψα
επάνω στον πατέρα μου. Αυτός με είδε
ματωμένο, με σκονισμένα ρούχα και να
κρατάω το χτυπημένο μου πόδι, κατάλαβε
πως κάποια σκανδαλιά έκανα πάλι και με
ξυλοφόρτωσε, χωρίς να με ρωτήσει
οτιδήποτε.
Την
επομένη όταν πήγαμε στον χώρο που
παίζαμε, είδαμε πως το κάρο είχε
εξαφανιστεί, το πιθανότερο ήταν πως ο
ιδιοκτήτης το πήρε. Η απογοήτευση μας
ήταν πάρα πολύ μεγάλη, κοιτούσαμε όλοι
περίλυποι τον λάκκο που είχαμε σκάψει
για την ρόδα και νιώθαμε σαν κάτι
αγαπημένο μας να είχε χαθεί.
Έτσι
έληξε άδοξα το καλύτερο μας παιγνίδι,
δεν ξαναπαίξαμε τον γύρο του θανάτου,
αλλά όλοι μας για πολλά χρόνια τον
αναπολούσαμε.
Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία περιλαμβάνεται στο υπό έκδοση βιβλίου του Ανδρέα Μαρολαχάκη "Ιστορίες από το Κακοσούλι".
No comments:
Post a Comment