Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Ακριβώς
απέναντι από την είσοδο του σπιτιού μου
και λίγο δεξιά ήταν η διασταύρωση της
οδού Περδίκα με την σημερινή οδό
Ξενοπούλου. Αμυδρά θυμάμαι ότι η σκεπή
του Αγ. Βλάση, είχε μια προέκταση (ένα
είδος προβόλου) που ακουμπούσε, στο
σπίτι του κου Σωτήρη Μπινιόλα. Το κάτω
μέρος της προέκτασης, ήταν κατασκευασμένο
από χοντρά δοκάρια καστανιάς και στο
πάνω μέρος της είχε μια μονάραχη σκεπή,
με κεραμίδια, ίδιας ποιότητας, που είχε
και η στέγη της εκκλησίας. Από ο,τι
θυμάμαι, στην πλευρά του τοίχου της
εκκλησίας, υπήρχε το φύλλο μιας πόρτας,
που δεν ήταν πλέον λειτουργική, καθώς
ήταν σπασμένη σε πολλά σημεία και οι
μεντεσέδες της κρεμόταν ξεχαρβαλωμένοι.
Στο τοίχο της εκκλησίας, στο μεσαίο
ζωνάρι, που ήταν και αυτό από ξύλο
καστανιάς ήταν στερεωμένο, ένα σιδερένιο
μάνταλο που ασφάλιζε την πόρτα. Το
απέναντι φύλλο της πόρτας, που θα έπρεπε
να είναι στερεωμένη στο σπίτι του κου
Σωτήρη, αν εξαιρέσεις μερικές χοντρές
σανίδες, δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Από
ο,τι μου είχαν πει οι μεγαλύτεροι, αυτή
ήταν επί Τουρκοκρατίας, η μια είσοδος
της χριστιανικής συνοικίας της
Κυριώτισσας, που κάθε βράδυ την έκλειναν
για ασφάλεια. Με την απελευθέρωση της
πόλης μας, έπαψε να έχει χρησιμότητα
και κανείς δεν μπήκε στον κόπο να την
επιδιορθώσει, όταν χάλασε. Έτσι σταδιακά
είχε κυριολεκτικά ρημάξει. Εγώ τότε
ήμουν μικρός, κάθε φορά όμως, που περνούσα
κάτω από αυτό το πρόβολο και βλέποντας
την ξεχαρβαλωμένη πόρτα, με την φαντασία
μου την έβλεπα σαν πύλη ενός κάστρου
που προστάτευε την χριστιανική γειτονιά.
(Ο Άγ. Βλάσης - φωτογραφία από το discoververia.gr)
Το
σπίτι του κου Σωτήρη ήταν διώροφο. Στο
τμήμα της πρόσοψης, ακριβώς πάνω από
την είσοδο, μετά από τον δεύτερο όροφο
είχε ένα λιοστάσι. Στο ισόγειο μπαίνοντας
δεξιά είχε μια βρύση με πέτρινο νεροχύτη,
ενώ στο πίσω μέρος υπήρχε μια τουαλέτα
και ο στάβλος. Εκεί που παλαιότερα ο κος
Σωτήρης, έβαζε το άλογο του. Εγώ δεν
θυμάμαι να είδα ποτέ άλογο, ίσως γιατί
όταν τον γνώρισα, ήταν ήδη μεγάλης
ηλικίας και σίγουρα δεν θα μπορούσε να
καβαλήσει τότε άλογο. Δίπλα από τον
νεροχύτη υπήρχε μια πέτρινη κοπάνα, που
την χρησιμοποιούσε η κα Μαρία στο πλύσιμο
των ρούχων. Στην αριστερή πλευρά της
βρύσης και λίγο πίσω από τον νεροχύτη,
θυμάμαι έναν ανδριάντα, στην ουσία το
κεφάλι και λίγο από τους ώμους, ενός
αγάλματος, που δεν μπορούσα να προσδιορίσω
την προέλευση του και ποιόν ακριβώς
παρίστανε. Θυμάμαι όμως χαρακτηριστικά,
πως όταν κάποτε η κα Μαρία, είχε βάψει
τον τοίχο του ισογείου ροζ, φρόντισε να
βαφεί και ο ανδριάντας. Όσες φορές
ρωτούσα τον κο Σωτήρη για την προέλευση
του αγάλματος, αυτός μου έδινε αόριστες
απαντήσεις και κάθε φορά διαφορετικές.
Έτσι εγώ με την φαντασία μου στην αρχή
το ονόμασα Αχιλλέα και αργότερα πείστηκα
πως ήταν ο Μ. Αλέξανδρος.
Ακριβώς
απέναντι από την βρύση ξεκινούσε μια
σκάλα από ξύλο καστανιάς, πολύ λειτουργική
καθώς στο μέσο της, είχε ένα πλατύσκαλο
και κατόπιν συνέχιζε στον πρώτο όροφο.
Το πάτωμα ήταν ξύλινο, είχε δύο υπνοδωμάτια
με μια μικρή κουζίνα και ένα σαλόνι που
είχε για θέρμανση ένα πέτρινο τζάκι. Ο
επάνω όροφος είχε ένα υπνοδωμάτιο και
ένα υποτυπώδες κουζινάκι. Στο λιοστάσι
ήταν ο χώρος, που άπλωναν τα ρούχα και
τα απογεύματα του καλοκαιριού μόλις
έπεφτε ο ήλιος ανέβαιναν για να δροσιστούν.
(Το σπίτι του κου Σωτήρη όπως είναι σήμερα - φωτογραφία από το flickriver.com)
Αριστερά
όπως βλέπαμε την είσοδο, είχε ένα πέτρινο
πεζούλι όπου συνήθιζε ο κος Σωτήρης να
κάθεται και να πίνει το τσίπουρο του.
Είχα ακούσει από του μεγάλους ότι ήταν
αλκοολικός, αλλά τότε αυτή η λέξη, μου
ήταν άγνωστη και μόνο όταν τον προσδιόρισαν
σαν μπεκρή, κατάλαβα την έννοια της. Τον
θυμάμαι να κάθεται στο πεζούλι με ένα
μπουκαλάκι τσίπουρο και να τραγουδάει
με την βραχνή φωνή του, χωρίς όμως να
μπορεί να τον καταλάβει κανείς. Ήταν
ομιλητικός, σε αντίθεση με την κα Μαρία
που ήταν ολιγόλογη και συνήθως είχε
συννεφιασμένη έκφραση. Μας έλεγε ιστορίες
από την εποχή που ήταν νέος. Από αυτές
τις ιστορίες, δεν θυμάμαι ολοκληρωμένη
καμία, απλώς μου έμεινε η ανάμνηση του,
να πίνει και να εξιστορεί. Όταν το αλκοόλ
κυριαρχούσε στο πνεύμα και στο σώμα
του, τον ενοχλούσαν όλα, μας φώναζε και
μας έδιωχνε από την γειτονιά συνήθως
με βρισιές. Γενικά όμως ήταν άκακος και
ζούσε με την κα Μαρία μια μονότονη ζωή
χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Την γυναίκα
του, την θυμάμαι να είναι ψηλή υπέρβαρη,
λιγομίλητη ντυμένη πάντα στα μαύρα. Ο
πατέρας μου όταν περνούσε από το μπακάλικο
μας, την χαιρετούσε και της έλεγε «γεια
σου πατριώτισσα» ενώ αυτή, πάντα του
ανταπέδιδε τον ανάλογο χαιρετισμό. Έτσι
κατάλαβα ότι ή καταγωγή της ήταν από
την Κρήτη. Μετά από αρκετά χρόνια όταν
εγώ είχα πάει ήδη στην Κρήτη, όταν
επέστρεφα για διακοπές, μόλις το μάθαινε
με περίμενε να εμφανιστώ και η συνηθισμένη
φράση της ήταν «τι κάνει το νησί μας;».
Εγώ της απαντούσα, μάλλον αδιάφορα και
με ένα είδος βαριεστημάρας. Αυτή όμως
ρουφούσε άπληστα κάθε πληροφορία που
της έδινα και μόνο τότε, από ο,τι θυμάμαι,
χαμογελούσε.
Κατά
καιρούς, νοίκιαζαν τον επάνω όροφο, σε
νέα ζευγάρια ή σε “μπεκιάρηδες” όπως
συνήθιζαν να λένε, τους ελεύθερους,
κάποιας ηλικίας άνδρες. Από όλους τους
νοικάρηδες, που είχαν, θυμάμαι ένα πάρα
πολύ καλά. Πρώτα έμαθα το όνομα του,
Αχιλλέας και αμέσως η φαντασία μου πήγε
στον μυθικό ήρωα, περιμένοντας να δω
κάτι ανάλογο. Όταν όμως το είδα, δεν
μπορούσα να κρύψω την απογοήτευση μου.
Ο νοικάρης τους, ήταν ένα μαυριδερός
μεσήλικας κοντόχοντρος, με κουρεμένα
πολύ κοντά τα μαλλιά του. Από ο,τι έμαθα
αργότερα, ή δουλειά του ήταν οικοδόμος
και για αυτό τον βλέπαμε συνήθως αργά
το απόγευμα να έρχεται στην γειτονιά,
να μας χαιρετάει και να ανεβαίνει επάνω
στο σπίτι. Ο κος Αχιλλέας ήταν μανιώδης
καπνιστής και αρκετές φορές με έστειλε
να του αγοράσω τσιγάρα, από το περίπτερο
στον κεντρικό δρόμο. Πάντα μου έδινε
για τον κόπο μου, μισή δραχμή καθώς
έπαιρνε στα χέρια του, το περίεργο
κόκκινο πακέτο με τα τσιγάρα, που στο
καπάκι του, είχε το κεφάλι μιας ξανθιάς
γυναίκας. Αρκετές φορές πάλι, τον έβλεπα
αργά το βράδυ, στο μπακάλικο του πατέρα
μου, όταν συγκεντρώνονταν εκεί αρκετοί
γείτονες, για να πιουν ένα τελευταίο
τσίπουρο πριν πάνε στο σπίτι τους. Μόνο
που το τελευταίο τσίπουρο ποτέ δεν ήταν
τελευταίο, αλλά το πρώτο από μια σειρά
άλλων που ακολουθούσαν. Συνήθως οι
περισσότεροι έφευγαν παραπατώντας,
στην καλύτερη περίπτωση ή στηριζόμενοι
στους τοίχους των σπιτιών για να έχουν
ισορροπία μέχρι να φθάσουν στο σπίτι
τους. Αυτούς τους τελευταίους τους
λέγαμε κοροϊδευτικά “τοιχοπερπατητές”
και ήταν κάτι πολύ υποτιμητικό, σαν
επίθετο για κάποιον με αξιοπρέπεια.
Πολλές φορές ο πατέρας μου, τους έδιωχνε
με τρόπο, όταν έβλεπε πως κάποιος, είχε
ξεφύγει στη συμπεριφορά και παραφερόταν.
Αυτή
γενικά ήταν η ρουτίνα, των ανδρών της
γειτονιάς, χωρίς όμως να μπορούμε να το
γενικεύσουμε. Είχε τελειώσει το καλοκαίρι,
αν και ακόμη δεν είχε βρέξει, μια ψύχρα
υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Ένα βράδυ οι
πότες είχαν μείνει μέχρι αργά και ο
πατέρας μου έψαχνε αφορμή για να τους
διώξει. Αφορμή που δεν άργησε να του
δοθεί, όταν ένας καυγάς μεταξύ των
μεθυσμένων πλέον θαμώνων άρχισε, χωρίς
να μπορεί να καταλάβει κανείς για ποιο
λόγο. Ο πατέρας μου τους υποχρέωσε να
φύγουν, αφού συνόδευσε στο σπίτι του,
τελευταίο, τον κο Αχιλλέα, γιατί όπως
μας είπε αργότερα, δεν ήταν σε θέση να
περπατήσει μόνος του.
Εκείνη
την νύχτα κανείς στην γειτονιά, μικρός
ή μεγάλος δεν κοιμήθηκε. Πολύ αργά μέσα
στα άγρια χαράματα, με ξύπνησαν οι
σειρήνες της πυροσβεστικής και φωνές.
Σηκώθηκα γεμάτος περιέργεια να δω τι
συμβαίνει. Οι γονείς μου, ήταν ήδη έξω.
Με το που βγήκα στην αυλή έντονη μυρωδιά
καπνού με τύλιξε. Δεν άργησα να δω τις
φλόγες που ξεκινούσαν, από το πρόβολο
που ένωνε την εκκλησία και το σπίτι του
κου Σωτήρη. Τα ξερά δοκάρια καιγόταν
κάνοντας ένα περίεργο θόρυβο. Η φωτιά
απλωνόταν με ταχύτητα, το παλιό αυτοκίνητο
της πυροσβεστικής είχε φθάσει με
δυσκολία, μέχρι το σημείο που ενώνονταν
η οδός Π. Ιωακείμ με την Περδίκα, καθώς
λόγω μεγέθους, ήταν αδύνατο να στρίψει
προς το σημείο της πυρκαγιάς. Εκεί
άπλωσαν του σωλήνες και μέσα σε μια
απίστευτη φασαρία προσπαθούσαν να
συνεννοηθούν. Κάποιοι ζητούσαν από τους
γείτονες, να τους δώσουν τα λάστιχα
ποτίσματος και πρόσβαση στις βρύσες
τους για να έχουν περισσότερο νερό.
Θυμάμαι τον χοντρό, ροδομάγουλο
αξιωματικό, της αστυνομίας κυριολεκτικά
να γαβγίζει κάποιες διαταγές, που κανείς
δεν λάμβανε υπ’ όψιν του. Τους δύο
πυροσβέστες να προσπαθούν να συνδέσουν
του σωλήνες του νερού, τους γείτονες να
προσπαθούν να πλησιάσουν, προς τη φωτιά,
τους χωροφύλακες με φωνές να τους
απωθούν. Γενικά τίποτα από ο,τι γινόταν
δεν βοηθούσε στο να σβήσει ή φωτιά. Εγώ
κρατώντας από το χέρι τον αδερφό μου
τον Στέφανο, που φοβισμένος, έτριβε τα
μάτια του από την νύστα και από αυτά που
έβλεπε. Στεκόμασταν όρθιοι, στην είσοδο
της αυλόπορτας, μη τολμώντας να βγούμε
έξω στον δρόμο, με όλο αυτό το κομφούζιο
που επικρατούσε. Στα παράθυρα των γύρω
σπιτιών, παιδιά και μεγάλοι παρακολουθούσαν
το θέαμα, σχολιάζοντας ποικιλοτρόπως
το γεγονός. Κάποια στιγμή οι πυροσβέστες,
κατάφεραν να ενώσουν τους σωλήνες και
το νερό με πίεση, έπεσε επάνω στην φωτιά
που άρχισε να τσιτσιρίζει και σταδιακά
να αργοσβήνει. Στην διάρκεια της
προσπάθειας ακούστηκε ένας τρομερός
θόρυβος, το πρόβολο γκρεμίστηκε,
πετάγοντας κεραμίδια και αποκαΐδια
προς όλες τις κατευθύνσεις. Αμέσως οι
πυροσβέστες, έριξαν νερό επάνω τους,
ενώ δύο γείτονες πήραν φτυάρια και
έριχνα χώμα επάνω στις εστίες της φωτιάς.
Δεν
θυμάμαι πόση ώρα πέρασε μέχρι να σβήσει
τελείως, σίγουρα όμως, ήταν αρκετή. Όταν
έσβησε τελικά, είχε ήδη ξημερώσει και
το θέαμα ήταν πολύ θλιβερό, καθώς εκτός
από το πρόβολο είχε καεί και η πόρτα που
ήταν στερεωμένη, στην πλευρά του Αγ.
Βλάση. Επίσης ένα μέρος με τα φουρούσια,
από την στέγη, της εκκλησίας κάπνιζαν,
ενώ τα κεραμίδια είχαν βουλιάξει. Σημάδι
πως τα ξύλινα στηρίγματα τους, είχαν κι
αυτά καεί. Η μυρουδιά του καμένου ήταν
έντονη και κάτω στο έδαφος, είχε ένα
σωρό από κάρβουνα, μισοκαμένα ξύλα και
σπασμένα κεραμίδια. Αργότερα ήρθε το
τεράστιο, κάρο της δημαρχίας με το
περίεργο άλογο και εργάτες του δήμου,
που μάζεψαν και καθάρισαν τον χώρο από
τα αποκαΐδια. Στον τοίχο της εκκλησίας,
όπως και στον τοίχο του σπιτιού του κου
Σωτήρη, υπήρχε μια τεράστια μαύρη
μουτζούρα, από την καπνιά. Αργότερα ήρθε
η αστυνομία για ανακρίσεις, καθώς μπορεί
η έγκαιρη επέμβαση της πυροσβεστικής,
να αποσόβησε κάποια μεγαλύτερη καταστροφή,
καθώς όλα σχεδόν τα σπίτια της περιοχής
είχαν το ξύλο σαν πρώτη ύλη κατασκευής.
Έτσι η πιθανότητα επέκτασης της φωτιάς,
ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Το τελικό πόρισμα
της πυρκαγιάς, έλεγε πως ξεκίνησε από
το δωμάτιο του κου Αχιλλέα. Προφανώς
κοιμήθηκε με το τσιγάρο αναμμένο στο
στόμα του, το οποίο κάποια στιγμή, έπεσε
πάνω στο πάπλωμα του, που άναψε αμέσως.
Η κα Μαρία, αντιλήφθηκε την φωτιά, μπήκε
στο δωμάτιο του, άρπαξε το φλεγόμενο
πάπλωμα και το πέταξε έξω, από το παράθυρο
του δευτέρου ορόφου. Το πάπλωμα έπεσε
επάνω στο πρόβολο και η φωτιά μεταφέρθηκε
στα ξερά ξύλινα δοκάρια με αποτέλεσμα
να επεκταθεί.
Τις
επόμενες μέρες, έρχονταν συμπολίτες
μας, να δουν τα αποτελέσματα της φωτιάς
και την ζημία που είχε η εκκλησία.
Μετά
από αρκετό καιρό, μπορεί να είχε περάσει
και ένας χρόνος από το συμβάν, ήρθε ένα
συνεργείο τεχνιτών, από την αρχαιολογική
υπηρεσία και άλλαξε την στέγη της
εκκλησίας με καινούργια ξυλεία και
τελείως διαφορετικά κόκκινα κεραμίδια.
Από την απέναντι πλευρά, του σπιτιού,
διόρθωσαν πρόχειρα, με τούβλα τις ζημιές
που είχε κάνει η φωτιά. Αργότερα η ΔΕΗ
έβαλε σε αυτή την πλευρά, δύο ξύλινες
κολώνες, έστρωσαν τον δρόμο με τσιμέντο
καλύπτοντας τον μέχρι τότε χωματόδρομο,
αλλάζοντας με αυτό τον τρόπο τελείως
την φυσιογνωμία του δρόμου.
Σταδιακά
όλοι εμείς, ξεχάσαμε το γεγονός και
κυρίως κανείς δεν θυμόταν την πόρτα
ασφαλείας που κλείδωνε τα βράδια για
να προστατέψει την χριστιανική γειτονιά
της Κυριώτισσας.
No comments:
Post a Comment