Monday 3 December 2018

Ο Φωτογράφος. Γράμμα από τη Βέροια


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη




Φωτογραφία από την "εφημερίδα του Βαλτινού"

     Ο μπάρμπα Γιάννης έπιασε με τη λαβίδα κι έβγαλε απ’ τις λεκάνες, με τα χημικά υγρά, ξεχωριστά κάθε μία, τις φωτογραφίες που ήθελε να τυπώσει. Κοίταξε τις άκρες των δακτύλων του. Ήταν κατακίτρινες απ’ την ενασχόλησή του με την εμφάνιση των φωτογραφιών. Τα χημικά υγρά είχαν αφήσει ένα ανεξίτηλο χρώμα πάνω στις άκρες των δακτύλων του. Χαμογέλασε αχνά. Αυτό ήταν, κατά κάποιο τρόπο, το σήμα κατατεθέν του φωτογράφου. Το ξανασκέφτηκε και του άρεσε η έκφραση «σήμα κατατεθέν». Έτσι κι αλλιώς αυτός ήταν φωτογράφος. Αυτό του άρεσε.


     Πάντα ήθελε να φωτογραφίζει και τελικά αυτό, το έκανε επάγγελμα του. Αισθανόταν πολύ τυχερός, που συνδύαζε το βιοποριστικό του επάγγελμα, με αυτό, που πραγματικά του άρεσε να κάνει. Βαπτίζοντας τα χαρτιά των φωτογραφιών, απ’ τη μια λεκάνη, με τα χημικά υγρά, στην άλλη, αυτά άρχιζαν να παίρνουν ζωή. Εμφανιζόταν στο χαρτί, οι στιγμές που είχε απαθανατίσει, με τον φακό της φωτογραφικής του μηχανής. Παρ' όλο που τη διαδικασία της εμφάνισης των φωτογραφιών, την έκανε πολλά χρόνια, πάντα ένιωθε μια παράξενη γοητεία να τον κυριεύει, καθώς έβλεπε τις φωτογραφίες του να ζωντανεύουν.

     Κοίταξε την τελευταία φωτογραφία, που σιγά - σιγά ζωντάνευε. Την είχε τραβήξει στη γιορτή του Αγ. Πνεύματος. Έδειχνε ένα υπαίθριο γλέντι στο τοπικό πανηγύρι. Οι ήρωες της φωτογραφίας, άλλοι χαμογελούσαν με αυταρέσκεια στο φακό κι άλλοι, τελείως αμέριμνοι, ίσως δεν τον είχαν αντιληφθεί, συνέχιζαν να πίνουν και να τρώνε, ενώ πολλοί απ’ αυτούς ήταν φανερό πως τραγουδούσαν.


Φωτογραφία από το aspromavro.net

     Έβγαλε τη φωτογραφία απ’ τη λεκάνη και την κρέμασε μ’ ένα μανταλάκι, στο σχοινί που ήταν τεντωμένο, στο πίσω μέρος του σκοτεινού θαλάμου. Έπρεπε πρώτα να στραγγίξει από τα υγρά και αμέσως μετά να την περάσει από τον ηλεκτρικό φούρνο, πιέζοντας την με το ειδικό πανί, έτσι ώστε στεγνώνοντας, να πάρει το επιθυμητό σχήμα. Στο επόμενο στάδιο, θα την «έκοβε» με το ειδικό ψαλίδι, για να της δώσει ένα διακοσμητικό τόνο, με τα περίεργα «ζιγκ ζαγκ» στο περιθώριο. 'Ήταν σίγουρος, πως η φωτογραφία αυτή, είχε μεγάλη καλλιτεχνική αξία. Είχε καταφέρει να αποτυπώσει σε μια και μόνο φωτογραφία, ανθρώπινες εκφράσεις, σε στιγμές διασκέδασης, γνώριμες σε όλους. Του φαινόταν τόσο ζωντανές, που νόμιζε πως ήταν έτοιμες να κινηθούν και να περάσουν στην επόμενη στάση ή τουλάχιστον μάντευε, όποιος την έβλεπε, εύκολα, ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση, των ατόμων της φωτογραφίας. Γέλασε αχνά.

     «Καλλιτεχνική αξία»! σκέφτηκε. Ποιός άραγε θα την αξιολογούσε και τι όφελος θα είχε γι αυτόν; Κούνησε το κεφάλι του, σαν να προσπαθούσε να διώξει κάποια άσχημη σκέψη. Στο κάτω-κάτω δεν τον ενδιέφερε καμιά καλλιτεχνική αξία και κανένα όφελος. Του αρκούσε που τράβηξε μια φωτογραφία, που άρεσε σ’ αυτόν τον ίδιο. Είχε ένα σωρό τέτοιες φωτογραφίες. Τις φύλαγε στο ντουλάπι που είχε γι αυτό το λόγο, κρατώντας ένα ιδιότυπο αρχείο, στο οποίο μόνο αυτός θα μπορούσε να βγάλει άκρη. Πήρε ένα μολύβι κι έγραψε λίγες λέξεις, στο πίσω μέρος της φωτογραφίας. Με μια τάση αυτοεπιβεβαίωσης, χαμογέλασε αυτάρεσκα.

     «Ναι», μονολόγησε, «είμαι καλλιτέχνης, πραγματικός καλλιτέχνης» και συνέχισε με κέφι τη δουλειά του. Ο μπάρμπα Γιάννης, ξέπλυνε όλες τις φωτογραφίες, απ’ τα χημικά υγρά, τις κρέμασε με προσοχή με μανταλάκια, πάνω στο σχοινί. Στο πίσω μέρος του σκοτεινού θαλάμου είχε ένα δωματιάκι, που χρησίμευε για την αρχειοθέτηση των φιλμ του. Ήταν τόσο τακτικός με την αρχειοθέτηση, που ήταν αρκετά λίγα λεπτά, για να βρει οποιοδήποτε φιλμ έψαχνε. Κανείς άλλος, ούτε η γυναίκα του, ούτε τα παιδιά του, έμπαιναν σ’ αυτό το δωματιάκι. Εκεί ήταν το βασίλειό του, εκεί ένιωθε κυρίαρχος του χώρου.


Φωτογραφία από το aspromavro.net

     Ευχαριστημένος απ’ το αποτέλεσμα, βγήκε στην αυλή και κάθισε στην καρέκλα κάτω απ’ τον πλάτανο, που δέσποζε με τον όγκο του σ’ όλο τον κήπο. Στο μεταλλικό τραπεζάκι, που μαζί με τις τρεις καρέκλες, απάρτιζαν την όλη επίπλωση του κήπου, βρισκόταν ήδη ο σκέτος ελληνικός καφές, που του είχε ετοιμάσει η γυναίκα του. Έστριψε με αργές κινήσεις το τσιγάρο του, κοιτάζοντας ξανά τα δάκτυλά του. Σκέφτηκε πως και η νικοτίνη, εκτός τα χημικά των φωτογραφιών, ευθύνονταν για το ανεξίτηλο σκούρο κίτρινο, προς το καφέ, χρώμα, που κάλυπτε τα δάκτυλά του, μέχρι την αρχή της παλάμης. Ρούφηξε με πάθος τον καπνό του στριφτού του τσιγάρου, πιάνοντας με το δεξί του χέρι, το φλιτζάνι του καφέ.

     Ο ήλιος είχε σχεδόν δύσει. Αυτή ήταν η καλύτερη ώρα του εικοσιτετραώρου γι αυτόν. Μετά απ’ την κούραση όλης της ημέρας, τώρα ήταν οι μοναδικές στιγμές που αφιέρωνε στον εαυτό του. Τότε απολάμβανε τον καφέ του και σκεπτόταν με την ησυχία του, όλα τα θέματα που τον απασχολούσαν.

     Δίπλα στον εξωτερικό τοίχο του δωματίου, που χρησιμοποιούσε σαν σκοτεινό θάλαμο, για να εμφανίζει τις φωτογραφίες, είχε την παλιά μοτοσυκλέτα του. Ήταν από εκείνες τις ελάχιστες που κυκλοφορούσαν ακόμη, έχοντας στερεωμένο στο πλάι της, ένα «καλάθι». Έτσι, αντί για δίκυκλη, στην ουσία ήταν τρίκυκλη, πολύ πρακτική για τις ανάγκες του. Με αυτή γύριζε όλη την επαρχία κι έβγαζε φωτογραφίες. Φόρτωνε επάνω στη μοτοσυκλέτα όλα του τα σύνεργα και ταξίδευε ακόμη και στα πιο μακρινά χωριά του νομού, ακόμη και στα πιο ορεινά, για να εξασκήσει το επάγγελμα του. Όλοι στην επαρχία τον ήξεραν, όλοι σχεδόν τον περίμεναν. Ήταν ο πλανόδιος φωτογράφος. Τον καλούσαν σε γιορτές, γάμους και πανηγύρια, για ν’ απαθανατίσει τις χαρούμενες στιγμές τους.

     Μ’ αυτόν τον τρόπο έβγαζε το ψωμί των παιδιών του. Είχε πέντε παιδιά. Το μικρότερο ήταν πέντε χρονών και το μεγαλύτερο ήταν ήδη φαντάρος. Τα έφερνε δύσκολα βόλτα, ειδικά μετά που άνοιξε ένα νέο φωτογραφείο στη μικρή τους πόλη. Ένα μεγάλο μέρος της πελατείας του, πήγε στον ανταγωνιστή του. Αυτό τον ανάγκασε να ταξιδεύει συχνότερα ψάχνοντας όλο και πιο μακριά για περισσότερους πελάτες. Όλες τις ώρες, ακόμη κι όταν πήγαινε στο καφενείο, είχε κρεμασμένη με λουρί στον ώμο του μια επαγγελματική, όπως του άρεσε να την αποκαλεί, φωτογραφική μηχανή. Η φωτογραφία δεν ήταν μόνο το επάγγελμά του, ήταν το πάθος του.

     Φωτογράφιζε τα πάντα. Τοπία που του άρεσαν, εκκλησίες, συντροφιές γερόντων που κουβέντιαζαν αμέριμνοι, γριές που έγνεθαν, πιτσιρίκια που έπαιζαν, νεαρούς που συζητούσαν στη πλατεία, ζώα άγρια και ήμερα, φωτογράφιζε τα πάντα. Ότι του άρεσε ή ότι του κινούσε την προσοχή, ο μπάρμπα Γιάννης το απαθανάτιζε, προς μεγάλη απογοήτευση της κυρίας Ελευθερίας, της γυναίκας του. Η κυρία Ελευθερία το έβλεπε σαν σπατάλη χρόνου και υλικών. Ο μπάρμπα Γιάννης, μετά από κάθε λεκτικό καυγά, υποσχόταν πως θα συμμορφωθεί, με τις υποδείξεις της γυναίκας του. Αλλά του ήταν αδύνατο ν’ αντισταθεί στη παρόρμηση της στιγμής. Έτσι συνέχιζε το επάγγελμά του και παράλληλα το χόμπι του.

     Με τον καιρό η Ελευθερία έπαψε να γκρινιάζει κι ο μπάρμπα Γιάννης συνέχιζε απτόητος να φωτογραφίζει τα πάντα. Ονειρευόταν να λάβει μέρος σε διαγωνισμούς φωτογραφίας και να διακριθεί. Στην ουσία, ήξερε πολύ καλά, πως αυτά ήταν άπιαστα όνειρα, τα οποία δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει ποτέ. Αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να ονειρεύεται.

     Την τέχνη της φωτογραφίας, την έμαθε στο στρατό. Όταν υπηρετούσε τη θητεία του, μετατέθηκε, έτσι, χωρίς καμιά αξιολόγηση, στην υπηρεσία του στρατού, που ήταν υπεύθυνη για τη φωτογράφιση. Στην αρχή ένιωθε ότι κάνει άσκοπη αγγαρεία, καθώς δεν καταλάβαινε τη σημασία της συγκεκριμένης τέχνης και προσπαθούσε ν’ απαγκιστρωθεί, απ’ αυτή την υποχρέωση. Γρήγορα όμως, γοητεύτηκε από αυτό που έκανε κι αφιέρωνε όλες σχεδόν τις ελεύθερες ώρες του, προσπαθώντας να μάθει, όσο δυνατόν περισσότερα και να γίνει όσο το δυνατόν καλύτερος, πάνω σ’ αυτό το θέμα. Έμαθε για το διάφραγμα της μηχανής, για τη ταχύτητά της, για τη σημασία που έπαιζε ο φωτισμός, στη λήψη μιας φωτογραφίας και κυρίως έμαθε για τους φακούς. Οι φωτογραφίες που έβγαζε, ήταν όλο και πιο καλές, όλο και πιο προσεγμένες...

     Τελικά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ανωτέρων του, η βελτίωση του ήταν τέτοια, που τον απάλλαξαν απ’ όλες τις αγγαρείες και τις υπόλοιπες στρατιωτικές υποχρεώσεις. Η μοναδική του δουλειά πλέον, σε όλη την υπόλοιπη στρατιωτική του θητεία, ήταν οι φωτογραφίες και μόνο αυτές. Όταν μπήκε για πρώτη φορά στο σκοτεινό θάλαμο, που εμφάνιζαν τις φωτογραφίες, γοητεύτηκε τόσο πολύ, που κατάλαβε, πως η υπόλοιπη ζωή του, θα ήταν συνδεδεμένη μ’ αυτή την τέχνη. Πολύ γρήγορα έγινε ο καλύτερος, που θα μπορούσε να επιδείξει το τμήμα του, στη λήψη και την εμφάνιση φωτογραφιών. Η ικανότητά του ήταν τέτοια, που σε μικρό χρονικό διάστημα όλοι, ακόμη και οι παλαιότεροι απ’ αυτόν και οι υπεύθυνοι αξιωματικοί, ζητούσαν τη γνώμη του. Σε λίγο δεν ζητούσαν μόνο την γνώμη του, αλλά εφάρμοζαν όλες τις υποδείξεις του, χωρίς να φέρνουν καμία αντίρρηση. Όποιος δεν ήξερε ότι υπηρετούσε απλά τη θητεία του, θα νόμιζε ότι ήταν εξειδικευμένος, πάνω σ’ αυτόν τον τομέα. Αυτό τον κολάκευε ιδιαίτερα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που αισθανόταν χρήσιμος σε κάτι και στην ουσία σημαντικός.

     Καθώς πλησίαζε η μέρα της απόλυσης του από το στρατό, ενώ άλλοι στη θέση του θα ήταν χαρούμενοι και ανυπόμονοι για αυτό, αυτός ένιωθε μια θλίψη και μια γκρίζα αύρα να τον τυλίγει. Είχε συνηθίσει κι ήταν εξαρτημένος απ’ τη νέα του τέχνη και του ήταν δύσκολο να την αποχωριστεί. Τελικά την τελευταία μέρα, με το απολυτήριο στα χέρια, πέρασε απ’ τα γραφεία της υπηρεσίας του, ν’ αποχαιρετήσει τους αξιωματικούς και τους συναδέλφους του. Συγκινημένος, μετά τους αποχαιρετισμούς, έκανε μεταβολή να φύγει, όταν ο νεώτερος απ’ τους συναδέλφους, του έδωσε στα χέρια του μια τσάντα. Πριν ακόμη την ανοίξει, ήξερε το περιεχόμενό της. Παρ’ όλα αυτά την άνοιξε και είδε μέσα μια φωτογραφική μηχανή, με όλα τα απαραίτητα αξεσουάρ. Δεν πίστευε στα μάτια του! Συγκινημένος γύρισε για να τους ευχαριστήσει. Όλοι τους, χαμογελούσαν. Ήξεραν πολύ καλά ότι αυτό ακριβώς χρειαζόταν ο Γιάννης!

     Βγήκε απ’ το στρατόπεδο κρατώντας τη τσάντα, σχεδόν αγκαλιασμένη επάνω του, σαν να φοβόταν μη του την πάρουν. Ήταν το πιο πολύτιμο δώρο, που του είχαν κάνει ποτέ. Ήξερε τι θα έκανε από εδώ και πέρα. Θα γινόταν φωτογράφος, ναι, θα γινόταν επαγγελματίας φωτογράφος! Χαμογέλασε ευχαριστημένος και προχώρησε προς τον σιδηροδρομικό σταθμό.

     Ξεκίνησε με το δώρο των συναδέλφων του. Έβγαζε φωτογραφίες «κατά παραγγελία» κι έδινε τα φιλμ για εμφάνιση, σ’ ένα μεγάλο φωτογραφείο στη πρωτεύουσα του νομού. Μ’ αυτό τον τρόπο, κέρδισε τα πρώτα χρήματα απ’ τις φωτογραφίσεις. Αγόρασε κι άλλες μηχανές και φλας που τον βοηθούσαν να κάνει ακόμη καλύτερα τη δουλειά του. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, κατάφερε κι έστησε τον δικό του σκοτεινό θάλαμο και εμφάνιζε μόνος του τις φωτογραφίες. Μετά από λίγο, παρήγγειλε μία σφραγίδα με τα στοιχεία του και την έβαζε στο πίσω μέρος των φωτογραφιών. Μ’ αυτό τον τρόπο, εξασφάλιζε ένα είδος πρωτόγονης διαφήμισης, που βοηθούσε στην εξάπλωση της πελατείας του.

     Μέσα στα επαγγελματικά του σχέδια, ήταν να προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα και ν’ αποκτήσει δικό του στούντιο φωτογραφίσεων. Αυτό δε το κατάφερε ποτέ. Η ζωή και οι ανάγκες της οικογένειας που δημιούργησε, του ψαλίδισαν τα όποια όνειρα και τον προσγείωσαν σε μια μίζερη πραγματικότητα. Ήταν αναγκασμένος, να φροντίζει την οικογένειά του και να βάλει σε δεύτερη μοίρα, τις όποιες φιλοδοξίες του. Εξ άλλου, του ήταν αρκετό, πως μ' αυτόν τον τρόπο, ικανοποιούσε, τόσο τις ανάγκες της οικογενείας του, όσο και τις δικές του.

     Καθισμένος στην αυλή του σπιτιού του, κάτω απ’ τον πλάτανο, ρουφούσε με ευχαρίστηση τον καφέ του, αναπολώντας την προηγούμενη ζωή του. Καταλάβαινε, πως η πραγματικότητα, ήταν τελείως διαφορετική απ’ ότι τα όνειρα και οι επιθυμίες. Στη ζωή δεν υπάρχουν κανόνες και αρχές που θα ήταν αμετάβλητες, για να μπορεί να στηριχθεί. Τα πάντα μεταβάλλονται, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν, σε μια συγκεκριμένη στιγμή, σύμφωνα πάντα, με τις επί μέρους επιλογές του καθενός. Σίγουρα δεν πραγματοποίησε όλα τ’ αρχικά του όνειρα, αλλά του αρκούσαν, όλα όσα είχε καταφέρει. Δεν είχε γίνει αγρότης ή κτηνοτρόφος, όπως τα υπόλοιπα αδέρφια του, ούτε είχε πάει μετανάστης, σαν τους περισσότερους χωριανούς του. Άκουγε τα παιδιά του να παίζουν, δίπλα στην αυλή και χαμογελούσε ικανοποιημένος. Ίσως να μην είχε καταφέρει να πραγματοποιήσει όλα του τα όνειρα, αλλά είχε ένα επάγγελμα, που τον «γέμιζε».

     Σημείωση: Με την παραπάνω ιστορία, συμμετείχε ο συγγραφέας στον 8ο λογοτεχνικό διαγωνισμό (2018) του Δήμου Βεροίας.

No comments:

Post a Comment