Του Δημήτρη Κουκούδη
...στη μέση του μαγαζιού σηκώθηκε και χόρευε ένας άντρας...
...ψηλοτάβανη
η ταβέρνα, όπως όλα τα μαγαζιά στην
σκεπαστή Δημοτική Αγορά Βεροίας
.
Ψηλά
ταβάνια, χαμηλωμένα βλέμματα, σηκωμένα
φουστάνια, να φαίνονται τα μπούτια και
οι ζαρτιέρες.
Τσιγάρα
κερασμένα από άντρες, όπως και τα ποτά.
Το
κραγιόν βγαλμένο από τα χείλια στα
ποτήρια.
Τα
κορίτσια της ταβέρνας, τρία μαγαζιά πιο
κάτω απ' το χασάπικό μας.
...τρία μαγαζιά πιο κάτω απ' το χασάπικό μας...
Στο
πάτωμα σκορπισμένο πριονίδι, όπως
ρίχναμε στο χασάπικό μας, να ρουφάει τα
αίματα και τα λασπωμένα παπούτσια.
Στον
τοίχο ο Κωνσταντίνος και η Άννα Μαρία,
κι ένα εικονισματάκι με τον Χριστό, να
χτυπάει μια πόρτα, μ' ένα
αρνάκι στην πλάτη.
Μύριζε
το μαγαζί τσιγάρα, τηγανιτά ψάρια και
κάτι σαν γυναικείο άρωμα...
Θα
ήμουν οχτώ χρονών, όταν την αντάμωσα,
σαν μ' έστειλαν να φέρω
μια ρετσίνα, να κεράσουμε κάτι πελάτες.
Μάλλον
θα την κοίταξα περίεργα, μου έκλεισε το
μάτι και μου έσκασε ένα χαμόγελο,
τραβόντας την φούστα της από το σκίσιμο
στο πλάι, με νάζι και συστολή.
Έσβησε
το τσιγάρο κι άναψε άλλο. Σήκωσε την
τιράντα και ήρθε κοντά μου. Έσκυψε,
φύσηξε στο πλάι τον καπνό, με έπιασε από
τον σβέρκο και με ρωτάει με βραχνή φωνή,
που έβγαινε από το κόκκινο στόμα.
...τα κορίτσια της ταβέρνας... χαμηλωμένα βλέμματα, σηκωμένα φουστάνια...
“Πώς
σε λένε κούκλε;”, με
ρώτησε.
“Δημήτρη!”
“Του
Γιάννη του ζωέμπορα ο γιος, είναι”, της
είπε ένας!
“Α,
Κουκουδάκι είσαι ρε μόρτη;”
Ναι,
της έκανα με το κεφάλι.
“Και
τι θα γίνεις άμα μεγαλώσεις, θα μας
πεις;”
“Αστροναύτης”,
της είπα μουδιασμένος.
“Πασσάκα
μου...!”
“Θες
να πας στο φεγγάρι και στ' αστέρια ε;”
“Να
πας!”
“Να
πας πασσά μου”.
“Να
πας και να μας χαιρετάς...”
Στην
μέση του μαγαζιού σηκώθηκε και χόρευε
ένας άντρας με καπέλο, γύρισε και άρχισε
να του χτυπάει παλαμάκια.
Φεύγοντας
γύρισα να την δω. Περίμενε να γυρίσω
μάλλον και γέλασε.
Μού
έκλεισε το μάτι και με μού έκανε νόημα
με το δάχτυλο προς τα πάνω.
Ή
το φεγγάρι μου έδειχνε, ή τ άστρα...
Όταν
την έβλεπα να μπαίνει στην σκεπαστή
αγορά, έσιαζα την ποδιά μου, έβγαινα
μπροστά στο κούτσουρο, που κόβαμε το
κρέας.
Μου
έκλινε το μάτι πάντα και μου έδειχνε με
το δάχτυλο προς τα πάνω, χαμογελώντας.
“Σε
πάει ρε μόρτη η άσπρη ποδιά, αλλά είπαμε…
αστροναύτης θα γίνεις εσύ!”
Ούτε
χασάπης, ούτε αστροναύτης όμως, έγινα…
τέλειο!!!
ReplyDelete