Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Ήταν ο τελευταίος
χειμώνας των μαθητικών μου χρόνων. Ήξερα
πολύ καλά πως, με το που θα τελείωνε η
σχολική χρονιά, θα έφευγα από την Κίσσαμο
και μόνο σαν επισκέπτης θα την ξαναέβλεπα.
Κυρίως ήμουν σίγουρος, πως δεν θα
ξαναέβλεπα συγκεντρωμένους, όλους τους
συμμαθητές μου. Σχεδόν τελείωνε ο
Νοέμβριος, όταν απρόσμενα βρέθηκα με
αρκετά χρήματα στην κατοχή μου. Η μητέρα
μου κι η αδερφή της, η θεία μου Στέλλα,
μου έστειλαν με ταχυδρομική επιταγή,
χίλιες και πεντακόσιες δραχμές
αντιστοίχως.