Friday 30 November 2018

Η ονομαστική μου γιορτή στην Κίσσαμο. Ιστορίες από την Κίσσαμο. Γράμμα από τη Βέροια


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη




     Ήταν ο τελευταίος χειμώνας των μαθητικών μου χρόνων. Ήξερα πολύ καλά πως, με το που θα τελείωνε η σχολική χρονιά, θα έφευγα από την Κίσσαμο και μόνο σαν επισκέπτης θα την ξαναέβλεπα. Κυρίως ήμουν σίγουρος, πως δεν θα ξαναέβλεπα συγκεντρωμένους, όλους τους συμμαθητές μου. Σχεδόν τελείωνε ο Νοέμβριος, όταν απρόσμενα βρέθηκα με αρκετά χρήματα στην κατοχή μου. Η μητέρα μου κι η αδερφή της, η θεία μου Στέλλα, μου έστειλαν με ταχυδρομική επιταγή, χίλιες και πεντακόσιες δραχμές αντιστοίχως.

     Το ποσό ήταν αρκετά μεγάλο, για τις τότε ανάγκες μου και άρχισα να προβληματίζομαι, για το πώς θα ξόδευα τόσα χρήματα. Ίσως να φαίνεται αστείο για τη σημερινή εποχή, το ποσό των χρημάτων που είχα στην κατοχή μου, αλλά τότε, το μεροκάματο ενός καλοπληρωμένου εργάτη, μετά βίας άγγιζε τις εκατό δραχμές. Στην πόλη μας τότε ένας μαθητής, ήταν μάλλον δύσκολο να ξοδέψει τόσα χρήματα ή ακόμη κι αν τα κατάφερνε, θα έπρεπε να προσπαθήσει αρκετά. Τα χρήματα μού τα είχαν στείλει, γιατί πλησίαζε η ονομαστική μου γιορτή, στο τέλος του μήνα κι αμέσως μετά θα έπρεπε, κατ’ απαίτηση της μητέρας μου, να ταξιδέψω για τη Βέροια.


     Τελικά, αποφάσισα να διαθέσω ένα μέρος αυτού του ποσού, το μεγαλύτερο, για τον λόγο τον οποίο μου έστειλαν τα χρήματα. Δηλαδή να γιορτάσω μαζί με τους φίλους μου, όσο καλύτερα μπορούσα. Φυσικά υπήρχαν κάποιες δυσκολίες πάνω σ’ αυτό το θέμα. Εκείνη την περίοδο έμενα ακόμη στο οικοτροφείο και δεν μπορούσε να γίνει ούτε συζήτηση, να χρησιμοποιηθεί σαν χώρος της γιορτής. Τη λύση του προβλήματος τη βρήκαμε μαζί με τον Πσιπσή. Αφού με ρώτησε πρώτα, πόσα χρήματα ήμουν διατεθειμένος να ξοδέψω, ανέλαβε να βρει τον κατάλληλο χώρο. Πραγματικά πολύ σύντομα μου ανακοίνωσε, ότι είχε κανονίσει να πάμε σε μια ταβέρνα κοντά στο γήπεδο. Ήταν η ίδια που αργότερα σέρβιρε τον γάιδαρο. Η τοποθεσία της ήταν τέτοια, που μας εξυπηρετούσε απ’ όλες τις απόψεις. Ήταν αρκετά κοντά ώστε να μπορούμε να πάμε με τα πόδια, αλλά και σχετικά απομονωμένη, για να μην ενοχλούμε τους κατοίκους της περιοχής.
     Όταν ρώτησα τον φίλο μου, για το είδος της συμφωνίας που κανόνισε, μου απάντησε αόριστα και με δόση σαρκαστικού χιούμορ, πως δεν ήταν δική μου δουλειά αυτό.
     «Αυτό δεν σε αφορά !!! Εσύ κανόνισε ποιους και ποιες θα καλέσεις στη γιορτή σου, τα άλλα είναι δική μου δουλειά». Το είπε έχοντας στα χείλη του ένα μυστηριώδες χαμόγελο, που με γέμιζε με ερωτήσεις, που όμως ποτέ δεν έκανα. Τον έβλεπα να πλησιάζει τους συμμαθητές μας, μετά από κάθε δική μου προσέγγιση και να τους λέει κάτι συνωμοτικά. Φρόντιζε να διακόπτει την συζήτηση, όταν με έβλεπε να πλησιάζω. Φυσικά, αν και παραξενεύτηκα, δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός. Σχεδόν όλα τα αγόρια, ανταποκρίθηκαν θετικά στο κάλεσμά μου. Δεν ίσχυε όμως το ίδιο και για τα κορίτσια. Τα περισσότερα αρνήθηκαν την πρόσκλησή μου, χωρίς καν να το σκεφτούν. Κάποιες άλλες έλεγαν ασήμαντες δικαιολογίες, ίσως για να μη με κακοκαρδίσουν κι ελάχιστες είπαν πως τελικά θα έρθουν.


     Όταν έκανα κάποιο υπολογισμό, για τα άτομα που είχαν δηλώσει πως θα ερχόταν στη ταβέρνα, άρχισα ν’ ανησυχώ για το αν θα ήταν αρκετά τα χρήματα που είχα διαθέσιμα. Με το που τόλμησα να το συζητήσω με τον Γιάννη και τον Πσιπσή, αυτοί χωρίς να δώσουν την παραμικρή σημασία στις ανησυχίες μου, με κορόιδευαν και έλεγαν κάτι κρύα, για μένα, αστεία του τύπου… «Αν δε φθάσουν τα λεφτά σου δεν πειράζει, θα πλένεις για δυο τρεις μήνες τα πιάτα του ανθρώπου», ο δε Γιάννης το προχώρησε ακόμη πιο μακριά… «Μην ανησυχείς ρε! Μπροστά απ’ την ταβέρνα έχει ο άνθρωπος περιβόλι». Κι όταν εγώ συνέχιζα να τον κοιτώ με απορία, αυτός συνέχιζε σαρκαστικά… «Ε, όλο και κάποιο σκάψιμο θα χρειάζεται στον κήπο του». Αυτά έλεγαν σκασμένοι απ’ τα γέλια, κάθε φορά και με έφερναν σε αδιέξοδο. Εγώ, μπορεί να «έσκαγα» απ’ το κακό μου, με τα καμώματα τους και ν’ αναρωτιόμουν για τον τρόπο που μ’ αντιμετώπιζαν, αλλά δεν αντιδρούσα. Στην άκρη του μυαλού μου, υπήρχε όμως ο φόβος, μη τυχόν και μου σκαρώσουν κάποια απ’ τις συνηθισμένες φάρσες τους. Αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω, μέχρι πού θα μπορούσαν να φτάσουν, αν και ήξερα πολύ καλά, ότι κι οι δυο τους, ήταν ανεξέλεγκτοι. Είχα φτάσει στο σημείο, να σκέπτομαι πολύ σοβαρά, να ακυρώσω την όλη διαδικασία, φοβούμενος μη τυχόν και γίνω ρεζίλι, μ’ αυτή την απόφαση που είχα πάρει. Επειδή όμως είχα κάνει ήδη την πρόσκληση, συγκρατιόμουν και δεν το ανέβαλα.
     Τελικά, έφτασε η μέρα που είχαμε προσυμφωνήσει για τη γιορτή. Πολύ εύκολα, πήρα τη σχετική άδεια απ’ το οικοτροφείο, για να μπορέσω να παραβρεθώ μαζί με μερικούς φίλους οικότροφους, που είχα καλέσει. Ήταν η πρώτη φορά που θα ήμουν οικοδεσπότης, έστω κι αν βρισκόμουν πολύ μακριά απ’ το σπίτι μου. Νοερά, μετρούσα κάθε τόσο τους καλεσμένους μου …και μ’ έπιανε κρύος ιδρώτας. Αν και ήμουν σίγουρος, πως οι κοπελιές δεν θα τιμούσαν τη πρόσκλησή μου, ο αριθμός των αγοριών που κάλεσα, ήταν υπερβολικά μεγάλος, για τα χρήματα που διέθετα. Έβλεπα το «ρεζιλίκι» να έρχεται καλπάζοντας, χωρίς στην ουσία να μπορώ να κάνω οτιδήποτε, για να το αποφύγω.


     Ενώ είχαμε συμφωνήσει με τον Πσιπσή και τον Γιάννη, να πάμε ομαδικά προς την ταβέρνα, εγώ με μια γκρίζα αύρα να με τυλίγει, εξ αιτίας της αβεβαιότητάς μου, κατηφόρισα μόνος μου. Πήρα σκεπτικός το χωματόδρομο, που ξεκινούσε αμέσως μετά την οικοκυρική σχολή, με κατεύθυνση προς τη θάλασσα και το γήπεδο του Κισσαμικού. Στα δεξιά μου, υπήρχαν απίστευτα πυκνές συστάδες με καλάμια, που προστάτευαν τα περιβόλια απ’ τον άνεμο. Καθώς περνούσα δίπλα τους, το ελαφρύ αεράκι που φυσούσε εκείνη την ώρα, τ’ ανάγκαζε να λικνίζονται σ’ έναν ομαδικό χορό. Τα έβλεπα να κινούνται στο θρόισμα του ανέμου και νόμιζα πως με κορόιδευαν. Κοίταζα τα μαύρα σύννεφα, να πυκνώνουν απ’ τη μεριά του πελάγους και μέσα μου ήλπιζα σε μια κακοκαιρία, που θ’ ανάγκαζε αρκετούς απ’ τους καλεσμένους μου, ν’ αναβάλλουν την άφιξή τους. Αν και, στο διάστημα που ζούσα στη Κρήτη, κακοκαιρία σαν αυτές που είχαμε στη Βέροια, δεν είχα δει. Οπότε θα ήταν απίθανο να συμβεί, επειδή εγώ το παρακαλούσα. Μέσα μου ήξερα, ότι όλες αυτές οι σκέψεις, ήταν μικροπρεπείς, αλλά το άγχος με είχε κυριεύσει και σταδιακά έχανα κάθε ίχνος λογικής. Βάδιζα σκεφτικός, χωρίς να δίνω σημασία στη σκόνη του δρόμου. Μάλιστα, για να εκτονώσω την αμηχανία μου, κλωτσούσα κάθε διαθέσιμη πέτρα που έβλεπα, και ήταν αρκετές, αγνοώντας τα καινούργια παπούτσια που είχα φορέσει, μαζί με τα «καλά» μου ρούχα, λόγω της ημέρας. Τελικά, είχα καταλήξει, σε μια τολμηρή μάλλον απόφαση. Θα πήγαινα νωρίτερα στον ταβερνιάρη και θα του ζητούσα να με πιστώσει για λίγο διάστημα, στο ποσό που δεν θα μπορούσα να καλύψω, με τα χρήματα που είχα. Αυτή η σκέψη, μου φαινόταν όλο και πιο λογική και πραγματοποιήσιμη. Το αδύνατο σημείο της υπόθεσης, ήταν να συναινέσει στην πρότασή μου ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας.
     Με αποφασιστικά βήματα, διέσχισα την αυλή και μπήκα στην κυρίως αίθουσα, με σκοπό να πραγματοποιήσω την απόφασή μου. Εκεί έμεινα έκπληκτος. Ήδη, οι περισσότεροι απ’ τους καλεσμένους μου, ήταν μέσα, με επικεφαλής τον Γιάννη και τον Πσιπσή, που είχαν το γενικό «πρόσταγμα». Είχαν τοποθετήσει τα τραπέζια στη σειρά και απαιτούσαν απ’ τον κύριο Θόδωρο, τον ιδιοκτήτη, τραπεζομάντιλα, ποτήρια και πιάτα, κάνοντας στην ουσία τη δουλειά των σερβιτόρων. Για λόγους οικονομίας, οι δυο φίλοι μου είχαν συνεννοηθεί με τον ταβερνιάρη, ότι δεν θα χρειαζόμασταν σερβιτόρους και πως τα πάντα θα τα ανελάμβαναν αυτοί εκ περιτροπής. Στην ουσία, όλοι οι καλεσμένοι μου, ήταν αυτοεξυπηρετούμενοι, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να δώσουν κάποια παραγγελία ή να απαιτούν ιδιαίτερη μεταχείριση. Πολύ γρήγορα, τα τραπέζια γέμισαν με μπουκάλια κρασί, τσικουδιά και αναψυκτικά. Οι μεζέδες που κουβαλούσαν απ’ την κουζίνα, ήταν πάρα πολλοί και σε απίστευτη ποικιλία, πράγμα που με παραξένεψε, γιατί κανείς δεν είχε παραγγείλει το παραμικρό.


     Πριν προλάβω να μελαγχολήσω με την σκέψη του τελικού λογαριασμού, που θα έπρεπε να πληρώσω, με πλησίασε ο Γιάννης και μου είπε:
     «Χαλάρωσε ρε! Όλοι οι μεζέδες που βλέπεις και τα ποτά είναι δικά μας, τα φέραμε από τα σπίτια μας». Τότε κατάλαβα, τη συνομωσία των προηγούμενων ημερών. Οι καλεσμένοι μου είχαν συνεννοηθεί μεταξύ τους, προφανώς με πρωτοβουλία του Γιάννη και του Πσιπσή, κι έφερε ο καθένας απ’ το σπίτι του, φαγητά και ποτά. Μπήκα μέσα στη κουζίνα κι έμεινα άφωνος. Αραδιασμένες στο πάτωμα και στον πάγκο, υπήρχαν σακούλες με μαγειρεμένα φαγητά, μπουκάλια και παγούρια, με κρασί και τσικουδιά, σε απίστευτες ποσότητες. Ο κύριος Θόδωρος, τα έβγαζε με προσοχή από τις σακούλες και τα αξιολογούσε, σερβίροντας αυτά που νόμιζε στα πιάτα, ενώ κάποια άλλα τα άφηνε για αργότερα. Με μια ματιά είδα, ψητά κρέατα όλων των ειδών, συνοδευόμενα με πιλάφια ή πατάτες. Δεν έλειπαν τα τσιγαριστά, τα βραστά κι ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κάποιος. Σε μια άκρη του πάγκου, είδα διάφορα τυριά, καλτσουνάκια, όλων των ειδών πίτες, μέλι, και άλλα. Εντύπωση μου έκανε, η απίστευτη ποσότητα σε αλκοόλ, που είχαν φέρει οι φίλοι μου. Νόμιζα, πως τόσο μεγάλη ποσότητα ποτών, θα ήταν αδύνατο να καταναλωθεί, ακόμη κι από περισσότερους και ενήλικες πότες. Τα ποτά ήταν χύμα. Άλλωστε εκείνη την εποχή, κανείς στην περιοχή δεν αγόραζε εμφιαλωμένα. Τα είχαν μεταφέρει οι φίλοι μου σε μπουκάλια και παγούρια, όλα δικής τους παραγωγής. Κάποιοι, δεν παρέλειψαν να φέρουν, κέικ και κάποια άλλα σπιτικά γλυκά.
     Γύρισα στην αίθουσα συγκινημένος, με τις προσφορές των φίλων μου και προσπάθησα, του κάκου, να ψελλίσω δυο λόγια ευχαριστίας. Οι πάντες στη σάλα, έτρωγαν κι έπιναν. Μόλις με είδαν, σήκωσαν τα ποτήρια και οι ευχές έπεφταν σύννεφο. Πήρα στο χέρι μου ένα ποτήρι, το σήκωσα στο ύψος του προσώπου μου και αντευχήθηκα. Από τα γέλια και τις φωνές που ακολούθησαν τις ευχές μου, κατάλαβα πως οι περισσότεροι ήταν ήδη πιωμένοι. Τους κοίταξα με προσοχή. Όλοι τους ήταν αγόρια και συμμαθητές. Σε μια άκρη όμως, ήρθαν και κάθισαν δυο εξωσχολικοί, οι οποίοι δεν άργησαν να ενσωματωθούν στη δική μας παρέα. Εκείνη τη στιγμή είδα από την τζαμαρία να έρχεται με διστακτικά βήματα μια κοπέλα. Την αναγνώρισα αμέσως. Ήταν το φλερτ του φίλου μου του Γιώργου Κ. Αμέσως βγήκα έξω, πριν την δουν και οι υπόλοιποι. Της συνέστησα να φύγει, γιατί θα ήταν η μοναδική κοπέλα, σε μια παρέα αγοριών. Το κορίτσι με κοίταξε μάλλον απογοητευμένη, ίσως ήταν ερωτευμένη, μου ευχήθηκε κι αποχώρησε. Μαζί της, στιγμιαία, μελαγχόλησα κι εγώ, γιατί καμία, μα καμία, από τις καλεσμένες μου συμμαθήτριες, δεν καταδέχτηκε να έρθει στη γιορτή μου. Προφανώς, δεν ήθελαν να έχουν πάρε δώσε μαζί μου.
     Μπήκα μέσα κι αμέσως με τύλιξε καπνός κι αναθυμιάσεις απ’ το αλκοόλ που έρρεε άφθονο. Τα μεγάφωνα του κέντρου στρίγκλιζαν, με την ένταση του μαγνητοφώνου στο φουλ, σε μια απέλπιδα προσπάθεια, να καλύψουν τη φασαρία απ’τις φωνές και τα φάλτσα, όσων προσπαθούσαν μάταια, να συνοδεύσουν το τραγούδι, που έπαιζε εκείνη τη στιγμή. Ήταν σίγουρο πως, αν συνεχιζόταν η οινοποσία μ’ αυτούς τους ρυθμούς, η κατάσταση, πολύ σύντομα θα ξέφευγε, από κάθε έλεγχο. Είχαν δημιουργηθεί διάφορα «πηγαδάκια», από τελείως διαφορετικούς χαρακτήρες ατόμων, με κοινό ζητούμενο όμως, τη διασκέδαση και την οινοποσία.
     Ξαφνιασμένος κάποια στιγμή, είδα τον Γιώργο, τον πιο ήρεμο απ’ τους συμμαθητές μου του πρακτικού, ένα παιδί τελείως χαμηλών τόνων, μικρόσωμο, ξανθό, γαλανομάτη, να είναι ανεβασμένος πάνω σ’ ένα τραπέζι και να χορεύει τσιφτετέλι. Το έκανε κόντρα στους ρυθμούς της μουσικής, ακολουθώντας τις επευφημίες και τα παλαμάκια των υπολοίπων. Ήταν ίσως η πρώτη φορά, που ενώθηκαν κλασικάριοι με τους πρακτικάριους κι απολάμβαναν τη γιορτή, χωρίς φιλονικίες, ενωμένοι, ακολουθώντας το ένστικτό τους και την ανάγκη για διασκέδαση. Πέρασα απ’ όλες τις παρέες, προσπαθώντας να ικανοποιήσω τις πιθανές επιθυμίες τους. Αυτό ήταν το μόνο εύκολο. Το μόνο που ζητούσαν όλοι τους, ήταν ποτά. Προσπάθησα να τους φρενάρω, φοβούμενος πιθανές εκτροπές, αλλά αυτό ήταν ανθρωπίνως αδύνατο. Κάποια στιγμή, μέσα απ’ τη θολή ατμόσφαιρα, είδα τον Γιάννη ν’ αδειάζει τις τσέπες του, απ’ όσα χρήματα είχε και να τα πετάει επιδεικτικά προς τον ταβερνιάρη. Αυτός, ανασήκωσε μοιρολατρικά τους ώμους του και κατέβασε απ’ τα ράφια του όσα μπουκάλια με κονιάκ είχε. Ο Γιάννης τα πήρε και μέσα σ’ επευφημίες τα μοίρασε στις παρέες. Αυτομάτως έγινε ο φίλος μου, ο πιο δημοφιλής απ’ τους θαμώνες. Εκείνη τη στιγμή, δεν αξιολόγησα το γεγονός, ίσως γιατί δεν ήμουν έμπειρος στο θέμα των ποτών, ότι δηλαδή, η μίξη διαφορετικών ποτών θα επιδείνωνε τη μέθη.
     Περιττό να πω, πως τα σπασίματα ποτηριών και πιάτων, είχαν ξεπεράσει κάθε όριο, με αποκορύφωμα το σπάσιμο μιας καρέκλας. Δεν θυμάμαι ποιος το κατόρθωσε αυτό. Ο Πσιπσής, ακολουθώντας το παράδειγμα του Γιάννη, κατέβασε απ’ τα ράφια του μαγαζιού, όσα μπουκάλια με ουίσκι βρήκε. Μέσα σε αλαλαγμούς των παραβρισκόμενων, τα μοίρασε σ’ όλα τα τραπέζια, εισπράττοντας τα ανάλογα «μπράβο». Κατάλαβα πως η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο, όταν κάποιος πέταξε ένα ποτήρι κι έσπασε τις λάμπες «νέον», που φώτιζαν τη δεξιά πλευρά της αίθουσας. Αμέσως ο φωτισμός μειώθηκε αισθητά και τα παρατράγουδα έγιναν ακόμη πιο ισχυρά. Ο ταβερνιάρης άρχισε, δικαίως κατά τη γνώμη μου, να διαμαρτύρεται και να φωνάζει να σταματήσουμε, γιατί στο τέλος θα του διαλύαμε το μαγαζί. Κανείς όμως δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Οι καλεσμένοι μου έπιναν ότι τους έδιναν κι ότι έβρισκαν μπροστά τους. Ο κυρ Θόδωρος με πλησίασε, γιατί κατάλαβε πως ήμουν ο μόνος σχετικά νηφάλιος και μου ζήτησε να συμμαζέψω τους υπόλοιπους. Πράγμα που ήταν τελείως αδύνατο. Εκείνη τη στιγμή μας πλησίασε ο Γιάννης και ζήτησε απ’ τον ιδιοκτήτη κι άλλα ποτά, καθώς είχαν καταναλώσει τα πάντα. Ο ταβερνιάρης, για να τον αποφύγει, του είπε πως για να σερβίρει κι άλλα ποτά ήθελε χρήματα, ελπίζοντας πως μ’ αυτόν τον τρόπο, θα απέφευγε να μας σερβίρει. Ο συμμαθητής μου, με μάτια που γυάλιζαν, αναποδογύρισε τις τσέπες του ψάχνοντας μάταια για χρήματα. Αφού τελικά βεβαιώθηκε πως δεν είχε άλλα, γύρισε αγριεμένος και του είπε:
     «Γιάε, εμείς θέλουμε να πιούμε. Να μου στείλεις τον λογαριασμό αύριο, να στον πληρώσω». Και υψώνοντας τον τόνο της φωνής του συνέχισε: «Φέρε μας να πιούμε, αλλιώς θα στο κάψω». Δεν ξέρω αν φοβήθηκε ή το έκανε για την προσδοκία των χρημάτων που θα έπαιρνε, πάντως μουρμουρίζοντας μας σέρβιρε κάθε πιθανό κι απίθανο ποτό που είχε. Κοίταξα ασυναίσθητα το ρολόι μου και ξαφνιάστηκα! Κόντευε να ξημερώσει. Αμέσως άρχισα τις διαβουλεύσεις, με καθένα ξεχωριστά, προσπαθώντας να τους πείσω, ότι η ώρα ήταν περασμένη. Τους έπεισα με μεγάλη δυσκολία. Άρχισε μια σειρά αποχαιρετισμών, λες και δεν θα βλεπόμασταν την επομένη στο σχολείο, με αγκαλιές και πάντα ένα τελευταίο ποτό. Σε μια γωνιά, ο Πσιπσής με τον κυρ Θόδωρο, προσπαθούσαν να συμφωνήσουν στο λογαριασμό. Άκουσα τον φίλο μου να ρωτάει αγριεμένος:
     «Αυτό το πενηντάρικο τι είναι; Τι μας χρεώνεις με αυτό;» Ο ταβερνιάρης του απάντησε χαμηλόφωνα: «Είναι η καρέκλα που σπάσατε, πρέπει να την πληρώσετε». Είδα τον Πσιπσή με μάτια αγριεμένα να του μετράει το ποσό που ζήτησε και στο τέλος να τον ρωτάει με εριστική φωνή: «Ένα τραπέζι πόσο το χρεώνεις;» Ο ιδιοκτήτης ξαφνιασμένος του απάντησε χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα. «Εβδομήντα δραχμές!» Τότε αυτός, μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων μας, άρπαξε ένα τραπέζι, το σήκωσε στον αέρα και με δύναμη το πέταξε κάτω και το κομμάτιασε. Μετά, τελείως αδιάφορα, έβγαλε εβδομήντα δραχμές απ’ την τσέπη του και του τις έδωσε. Αυτός έκπληκτος, τα πήρε μηχανικά και τον κοίταζε απορημένος, σαν να μη πίστευε στα μάτια μου. Ο Κωστής Α. απ’ τα Μεσόγεια, ήρθε τότε κοντά μας, κρατώντας θριαμβευτικά ένα μπουκάλι, μ’ ένα υποκίτρινο υγρό μέσα. Ένα τελευταίο σφηνάκι φώναξε και η πρότασή του έγινε αμέσως δεκτή μ’ ενθουσιασμό. Αμέσως πλησίασαν όλοι με τα ποτήρια στα χέρια τους, φοβούμενοι μη τυχόν και δεν φθάσει για όλους. Ο Γιάννης, με το ένα μάτι μισόκλειστο απ’ το μεθύσι, το πήρε στα χέρια του και μοίρασε σ’ όλους το ποτό. Έκαναν μια πρόποση για την υγεία μου και κατέβασαν μονορούφι το ποτό τους. Τους είδα να στραβώνουν τα χείλη τους και να βήχουν όλοι τους ασταμάτητα. «Μάλλον θα είναι δυνατό το ποτό», σκέφτηκα. Έφερα το ποτό στα χείλη μου, για να πιω και εγώ. Με τις πρώτες σταγόνες που κύλησαν στο στόμα μου, έφτυσα με αηδία. Ήταν πετρέλαιο. Η ταβέρνα, είχε μια ξυλόσομπα, που την άναβαν με τη βοήθεια καθαρού πετρελαίου. Αυτό ήταν το μοναδικό μπουκάλι, στο οποίο είχαμε πρόσβαση. Το πήρε ο Κωστής νομίζοντας πως είναι αλκοόλ και το ήπιαμε. Οι περισσότεροι δεν κατάλαβαν τι ήπιαν. Απλά έλεγαν, πως το τελευταίο ποτό, ήταν «μπόμπα».
     Βγήκαμε έξω. Είχε αρχίσει να ροδίζει, παρ’ όλο που τα σύννεφα εξακολουθούσαν να κυριαρχούν μαύρα στον ουρανό. Με το που τον κτύπησε ο αέρας, ο Πσιπσής, άρχισε να ξερνάει και κατόπιν να τρεκλίζει. Κατάλαβα, πως δύσκολα θ’ ανηφόριζε μόνος του, το δρόμο προς το σπίτι του. Τον στήριξα, βάζοντας το χέρι μου κάτω απ’ την μασχάλη του και προχωρήσαμε, για να προλάβουμε τους άλλους, που γέμιζαν την ατμόσφαιρα, με τα φαλτσοτράγουδά τους. Στα μέσα της διαδρομής, βρήκαμε τους δύο εξωσχολικούς, να έχουν παρατήσει το ποδήλατο τους, που είχαν μετατρέψει σε μηχανάκι, με ιδιοκατασκευή, και να ξερνάνε, πεσμένοι στο ξερό αυλάκι αποστράγγισης, που υπήρχε εκεί. Αφού τοποθέτησα το μοτοποδήλατό τους με προσοχή, πίσω απ’ τις καλαμιές, τους βοήθησα να σταθούν στα πόδια τους κι ανηφορήσαμε παρέα, προσπαθώντας να φτάσουμε τους «καλλίφωνους». Τους φτάσαμε μπροστά στην οικοκυρική σχολή. Ο Γιάννης και τα παιδιά του οικοτροφείου, έστριψαν αριστερά, για να πάνε προς την έδρα τους. Εγώ συνέχισα, δηλαδή προσπάθησα να συνεχίσω, με όλη την παρέα, για να συνοδεύσω τον Πσιπσή στο σπίτι του. Εκεί ακριβώς νοίκιαζε σπίτι ο γυμναστής μας, ο Νίκος Ρ. και κάποιος είχε την έμπνευση, να ξεκινήσει με την αγριοφωνάρα του και να τραγουδάει. «Νικολή, Νικολή, καπετάνιε ντερτιλή…». Αμέσως τον ακολούθησαν και άλλοι. Ευτυχώς όμως, είχαμε την έμπνευση, να συνεχίσουμε την πορεία μας, πριν βγει. Προχωρούσαμε στους δρόμους της πόλης, τραγουδώντας διάφορα άσματα, της εποχής. Ανάμεσα σ’ αυτά, κάποιος ξεκίνησε να τραγουδάει το «πότε θα κάνει ξαστεριά». Ακολουθήσαμε όλοι, με τις αγριοφωνάρες μας. Σε πολύ λίγη ώρα, σχεδόν πριν τελειώσουμε το τραγούδι, έφτασε ένα περιπολικό της αστυνομίας και σταμάτησε δίπλα μας. Με μιας μας κόπηκε η μαγκιά. Ένας απ’ τους αστυφύλακες, ρώτησε τι ήταν αυτά που τραγουδούσαμε. Σαν πιο νηφάλιος, ανέλαβα να εξηγήσω, ποιοι ήμασταν και τι γιορτάζαμε. Κάτι μουρμούρισαν μεταξύ τους και μας άφησαν ήσυχους. Πολύ αργότερα συνδύασα, τελείως αυθαίρετα, την παρουσία του περιπολικού, με το κρητικό τραγούδι που είχαμε τραγουδήσει. Γιατί περίπου δυο βδομάδες πριν, είχαν συμβεί τα γεγονότα του πολυτεχνείου, για τα οποία εμείς δεν είχαμε ιδέα.
     Ήμασταν μάλλον τυχεροί, γιατί η επομένη μέρα ήταν Κυριακή και μπορέσαμε να συνέλθουμε. Όταν τη Δευτέρα στο σχολείο, περιέγραφα στον Γιώργο Μ., τα κατορθώματά του και τον χορό του πάνω στο τραπέζι, δεν με πίστευε κανείς. Την πρώτη ώρα του σχολικού προγράμματος, όλα σχεδόν τ’ αγόρια ήταν σε φάση καταστολής. Με χλωμά πρόσωπα, μάτια κατακόκκινα κι ενέργεια στο μηδέν. Περιττό να πω, ότι στην ατμόσφαιρα της αίθουσας, κυριαρχούσε μια υπόξινη οσμή, που έκανε τα κορίτσια να σουφρώνουν με αηδία τη μύτη τους.
     Ο Γιάννης είχε τεντωθεί στο κάθισμά του, γέρνοντας το κεφάλι προς τα πίσω, καταλαμβάνοντας και το μεγαλύτερο μέρος του θρανίου, που ήταν πίσω του. Την πρώτη ώρα, είχαμε μάθημα μ’ ένα ιδιόρρυθμο καθηγητή, που είχε ιερατικό σχήμα, ο οποίος με το που μπήκε, σούφρωσε τη μύτη του και προσπάθησε να καταλάβει, από πού προερχόταν η άσχημη μυρωδιά. Η ματιά του έπεσε επάνω στον Γιάννη, που κοιμόταν του καλού καιρού και του έκανε δριμύτατες παρατηρήσεις. Ο Φώτης, προσπάθησε να συνεφέρει το φίλο του, με δυνατά σκουντήματα. Όταν τελικά κατάφερε να τον ξυπνήσει, ο Γιάννης έτριψε με τα χέρια τα μάτια του, χασμουρήθηκε μεγαλοπρεπώς και γυρνώντας προς τα πίσω καθίσματα μού είπε δυνατά:
     «Ανδρέα, βγάλε έξω αυτόν το ενοχλητικό, που δεν μ’ αφήνει να κοιμηθώ!» Κι αμέσως συνέχισε τον ύπνο του. Ο καθηγητής έμεινε άναυδος και για λίγο αμίλητος με τη θρασύτητα του συμμαθητή μας. Αμέσως μετά είπε, σαν να απευθυνόταν στον εαυτό του:
     «Εγώ φταίω, που ασχολούμαι με τους κουζουλούς!» και τον άφησε ήσυχο.
     Από τότε, πολλές φορές, σε διάφορες φάσεις της ζωής μου, γιόρτασα με φίλους, συμφοιτητές και άλλους την ονομαστική μου γιορτή, καμία όμως, δεν πλησίασε έστω και λίγο, την ένταση αυτής, που έκανα στα μαθητικά μου χρόνια.

No comments:

Post a Comment