Του Γιώργου Παληγεώργου
Δημοτικό Σχολείο Φυτειών
Το
πρωί προχώραε δίχως να καταφέρνει να
πάρει απόσταση απ’ τη νύχτα. Μήνας
Μάρτης ο καιρός, μουντή και βροχερή η
μέρα· το σύγνεφο ακούμπαε στις ομπρέλες
των λίγων ανθρώπων, που με βιάση περπάταγαν
στ’ Αγρίνιο ‘κείνη την ώρα. Σιμά-κοντά
εννιάμιση και στο γραφείο μόνος, μπροστά
στον υπολογιστή, ο λογιστής άνοιγε τα
μηνύματα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
- Παρακαλώ!
- Βίλια ισύ;
- Ο ίδιος
- Βίλια καλ’μέρα, είμ’ ου δάσκαλους, ου δάσκαλός σ’, τι κάν’ς;
Μια
φωνή οικεία, πέρα απ’ τα χρόνια,
αλησμόνητη, ο δάσκαλος του Βίλια απ’
το δημοτικό σχολείο στο τηλέφωνο. Τώρα
ο δάσκαλος δε μίλαγε τη γλώσσα της τάξης
και του μαθήματος, μα τη γλώσσα του
χωριού του, την ατόφια Ηπειρώτικη γλώσσα.
- Καλημέρα,
καλημέρα δάσκαλε, απάντησε ο Βίλιας
ξαφνιασμένος, χρόνια και ζαμάνια..,
ετούτη η φωνή τούρθε
πολύ άξαφνα. Καλά είμαι δάσκαλε,
εσύ, εσύ τι κάνεις; συμπλήρωσε την
απάντησή του
- Να πιράσου Βίλια να τα πούμι;
- Και ρωτάς δάσκαλε; Παπαστράτου 4, 2ος όροφος, όποτε βολεύεσαι, περιμένω!
- Έρχουμι ίσια, τώρα!
Σε
λίγο ο δάσκαλος αντίκρα στον παλιό του
μαθητή, να πιάσουν το νήμα από ‘κει που
τόχαν αφήκει στα 1972, μήνα Θεριστή, καθώς
ξεσκόλισε ο Βίλιας. Πώς να μπει η κουβέντα
σ’ αράδιαση, πώς να στρατέψουν τα χρόνια,
ήτανε νιος ο δάσκαλος και δασκαλούδι ο
Βίλιας. Ο δάσκαλος πόδερνε τότες, τώρα
στου μαθητή του την αγκαλιά, γένηκε η
βίτσα μέλι…
- Τούχα μέρις στου νου μ’ Βίλια κι ψες του βραδ’ τ’ αποφάϊσα να σι βρου. Σήμιρα ξ’μέρουσι μι βρουχή, αλλά βρουχή-ξεβρουχή, αφού τούχα απουφασίσ’, ήρθα.
- Δάσκαλε, σα να μην πέρασε μια μέρα! Που το βρήκες το τηλέφωνό μου;
- Τι σι νοιάζ’; Όποιους ψάχν’ βρίσκ’, είπε γελώντας ο δάσκαλος.
- Καλά δάσκαλε, για πες μου τι κάνεις;
- Άσι τι κάνου ιγώ Βίλια, ιδώ ήρθα γιατί θέλου να μ’ πεις, θέλου ν’ ακούσου για ούλα τα πιδιά απ’ του χουριό, τα πιδιά κι τα κουρίτσια δηλαδή, για ούλα, γιατί απάνου σας έμαθα του δασκαλίκ’! Λοιπόν, για πε μ’!
- Ρώτα με δάσκαλε, άμα λησμονήσεις κάποιους θα στους θυμίσω, ρώτα με, είπε ο Βίλιας προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνησή του.
Ανάφερνε ο
δάσκαλος ένα προς ένα τα ονόματα και
συνάμα ρώταγε κι απέ έκανε να παραστήσει
τον καθένα στη φωνή και στις κινήσεις,
κυρίως στις δικαιολογίες άμα ήταν
αδιάβαστοι κάποιοι κι άμα έτρωγαν ξυλιές
με τη βίτσα κι έκανε στιγμές το Βίλια
να συγκινείται κι άλλες να ξεκαρδίζεται.
-
Δε μου λες δάσκαλε, έτσι με παρασταίνεις
κι εμένα και γελάει ο κόσμος μαζί μου;
τονε πείραξε ο Βίλιας.
-
Ισύ ιδώ είσι, παρασταίν’ς τουν ιαυτό
σ’ μουναχός σ’ κι γιλάου ιγώ,
αστειεύτηκε ο δάσκαλος.
Είπανε
για ολουνούς, αγόρια και κορίτσια, για
ζωντανούς κι αποθαμένους, ότι και κάποιοι
από ‘κείνη την τάξη βγήκαν στο ξόδι
τους πρώιμα. Είπανε και για τους δασκάλους
εκείνης της εποχής. Πολλά είπανε κι αν
ήτανε χρόνος θάλεγαν κι άλλα περσσότερα
ακόμα…
Γνοιάστηκε
κι έκαμε να φύγει ο δάσκαλος, μα
κοντοστάθηκε.
- Ε ωρέ Βίλια δε σι ρώτ’σα για τουν πατέρα σ’, τι φκιάν’; Είνι ή πάει;
- Πάει, δάσκαλε.
- Α μουρέ Βίλια, θα ματάρθου, τώρα π’ σ’ ηύρα δε σ’ αφήνου, πάου τώρα π’ αναπήρι η βρουχή, άϊ καλ’ αντάμουσ’.
- Στο καλό δάσκαλε, στο καλό, κατευόδωσε ο Βίλιας κι ένα διάφανο δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του.
-------------------//----------------
Σαν
πρωτοδιορίστηκε στα είκοσι τέσσερά του
ο δάσκαλος, το Σεπτέμβρη στα 1966, πήγε να
πάρει το χαρτί της τοποθέτησής του απ’
το Γραφείο της Διεύθυνσης πρωτοβάθμιας
εκπαίδευσης Αιτωλοακαρνανίας στο
Αγρίνιο κι εκεί του είπανε,
- Αχ μαύρε μ’ που σε στέλνουν!
- Που με στέλνουν; ρώτησε φοβισμένα ο δάσκαλος
- Που σε στέλνουν, μη ρωτάς, τούπε ο προϊστάμενος, κουνώντας το κεφάλι του, μη ρωτάς κύριε.., πως είπαμε τ’ όνομά σου; ρώτησε, τηρώντας τον όλο καταφρόνια
- Παππάς, Παππάς Φώτιος, είπε ο νεαρός δάσκαλος, νιώθοντας σα νεοσύλλεκτος στο Στρατό.
- Στο Ξηρόμερο σε στέλνουν κύριε Παππά! Στο Ξηρόμερο και μάλιστα στον Αητό Ξηρομέρου! Δε σου λέω τίποτ’ άλλο!
- Μα τι είναι στο Ξηρόμερο και στον Αητό, ανθρωποφάγοι είναι; απόρησε ο δάσκαλος
- Πάρε το χαρτί της τοποθέτησής σου, να το δώσεις εκεί στο Διευθυντή του Σχολείου και τα υπόλοιπα θα τα διαπιστώσεις από κοντά, μόνος σου.
Δυο
χρόνια έκαμε ο δάσκαλος στον Αητό, καλά
τα πέρασε. Αυτά που του είπανε στο γραφείο
της Δ/νσης πρωτοβάθμιας Εκπ/σης στο
Αγρίνιο, ήταν όλα υπερβολές. Βέβαια
μικρό χωριό ο Αητός κι ο κόσμος φτωχοί
αγρότες, αλλά μαθημένος ήτανε, μικρό
χωριό και το δικό του, φτωχοί κι οι
συγχωριανοί του. Διάβαζε, έβγαινε και
λίγο στα καφενεία… Από κάποτε πήγαινε
μ’ έναν πούχε αγοράσει αγροτικό
αυτοκίνητο κι έτρωγαν ψητό στο μεγαλύτερο
χωριό της περιοχής, στην Κατούνα. Τα δυο
χρόνια στον Αητό πέρασαν εύκολα και
γλήγορα.
Μετά
ο δάσκαλος μετατέθηκε στο χωριό του
Βίλια, στις Φυτείες (Μαχαλά) Ξηρομέρου,
που τότες ήτανε μεγάλο χωριό, με πολύ
κόσμο και με 8θέσιο Δημοτικό σχολείο,
με Γιατρείο, με Ταχυδρομείο, με ΟΤΕ, με
σταθμό Χωροφυλακής, με πολλά μαγαζιά
όλων των ειδών, καλή κοινωνική ζωή και
πολυήμερο πανηγύρι με παζάρι. Εντύπωση
έκαμε στο δάσκαλο ο μεγάλος αριθμός των
αγροφυλάκων.
Τα
πρώτα τέσσερα χρόνια ήτανε δάσκαλος
στην τάξη του Βίλια, από το 1968-69, ίσαμε
το 1971-72 (από την τρίτη τάξη ως την έκτη
τάξη). Ηπειρώτης ο δάσκαλος· όλοι οι
Ηπειρώτες ίδιοι του φαίνονταν του
Βίλια. Ήτανε πρώτα απ’ όλα η Ηπειρώτικη
ομιλία, που όσο κι αν την πρόσεχε και
την έκρυβε λίγο μέσα στην τάξη ο δάσκαλος,
ήταν διαφορετική από την Ξηρομερίτικη.
Όχι ότι οι Ξηρομερίτες μίλαγαν
πρωτευουσιάνικα, αλλά η διαφορά στην
ομιλία ανάμεσα στους Ξηρομερίτες και
στους Ηπειρώτες ήταν ολοφάνερη.
Ακόμα
οι Ηπειρώτες φαίνονταν στο Βίλια πράοι,
ευγενικοί, καλοσυνάτοι, συγκρατημένοι,
μπορεί και ντροπαλοί. Ήτανε κι η
καταραμένη η φτώχια που τους ανάγκαζε
νάναι μετρημένοι. Θα πεις ολούθε φτώχια
ήτανε, όμως στην Ήπειρο, στα ορεινά
χωριά, σαν περσσότερη ήτανε. Βασανισμένοι
άνθρωποι οι ορεινοί Ηπειρώτες, βασανισμένοι
αλλά κι ακιότευτοι!
Για
να ξαπαντηθούν απ’ τη φτώχια, κάποιοι
Ηπειρώτες γένονταν χωροφυλάκοι και
κάποιοι παπάδες. Αν ήτανε κάποιο παιδί
πόπαιρνε τα γράμματα κι είχε και ψίχα
τρόπο η οικογένεια τόστελνε να γένει
δάσκαλος, ότι δυο χρόνια μονάχα ήτανε
το σπούδαγμα στην Ακαδημία. Σιμά ήτανε
και τα Γιάννενα.
Εξόν
απ’ το δάσκαλο, ο Βίλιας είχε γνωρίσει
και κάμποσους άλλους Ηπειρώτες, που
κατέβαιναν απ’ τα Τζουμέρκα, να
παραχειμάσουν σε καλύβες με τα κοπάδια
τους, σε διάφορες περιοχές του χωριού
κι έστελναν και τα παιδιά τους στο
σχολείο· κάποια απ’ αυτά τα παιδιά τα
είχε συμμαθητές ο Βίλιας.
------------//-----------
Κύλαε
ο καιρός κι οι μέρες κι ο δάσκαλος
συχνωτίζονταν με τα παιδιά. Που και που
έπεφτε και καμιά βιτσιά, αλλά υποφέρνονταν·
μπροστά στο ξύλο που έριχνε ο Διευθυντής,
οι βιτσιές του δάσκαλου ήτανε παιγνιδάκι
για τα παιδιά. Βέβαια κι οι γονέοι τότες
έδωναν θάρρητα στους δασκάλους να
δέρνουν τα παιδιά τους. Βαρείτι, μην τα
φ’λάτι ντιπ, τους έλεγαν. Άγρια τα
χρόνια, άγρια και τα γράμματα.
Ο
Βίλιας αλλά και πολλά άλλα παιδιά, είχαν
μεγάλο θαμασμό για τ’ αναγνωστικό
βιβλίο, που κάθε χρόνο άλλαζε. Ιδιαίτερα
απ’ την τρίτη τάξη και μετά, που τ’
αναγνωστικά είχανε κείμενα μεγάλων
συγγραφέων και ποιητών. Ταξίδευαν μέσα
απ’ την ανάγνωση στις ιστορίες που
διάβαζαν. Έτσι έμαθαν πως το διάβασμα
είναι ταξίδι και μάλιστα το πιο ανέξοδο.
Έτσι έμαθαν και τους ποιητές. Κι άρχισε
το γήτεμα του Βίλια απ’ τα ποιήματα και
χόρευε μέσα του ο ρυθμός τους και τον
ξεσήκωναν σα μαγικά τραγούδια. Σάμπως
τραγούδια δεν είναι τα ποιήματα;
Ο
δάσκαλος είχε επιμείνει σ’ αυτό, πώς
δηλαδή ν’ απαγγέλουν σωστά οι μαθητές
τα ποιήματα και πώς είναι ο εσωτερικός
τους ρυθμός. Τους είχε μιλήσει για τη
μετρική, για τον Ίαμβο, για τον τροχαίο,
για το δακτυλικό μέτρο, για τον ανάπαιστο.
Ακόμα ηχούν, στου Βίλια τ’ αφτιά, του
δάσκαλου οι συλλαβιστές αναγνώσεις, με
μέτρο, «Σέ γνω-ρίζω- από την-κόψη-του
σπα-θιού την -τρομε-ρή» ή «την εί-δα
την-Ξανθού-λα, την εί-δα ψες-αργά, που
μπή-κε στη-βαρκού-λα, να πάει-στην
ξε-νιτειά», του Σολωμού ή «Αχ και
να-γύριζαν-νάρχονταν-πίσω, τα χρόνια-πού
ζησα-πριν σ’αγα-πήσω», του Πολέμη.
Εξόν
απ’ τον Εθνικό ύμνο, τους είχε μάθει ο
δάσκαλος ότι κι άλλα ποιήματα
τραγουδιούνται, όπως το «Ένας πεύκος
μεσ’ στον κάμπο» του Ζαχαρία Παπαντωνίου,
που είχε μπει στις καρδιές των παιδιών
ή όπως το «Παιδί μου ώρα σου καλή» του
Γεωργίου Βιζυηνού και τα τραγούδαγαν
μέσ’ στην τάξη – τάξη έλεγαν και την
αίθουσα τότες. Κι ακόμα τα δημοτικά
τραγούδια ποιήματα είναι κι αυτά, τους
έλεγε.
-----------------//----------------
Μια
χρονιά, στα 1970, μετά τις πάψες των
Χριστουγέννων, τη μέρα τ’ Άϊ Γιαννιού,
ο δάσκαλος έβαλε τα παιδιά να τραγουδήσουν
- ήξερε ότι τους άρεσε, τ’ άρεσε κι
αυτουνού. Κάποια στιγμή παρατήρησε πως
ο Βίλιας ήταν σκυμμένος στο θρανίο του
και δεν τραγούδαε. Πλησίασε στο θρανίο,
έπιασε το Βίλια απ’ το αφτί και τονε
ρώτησε με πολύ αυστηρό τόνο,
- Γιατί δεν τραγουδάς εσύ;
- Πέθανε η μάνα μου κύριε, είπε ο Βίλιας και γιόμωσαν τα μάτια του!
Αποκάηκε*
ο δάσκαλος, σταμάτησε το τραγούδι της
τάξης, πρώτη φορά τούλαχε κάτι τέτοιο.
Η μάνα του Βίλια είχε πεθάνει στις μέρες
των γιορτών, που ο δάσκαλος έλειπε στο
χωριό του και δεν τόχε μάθει.
Την άλλη μέρα
ο δάσκαλος τους είπε, ότι μικρός έμεινε
ορφανός από πατέρα και πως αυτόν και τ’
αδέρφια του, τάχε μεγαλώσει μόνη η χήρα
μάνα τους. Ήτανε σα να γύρευε συχώριο
απ’ το Βίλια, που στιγμή όμως δεν έδειξε
θυμό, για τη χθεσινή συμπεριφορά του
δάσκαλου, ούτε στον πατέρα του ανέφερε
τίποτε.
-----------------//---------------
Συνήθιζαν
κάθε που θα διάβαζαν ένα κείμενο ή ένα
ποίημα στ’ αναγνωστικό, ν’ αναφέρονται
στο συγγραφέα ή στον ποιητή και να λένε
ένα σύντομο βιογραφικό του. Έτσι μαζί
με το Σολωμό, το Βιζυηνό, τον Πολέμη και
τον Παπαντωνίου, ο Βίλιας είχε μάθει
και για τον Παλαμά, το Δροσίνη, τον
Παράσχο, το Μαρκορά, τον Καρκαβίτσα, τον
Τέλλο Άγρα, το Σπεράντζα, τον Παπαδιαμάντη
κι άλλους.
Ξέταζε
ο Βίλιας με περιέργεια και συνάμα με
προσοχή τα βιογραφικά των συγγραφέων
και των ποιητών - όλουνούς ποιητές τους
λογάριαζε - και παρατήραε ότι όλοι τους
είχανε ζήσει σε παλιότερη εποχή, είχανε
πεθάνει πολλά χρόνια πριν. Έβλεπε και
τους προεστούς στο χωριό, που άμα κανένας
έγραφε ή σκάρωνε, έτσι απάνω στην
κουβέντα, κανένα στιχάκι, τον πέραγαν
για σαλεμένο ή γι’ αλαφροΐσκιωτο. Έτσι
ο Βίλιας έκαμε τη σκέψη, ότι ο κόσμος δε
σ’χωράει σε κάποιον να γράφει ποιήματα
κι άλλα τέτοια κι άμα πεθάνει και
σ’χωρεθεί ολότελα, τότε μονάχα επιτρέπεται
να ονομαστεί ποιητής.
Ένας
γέροντας σοφός, π’ άκοπα σκάρωνε
πειραχτικά στιχάκια για τους συγχωριανούς
και κόλλαγε ταιριαστά απάνω τους, του
Αίσωπου τους μύθους, όταν του είχε πει
αυτή του τη σκέψη για τους ποιητές ο
Βίλιας, τ’ αποκρίθη, η πολλή αλήθεια κι
η πολλή ομορφιά δεν αντέχονται απ’ τον
πολύ κόσμο· οι άνθρωποι τρελαίνονται
μ’ ό,τι τους ξεπεράει, θέλουνε πράματα
ως το μπόι τους, ως εκεί μπορούν, τ’
άλλα τα ξορκίζουν. Οι γραφιάδες
πολεμιούνται ζωντανοί και σαν πεθάνουν,
αυτοί οι ίδιοι οι οχτροί τους, καμώνονται
τους ευαίστητους οι αθεόφοβοι και τους
λένε ποιητές· έτσι, τάχα φοράνε την
αλήθεια, να κρύψουν το πολύ τους ψέμα.
Ζωντανούς τους πεθαίνουν και σα διαβούν
τους δίνουν αθανασία. Μα κάποιους
γραφιάδες και πεθαμένους ακόμα τους
πολεμάνε, ότι οι γραφές τους πάσα μέρα
ζωντανές κι ενοχλούν. Μα, μου φαίνεται,
από πάντα, τις μυδγαλιές πόχουνε μύδγαλα
πετροβολάνε οι άνθρωποι. Μην πεις τέτοια
πράματα στο δάσκαλο παιδί μου και τονε
κάψεις τον άνθρωπο, καιρούς που ζούμε,
απόσωσε την ορμήνια του στο Βίλια ο
γέροντας.
Μ’
όλο που πολλές φορές τούρθε του Βίλια
η ιδέα να ρωτήσει το δάσκαλο πώς γένεται
κανένας ποιητής, δίσταζε μη και φανεί
αστεία τέτοια ερώτηση και ποτέ δεν την
τόλμησε. Τι κι αν είχε πει πολλές φορές
ο δάσκαλος ότι οι ερωτήσεις είναι πιο
σημαντικές απ’ τις απαντήσεις, τι κι
αν παρακίναε τα παιδιά να ρωτάνε, ερώτηση,
πώς γένονται οι ποιητές, δεν τολμήθηκε.
Ποτέ όμως κι ο δάσκαλος δεν έθιξε καθαρά
τέτοιο θέμα.
Είχανε
πει κάποτε μεσ’ στην τάξη, ότι κάθε
ερώτηση έχει πολλές απαντήσεις, ανάλογα.
Συφώναγε κι ο Βίλιας σ’ αυτό. Οι προεστοί
στο χωριό έλεγαν, κανένα κλαρί δεν
κόβεται με μια τσεκουριά και κανένα
ρώτημα δε απαντιέται με μια γνώμη.
Τρέχα-γύρευε, έλεε μέσα του ο Βίλιας,
για το πως γένονται οι ποιητές· κάτι
μαγικό θα γένεται μέσ’ στο μυαλό τους,
σκέφτονταν κι αφήνονταν για λίγο σ’
αυτή του τη σκέψη γλυκά να πλανιέται.
Φορές έλεε μέσα του ότι οι ποιητές κι
οι άλλοι συγγραφείς, σαν τους φαντάρους
και σαν τους ξενιτεμένους, δεν βρίσκουν
άλλο τρόπο να κουβεντιάσουν και στέλνουν
γράμματα, που θα διαβαστούν χρόνια μετά
το φευγιό τους. Γράμματα με παραλήπτες
άγνωστους κάνουν τους ποιητές.
-------------------//-----------------
Ο
Βίλιας είχε κάνει όλους τους συμμαθητές
του φίλους, ήτανε και μια όμορφη
συμμαθήτριά του που τ’ άρεσε πολύ, του
χαμογέλαε ολοένα κι εκείνη. Κι ένιωθε
να μεγαλώνει και φορές ψυχανεμίζονταν
και τους έρωτες των δασκάλων κι ένιωθε
να σιμώνει περσσότερο στη νόηση των
ποιημάτων. Κι ως έπηζε το μυαλό του
σιγά-σιγά, αν και δε διάβαζε ιδιαίτερα,
το σχολείο του φαίνονταν παιγνιδάκι κι
ο δάσκαλος τον είχε παραχέρι. Κι ήτανε
σα να ζει σ’ ένα γιορτάσι, όπου όλα
αντάμωναν ταιριαστά με λέξεις και
σιωπές.
Είχε
βαλθεί ο Βίλιας ν’ ασχολείται με τα
περίεργα σημεία των κειμένων και να
πασκίζει να μαντέψει το νόημα των
άγνωστων λέξεων, πριν πει ο δάσκαλος τι
σημαίνουν. Τόχε καταλάβει ο δάσκαλος
κι άμα έβρισκαν καμιά δύσκολη λέξη ή
φράση στο κείμενο τονε ρώταε. Ο Βίλιας
σπάνια έλεγε τη γνώμη του, αν δεν τη
λογάριαζε λογική, μια-δυο φορές μονάχα
είχε λαθέψει. Κι αν καμιά φορά δεν τα
κατάφερνε, θαρρετά το παραδέχονταν κι
έλεε, δεν το ξέρω ή δε μπορώ να το σκεφτώ.
Μια
μέρα ο δάσκαλος διάβαζε ένα κείμενο και
σε μια στιγμή είπε τη φράση, «οι κύνες
υλακτούντες» και σταμάτησε να δει αν
τα παιδιά πρόσεχαν.
- Ποιος ξέρει να πει τι σημαίνει η φράση, οι κύνες υλακτούντες; ρώτησε ο δάσκαλος.
Κανένας δε
σήκωσε το χέρι του, ν’ απαντήσει.
- Εσύ δεν ξέρεις; ρώτησε το Βίλια
- Ξέρω, αλλά νόμισα ότι όλοι το ξέρουν, είπε χαμηλόφωνα ο Βίλιας και συμπλήρωσε, δεν ακούμε και τίποτε άλλο όλη μέρα στο χωριό!
- Λέγε λοιπόν κι άσε τα παραπανίσια λόγια!
- Τα σκυλιά γαυγίζοντας, αποκρίθηκε ο Βίλιας
Ααα!
ένα επιφώνημα έκπληξης ακούστηκε απ’
τα περσσότερα παιδιά και κάποια γέλια
μαζί.
- Μπράβο Βίλια, είπε ο δάσκαλος και γυρίζοντας προς την τάξη παρατήρησε, όλοι σας μπορούσατε να το βρείτε, αν παρακολουθούσατε προσεκτικά το κείμενο.
Η
αλήθεια είναι ότι αρκετά παιδιά της
τάξης, κορίτσια-αγόρια, ήτανε πολύ καλοί
μαθητές.
Ανεβαίνοντας
τις τάξεις, ο Βίλιας ζούσε όλο και πιο
δυνατά τα κείμενα τ’ αναγνωστικού.
Ξέταζε πια με προσοχή τις λεπτομέρειες,
χωρίς ποτέ να ξεστρατίζει απ’ το θέμα
της κάθε ιστορίας. Το ίδιο και με τα
ποιήματα. Στιγμές τον συνέπαιρναν τόσο
οι ιστορίες που διάβαζαν στην τάξη, που
ένιωθε να κουβεντιάζει ο ίδιος μ’
εκεινούς που ζωντάνευαν ο συγγραφέας
ή ο ποιητής. Άλλες στιγμές τήραε ξεταστικά
τους συμμαθητές του ή το δάσκαλο, να
μαντέψει πως νιώθουν κι εκείνοι. Έτσι
γράδαρε ο Βίλιας την ομορφιά κι όποιος
τον ήξερε έβλεπε τη θαραπαή στα μάτια
του, αν πράγματι τ’ άρεσε το κείμενο ή
το ποίημα.
Φορές
ο Βίλιας, αναρωτιόταν αν άνθρωποι σαν
και του χωριού του, με τα νιτερέσα τους
και τα χούϊα τους, χώραγαν σε μια ιστορία
σαν κι αυτές τ’ αναγνωστικού και
φωτίζονταν το πρόσωπό του. Έβανε στο
νου με τάξη εποχές, γιορτάδες, πράματα
παράξενα όπως ο σεισμός του ’66, όπως ο
ερχομός του ηλεκτρικού ή ξεχωριστά
γεγονότα όπως το πανηγύρι, οι γάμοι, τα
γεννητούρια ή οι χαμοί. Ξεχώριζε τους
ανθρώπους που αστειεύονταν και γέλαγαν
εύκολα, εκείνους που τραγούδαγαν ωραία
και για όλους είχε κάτι σημαδιακό στο
νου του. Και βεβαίωνε τον εαυτό του, πως
οι συχωριανοί του μπορούν να γένουν
όχι μία, αλλά πολλές ολοζώντανες ιστορίες
και να γραφούνε σε βιβλίο· κι έπαιρνε
από μόνος του χαρά, μ’ όλο που λογάριαζε
πως όσο να μπουν ετούτες οι ιστορίες σε
βιβλίο, δεν θα ζει ο ίδιος να τις απολάψει.
Όμως αυτές του τις σκέψεις δεν τις έλεε,
μη και τον πάρουνε για σαλεμένο.
Σε
ένα κείμενο «Οι Κρητικοπούλες», στην
πέμπτη τάξη, ο δάσκαλος είπε στα παιδιά
να γράψουν ανάλυση στο σπίτι τους, για
το τι κατάλαβαν και για το τι τους έκαμε
εντύπωση. Ο δάσκαλος - έτσι συμβαίνει
με τους δασκάλους που ενδιαφέρονται
πραγματικά για την εξέλιξη των παιδιών
- εύκολα καταλάβαινε, πάντα, αν κάποιος
μαθητής έγραψε μόνος του την κάθε εργασία
ή αν του την έγραψε κάποιος άλλος
μεγαλύτερος.
Αφού
παρέλαβε, διάβασε και αξιολόγησε τις
εργασίες των μαθητών ο δάσκαλος, είπε
στην τάξη τις παρατηρήσεις του γενικά
για όλους και για τον καθ’ ένα ξεχωριστά.
Στο τέλος ρώτησε, μήπως κάποιος δεν
άκουσε τ’ όνομά του.
Ο
Βίλιας έκανε να σηκώσει το χέρι του… Ο
δάσκαλος του έγνεψε να το κατεβάσει,
και γυρίζοντας προς όλους είπε, διάλεξα
σήμερα να σας διαβάσω την εργασία του
Βίλια, είναι πολύ καλύτερη απ’ όσο
θα μπορούσα να περιμένω! Κι άρχισε να
διαβάζει, «Τον τότε καιρό στην Κρήτη….».
Μπράβο Βίλια, συνέχισε το δρόμο σου,
είπε ο δάσκαλος κι έκλεισε το τετράδιο!
-------------------//-----------------
Μεσ’
στις ανάμνησες απ’ τα μικράτα του στο
δημοτικό σχολείο, ο Βίλιας αναθυμήθηκε
την πρώτη μέρα που τον πήγε η μάνα του,
με το ζόρι, να τονε γράψει στην πρώτη
τάξη, καθώς αγρίμι αυτός δεν ήθελε επ’
ουδενί να πάει, ότι τότες είχε το σχολείο
για κάτεργο και τους δασκάλους για
δαιμόνους. Θυμάται ότι ‘κείνη τη μέρα
δεν τον έγραψαν, ότι ο γραμματικός της
Κοινότητας από λάθος δεν είχε βάλει
στην κατάσταση των παιδιών που έπρεπε
να ξεκινήσουν το δημοτικό και το δικό
του όνομα. Η μάνα του κόντευε να σκάσει,
μα ο Βίλιας έκανε πανηγύρι, ότι τούρχονταν
πως θα γλυτώσει τα βάσανα του σχολείου.
Μα την άλλη μέρα το λάθος διορθώθηκε
και τέλειωσαν οι χαρές του.
Αναθυμάται
απόγλυκα ο Βίλιας τώρα, που τις μέρες
προτού γραφεί στο σχολείο, κάθε που
νύσταζε, του γλυκοτραγούδαε πειραχτικά
η μάνα του κάποιο νανούρισμα κι αυτός
αντέδραε όλο νεύρο.
- Δε θέλω να μου λες τέτοια, είμαι μεγάλος τώρα, της έλεε
- Ε τώρα που θα πας σχολειό, δε θα σου λέω, τον τσίγκλαε γελώντας εκείνη
- Δε θέλω
ούτε τραγούδια, ούτε σχολείο, την
έκοβε πεισμωμένα ο Βίλιας.
Μα
κάθε εμπόδιο για καλό. Με του καιρού τα
γυρίσματα, ήρθαν κι οι μέρες που μεσ’
στους θαμασμούς του Βίλια χώρεσαν και
το σχολείο και τα τραγούδια κι οι ποιητές
και τα στιχάκια τους κι ο δάσκαλος.
--------------//--------------
Σ’
ένα ποίημα τ’ αναγνωστικού, το «Ξανάνθισαν
οι δάφνες», όπως συνήθιζε ο δάσκαλος,
αφού μίλησε στα παιδιά για το περιεχόμενο
και για το μέτρο του ποιήματος, τους
είπε να βρουν στοιχεία για το βιογραφικό
του ποιητή και να τα φέρουν την επόμενη
μέρα.
Ο
Βίλιας, όπως και τα περσσότερα παιδιά
στο χωριό, εγκυκλοπαίδεια δεν είχε στο
σπίτι του κι έπαιρνε το τετράδιο ενός
συμμαθητή του που είχε εγκυκλοπαίδεια
κι έβλεπε το βιογραφικό του κάθε ποιητή
και το αντέγραφε στο δικό του τετράδιο,
πριν χτυπήσει το κουδούνι. Έτσι έκανε
και τώρα, αλλά πρόσεξε ότι στο τέλος του
βιογραφικού δεν αναφέρονταν η ημερομηνία
θανάτου του ποιητή.
Ο
δάσκαλος μπαίνοντας στην αίθουσα ζήτησε
από κάποιον να πει τι βρήκε για τη ζωή
και το έργο του ποιητή. Ο μαθητής που
συνήθως έλεγε τα βιογραφικά των ποιητών,
αυτός που είχε εγκυκλοπαίδεια, ανέλαβε
κι αυτή τη φορά να μιλήσει, αναφέροντας
όσα στοιχεία είχε βρει και γράψει στο
τετράδιό του.
Πολύ
ωραία, είπε ο δάσκαλος και γυρίζοντας
προς όλη την τάξη ρώτησε, έχει κανένας
να προσθέσει ή να παρατηρήσει κάτι;
Ο
Βίλιας, που ήδη είχε μάθει απ’ έξω το
βιογραφικό του ποιητή, σήκωσε το χέρι
του, ξαφνιάζοντας το δάσκαλο.
- Για λέγε Βίλια.
- Δεν είπαμε, πότε πέθανε ο ποιητής, παρατήρησε δισταχτικά ο Βίλιας.
- Μα δεν πέθανε παιδί μου ο άνθρωπος, θα τον πεθάνουμε εμείς πριν την ώρα του; είπε σαν παρατήρηση και σαν αστείο ο δάσκαλος και τα παιδιά γέλασαν δυνατά με τη γκάφα του Βίλια.
- Μα εγώ νόμιζα ότι πρώτα πεθαίνεις και μετά γίνεσαι ποιητής, είπε με σιγανή φωνή ο Βίλιας, σκύβοντας στο θρανίο.
*Αποκάηκε=ένιωσε
μεγάλη ντροπή
Σημείωση: Με το παραπάνω διήγημα, ο συγγραφέας συμμετείχε στον 8ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό 2018, του Δήμου Βεροίας.
No comments:
Post a Comment