Friday 23 November 2018

Πάμε στα βιολιά. Γράμμα από το Αγρίνιο.


Του Γιώργου Παληγεώργου



(Ο Βασίλης Σαλέας, ο παλιός, θείος του νεώτερου, στη δεκαετία του '60, σε πανηγύρι στο χωριό)
     Χόρευαν όλοι, εξόν απ’ αυτόν και το νουνό του, στο καφενείο με τα βιολιά. Ήτανε πανηγύρι-παγκύρι το ξέρανε.
     “Πάρ’ αυτό κι τράβα δώσ’ του στ’ν τραγουδίστρια”, είπε ο νουνός στον αναδεξιμιό του, δίνοντάς του ένα πενηντάρι.

     Πρώτη φορά ο μικρός, έπιανε πενηντάρι στα χέρια του. Μέχρι τότε πενηντάλεπτο τούδιναν κι αυτό αραιά και πού, σπανιότερα κάνα φράγκο. Το πήρε και το κράταε σφιχτά μη και του πέσει και πήγε ντροπαλά-ντροπαλά και τόδωσε στην τραγουδίστρια. Χόρευαν οι δικοί του κι η θυγατέρα του νονού του. Ο νουνός είχε δείξει με νόημα (το πενηντάρι) στην τραγουδίστρια, πως πρόκειται για το χορό.
     Αυτή ήταν η πρώτη του θαμπή θύμηση απ’ το παγκύρι στο χωριό. Θυμόταν και κάτι λίγα, σκόρπια απ’ την περσινή χρονιά, κόσμο πολύ, αλλά ούτε που κατάλαβε πώς τέλειωσε η βραδιά και τι είχε συμβεί. Τον είχε πάρει ο ύπνος κι υπνωμένο τον είχαν πάει σπίτι και τον έβαλαν στο κρεβάτι, του εξήγησαν αργότερα.
     Λαχτάρα και νείρη τρανή το παγκύρι, τότε, για μικρούς-τρανούς, μετά απ’ το βαρύ μόχθο και τον παιδεμό του καλοκαιριού στα καπνά, μετά τ’ απομαζώματα… Άλλη ευκαιρία για γλέντι και για ξέδομα δεν ύπαρχε στο χωριό, εξόν από κάνα γάμο και τραγούδι στις τάβλες. Φτώχια καταραμένη, σκεδόν σ’ όλες τις οικογένειες του χωριού. Το πολύ 20-25 οικογένειες να καλοστέκονταν, απ’ τις 600 πάνω-κάτω, που ζούσανε στο χωριό τότε. Κάποιες οικογένειες, ούτε κι ανήμερα του παγκυριού, δεν έβγαιναν στο χοροστάσι, απ’ την ανέχεια.
(Ο Αϊ-Γιάννης ο Θεολόγος σήμερα)
     Οι πλιότεροι άντρες με τραγιάσκα, κάποια γερόντια ακόμα φόραγαν σκούφια κι οι γυναίκες με φορέματα κάτω απ’ το γόνατο. Ο πολύς ο κόσμος με δόντια χαλασμένα, λιπόσαρκος και λιοκαμένος. Όλοι τους με παλάμες και δάχτυλα σκληρά, με κάλους, σα να μη χαϊδεύτηκε ποτέ χέρι με χέρι, χέρια άγρια σαν τ’ άγρια χρόνια. Πολλοί έμεναν σε χαλέπετα, μετά το μεγάλο σεισμό του ’66. Πάρα πολλοί στριμωγμένοι σ’ ένα δωμάτιο σπίτι ή σε παράγκες, κάποιοι είχαν περάσει και μήνες σε σκηνές. Ο σπόρος της ζωής ολούθε φύτρωνε.
     Αυτός o κόσμος, αυτές οι γενιές πούχαν περάσει από σωρό πολέμους, από κατοχή και πείνα, πάνω που πάσκιζε αγάλι-αγάλι να γιάνει τις πληγές του εμφύλιου κι άρχιζε λίγο πάλε να πιστεύει πως θα αλλάξει τη μοίρα του, είχε μπει τώρα στο γύψο της διχτατορίας και πια δεν έβγαζε μιλιά. Με υπονοούμενα, κι αυτά με μεγάλη προφύλαξη, έλεγαν μεταξύ τους αυτά που πίστευαν. Τα μαθητούδια του δημοτικού, χαίρουνταν στο παγκύρι πλιότερο απ’ τους τρανούς, ότι αργία του πολιούχου και γλύτωναν μάθημα. Δεν καταλάβαιναν ακόμα, ούτε την αβάσταχτη φτώχια, ούτε τη διχτατορία.
(Ομάδα κοριτσιών του χωριού, φωτογραφίζονται με φόντο την εκκλησία τ' Αϊ-Γιαννιού)
     Ο μικρός αντέγραφε με το νου του όσα έβλεπε, πού και πού ρώταε κάναν τρανό για τα όργανα. Έμαθε το βιολί, το κλαρίνο, το λαούτο, τ’ ακορντεόν, τα τούμπανα-έτσι ήξεραν τη ντραμς οι τρανοί. Τήραε και μια νεαρή τραγουδίστρια, δε ματάχε δει γυναίκα με τόσο κοντό φόρεμα, όλοι οι άντρες τα πόδια της τήραγαν. “Ωρέ τ’ φουράδα, τάβγαλι ούλα στ’ λάκα”, είπε η μάνα του.
     Πλιότερο τήραε ο μικρός τ’ ακορντεόν, τ’ άρεσε πολύ κι αφοσιώνονταν και πρόσεχε, πώς τ’ άνοιγε ο οργανοπαίχτης, όσο που να κοντεύει να σκιστεί κι απέ απότομα το μάζωνε, όσο να σμίξουν όλες οι αυλακιές του και πάλε απ’ την αρχή.
     Σειρά για χορό έχει η παρέα με το νούμερο έντεκα, έλεε κάποιος της ζυγιάς απ’ το μικρόφωνο κι όλοι γύριζαν να ιδούνε ποια είναι αυτή η παρέα. Όλοι χόρευαν από κάνα δυο τραγούδια, τσάμικα οι άντρες, συρτά οι γυναίκες. Πρώτα χόρευαν οι μουσαφιραίοι, παγκυριώτες(πανηγυριώτες) τους λέγαμε, μετά οι σπιτίσιοι. Οι κοπέλες της παντρειάς, χόρευαν κι αυτές, να ιδούν, να νυφοδιαλέξουν οι γαμπροί, να ξεθαρρέψουν κι οι προξενητάδες. Με το που τέλευε το παγκύρι, όλο και κάποια σιάσματα (αρρεβωνιάσματα) μαθαίβονταν στο χωριό.
(Οικογένεια στο πανηγύρι)
     Ανάμεσα στα τραπέζια κυκλοφόραγαν φιστικάδες, με ένα καλαθάκι περασμένο στον αγκόνα και δυο τρία σακουλάκια στο χέρι και πού και πού πούλαγαν κάνα φιστίκι ή μύδγαλο στα τραπέζια. Ένα φιστικά με τραγιάσκα κι ένα παράξενο σημάδι στη μύτη του, τον θυμόταν για κάμποσα χρόνια νάρχεται, σε κάθε παγκύρι.
     Κάποτε οι μεγάλοι ανάφερναν κάποιες φαμελιές, που άλλα χρόνια έδωναν χρώμα στο πανηγύρι, με το γλέντι τους και το χορό τους και τούτη τη χρονιά έλειπαν, ότι πένθος βαρύ τους μάραινε. Οι χήρες δεν έβγαιναν ποτέ στο παγκύρι. Κάποιοι, ανάφερναν και τη φαμελιά κάποιου, πούχε ξενιτευτεί στη Γερμανία κι είχε αφήκει πίσω γυναίκα και παιδιά. Ποιος να τους βγάλει στο παγκύρι; Φορές κάποιοι που τοιμάζονταν να ξενιτευτούν, χόρευαν τραγούδια της ξενιτιάς και τους έπαιρνε το παράπονο και μάτωναν καρδιές, «Την ξενιτιά, την ορφανιά, την πίκρα, την αγάπη, τα τέσσερα τα ζύγιασαν, βαρύτερα ειν’ τα ξένα». Μια κοπέλα που την είχαν αρρεβωνιάσει στην Αμερική, χόρεψε το «Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική, γιατί θα μαραζώσω, θα πεθάνω εκεί…» κι όλοι στο χορό έκλαιγαν, γιόμωναν τα μάτια και πολλών από κάτω.
     Δεν έλειπαν κι οι χοροί από παλικάρια που αμέσως μετά απ’ το παγκύρι ή λίγες μέρες αργότερα έφευγαν για φαντάροι, Κόρινθο, Καλαμάτα, Τρίπολη, Γουδί, Χαϊδάρι, Μεσολόγγι, Ναύπλιο, Σπάρτη, Θήβα, Σκαραμαγκά. Ήθελαν με το χορό τους να χαιρετίσουν το χωριό, να χαιρετήσουν και κάποια μάτια κι ο ακορντεονίστας τους έπαιζε «Το φανταράκι απόψε πάλι έχει μεράκι και τα `χει πιει, γιατί έχει μέρες να πάρει γράμμα απ’ το κορίτσι του και ανησυχεί».
(Οικογένεια χορεύει στο πανηγύρι)
     Οι παρεξηγήσεις για τη σειρά του χορού δεν απέλειπαν. Πότε συμπιβάζονταν με τη μεσολάβηση του μαγαζάτωρα, πότε, θέλεις μεθυσμένοι, θέλεις αγύριστα κεφάλια, πείσμωναν και κάκιωναν κι έφευγαν γι’ άλλη ζυγιά. Καμιά φορά παρεξηγιόταν κι αψιώνονταν και κάνας πατέρας, άμα κάνα νιος τήραε πονηρά τη θυγατέρα του. Όχι ότι κι οι θυγατέρες δε λοξοτήραγαν. Μια φορά έπεσε και μαχαιριά. Πώς να περιορίσεις τα μάτια, πώς να φράξεις τις καρδιές; Αυτά δεν τάχε κανονίσει και τόσο καλά ο Άγιος του χωριού, ότι φαίνεται είχε άλλες σκοτούρες. Οι καρδιές όμως χτύπαγαν κατά πως ο νταλκάς κι η φλόγα τους.
     Όλος ο κόσμος έπινε μπύρες Άλφα, εξόν απ’ τα μικρά και καμιά γυναίκα που έπιναν αναψυχτικά. Καμιά φορά γέμιζε αφρούς από μπύρα το τραπέζι. Οι γυναίκες άνοιγαν τις μπόλιες και τις άπλωναν στα τραπέζια, με ψητό κρέας απ’ το παγκυριάτικο τ’ αρνί, πούχανε ψήσει ανήμερα στην αυλή, τυρί και ψωμί, να συνοδέψουν τις μπύρες.
     Όλες οι φαμελιές έψεναν στις αυλές τους αρνιά, σπονδή τ’ Άι Γιαννιού του Θεολόγου, στις 26 του Τρυητή, ότι Άγιος του χωριού ο Άι Γιάννης. Οι προεστοί διάβαζαν την πλάτη τ’ αρνιού, να ιδούν τι μέλει στη φαμελιά τους. Οι νοικοκυρές είχανε απ’ την παραμονή παστρέψει τα σπίτια κι είχαν ασβεστώσει τις ντενεκεδένιες γλάστρες, τις αυλές, τις μάντρες και τις αυλόπορτες, ότι το παγκύρι ήτανε η πιο ξεχωριστή τοπική γιορτή.
(Νέοι του χωριού, χορεύουν στο πανηγύρι)
     Πολύ παλιά, το χοροστάσι τ’ Άι Γιαννιού ήτανε στις 8 του Μαϊού, αλλά φόντε έφτασε η καπνοκαλλιέργεια στο Ξηρόμερο, έφτασε και στη Μαχαλά και δεν βόληγε τους Μαχαλιώτες η απαίτηση τ’ Αγίου για παγκύρι εκείνη τη μέρα, ότι εκείνο τον καιρό άλλος δεν είχε τελέψει το φύτεμα κι άλλος είχε αρχίσει το σκάλο. Έτσι, με μέσο τον παπά, παρακάλεσαν τον Άγιο να γένεται το χοροστάσι του μετά τ’ απομάζωμα, να βολεύονται κι οι Μαχαλιώτες να βολεύεται κι ο Άϊ Γιαννης. Συφώνησαν, με τα πολλά και με τα λίγα, να γένεται το χοροστάσι στις 26 του Τρυητή, πούχαν τελέψει οι χοντροδουλειές.
     Κορδώνονταν κι ο παπάς, ότι έπιασε το μέσον του και μεταφέρθηκε το παγκύρι. Κι έλεε στους ξωμάχους και στις γριές ο παπάς, πως άκοπα τονε κουβεντιάζει ο Θεός και του λέει τα μυστικά του. Οι γριές του πάαιναν λειτρουές νάχουνε κι αυτές μέσο στο Θεό κι οι ξωμάχοι, άλλοι τον πίστευαν κι άκοπα πέραγαν απ’ το παγκάρι, άλλοι έκαναν πως τον πίστευαν, μην του χαλάσουν το χατήρι και κάτι λίγοι που δε χαμπάριαζαν τον διαολόστελναν. Ο παπάς δεν τόπαιρνε κατάκαρδα, καλά τα πέραε. Στο χοροστάσι τ’ Άι Γιαννιού πάντως, πίστευαν-δεν πίστευαν τις κουβέντες του παπά, όλοι πάαιναν.
(Ο χορός καλά κρατεί)
     Η εκκλησία της Παναγίας, είναι η παλιότερη εκκλησία στο χωριό, αλλά ποιος νάξερε το λόγο που οι χωριανοί διάλεξαν για προστάτη τους τον Άϊ Γιάννη; Κάποιοι έλεγαν για να τάχουν καλά με τον Άγιο, ότι αδερφικός φίλος του Χριστού, άλλοι χωρατεύοντας έλεγαν, χουριό δίχους Άϊ Γιάνν’ προυκουπή δεν κάν’. Κάποιοι άλλοι έδιναν πιο λογική εξήγηση, τ’ν Παναΐα τ’ν παγκυρίζουμι στου Λιγουβίτσ’, στου χουριό δικιούτι ου Άι Γιάνν’ς.
     Προπολεμικά κι ακόμα πρωτύτερα, προτού δηλαδή μαζωχτεί το χωριό όπου είναι τώρα, της Παναγίας, στένονταν παζάρι και ζωοπανήγυρι στο Λιγοβίτσι, έφτανε και κάνας λαλητής και κάνας γύφτος. Τότε το παγκύρι γένονταν μέρα, με την απόλυση της εκκλησίας, να μπορούν να βλέπουν. Με τα χρόνια το παγκύρι στο Λιγοβίτσι έπαψε.
     Απ’ το 1966 το παγκύρι άρχισε να μεγαλώνει, ότι είχε έρθει το ηλεχτρικό στο Ξηρόμερο κι ήτανε όλη νύχτα φως. Έφερναν ζυγές πολλά καφενεία κι είχανε διάφορο πολύ οι καφετζήδες και φούσκωναν τα μεγάφωνα κι ακούονταν δυνατά τα βιολιά, πέρα ως τις άκρες του χωριού. Κράταε μέρες πολλές το παγκύρι. Οχτώ μέρες κράτησε μια χρονιά κι ο κόσμος ξεσπάθωσε στο γλεντοκόπι.
(Το ψήσιμο του αρνιού, στην αυλή του σπιτιού)
     Τότε, αντίς να πούνε θα πάμε στο παγκύρι να γλεντήσουμε, έλεγαν θα πάμε στα βιολιά. Έρχονταν ζυγές φημισμένες, με σπουδαίους οργανοπαίχτες και μεγάλες φωνές. Οι Χαλκιάδες, με το Μπάρπα Τάσο στο κλαρίνο και το Μπάρπα Φώτη στο τραγούδι κι οι Σουκαίοι, απ’ την Ήπειρο κι ο Βασίλης Σαλέας (ο παλιός), που για κάποια χρόνια κυριάρχησε, βάζοντας στα πανηγύρια και τραγούδια με κλαρίνο και μπουζούκι μαζί, που ξεσήκωναν τους νέους και που ο ίδιος είχε παίξει (δισκογραφικά) στην Αθήνα με τη Γιώτα Λύδια. Επίσης ο Κωνσταντίνου, οι Καλαμπαλίκηδες απ’ τ’ Αγρίνιο, με τραγουδίστρια τη Γιούλα κι άλλοι πολλοί… και βέβαια ο κορυφαίος τότε τραγουδιστής της Ρούμελης, ο Ξηρομερίτης Τάκης Καρναβάς απ’ την Κανδήλα.
     Τα γερόντια τότε, κουβέντιαζαν με νοσταλγία, για το μακαρίτη το Σεραφείμ Γεροθόδωρο, απ’ τη Ρίγανη Ξηρομέρου, πρωτοψάλτη στη Μητρόπολη της Αθήνας και καλύτερο τραγουδιστή προπολεμικά. Τραγούδαε ο Γεροθόδωρος, δίχως μικρόφωνα, όπως όλοι τότε κι η φωνή του δυνατή και μέλι τρύπαε γλυκά τα δάσα κι άχαε στα γύρω τα χωριά. Σιγομουρμούριζαν ένα τραγούδι του παλιό, «Άσπρισε ο κάμπος άσπρισε από τη φουστανέλα..» κι απέ σχολίαζαν κάποιοι προεστοί, “δεν τραγ’δάνι τώρα ιτούτ’ ιδώ. Τώρα, ιτούτ’ οι γυφταίοι αλ’χτάνι σαν τα σκ’λιά π’ κυν’γιόντι μι τα λιανόπιδα”.
     Όμως του μικρού του άρεζαν οι γύφτοι. Έρχονταν πρωτύτερες χρονιές με τ’ άλογά τους και τα κάρα τους κι έφκιαναν τα τσατούρια (τσαντίρια) τους στο χωριό, εκεί στο ξέφωτο που είναι η αυλή του Δημοτικού σχολείου... Οι γύφτισσες έφερναν γύρα το χωριό και ξάφριζαν που και που κανένα σπίτι... Αυτός πάαινε και ζύγωνε στα τσατούρια, ότι σιμά το σπίτι του, και χάζευε τους γύφτους και τα γυφτάκια... Εκεί πρωτόχε ιδεί κλαρίνο και νταούλι... Καμιά φορά άργηε να γυρίσει στο σπίτι και τονε μάλωναν η μάνα του κι ο πατέρας του και τον έσκιαζαν, "θα σε δώκουμε στους γύφτους", ήταν η φοβέρτα τους. Όμως δεν τον έδωκαν, μόλο πούχε βαθειά του τη φλόγα να γένει λαλητής και γύφτος. Έτσι καταλάβαινε τότε, πως άμα δεν είσαι γύφτος δε γένεσαι τραγουδιστής κι οργανοπαίχτης. “Δε μ' έδωκαν,” έλεε φορές, “τι κρίμα..!”
     Είχε μάθει με τα χρόνια, ποιοι χωριανοί είναι οι μερακλήδες στο χορό, τα τσαλίμια, τις φιγούρες και τα τραγούδια, που άρεσαν στον καθένα να χορεύει. Ξεχώριζε αυτούς που χόρευαν θεατρικά, άλλοι σατυρικά κι άλλοι δραματικά. Θυμάται κι ένα γέροντα, που χόρευε το τραγούδι «τούτη γης κυρά Γιώργαινα, τούτη γης που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε» και μούτζωνε της γης κι όλες οι παρέες έσκαγαν στα γέλια. Θυμάται ακόμα ένα γέροντα μουστακαλή, που άμα έπινε λίγο παραπάνω, έμπαινε στο χορό και τη χαρτούρα (πενηντάρι ή κατοστάρικο) άπλωνε να τη βάλει στο μπούστο της τραγουδίστριας, ότι τη λιμπίζονταν. Άλλος ένας γέροντας, πάντοτε πιωμένος, διάλεγε για χορό «τη μουρμούρα» του Τσιτσάνη, ξορκίζοντας τη συζυγική μουρμούρα και σκόρπαε πολύ γέλιο.
     Ένας γέροντας μερακλής με ζεστή καρδιά έλεε στα παιδιά του: “Άμα πιθάνου δε θέλου να μη κλαίτι. Σα θα διαβαίνου για του χώμα, κλαρίνα θέλου κι βιουλιά κι σεις να χουρεύ’τι”.
     Ήτανε και κάποιοι που άμα χόρευαν, ζωγραφίζονταν ο πόνος στο πρόσωπό τους, μπορεί για μια χαμένη αγάπη, ποιος νάξερε; Κάποιοι είχαν αέρα και λεβεντιά κι αγάλλιαζαν στο χορό και κάποιες τσαχπινιά και λάβρα και τρέλαιναν κόσμο κι έκαιγαν καρδιές. Ο κλαριντζής ακολούθαε το τέμπο του χορευτή κι άλλες φορές το ίδιο τραγούδι τόπαιζε πιο γλήγορα και χαρωπά κι άλλες φορές αγαλινότερα, σα νοσταλγία ή σαν κρυφό σπαραγμό. Φορές έμπαιναν και κάποιοι στο χορό, που δε νόγαγαν να πάρουν τα ποδάρια τους, ψυχή είχανε κι αυτοί!
     Ήτανε και κάποιοι που τους είχε τυπωθεί στη γκλάβα, πως ο καλύτερος χορευτής ήταν αυτός, που δεν δίνονταν να τον κρατήσει, ούτε ο πιο χειροδύναμος και έστριβαν το μαντήλι και ταρακούναγαν σαν παλικαράδες το σύντροφό τους, που τους κράταε κόντρα ο μαύρος κι έβανε όση δύναμη είχε, να μη σωριαστούνε. Μια φορά σε τέτοια περίσταση, κόπηκε το μαντήλι, απ’ το πολύ στρίψιμο κι απ’ το πολύ τράβηγμα κι ο χορευτής πήγε με φόρα κι έπεσε απάνω στο πατάρι με τους οργανοπαίχτες κι οι υπόλοιποι σωριάστηκαν ο ένας πάνω στον άλλον κι όλοι μαζί κάτω προς την άλλη μεριά και το χάχανο σκέπασε τα όργανα.
     Κάποιοι, που ήθελαν να δείξουν ότι ήταν πιστοί του παλατιού, έδωναν παραγγελιά στον κλαριντζή το «Γρίβα μ’ σε θέλει ο Βασιλιάς» κι έστριβαν τις μουστάκιες τους κι έκαναν τις φιγούρες τους, μα σαν η διχτατορία έπαψε το στέμμα, μπερδεύτηκαν κάποιοι βασιλικοί, ότι και τον Παπαδόπουλο τον παίνευαν και το βασιλιά τον προσκύναγαν. Ο Κλαριντζής με τρόπο απόφευγε την παραγγελιά. Κάποιοι γέλαγαν με το μπέρδεμα των βασιλικών κι έκαναν χάζι, μα οι γυναίκες τους, τους έκαναν νόημα να μην εκδηλώνονται, ότι ήτανε μέρες πονηρές. Μα όλοι ήταν σταμπαρισμένοι, δεξιοί, κεντρώοι, Μακρονησιώτες, ο πάσα ένας ανάλογα. Οι χωροφυλάκοι έκαναν περιπολία, μη λάχει και κιντυνέψει το καθεστώς απ’ την παραγγελιά ή απ’ το τσαλίμι καμιανού χορευτή. Πού και πού έμπαιναν στα καφενεία με τις ζυγές, να κάμουν τάχα έλεγχο με μια βόλτα των ματιών τους.
     Τα κουτσουβέλια κι οι λίγο μεγαλύτεροι, γυρόφερναν τους ζαχαρινάδες, πούχανε στημένους πάγκους-τραπεζάκια και τα φώτιζαν μ’ ασετιλίνες και πούλαγαν σιροπιαστά-μπακλαβάδες και σάμαλι, ζαχαράτα, μαλλί της γριάς και γλειφατζούρια-κοκοράκια και μήλα ζαχαρωμένα. Για πολλά χρόνια ήταν οι ίδιοι που έρχονταν στο παγκύρι, τους είχανε μάθει όλοι κι ήξεραν κι εκείνοι τους χωριανούς.
     Ερχόνταν και λούνα παρκ, με κούνιες αψηλές κι έμπαιναν τα παιδιά πούχανε ξεσκολίσει κι ασκώνονταν αψηλά και φαίνονταν πως έσωναν τον ουρανό.
     Στήνονταν παραπήγματα σε κάποιες μεριές του χωριού και γένονταν παζάρι με ρούχα, παπούτσια, γυαλικά, αλουμίνια και χαλκώματα κι αγροτικά εργαλεία και παζάρευαν και ψώνιζαν οι νοικοκυράδες κι οι νοικοκυραίοι.
     Ήτανε και κάτι αϊτονύχηδες και μπαγαπόντηδες παραμυθατζήδες, που έστεναν κάτι παιγνίδια και μάζωναν τα τάλιρα του κοσμάκη, που πλανεύονταν πως θα κάμει την καλή. Καμιά φορά κέρδιζε και κάποιος χωριανός κάνα μικροποσό, μα αυτό σπάνιζε.
     Παλιότερα είπανε πως γένονταν και ζωοπανήγυρη στο χωριό και πουλιώντανε όλα τα πράματα, χοντρά και λιανότερα κι έκαναν οι τζαμπάζηδες χρυσές δουλειές. Ήθελες ν’ αγοράσεις πρόβατα, στον τζαμπάζη διάβαινες, ήθελες να πουλήσεις το μουλάρι, πάλε στο τζαμπάζη. Στόπαιρνε για τίποτε, το πούλαε για μάλαμα ο αθεόφοβος, κάτω απ’ τα μάτια τ’ Άι Γιάννη.
     Στις ατέλειωτες βόλτες στη δημοσιά, όσο να κινήσουν να βαρούνε τα όργανα, πιάνονταν κι οι ερωτοδουλειές. Όλο το κοριτσομάνι του χωριού, μαζί κι οι κοπέλες πούρχονταν μουσαφίρισσες. Και τ’ αγόρια ξεχωριστά, παρέες - παρέες. Έρχονταν και σερνικά απ’ όλα τα γύρω χωριά, το πλείστο Παπαδαταίοι. Φορές κλέβονταν και κάνα ζευγάρι κι αναστατώνονταν οι οικογένειες και πιάνονταν μούγκριες, όσο να γένει το πρώτο αγγόνι να τα ματακαλιάσουν. Στερημένα χρόνια γιομάτα δηλητήριο, δεν είχαν το λεύτερο οι νέοι ν’ αφήκουν τις καρδιές τους να φτερουΐσουν, ότι ήταν ο έρωτας στίγμα και ντροπή.
     Τέλευε το παγκύρι, κάποιοι έπιαναν αγάπες κι έβρισκαν μέσα τους θαραπαή και κάποιοι άλλοι, έβλεπαν τα μάτια, πούχαν κεντήσει την καρδιά τους, νάχουν διαλέξει άλλο ταίρι… Κι άχαε στο νου τους απόμακρα και σιγαλά του κλαρίνου ο σκοπός και του τραγουδιστή ο λάλος, «Μαραίνομαι ο καημένος σαν το βασιλικό…» και βάσταγαν υπομονή ως τ’ άλλο το παγκύρι.
     Το παγκύρι τ’ Άι Γιαννιού, στις 26 του Τρυητή, κράτησε πάνω από 70 χρόνια και σημάδεψε γενιές. Οι άνθρωποι τότε λίγα ήξεραν, μικρές ήταν οι στράτες τους. Κάτεχαν όμως από πού κράταγαν και για πού τόβαλαν. Κι ήτανε το παγκύρι γιορτή για τον χωριό και τον Άγιο και συνάμα μαντάτο απ’ τον παραπέρα κόσμο, ότι οι λαλαλητάδες κι οι οργανοπαίχτες γύριζαν τόπους, πολιτείες και χωριά, έπαιζαν και σε κέντρα στην Αθήνα, μάθαιναν κι άλλες συνήθειες κι έφερναν τη μόδα.
     Ξεθύμανε το παγκύρι, σιγά-σιγά, άλλαξαν οι καιροί, ο κόσμος αποδήμησε, στην Αθήνα και στ’ Αγρίνιο το πλείστο, αλλά κι αλλού. Κι όπως τα περσσότερα χωριά, έτσι κι η Μαχαλά άρχισε να ερημώνει. Άλλαξε κι ο τρόπος του γλεντιού. Οι μεγάλες αντάμωσες των συγχωριανών και το χοροστάσι γένονται, ίσαμε με σήμερα, στις εκδηλώσεις του πολιτιστικού Συλλόγου Φυτειών (Μαχαλά) «Ακαρνανικό φως», κάθε Δεκαπενταύγουστο.
     Αναβαρούν οι ανάμνησες, αναβαρούν και τα βιολιά μια ασίγαστη παλιά νηχώ, σα ζαχαράτο και σαν παλιό γλυκό κρασί κι έρχονται πίσω οι μορφές κι οι μυρωδιές κι οι εικόνες, τα γλέντια και τα δάκρυα… Μ’ αυτά τα γλέντια και τα δάκρυα, καμώθηκε ο λογαριασμός της ιστορίας του χωριού. Αλλού σωστά, αλλού λάθος, ο λογαριασμός καμώθηκε… Κι είν’ οι ανάμνησες οι παγκυριώτικες, σαν τα φιλιά, πα σε παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, σα λαβωμένη ξενιτειά, σαν αλησμόνητη πατρίδα…
     Τι κι αν εκείνα τα βιολιά τάφαγε το σαράκι, ένας μαΐστρος μερακλής φυσάει πίσ’ απ’ τα χρόνια, τα χρόνια τ’ αφκιασίδωτα, τ’ αλαργινά τα χρόνια και αγαντάρει το χορό, τ’ αχάλαστο μεράκι.
     Χρόνια πολλά στους όπου γης Μαχαλιώτες και Μαχαλιώτισσες...! Χρόνια πολλά για τα παγκύρια μας, λέει τώρα, όντας απ’ το χωριό φευγάτος.
     Το γράφει η πλάτη του αρνιού πως μέλει να γλεντάμε…
     Σημείωση: Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά, στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook στις 24/9/2018

No comments:

Post a Comment