Monday, 12 November 2018

Γράμμα από το Αγρίνιο. Να τραγ’δάς, να μη σκιάζισι


Του Γιώργου Παληγεώργου




     Φαντάρος στο Πέραμα Ιωαννίνων, Δεκέμβριος μήνας, με την 48ωρη στο χέρι, έβγαινα απ’ την πύλη κι ένα ταξί σταμάτησε πλάι μου.
     “Σειρά, έλα να σε πάρω ως στην Άρτα με το ταξί, νάχουμε και κουβέντα στο δρόμο κι ύστερα συνεχίζεις για το Ξηρόμερο με το ΚΤΕΛ”, μου είπε ο συνοδηγός.
     Ήταν ένας φαντάρος της Ίλης μου, ποδοσφαιριστής του ΠΑΣ, που είχε δοθεί δανεικός στην Αναγέννηση τη χρονιά εκείνη και πηγαινοέρχονταν Άρτα-Γιάννενα με ταξί πληρωμένο απ’ την ομάδα, για προπονήσεις κι αγώνες.

     Μ’ άφηκαν στο ΚΤΕΛ στην Άρτα κι έφυγαν για το γήπεδο. Πηγαίνοντας να βγάλω εισιτήριο, μια κοντή και χοντρή γιαγιούλα, αρκετά μεγάλη, με φώναξε.
     “Ε μουρέ πιδί, δεν είσι ου Γάκιας τ’ Βασίλ’ απ’ το Ξ’ρόμιρου;”
     “Εγώ είμαι”, απάντησα ξαφνιασμένος. “Πού βρέθηκε γνωστός στην Άρτα;” αναρωτήθηκα, και προσέχοντας καλύτερα... “εσύ πρέπει νάσαι η βάβω Ανάστω;” συμπλήρωσα την απάντησή μου με μια μικρή αμφιβολία.
     “Γάκια καμάρ’, καμάρι μ’, να σι φ’λήσου”, είπε η βάβω και με φίλαε στο μάγουλο, σα να γεύονταν ζάχαρη.
     Μέχρι να περάσει το λεωφορείο προς το Αγρίνιο, είπαμε λίγες κουβέντες με τη βάβω Ανάστω. Κάνοντας να φύγω, με ρώτησε:
    “Εεε Γάκια καμάρ’, θ’μάσι μ’κρό που ρχόσαν καβάλα στου γουμάρ’, να σ’ δώκου του τυρί κι τραγούδαϊς στ’ στράτα, να μη σκιάζισι κι κάθουνταν του σ’κλί μ’ κι σ’ ακουρμένουνταν;”
     Χαμογέλασα χαιρετώντας την να μπω στο λεωφορείο κι η βάβω Ανάστω έμεινε με σηκωμένο το χεράκι της να με σταυρώνει στον αέρα.
     Έπιασα τη θέση μου στο λεωφορείο κι ο νους μου άρχισε να ταξιδεύει πέρα στα χρόνια, τότε που συναντάγαμε καθημερνά τη βάβω Ανάστω, έξω απ’ την καλύβα της, σαν περνάγαμε στη στράτα, πρωί-βασίλεμα, την άνοιξη που πηγαινοερχόμασταν με τα πράματα στο χωράφι για το φύτεμα του καπνού.
------------------//-----------------
     “Εεε Βασίλ’, στάκα να δώκου μ’ζήθρα στου πιδί, στάκα νια στιγμή, δε σι χασουμιράου”.
     “Άι σάλτα”, μόλεε ο πατέρας, “σάλτα να πάρ’ς μ’ζήθρα απ’ τ’ν Ανάστου”.
     Ο πατέρας καβάλα στο πλάϊ του σαμαριού, στο μουλάρι κι εγώ πισωκάπουλα. Η μάνα ήτανε μπροστά με το γαϊδούρι. Τ’ άλογο το ποτίζαμε και τ’ αφήναμε στην άκρα του χωραφιού δεμένο, να περάσει τη νύχτα. Σάλτερνα κι εγώ κι έμπαινα στη βλαχοκάλυβα της Ανάστως κι μόδωνε μια φέτα μυζήθρα πασαλοιμένη με ζάχαρη. Μ’ έπιανε η βάβω Ανάστω απ’ τις μασχάλες και με ανέβαζε πάλε στα καπούλια του μουλαριού. “Άι καμάρ’ Γάκια μ’, φάϊ ν’ αξήν’ς κι να ουμουρφήν’ς”, μούλεε, μούδινε κι ένα φιλί και μάζωνε τη ζάχαρη απ’ το μάγουλό μου. Έδωνε η βάβω Ανάστω κι ένα μεγαλύτερο κομμάτι μυζήθρα τυλιγμένο σε πετσέτα στον πατέρα να το βάλει στο σακούλι.
     Περνάγαμε απ’ εκεί το πρωί, πηγαίνοντας για φύτεμα, απ’ εκεί περνάγαμε και βασίλεμα ηλιού, γυρίζοντας στο χωριό.
     Ο Γιος της Ανάστως είχε κάνα δυο λιβάδια του πατέρα και τα βόσκαε το κοπάδι του κι η Ανάστω αιστάνονταν υποχρέωση. Ξένοι ήτανε, Τζουμερκιώτες, κι ο πατέρας τους καλοϋποδέχτηκε σαν πρωτόρθανε σε τούτα τα χειμαδιά. Έτσι είχαμε να λάβουμε για λιβαδιάτικο, κάμποσο τυρί και τ’ αρνί το λαμπριάτικο.
     Πάσα χινόπωρο η Ανάστω, κατέβαινε απ’ τα βουνά με το γιό της και τη φαμελιά του, για ξεχειμαδιό στα μέρη μας. Πότε στην ίδια μεριά ακριβώς, πότε λίγο παραπέρα. Ολοένα όμως σιμά στη στράτα, που διαβαίναμε. Τέλη Μάη πάλε πίσω στα Τζουμέρκα.
    Σαν αξαίναμε [1] ψίχα εμείς τα σερνικά στο χωριό, οι πατεράδες μας, μας έβαναν στις χοντρές δουλειές. Μας έστελναν στον κάμπο, στο λόγγο, στις ερημιές, να κάμουμε δουλειές. Όμως φορές μας έπιανε λαβούρα [2] και σκιαζόμασταν. Ο λόγγος, η ερημιά, η νύχτα δεν νικιόνταν μέσα μας καλοπίχερα [3].
     “Σύρι πιδί μ’ στου βλάχου να πάρ’ς του τυρί”, έδινε διάτα ο πατέρας κι ο γιος, μα δώδεκα χρονώ, μα δέκα, δε κόταε να πει όχι. Όμως καμιά φορά, έλεε ο μικρός, “σκιάζουμι να πάου, είνι λόγγους κι όσου να γυρίσου θα ν’χτώσ’, σκιάζουμι!”. “Να τραγ’δάς, να μη σκιάζισι”, έλεε ο προεστός.
     Είχαμε συντροφιά κάθε φορά και το πράμα κι η λαβούρα λιγόστευε. Πότε με το γαϊδούρι, πότε με το μουλάρι, κανιά φορά και με τ’ άλογο διάβαινα κι εγώ στο βλάχο, να πάρω το τυρί.
     Σαν πέραγα μέσα απ’ το λόγγο έπαιρνα κάνα τραγούδι, σάματις ήξερα και κανένα σωστό; Μια βοσκοπούλα αγάπησα, νια ζηλεμένη κόρη, και πάλε απ’ αρχής, όσο να βγω σε ξάριο [4] κι όσο να ξεφωτίσω.
     Κάποια μέρα αγοράσαμε κι ένα ράδιο απ’ τ’ Αγρίνιο κι τ’ ακούγαμε ολοημερίς κι άρχισα να μαθαίνω κάμποσα τραγούδια. Τότε ήτανε ο Πουλόπουλος, η Μοσχολιού, ο Κόκοτας, η Πόλυ Πάνου κι άλλοι πολλοί.
     Ένα απόγεμα, κοντά δειλινό, του Μάη, καβάλησα το γαϊδούρι να πάω για το τυρί και στο δρόμο έκανα πρόβα όλα τα τραγούδια που είχα μάθει, γιατί στο γυρισμό θάχε θαμπώσει κι έπρεπε να τα λέω, να μη σκιάζομαι.
     Κοντοζύγωνα στη καλύβα της βάβω Ανάστως, καβάλα στο γαϊδούρι και τραγούδαγα ένα τραγούδι της Μοσχολιού, ακόμα το θυμάμαι, ήτανε το
«Πού νάβρω έναν ταχυδρόμο
Γύρνα στ' αραχνιασμένο σπίτι
να σε γεμίσω με φιλιά
γύρνα χαμένο μου σπουργίτι
να βρεις την πρώτη σου φωλιά».
     Τόσο μ’ είχε πάρει το μεράκι, πούχα ξεχάσει πως μ’ είχαν ορμηνέψει, άμα ζυγώσω στην καλύβα, να φωνάξω την Ανάστω να μαζέψει το σκυλί. Έφτασα στην ισιάδα που ήταν η καλύβα κι είδα το σκυλί να κάθεται στην άκρα της στράτας, να με τηράει γλυκά και να μ’ ακούει και τη βάβω Ανάστω χαμογελαστή, να μ’ ακούει κι αυτή και να με καρτερεί.
     “Γάκια μ’, του χάβουσις [5] του σκ’λί, τραγ’δάς νόστ’μα καμάρ’”, μούπε η βάβω Ανάστω, σαν πέζεψα και την καλησπέρισα.
     Το λεωφορείο έφτασε στη διασταύρωση που έπρεπε να κατέβω και το ταξίδι στα πίσω χρόνια τέλεψε κι αυτό.
     [1] Αξαίναμε= μεγαλώναμε
     [2] Λαβούρα= φόβος
     [3] Καλοπίχερα=εύκολα
     [4] Ξάριο= τόπος με ελάχιστη, με πολύ αραιά βλάστηση.
     [5] Χαβώνω= σκλαβώνω, χαλιναγωγώ
     Σημείωση: Δημοσιευτηκε για πρώτη φορά στο προφίλ του συγγραφέα στο facebook την 10/9/18
     Σημείωση 2: Το τραγουδι "Πού να βρω ταχυδρόμο" τραγουδούσε η Βίκυ Μοσχολιού και είναι σε στίχους Νίκου Γκάτσου και μουσική Δήμου Μούτση.

No comments:

Post a Comment