Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Τα
παιδικά μας χρόνια, τα ζήσαμε σε μια
εποχή που κανένα σπίτι στην γειτονιά
δεν είχε τις ηλεκτρικές συσκευές και
ευκολίες που υπάρχουν σήμερα. Τα
περισσότερα νοικοκυριά μαγείρευαν, με
εκείνες τις περίεργες γκαζιέρες, με το
φαρδύ φιτίλι ή στην καλύτερη περίπτωση
είχαν, την με καινούρια εφεύρεση της
εποχής το πετρογκάζ. Εξ άλλου, μόλις
πριν από λίγο είχαν βάλει στα σπίτια
ηλεκτρικό ρεύμα, που το χρησιμοποιούσαν
βασικά για τον φωτισμό των σπιτιών αν
και ορισμένοι είχαν την πολυτέλεια να
έχουν ραδιόφωνο. Ιδιαίτερες ηλεκτρικές
συσκευές δεν θυμάμαι να είχε κανένα
σπίτι της γειτονιάς. Τον χειμώνα τον
ξεπερνούσαμε ανάβοντας τις ξύλινες
σόμπες ή στην καλύτερη περίπτωση μερικά
νοικοκυριά, ελάχιστα από ότι θυμάμαι
είχαν σόμπες πετρελαίου. Το πρόβλημα
το μεγάλο όμως ήταν το καλοκαίρι. Παρ’
όλο που σχεδόν όλα τα σπίτια ήταν κτισμένα
με πέτρες και είχαν σαν βάση επενδύσεων
το ξύλο, η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Ειδικά
όταν μας μάντρωναν, κυριολεκτικά το
μεσημέρι για να κοιμηθούμε μια δυο ώρες.
Εμείς οι μικροί επαναστατούσαμε και
στην καλύτερη περίπτωση δυσανασχετούσαμε
και γκρινιάζαμε. Πάντα προσπαθούσαμε
να την κοπανίσουμε, από την υποχρεωτική
αυτή ξεκούραση και να βγούμε λαθραία
έξω από το σπίτι για να συναντήσουμε
τους συνομηλίκους μας, που επίσης το
είχαν σκάσει, για κάποιες μικρές
περιπέτειες.
Ο
πατέρας μου απηυδισμένος, με το συνεχές
σκασιαρχείο από την μεσημεριανή ξεκούραση
αποφάσισε να μας έχει και τους τρεις,μαζί
του στο ίδιο δωμάτιο, για να μας προσέχει.
Η κατάσταση όμως με την ζέστη γινόταν
ακόμη πιο αφόρητη, οπότε μια μέρα τον
είδαμε να φέρνει στο σπίτι μια παράξενη
για μας ηλεκτρική συσκευή. Όταν την
έβγαλε από το κουτί
του περιτυλίγματος
καταλάβαμε ότι ήταν ένας ανεμιστήρας.
Για τα σημερινά δεδομένα ήταν κάτι το
ασήμαντο και ανάξιο λόγου, αλλά τότε
φάνταζε σαν κάτι τελείως πρωτοποριακό.
Το κυρίως σώμα του, ήταν από κόκκινο
πλαστικό, έχοντας μια μεταλλική βάση και
προστατευτικό περίβλημα μπροστά από
το σιέλ πτερύγιο. Όταν ο πατέρας μου τον
έβαλε σε λειτουργία, με ένα ελαφρύ βουητό
ο έλικας γύριζε και δημιουργούσε ένα
κύμα αέρα, που μας έδινε μια κάποια
αίσθηση δροσιάς. Τις πρώτες μέρες μας
φαινόταν ότι έδινε μια λύση στην ανυπόφορη
ζέστη που κυριαρχούσε παντού. Γρήγορα
όμως βαρεθήκαμε τον θόρυβο που έκανε,
ίσως γιατί όσο περνούσαν οι μέρες, μας
φαινόταν όλο και πιο δυνατός, όλο και
πιο ενοχλητικός. Επίσης τα κύματα αέρα
που δημιουργούσε είχαν έλλειψη υγρασίας
και σύντομα νιώθαμε μια ελαφριά ζάλη
και μερικές φορές είχαμε και ένα μικρό
πονοκέφαλο.
(Ο Τριπόταμος, το ποτάμι όπου χύνεται το Λιανοβρόχι)
Ένα
μεσημέρι επωφελούμενος από τον ύπνο
του πατέρα μου και των υπολοίπων της
οικογένειας μου, το έσκασα από το ανοιχτό
παράθυρο. Κατηφόριζα προς την κατεύθυνση
των Λαδομύλων, όταν έπεσα πάνω στον
Φώτη. Ο Φώτης και ο Γιάννης ήταν δύο
γείτονες λίγο πιο μεγάλοι και τους
είχαμε αρχηγούς, στην συμμορία των
ινδιάνων που είχαμε δημιουργήσει. Το
στέκι της συμμορίας που είχαμε σαν
λημέρι και παίζαμε, βρισκόταν στο διπλανό
σπίτι, από αυτό που έμενε η οικογένεια
του Φώτη. Αυτό το σπίτι ήταν ερειπωμένο,
πιθανώς καμένο από το εμφύλιο πόλεμο
όπως είχα ακούσει, με τα χόρτα και τις
βρωμοκαρυδιές να φυτρώνουν παντού, μας
έδινε την ψευδαίσθηση του δάσους και
ήταν ιδανικό κρησφύγετο για την συμμορία.
Εκεί κατασκευάζαμε τόξα και βέλη, τα
οποία τα χρησιμοποιούσαμε, έχοντας σαν
στόχους κάτι ξύλινα σπασμένα βαρέλια
που είχαν απομείνει μέσα στο εγκαταλειμμένο
σπίτι. Είχε και μια βρύση που έτρεχε
συνεχώς, γεμίζοντας μια στέρνα, που τα
καλοκαίρια βουτούσαμε τα κεφάλια μας
μέσα στο νερό για να δροσιστούμε.
Τότε
ο Φώτης μου πρότεινε να πάμε στο
Λιανοβρόχι, εγώ παρ’ όλο που δεν ήξερα,
που και τι ήταν, δέχτηκα χωρίς αντιρρήσεις
να πάμε. Ξεκινήσαμε με κατεύθυνση προς
την πλατεία ωρολογίου, αφήσαμε στα
αριστερά μας την κλινική του Αφεντούλη,
περάσαμε την σιδερένια γέφυρα της
Μπαρμπούτας κτυπώντας τα πόδια μας στις
ξύλινες σανίδες. Περάσαμε από το πέμπτο
δημοτικό σχολείο και φθάσαμε στα εβραίικα
μνήματα. Έτσι λέγαμε
τότε το εβραϊκό νεκροταφείο που βρισκόταν
στην άκρη της πόλης, σε ένα τεράστιο
λάκκο που ήταν διάσπαρτος από ταφικές
πλάκες με σύμβολα του Ισραήλ. Το διασχίσαμε
γρήγορα και αφού βαδίσαμε στην ανοιχτή
έκταση του Προμηθέα, που εκείνη την
εποχή είχε ελάχιστα σπίτια, φθάσαμε επί
τέλους στο Λιανοβρόχι.
(Η γέφυρα που οδηγεί στο 5ο Δημοτικό Σχολείο και στο συνοικισμό του Προμηθέα)
Τότε
κατάλαβα, πως ήταν το ποταμάκι που
περνούσε από την άκρη της Βέροιας και
ενώνονταν με τον Τριπόταμο. Σε αρκετό
βάθος από το επίπεδο που αρχικά ήμασταν,
σαν ένα είδος μικρού φαραγγιού ανάμεσα
από δύο μικρές πλαγιές κυλούσαν ήρεμα
τα νερά του συγκεκριμένου, μικρού
ποταμού. Στις δύο πλαγιές, στη δεξιά και
την αριστερή όχθη κάποιος (αργότερα
έμαθα πως τον λέγανε μπάρμπα Γιάννη)
είχε κτίσει δύο πέτρινους τοίχους
στενεύοντας με αυτόν τον τρόπο την κοίτη
του ποταμού. Μεταξύ των δύο τοίχων υπήρχε
μια τσιμεντένια γέφυρα η οποία κατέληγε σε ένα μονοπάτι που οδηγούσε στην
πρόχειρη καλύβα που είχε φτιάξει ο
ιδιοκτήτης της με ξύλινα δοκάρια και
κλαδιά. Στο άνοιγμα που είχε δημιουργηθεί
από τους δύο τοίχους και την γέφυρα είχε
κάνει μια ιδιότυπη κινητή κατασκευή με
χοντρές σανίδες που έφραζε τελείως την
κοίτη του ποταμιού και έτσι δημιουργούσε
μια στενόμακρη λιμνούλα που το βαθύτερο
σημείο της περίπου δύο μέτρα. Το βάθος
αυτό βρισκόταν, λίγο πριν από την γέφυρα,
ενώ όσο απομακρυνόταν κάποιος από αυτή,
το βάθος γινόταν όλο και πιο μικρό
φθάνοντας σχεδόν τους είκοσι πόντους.
Η λιμνούλα ήταν γεμάτη από παιδιά, βασικά
μεγαλύτερα από μένα, αν και είχε και
μερικά της δικής μου ηλικίας, όλοι τους
ήταν γυμνοί, εκτός ελαχίστων που φορούσαν
μαγιό και κολυμπούσαν παίζοντας διάφορα
παιχνίδια. Εγώ έκπληκτος με το θέαμα
τους κοίταζα σαν μαγεμένος, παρ’ όλο
που με ξένιζε η γύμνια τους. Μερικοί, οι
πιο μεγάλοι έπαιρναν φόρα από την
αριστερή πλαγιά που ήταν λιγότερο
απότομη και βουτούσαν κραυγάζοντας στα
νερά. Οι μικρότεροι κολυμπούσαν ή
τουλάχιστον προσπαθούσαν για αυτό, στα
ρηχά.
(Τα Εβραίικα μνήματα όπως είναι σήμερα)
Ο
Φώτης διέσχισε με ευκολία την γέφυρα, ανηφόρισε προς την καλύβα και πλήρωσε
στον μπάρμπα Γιάννη το αντίτιμο για να
μπορέσει να κολυμπήσει. Όπως μου είχε
εξηγήσει λίγο πριν, αν δεν πλήρωνες, σού
έπαιρναν τα ρούχα και δεν σου τα έδιναν
μέχρι να τους πληρώσεις. Φοβισμένος με
διστακτικά βήματα προσπάθησα να περάσω
από την γέφυρα, αμέσως έγινα αντιληπτός
από τους κολυμβητές οι οποίοι για να
διασκεδάσουν άρχισαν να μου πετάν νερό
για να με τρομάξουν. Αυτό δεν ήταν δύσκολο
να το καταφέρουν, ήμουν ήδη τρομαγμένος
πριν καν ξεκινήσουν να με πιτσιλάνε.
Αμέσως έπεσα στα τέσσερα χρησιμοποιώντας
χέρια και πόδια για να έχω ισορροπία
πέρασα απέναντι, βρεγμένος και προ
πάντων φοβισμένος. Ο Φώτης ήδη είχε
γδυθεί και γυμνός έτρεξε με φόρα και
πήδηξε με ένα σάλτο, από το ύψος της
όχθης στην λιμνούλα με μια κραυγή που
αδυνατώ να την περιγράψω. Βούτηξε με
ένα μεγάλο παφλασμό στο κέντρο της
λίμνης, βυθίστηκε για λίγο κάτω από το
νερό, όταν βγήκε στην επιφάνεια τίναξε
το κεφάλι του δεξιά και αριστερά για να
διώξει τα νερά από τα μάτια του. Μετά με
σίγουρες κινήσεις κολύμπησε προ το
βαθύτερο σημείο και πιάστηκε από την
άκρη της γέφυρας για να ξεκουραστεί.
Τον κοίταζα να χαίρεται το νερό άνετος,
να γελάει σε κάθε ευκαιρία και εγώ έσκαγα
από την ζήλια μου. Αν και ο πατέρας μου
με είχε πάει αρκετές φορές στις γειτονικές
παραλίες, αυτό που έβλεπα εδώ ήταν κάτι
το τελείως διαφορετικό. Εδώ ήταν μόνο
παιδιά που χαιρόντουσαν το νερό, χωρίς
κανόνες και χωρίς κάποιος να τους λέει
τι ακριβώς θα έπρεπε να κάνουν.
Δεν
ξέρω πόση ώρα χάζευα τα άλλα παιδιά,
απογοητευμένος που δεν μπορούσα να κάνω
και εγώ το ίδιο. Το βασικό μου πρόβλημα
ήταν, πως δεν είχα τα χρήματα για να
πληρώσω. Κάποια στιγμή ο μπάρμπα Γιάννης,
με λυπήθηκε ίσως και μου είπε πως θα
μπορούσα να κολυμπήσω χωρίς λεφτά. Δεν
περίμενα να μου το πει δεύτερη φορά,
αμέσως έτρεξα στα ρηχά, εκεί έβγαλα τα
ρούχα μου, με μια συστολή, που πολύ
γρήγορα την ξεπέρασα και προσέχοντας
μη γλιστρήσω, μπήκα μέσα στο νερό. Η
αίσθηση δροσιάς που ένιωσα ήταν απρόσμενη,
για μια στιγμή νόμισα πως θα μου κοβόταν
η αναπνοή, αλλά σύντομα προσαρμόστηκα
και άρχισα να κάνω βόλτες στα ρηχά,
φροντίζοντας πάντα τα πόδια μου να
πατάνε για σιγουριά στο βυθό. Είχα χάσει
την αίσθηση του χρόνου όταν ο Φώτης
με φώναξε και μου είπε πως θα έπρεπε να
βγω από το νερό, για να στεγνώσω.
Ακολουθώντας τις οδηγίες του, ξάπλωσα
σε ένα βράχο στην όχθη και περίμενα ο
ήλιος να με στεγνώσει. Παρατήρησα πως
το ίδιο έκαναν και άλλα παιδιά, καθώς
πετσέτες είχαν ελάχιστοι. Μόλις
στεγνώσαμε, αφού ντυθήκαμε, ξεκινήσαμε
για τον δρόμο της επιστροφής. Στον δρόμο,
ο Φώτης μου θύμισε την πιθανή τιμωρία
που μας περίμενε, αν οι γονείς μας
ανακάλυπταν που είχαμε πάει και τι
κάναμε. Ανατρίχιασα μόνο που το άκουσα,
αμέσως συμφωνήσαμε να πούμε την ίδια
δικαιολογία για το που ήμασταν, γιατί
ανακάλυπταν ότι πήγαμε στο Λιανοβρόχι,
θα περνούσαμε δύσκολες ώρες από τις
τιμωρίες και πιθανότατα θα μας
ξυλοφόρτωναν.
Δεν
ξέρω αν επειδή ο φίλος μου, ήταν μεγαλύτερος
και πιο έμπειρος από μένα στις δικαιολογίες,
το γεγονός ήταν πως γίναμε πιστευτοί
και η όλη μας περιπέτεια δεν είχε καμία
συνέπεια. Τις επόμενες μέρες, το μυαλό
μου ήταν συνεχώς στο Λιανοβρόχι, ίσως
σε αυτό συνέβαλε ο απίστευτος καύσωνας
που ακολούθησε τις επόμενες μέρες ή και
το “κόλλημα” που με είχε πιάσει με αυτό
το θέμα. Όσες φορές πλησίασα τον Φώτη,
να του προτείνω να πάμε, αυτός με διάφορες
δικαιολογίες αρνιόταν και με άφηνε
απογοητευμένο. Τότε άρχιζα να επεξεργάζομαι
διάφορα σχέδια με θέμα το πώς και με
ποιους θα πήγαινα για κολύμπι στο
ποταμάκι. Γρήγορα κατάλαβα πως κανένα
από τα παιδιά της ηλικίας μου δεν είχε
την εμπειρία και το κουράγιο για μια
τέτοια περιπέτεια. Έτσι βρέθηκα τελείως
μόνος μου, να ψάχνω συντροφιά για το
εγχείρημα, γιατί μόνος μου δεν το
τολμούσα. Στο τέλος κατέληξα σε δύο,
στον ξάδερφο μου τον Άκη και στον φίλο
μου τον Μανώλη. Στην αρχή ήταν επιφυλακτικοί,
όταν όμως τους διηγήθηκα το “κατόρθωμα”
μας, με τον Φώτη, κατάλαβα πως είχαν
αρχίσει να κλονίζονται. Σε λίγο τους
έπεισα σε τέτοιο βαθμό, που μόνοι τους
άρχισαν να με πιέζουν να πάμε να
κολυμπήσουμε.
Αφού
σκεφτήκαμε τις πιθανές δικαιολογίες,
που θα λέγαμε στους δικούς μας καταλήξαμε
στην μέρα και ξεκινήσαμε. Ακολουθήσαμε
την ίδια διαδρομή με την προηγούμενη
φορά, έτσι σύντομα φθάσαμε στον προορισμό
μας. Τους έβλεπα να παρακολουθούν
έκπληκτοι όλα όσα είχα δει και εγώ στην
προηγούμενη επίσκεψη μου. Με ύφος ειδικού
πολυπράγμονα άρχισα να τους εξηγώ και
να απαντάω σε όλες τις ερωτήσεις τους.
Μόνο όταν πλησιάσαμε την καλύβα θυμήθηκα
ότι για να κολυμπήσουμε θα έπρεπε να
πληρώσουμε. Τους ρώτησα αν έχουν μαζί
τους χρήματα και απογοητεύτηκα όταν η
απάντηση τους ήταν αρνητική. Δυστυχώς
για μας, εκείνη την ημέρα στην καλύβα
δεν ήταν ο μπάρμπα Γιάννης αλλά ο γιος
του, που ήταν ιδιαίτερα σκληρός μαζί
μας και σε καμία περίπτωση δεν μας
επέτρεπε να μπούμε στο νερό, χωρίς να
πληρώσουμε. Απελπισμένοι με την ατυχία
μας, αρκεστήκαμε να παρακολουθούμε τους
άλλους να κολυμπούν ενώ εμείς καθόμασταν
μελαγχολικοί στην άκρη της όχθης.
Μετά
από λίγο, ξεθαρρέψαμε, προχωρήσαμε λίγο
πιο κάτω, καλυπτόμενοι από βράχια και
την καμπή του ποταμού, βγάλαμε τα ρούχα
μας και μπήκαμε διστακτικά μέσα στο
νερό. Η αίσθηση ήταν πραγματικά απίστευτη,
έβλεπα τους φίλους μου πραγματικά να
το απολαμβάνουν όσο και εγώ. Όσο περνούσε
η ώρα, γινόμασταν όλο πιο τολμηροί, έτσι
χωρίς να το καταλάβουμε περάσαμε την
στροφή, που μας κάλυπτε και πήγαμε προς
τα βαθιά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να
χάσουμε την κάλυψη που μας πρόσφεραν
τα βράχια και γίναμε αντιληπτοί από τον
γιο του μπάρμπα Γιάννη. Αυτός χωρίς να
διστάσει, ήρθε στο σημείο που είχαμε
αφήσει τα ρούχα μας, τα πήρε, μη δίνοντας
σημασία στις φωνές μας ή τα παρακάλια
μας, πήγε στην τσιμεντένια γέφυρα και
με δύναμη τα πέταξε στην άλλη μεριά του
ποταμού.
Εμείς
πανικόβλητοι γυμνοί και ξυπόλητοι
τρέχαμε πάνω στα βράχια της όχθης για
να προλάβουμε να πιάσουμε τα ρούχα, ενώ
μας συνόδευαν τα γέλια και τα πειράγματα
των άλλων παιδιών. Χωρίς να δώσω την
παραμικρή σημασία στα γέλια τους, μόλις
έφθασα στην γέφυρα, χωρίς να το σκεφτώ
πήδηξα στην πίσω μεριά του φράγματος
για να προλάβω να πιάσω τα ρούχα μας που
ήδη ταξίδευαν, παρασυρμένα από την ροή
του νερού. Δεν θυμάμαι πως με έφθασαν
οι δύο σύντροφοι μου, γεγονός είναι πως
ψαρέψαμε ελάχιστα από τα ρούχα μας. Εγώ
πρόλαβα και έπιασα το σορτσάκι μου και
ένα φανελάκι, ο Μανώλης
έπιασε ένα σλιπ και ο Άκης το κοντομάνικο
πουκάμισο του. Για τα παπούτσια και τα
πέδιλα μας ούτε συζήτηση, είχαν παρασυρθεί
μαζί με τα υπόλοιπα μας ρούχα και χάθηκαν.
Βγήκαμε
έξω από το νερό κλαμένοι,
θυμωμένοι και προ πάντων φοβισμένοι.
Χωρίς να το συζητήσουμε, όλους μας
βασάνιζαν οι ίδιες περίπου σκέψεις, δεν
ξέραμε τι δικαιολογία θα βρίσκαμε για
να εξηγήσουμε το χάλι μας, στους γονείς
μας. Με όση αξιοπρέπεια μας έμεινε,
ντυθήκαμε, αν και η λέξη ντυθήκαμε ήταν
υπερβολική, για την κατάσταση μας, εγώ
φόρεσα το σορτς, ο Μανώλης το σλιπ και
ο Άκης, φόρεσε το φανελάκι και έδεσε το
πουκάμισο του γύρω από την μέση
προσπαθώντας ανεπιτυχώς να κρύψει την
γύμνια του. Ανεβήκαμε με δυσκολία την
πλαγιά, με κατεύθυνση προς τον Προμηθέα,
με τις πατούσες μας γυμνές, βορά στα
κάθε είδους αγκάθια, σπασμένα γυαλιά
και χαλίκια. Έτσι κουτσαίνοντας, με ένα
τεράστιο κόμπο στο λαιμό, να μας πνίγει,
διασχίσαμε όλη σχεδόν την Βέροια, με
τους περαστικούς να μας κοιτάν περίεργα
και κάποιοι να μας κοροϊδεύουν.
Λίγο
πριν φθάσουμε στην γειτονιά, χωρίσαμε
περνώντας ο καθένας διαφορετικό δρόμο,
για το σπίτι του. Εγώ μόλις πλησίασα στο
σπίτι μου, δίστασα και την τελευταία
στιγμή αντί να μπω μέσα, έστριψα και
μπήκα στην εκκλησία του Αγ. Βλάση. Εκεί
στο μισοσκόταδο του ναού, κάθισα σε ένα
από τα ξύλινα στασίδια, προσπαθώντας
να βρω την κατάλληλη για την περίσταση
δικαιολογία. Δεν έμεινα πολύ ώρα μόνος
μου, μια γειτόνισσα, η κυρία Γραμματική
που έμενε ακριβώς απέναντι από το
μπακάλικο του πατέρα μου, ήρθε για να
ανάψει ένα κερί και με είδε. Στις ερωτήσεις
που μου έκανε, δεν έδωσα πειστικές
απαντήσεις και ειδοποίησε την μητέρα
μου να έρθει.
Η
μητέρα έγινε έξαλλη μόλις με είδε,
ταλαιπωρημένο, σχεδόν γυμνό, ματωμένο
και να κουτσαίνω από το πλήθος των
αγκαθιών που είχαν καρφωθεί στις πατούσες
μου. Με πήρε στο σπίτι με έπλυνε
περιποιήθηκε τις πληγές μου και μου
έδωσε ρούχα να ντυθώ. Στις ανακρίσεις
που έγιναν, αποφάσισα και της είπα όλη
την αλήθεια. Παραδόξως ξύλο δεν έφαγα,
αλλά η τιμωρία που μου επέβαλλε ήταν
πιο σκληρή. Για ένα μεγάλο χρονικό
διάστημα, μου απαγόρευσε, να πάω στην
αλάνα για να παίξω, αλλά ήμουν αναγκασμένος
να είμαι μέσα στο σπίτι, να διαβάζω τα
μαθήματα, που μου επέβαλε και το χειρότερο
να με ελέγχει κάθε βράδυ για να διαπιστώσει
αν πραγματικά τα είχα διαβάσει. Επίσης
μου απαγόρεψε να κάνω παρέα με τον Φώτη
και τον Μανώλη, για τον Άκη δεν είπε
κουβέντα ίσως γιατί ήταν ο αγαπημένος
της ανιψιός. Ο Μανώλης την γλύτωσε με
ένα απλό ξυλοφόρτωμα από την μητέρα του
την κυρία Χρυσάνθη, γιατί ο πατέρας του
έλειπε από την Βέροια. Τα χειρότερα
όμως, τα τράβηξε ο Άκης, εκτός από το
άγριο ξύλο που έφαγε από την θεία Στέλλα,
στο τέλος τον κρέμασε ανάποδα μέχρι να
ομολογήσει τα λάθη του. Μου έκανε εντύπωση
που ο ξάδερφος μου υπέμενε τα πάντα
χωρίς να μιλήσει ή να ζητήσει συγνώμη.
Φυσικά
μετά από λίγο διάστημα όλα είχαν ξεχαστεί
και έκανα πάλι παρέα με τον Φώτη και τον
Μανώλη, αλλά το σπουδαιότερο από όλα
ήταν πως στο Λιανοβρόχι πήγα ξανά πάρα
πολλές φορές, φροντίζοντας όμως να έχω
το σχετικό αντίτιμο.
No comments:
Post a Comment