Monday 31 December 2018

Ιστορίες από την Κίσσαμο. Νοχιά - Σφηνάρι. Γράμμα από τη Βέροια.


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη




...βρέθηκα να έχω καλύτερο φαγητό απ' αυτό που προσδοκούσα.

     Τελικά το συμφωνήσαμε. Θα το πραγματοποιούσαμε την επόμενη Κυριακή, μετά από τις 23 Απριλίου. Είχαμε συμφωνήσει όλοι κι αυτό ήταν το… παράξενο. Παρ’ όλη τη συμφωνία, ήμουν δύσπιστος, γιατί στα πέντε περίπου χρόνια, που ήμουν στη Κρήτη, δεν είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. Ήταν αμέσως μετά τις γιορτές του Πάσχα και μόλις είχαμε επιστρέψει, στο σχολείο, απ’ τις διακοπές μας. Για πρώτη φορά, δεν είχα πάει στη Βέροια, αλλά είχα περάσει απίστευτα όμορφα, σε μια εκδρομή που είχα συμμετάσχει, με μια παλιοπαρέα, στο Μπάλο.
     Δεν είχα συνέλθει ακόμη, απ’ αυτή τη μικρή περιπέτεια και το μυαλό μου ήταν γεμάτο, με τις απίστευτες εικόνες, της πανέμορφης παρθένας περιοχής. Με το που άρχισε το σχολείο, περιέγραφα στους φίλους και συμμαθητές μου την περιπέτεια κι όλα όσα ζήσαμε εκεί. Κάθε φορά που μιλούσα για αυτό το θέμα, φαίνεται πως το πάθος μου, ξεπερνούσε τα συνηθισμένα όρια, γιατί έβλεπα τους ακροατές μου, να με κοιτούν με κάποια ζήλια, ίσως και θλίψη, επειδή δεν είχαν συμμετάσχει κι αυτοί.
     Τότε ήταν που κάποιος, νομίζω ο Πσιπσής, έριξε την ιδέα, να διοργανώσουμε ένα γλεντάκι, με την ευκαιρία της γιορτής του Αγίου Γεωργίου. Στο κλασσικό είχαμε ένα Γιώργη, αλλά αυτός δεν μας έδινε και πολλές ελπίδες, για να πραγματοποιήσουμε αυτό το εγχείρημα. Αντίθετα στο πρακτικό, υπήρχαν τρεις Γιώργηδες κι ένας ακόμη, που λίγο πριν, είχε πάρει μεταγραφή για κάποιο σχολείο των Χανίων. Ο Κωστής Α., ο Πσιπσής κι εγώ, αρχίσαμε τις συνομωσίες, για ποιόν απ’ τους Γιώργηδες να στριμώξουμε, έτσι που, να τον φέρουμε σ’ αδιέξοδο, ώστε ν’ αναγκαστεί να μας καλέσει στο σπίτι του για να γιορτάσουμε.


Τι σου κάνει η παρουσία των γυναικών;!

     Ήταν η πρώτη φορά που, απέφευγα τους κλασικάριους και στρεφόμουν προς τους συμμαθητές μου του πρακτικού, για ένα τέτοιο θέμα. Εστιάσαμε τα «πυρά» μας, προς τον Γιώργο Κ., έναν ιδιαίτερα χαρισματικό μαθητή, και προσπαθούσαμε, να τον φέρουμε στο φιλότιμο, έτσι ώστε να φανεί, ότι αυτός μας κάλεσε κι εμείς ενδώσαμε για χάρη του. Δεν ξέρω αν εμείς τον καταφέραμε τελικά ή αν κι αυτός είχε κάτι ανάλογο στο μυαλό του. Γεγονός ήταν, πως όχι μόνο μας κάλεσε, αλλά επέμενε φορτικά πάνω σ’ αυτό.
     Κανονίσαμε, επειδή η γιορτή του έπεφτε Δευτέρα, να αφήσουμε τη βδομάδα να περάσει και την Κυριακή, τη μόνη ημέρα που δεν είχαμε σχολείο, να τον επισκεφτούμε στο χωριό του, που απείχε λίγα χιλιόμετρα απ’ την πόλη μας. Εκτός απ’ τα αγόρια του πρακτικού, θέλησε να καλέσει και τους συμμαθητές του κλασσικού, αλλά δε βρήκε ιδιαίτερη ανταπόκριση, γιατί όπως είπε κάποιος από αυτούς, δεν ήθελαν πολλά πάρε – δώσε, με τα «καλά» παιδιά του πρακτικού. Τελικά όμως κάποιοι απ’ το κλασσικό, τον τίμησαν με την παρουσία τους.
     Ο Γιώργος δεν φάνηκε να πειράχτηκε ιδιαίτερα απ’ την άρνηση των περισσότερων, αντίθετα πείσμωσε και πλησίασε τις συμμαθήτριές μας και τις κάλεσε κι αυτές στη γιορτή του. Μάλιστα επέμενε, παραπάνω από φορτικά, ώστε στο τέλος κατάφερε να πείσει, κάποιες απ’ τις κοπέλες του πρακτικού. Τον άκουγα με δυσπιστία, να μου λέει τα ονόματά τους και μου φαινόταν απίθανο, ότι αυτά τα κορίτσια, θα ερχόταν μαζί μας, σε μια γιορτή, σ’ ένα χωριό, έστω κι αν δεν ήταν μακριά απ’ την πόλη. Δεν θυμόμουν ποτέ άλλοτε να είχαμε στην παρέα μας κάποιες απ’ τις συμμαθήτριές μας, με εξαίρεση μια γιορτή του Λευτέρη Κ., και το όλο θέμα μου φαινόταν, το λιγότερο, απίστευτο.


...να επιδείξουν τις χορευτικές τους ικανότητες...

     Παρ’ όλα αυτά, διαπίστωσα πως το ενδιαφέρον κάποιων κοριτσιών, ήταν πραγματικό. Μερικές απ’ αυτές, συζητούσαν σοβαρά, τον τρόπο με τον οποίο θα πηγαίναμε, στο χωριό του συμμαθητή μας. Όταν τελικά πείστηκα πως θα ήταν πραγματοποιήσιμο κάτι τέτοιο, με το ρεαλιστικό πνεύμα που είχα, άρχισα να οργανώνω τη μετάβασή μας, στον τόπο της γιορτής. Αποφασίσαμε, πως κάποια απ’ τα αγόρια, θα πήγαιναν νωρίτερα με τη συγκοινωνία, που την Κυριακή ήταν ελάχιστη. Για τους υπόλοιπους κανονίσαμε με τον Ορέστη, τον φίλο μας τον ταξιτζή, να μεταφέρει αυτούς που έμεναν σε χωριά, στην Κίσσαμο κι από εκεί, θα μας προωθούσε στον τελικό μας προορισμό. Δυο από τις συμμαθήτριές μας, η Μαρία Μ. και η Ιωάννα Π., ήρθαν απ’ τα Μεσόγεια με ταξί, ύστερα από δική τους πρωτοβουλία και ενώθηκαν μαζί μας. Μπορεί η διαδικασία της μετάβασης, στον τελικό μας προορισμό, σήμερα να ακούγεται αστεία, αλλά τότε, λόγω της ελάχιστης συγκοινωνίας, αποτελούσε για μας πρόβλημα.
     Στο πρακτικό είχαμε μια συμμαθήτρια, την Φρίντα. Μια πάρα πολύ καλή μαθήτρια τελείως χαμηλών τόνων. Παρ’ όλη την ευφυΐα της, η πονηριά που διέθετε, μόλις μετά βίας ξεπερνούσε, την πονηριά ενός επτάχρονου κοριτσιού. Η εν λόγω συμμαθήτρια, είχε ένα βασικό μειονέκτημα, που μας εμπόδιζε, τουλάχιστον στην αρχή, να κάνουμε παρέα μαζί της. Η μεγαλύτερή της αδερφή ήταν καθηγήτρια, φιλόλογος, στο γυμνάσιο μας. Αυτό το γεγονός μας έκανε επιφυλακτικούς, γιατί εμείς, οι πιο πονηροί, «φυλάγαμε τα ρούχα μας». Η Φρίντα βέβαια, ουδέποτε έδωσε το παραμικρό δικαίωμα, πάνω σ’ αυτό το θέμα και μάλλον γρήγορα την αποχαρακτηρίσαμε, από « αδελφή της καθηγήτριας» και την κατατάξαμε στην ίδια θέση, με τους υπόλοιπους συμμαθητές.
     Μια τάξη πιο κάτω, στο ίδιο σχολείο, ήταν και η τρίτη αδελφή της, η Ελένη. Αυτή ήταν το αντίθετο ακριβώς απ’ την Φρίντα. Δυναμικός χαρακτήρας και σίγουρα πιο ατίθαση απ’ τη συνεσταλμένη Φρίντα. Της άρεσαν τα σπορ και πολύ συχνά κάναμε μαζί προπόνηση και συμμετείχαμε σε πολλούς μαθητικούς αθλητικούς αγώνες στα Χανιά. Απ’ ότι άκουγα, ήταν επίσης και καλή μαθήτρια. Όπως ήταν φυσικό, με την Ελένη είχα μεγαλύτερη εξοικείωση, απ’ ότι με την αδελφή της. Οι δυο αδελφές, θα ερχόντουσαν μαζί με την κολλητή τους, την Μαρία Ψ., στη γιορτή του Γιώργου. Το μόνο που έμενε, ήταν κάποιος να τις συνοδεύσει και να πάρει την «άδεια», απ’ τη μεγαλύτερη αδελφή τους και καθηγήτριά μας. Κανείς απ’ τα αγόρια δεν ήταν πρόθυμος, για μια τόσο «ηρωική» πράξη.


Τα πιάτα περνούσαν από εμπρός μου και κατέληγαν σε κάποιον άλλον...

     Τελικά ο κλήρος έπεσε σε μένα. Έκανα την ανάγκη φιλότιμο, ντύθηκα ανάλογα και τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα, συνεσταλμένος, με όση σοβαρότητα μπορούσα ν’ αντλήσω, απ’ την ελάχιστη πείρα μου, πήγα στο σπίτι των κοριτσιών. Εκεί, οι δυο αδελφές μαζί με τη φίλη τους, ήταν ήδη έτοιμες, ντυμένες, στολισμένες για την περίσταση. Πρώτη φορά τις έβλεπα χωρίς τη σχολική ποδιά τους και μου φαινόντουσαν τελείως διαφορετικές, προς το καλύτερο. Φαντάζομαι πως κι εγώ, την ίδια εντύπωση θα έδινα, φορώντας το περίεργο σιέλ καρό πουκάμισο.
     Πριν καν προλάβουμε να μιλήσουμε, ήρθε απ’ το διπλανό δωμάτιο η καθηγήτριά μας, κρατώντας στα χέρια της ένα δίσκο με γλυκά, που στην άκρη του είχε ένα ασημένιο μπολ με κουφέτα. Αγνοώντας τις συνήθειες του τόπου πήρα γλυκά, ενώ δεν πήρα κουφέτα, που δεν τα συμπαθούσα ιδιαίτερα. Όταν όμως είδα την κάτοχο του δίσκου να επιμένει, στράφηκα με απορία προς τα κορίτσια. Τότε μου είπε η Φρίντα, πως η αδελφή της , η Μαρία, μόλις είχε αρραβωνιαστεί. Κατάλαβα πως έπρεπε να πάρω κουφέτα και να ευχηθώ αναλόγως.
     Άπλωσα τη χερούκλα μου, πήρα στη χούφτα μου κάμποσα κουφέτα και σε μια στιγμή θρασύτητας, χωρίς να σκεφτώ ιδιαίτερα, την κοίταξα χαμογελώντας και της είπα:
     «Και του χρόνου!», για να εισπράξω μια «παγωμένη» ματιά αποδοκιμασίας απ’ τη Φρίντα κι ένα αμήχανο γέλιο απ’ την Ελένη. Η αλήθεια είναι πως η καθηγήτριά μας, δεν αντέδρασε στο κακής ποιότητας χιούμορ, που προσπάθησα να κάνω. Αντίθετα μου χαμογέλασε γλυκά και μου είπε να προσέχω τα κορίτσια. Μου έδωσε συμβουλές για το πώς θα έπρεπε να φερθούμε και κυρίως τι ώρα θα έπρεπε να επιστρέψουμε. Ίσως επειδή ένιωσα απαίσια, με το κακό χιούμορ, που είχα κάνει προηγουμένως, δέχτηκα σιωπηλός όλες τις συμβουλές, που απλόχερα μου έδινε και κυρίως, υποσχέθηκα να γυρίσω τα κορίτσια, την ώρα που μου υπέδειξε. Παραδόξως η ώρα ήταν στις 12.00 το βράδυ, αρκετά αργά για τα δεδομένα της εποχής.


Μέσα βρίσκονταν ήδη αρκετοί συμμαθητές...

     Φθάσαμε στα Νοχιά με το ταξί του Ορέστη. Είχαμε στριμωχθεί έξι άτομα κατά παράβαση όλων των κανόνων. Στην αυλή του σπιτιού, μας περίμενε ο φίλος μας με τον πατέρα του, που μας υποδέχτηκαν με ευγένεια και καλοσύνη. Τα κορίτσια, έδωσαν τις ευχές και τα δώρα τους στον εορτάζοντα.
     Στο σπίτι του Γιώργου, είχα πάει αρκετές φορές, συνήθως Κυριακές, και είχα φιλοξενηθεί απ’ την οικογένειά του, οπότε γνώριζα πρόσωπα και καταστάσεις. Με τη θρασύτητα που με διέκρινε, είχα παραγγείλει, να έχει το μενού οπωσδήποτε κουνέλι και μάλιστα, ζήτησα σχεδόν επιτακτικά, να μου σερβίρουν την ωμοπλάτη του κουνελιού. Αυτό μου το είχε υποσχεθεί ο Γιώργος κι εγώ είχα μείνει ευχαριστημένος με τη διαβεβαίωσή του.
     Το σαλόνι του σπιτιού, είχε διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να χωράμε όλοι άνετα και να υπάρχει κι ένας μικρός χώρος, για τους επίδοξους χορευτές. Μέσα βρίσκονταν ήδη αρκετοί συμμαθητές μας καθώς και δυο ξαδέρφια του Γιώργου, αρκετά μεγαλύτερα από εμάς, τα οποία γνώριζα, ιδιαίτερα τον ένα, τον Νίκο, από προηγούμενες επισκέψεις. Κάποια απ’ τα κορίτσια, βοήθησαν στο σερβίρισμα των εδεσμάτων, που εμένα με άφηναν σχεδόν αδιάφορο, γιατί περίμενα τη συγκεκριμένη παραγγελία μου. Το σερβίρισμα ήταν άψογο και η ποικιλία των φαγητών πλούσια, με αρκετά ποτά, κυρίως κρασί και τσικουδιά.
    Κάποια στιγμή, έφεραν και το κουνέλι που είχα παραγγείλει, μαγειρεμένο στιφάδο και ήταν ένα απ’ τα κυρίως πιάτα της βραδιάς. Τα πιάτα περνούσαν από εμπρός μου και κατέληγαν πάντα σε κάποιον άλλο. Στην αρχή σερβιρίστηκαν τα κορίτσια, πράγμα που το θεώρησα σωστό και ίσως αναγκαίο. Μετά τα πιάτα έκαναν βόλτες στα χέρια των κοριτσιών επιδεικτικά. Τα περνούσαν μπροστά απ’ το πρόσωπό μου και τα έδιναν σε κάποιον άλλο, εκτός από μένα. Με το κεφάλι μου να περιστρέφεται και ν’ ακολουθεί την πορεία των πιάτων, είδα βασανιστικά όλους, να έχουν πάρει τη μερίδα που τους αναλογούσε κι εγώ να μένω, κρατώντας το μαχαιροπίρουνο, με αγωνία στα χέρια μου. Ξαφνικά βγήκε ο Γιώργος απ’ την κουζίνα, κρατώντας στα χέρια του ένα τελευταίο πιάτο, που άχνιζε κι ήταν, υπέθεσα, η δική μου μερίδα. Το πέρασε μπροστά απ’ όλους επιδεικτικά, το έφερε μπροστά μου και με μια σχεδόν τελετουργική κίνηση, το άφησε στο τραπέζι.


Είδα να πίνουν παραπάνω απ' το κανονικό...

     Μόλις είδα το περιεχόμενο του πιάτου, έμεινα άφωνος. Το πιάτο ήταν γεμάτο με τα κρεμμύδια και τη σάλτσα του στιφάδου, αλλά αντί για την ωμοπλάτη που περίμενα, μέσα είχε δύο κεφαλάκια, απ’ τα κουνελάκια που είχαν μαγειρέψει. Κοίταζα με φρίκη το περιεχόμενο του πιάτου μου, χωρίς να πιστεύω σ’ αυτό που έβλεπα και τότε μόνο αντιλήφθηκα, τα κρυφά και συγκρατημένα γέλια των αγοριών. Όλοι τους ήξεραν, ότι δεν μπορούσα να φάω κεφάλια, τα απεχθανόμουν ήταν η σωστή λέξη, και μου σκάρωσαν αυτή τη φάρσα.
     Όταν ο πατέρας του Γιώργου, κατάλαβε τι μου σκάρωσαν οι φίλοι μου, πήγε στην κουζίνα να μου φέρει άλλη μερίδα. Τα αγόρια γελούσαν και παρέσυραν σ αυτό και τα κορίτσια, τα οποία γελούσαν με το πάθημά μου και μ’ έφερναν σε απόγνωση. Ο Πσιπσής με τον Κωστή, μου σκάρωσαν μέχρι και περιπαικτικές μαντινάδες, σκορπίζοντας το κέφι, στην παρέα εις βάρος μου. Ο οικοδεσπότης βγήκε απ’ την κουζίνα απογοητευμένος, γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να με ικανοποιήσει. Παρ’ όλο που, με κάποια προσπάθεια, κατάφερα να κρύψω την απογοήτευσή μου, όλοι γελούσαν μαζί μου κι αυτό δεν ήταν ό,τι καλύτερο για μένα. Εκείνη τη στιγμή, ο Νίκος, ο ξάδελφος του Γιώργου, μού έκλεισε με σημασία, που αρχικά δεν κατάλαβα, το μάτι και βγήκε απ’ το σπίτι. Μετά από λίγα λεπτά, γύρισε μ’ ένα κατσαρόλι στα χέρια του, το απόθεσε μπροστά μου και είπε:
     «Φάε τώρα εσύ τον λαγό κι άσε τους άλλους να γελούν». Ξαφνικά, έτσι απλά, από θύμα και αντικείμενο πειραγμάτων, βρέθηκα να έχω καλύτερο φαγητό απ’ αυτό που προσδοκούσα.
     Όλοι μας, τα αγόρια, ίσως επειδή ήταν μαζί μας τα κορίτσια, ήμασταν συγκρατημένοι και συνεσταλμένοι, χωρίς τις συνηθισμένες μας ακρότητες κι όλοι κρατούσαμε κάποιο μέτρο, στις κουβέντες και στο ποτό. Παρ’ όλο που στο σχολείο, είχαμε οικειότητα και σαχλαμαρίζαμε άνετα με τα κορίτσια, τώρα νιώθαμε μια περίεργη συστολή, ίσως γιατί σεβόμασταν την παρουσία των γονέων και των ξαδέλφων του Γιώργου.


Ο Γιωργής επέμενε να πάμε στο σπίτι του στο Σφηνάρι...

     Κάποια στιγμή, αφού είχαμε τελειώσει με τη διαδικασία του φαγητού κι απλά πίναμε, συζητούσαμε και καλαμπουρίζαμε, κάποιος έβαλε κρητική μουσική. Αμέσως, ο ένας ξάδερφος του Γιώργου, σηκώθηκε να χορέψει. Μαζί του σηκώθηκε απ’ τα κορίτσια η Ελένη, που τον κρατούσε καθώς αυτός χόρευε πρώτος στη σειρά. Δεν ξέρω αν ήταν ο χώρος ή το αδύναμο χέρι της Ελένης η αιτία, πάντως, στην προσπάθειά του να κάνει ένα τσαλίμι, βρέθηκε φαρδύς πλατύς στο έδαφος, ανάμεσα στα γέλια και στα πειράγματα μας. Αυτό φόβισε τους υπόλοιπους, τους έκανε ιδιαίτερα προσεχτικούς και ήταν η αιτία, που απέφευγαν τα τσαλίμια και τις φιγούρες.
     Αυτό εμένα δεν με απασχολούσε καθόλου, γιατί από κρητικούς χορούς, είχα πλήρη μεσάνυχτα. Περιοριζόμουν στο να κοιτάω και να βγάζω μερικές φωτογραφίες, με τη σχετικά αξιόπιστη φωτογραφική μηχανή, που είχα στην κατοχή μου. Οι υπόλοιποι, εκμεταλλεύτηκαν κάθε δυνατότητα, στο να επιδείξουν τις χορευτικές τους ικανότητες, χωρίς όμως την συμπαράσταση των κοριτσιών. Αυτές έπαιζαν απόλυτα σωστά και με επιτυχία, τον ρόλο του θεατή κι έκαναν εκ του ασφαλούς κριτική, για τα τεκταινόμενα. Σε κάθε πρόσκληση που τους γινόταν, και δεν ήταν λίγες, κοίταζε η μία την άλλη, χωρίς τελικά ν’ αποφασίζουν, αν θα έπρεπε να ενδώσουν στην πρόσκληση. Τελικά όμως, η απόφαση ήταν πάντα αρνητική. Αυτό δεν επηρέαζε την διάθεση των αγοριών, που συνέχιζαν τη διασκέδαση, αγνοώντας το σεμνότυφο σνομπάρισμα των συμμαθητριών μας. Κάποια στιγμή φοβήθηκα, γιατί άραγε, όταν είδα τον Κωστή με τον Πιπσή, να πίνουν παραπάνω απ’ το κανονικό και να γίνονται όλο και πιο εκδηλωτικοί, σ’ όλες τους τις ενέργειες. Αδίκως όμως ανησύχησα, γιατί παρ’ όλη την οινοποσία ήταν άψογοι και το όλο φέρσιμο τους δεν έμοιαζε, σε καμιά περίπτωση, με τα γνωστά προηγούμενα ξεσπάσματά τους. Τι σου κάνει η παρουσία των γυναικών;!
     Κάποια στιγμή, έντρομος, είδα το ρολόι μου και δεν πίστευα στα μάτια μου. Η ώρα πλησίαζε τις δώδεκα και οι δείκτες του, ήταν αμείλικτα συνεπείς, στην κυκλική πορεία τους. Αμέσως πήρα ιδιαίτερα τον εορτάζοντα Γιώργο, βγήκαμε στην αυλή και του εξήγησα τον λόγο που είχα δώσει στη Μαρία, την αδελφή των κοριτσιών που συνόδευα και πως θα έπρεπε να ειδοποιήσουμε τον Ορέστη, τον ταξιτζή. Έκπληκτος άκουσα τον φίλο μου να μου λέει, πως στο χωριό δεν υπήρχε τηλέφωνο! Για οποιοδήποτε τηλεφώνημα, θα έπρεπε να πάμε στο διπλανό κεφαλοχώρι, το Κολυμπάρι. Αυτή την παράμετρο δεν την είχα υπολογίσει. Για μια στιγμή πανικοβλήθηκα. Αισθανόμουν ήδη σαν επίορκος, σαν κάποιος που δεν κρατά τις υποσχέσεις του. Εκείνη τη στιγμή η ματιά μου έπεσε σ’ ένα μηχανάκι, που ήταν ακουμπισμένο, στον τοίχο της εξωτερικής περίφραξης. Χωρίς να πω τίποτα, πλησίασα, το καβάλησα και προσπαθούσα να το βάλω σε λειτουργία. Ο Γιώργος έτρεξε αλαφιασμένος δίπλα μου και μου φώναξε:
     «Μη ρε! Είναι του ξαδέλφου μου, του Νίκου. Θα μας δείρει, αν το πάρουμε». Δεν του έδωσα σημασία και συνέχισα τις προσπάθειες να το βάλω μπρος. Κάποια στιγμή κατάλαβα, ότι ο φίλος μου είχε πιάσει το πίσω μέρος της σέλας. Στην αρχή νόμισα ότι προσπαθεί να με σταματήσει, αλλά έκανα λάθος. Αυτός έσπρωχνε το μηχανάκι στην κατηφόρα, για να με βοηθήσει. Μόλις η μηχανή άρχισε να τσουλάει, έβαλα απότομα ταχύτητα και το όχημα πήρε αμέσως μπρος.
     Πάτησα συμπλέκτη, το ακινητοποίησα και περίμενα. Σχεδόν αμέσως ένιωσα τον Γιώργο, να πηδάει στο πίσω μέρος της μηχανής. Άφησα το ντεμπραγιάζ, γυρίζοντας συγχρόνως το γκάζι, κάπως απότομα. Το μηχανάκι μούγκρισε, λες κι ήταν μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού. Η μπροστινή ρόδα σηκώθηκε στον αέρα, κάνοντας μια απρόσμενη σούζα. Το πόδια του συνεπιβάτη μου, σύρθηκαν για λίγο στον χωματόδρομο, τελικά όμως, καταφέραμε να ισορροπήσουμε και να βγούμε στο δρόμο.
     Σε λίγα λεπτά είχαμε φτάσει στον προορισμό μας. Βρήκαμε το τηλεφωνικό κέντρο και ειδοποιήσαμε τον ταξιτζή. Γυρίσαμε στα Νοχιά μάλλον εύκολα, χωρίς προβλήματα, εκτός αν εξαιρέσουμε το σκισμένο παντελόνι του Γιώργου, απ’ το σύρσιμο και το κάψιμο, που είχε στην αριστερή του γάμπα, απ’ την εξάτμιση. Φυσικά ο Νίκος, βρισκόμενος σε ευθυμία, δεν κατάλαβε τίποτα για την κλοπή, εκείνη τη στιγμή. Την επομένη που το αντιλήφτηκε, εγώ ήμουν μακριά και την πλήρωσε μάλλον ο ξάδερφός του, στην πρώτη τους επικοινωνία.
     Τα κορίτσια τελικά επέστρεψαν μαζί μου, με μικρή απόκλιση της συμφωνηθείσης ώρας και δεν είχα κανένα πρόβλημα με την υπόσχεσή μου. Στην πλατεία περίμενα τους υπόλοιπους, που με επανειλημμένα δρομολόγια, έφταναν απ’ τα Νοχιά. Κάποιοι απ’ τους φίλους μου, κατέβηκαν πριν την πλατεία. Στο τέλος μείναμε έντεκα άτομα. Οι περισσότεροι ήταν τουλάχιστον σε ευθυμία, απ’ το αλκοόλ που είχαν καταναλώσει.
     Δεν ξέρω ποιος το ξεκίνησε. Μετά από τόσα χρόνια, πιθανολογώ ο Κωστής με τον Πσιπση, οι συνήθεις ύποπτοι. Ξαφνικά, σαν να ήταν συνεννοημένοι, άρχισαν να πιέζουν έναν άλλο Γιώργο, τον Θ. απ’ το Σφηνάρι. Τον περιέπαιζαν κι έφερναν σαν παράδειγμα, την προηγούμενη γιορτή, που είχαμε κάνει πριν λίγο στα Νοχιά και του έλεγαν, ότι πάει να γλιτώσει πιθανό κέρασμα, για τη δική του ονομαστική γιορτή. Κάποια στιγμή ο συγκεκριμένος Γιώργης, αναψοκοκκίνισε και μας είπε φουρκισμένος:
     «Εντάξει ρε! Θα πάμε τώρα στο χωριό μου και θα το κάψουμε!». Εγώ γέλασα, γιατί μου φάνηκε υπερβολικό, να πάμε στο χωριό του, χωρίς προειδοποίηση και μάλιστα, χωρίς στην ουσία να είμαστε καλεσμένοι. Δεν ξέρω αν το γέλιο μου ερέθισε περισσότερο τον Γιωργή ή οι πιέσεις των δύο άλλων φίλων μου. Το γεγονός είναι, πως ήταν πλέον αποφασισμένος, να πάμε οπωσδήποτε στο χωριό του. Κάποιες συνετές φωνές για το ακατάλληλο της ώρας, πλησίαζε δύο το πρωί, και για το απροειδοποίητο, δεν τον άγγιζαν κι απτόητος, πήρε τηλέφωνο τον Ορέστη, που είχε πάει ο καημένος για ύπνο, να έρθει με το ταξί, για να μας πάει στο Σφηνάρι.
     Όταν ήρθε ο ταξιτζής κι άκουσε την απόφασή μας, με νυσταγμένα μάτια, μας είπε, πως δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει δύο δρομολόγια και πως θα έπρεπε να βολευτούμε, όπως – όπως, μέσα στο ταξί όλοι μας. Για μια στιγμή έμεινα αποσβολωμένος! Έντεκα άτομα σ’ ένα ταξί; Τελικά το καταφέραμε. Στριμωχτήκαμε ό ένας πάνω στον άλλο. Εγώ καθόμουν πίσω απ’ τον οδηγό, στα πόδια μου ο Σπύρος και λοξά ο Κωστής. Δεν ήμουν σε θέση να δω, πώς είχαν τακτοποιηθεί οι υπόλοιποι, αλλά μάλλον θυμίζαμε, μαζί με το ταξί, κονσέρβα με σαρδέλες.
    Περνώντας από κάποια περιοχή, τέντωσα το λαιμό μου, προσπαθώντας μάταια, να διακρίνω κάτι, μέσα στο σκοτάδι. Εκείνη τη στιγμή ο Σπύρος, ψιθύρισε μέσα στο αυτί μου:
     «Ξέρω τι προσπαθείς να δεις, αλλά δεν καταλαβαίνω πώς ελπίζεις να το δεις». Ένιωσα σαν να με τσίμπησε σφήκα, αλλά δεν σχολίασα τίποτα, γιατί με φόβιζε αυτή η συζήτηση.
     Δεν μπορώ να προσδιορίσω, πόση ώρα κράτησε η διαδρομή, γιατί τα γέλια και τα αστεία, έδιναν κι έπαιρναν, μέσα στο ταξί. Δεν μπορώ όμως να ξεχάσω τις κραυγές πόνου και τις απότομες μετακινήσεις του φορτίου, όταν το όχημα έπεφτε απότομα σε κάποια λακκούβα, και ήταν πολλές. Τελικά, φτάσαμε στον προορισμό μας, μουδιασμένοι και με πόνους, σε πολλά σημεία του σώματός μας. Ο Ορέστης μάς χαιρέτησε κι έφυγε και τότε μόνο κατάλαβε ο Πσιπσής, ότι μέσα στο αυτοκίνητο, είχε ξεχάσει τα παπούτσια του, που κατά την διάρκεια της διαδρομής, τα είχε βγάλει για ν’ ανακουφίσει τα πόδια του, γιατί του ήταν στενά. Αλλά ήταν πλέον αργά. Πλησιάσαμε προς το σπίτι του Γιώργου. Εγώ καλού κακού, έμεινα προς το τέλος της παρέας, αναλογιζόμενος τις φωνές που θα άκουγα, απ’ τους γονείς μου, σε περίπτωση που τους πήγαινα την παρέα μου τέτοια ώρα, χωρίς προειδοποίηση.
     Οι γονείς του Γιώργου, μόλις ξεπέρασαν το πρώτο τους ξάφνιασμα, μας υποδέχτηκαν θερμά, χωρίς να κάνουν κανένα αρνητικό σχόλιο. Μας οδήγησαν στο σαλόνι κι εκεί δέχτηκαν τις ευχές μας, για τον γιόκα τους. Ο πατέρας του μας ευχαρίστησε για την τιμή που του κάναμε κι άρχισε να μας κερνάει τσικουδιά! Πολύ γρήγορα «ξεψαρώσαμε» κι αρχίσαμε τις τρέλες, οι οποίες, έγιναν αποδεκτές με ευχαρίστηση, απ’ τον οικοδεσπότη. Στη δεύτερη γύρα, παρατήρησε τα ξυπόλητα πόδια του φίλου μας. Χωρίς να πει τίποτα, πήγε στο διπλανό δωμάτιο και του έφερε ένα ζευγάρι πλαστικές παντόφλες, αυτές που λέγαμε γλατσάρες εκείνη την εποχή, τις οποίες ο Πσιπσής φόρεσε με ανακούφιση.
     Δεν ξέρω με ποια διαδικασία και πώς τόσο γρήγορα, κατάφερε η οικοδέσποινα, να μας σερβίρει σχεδόν αμέσως, κρητικά φαγητά και λιχουδιές, τα οποία εμείς οι αθεόφοβοι, καταναλώναμε σαν να ήμασταν πεινασμένοι. Το γεγονός ότι μόλις πριν λίγες ώρες, τρώγαμε και πίναμε, δεν φάνηκε καθόλου να επηρεάζει την όρεξή μας. Πολύ γρήγορα ξεπεράσαμε, κάθε αρχική συστολή, που είχαμε κάποιοι από εμάς και με την παρότρυνση του νοικοκύρη τα φαλτσαρίσματα απ’ τις μεθυσμένες μας φωνές γέμισαν την ατμόσφαιρα.
     Είναι απίστευτο, ακόμη και τώρα δεν μπορώ να το καταλάβω, πόσο γρήγορα το τραπέζι άδειαζε και γέμιζε, με εδέσματα και ποτά. Πολύ γρήγορα, απ’ την οινοποσία και την πολυφαγία, άρχισε να μας τυλίγει μια ανεξέλεγκτη κόπωση. Σ’ αυτό συνετέλεσε και η αϋπνία. Όταν τέθηκε το θέμα, αν θα πάμε στο μάθημα, γιατί ούτε τα μάτια μας δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε ανοικτά, ο πατέρας του Γιώργου ήταν απόλυτος: « Θα πάτε στα μαθήματά σας και θα πείτε κι ένα τραγούδι», μας είπε χαρακτηριστικά. Κανείς μας δεν ήταν σε θέση, ποιος θα τολμούσε άραγε, να του φέρει την παραμικρή αντίρρηση. Έτσι, όταν σε λίγο είχε ξημερώσει, για τα καλά πλέον, μας οδήγησε όλους στη στάση του λεωφορείου και μας έβαλε όλους μέσα στο όχημα. Εκτός απ’ τις ευχαριστίες μας για την φιλοξενία, κανείς δεν τόλμησε να πει κάτι ενάντια στη θέλησή του, να πάμε στα μαθήματά μας.
     Μέσα στο λεωφορείο της γραμμής, ξαπλώσαμε στα καθίσματα και σε λίγο, οι περισσότεροι από εμάς, ροχάλιζαν του καλού καιρού, χωρίς να μπορούμε ν’ αντιληφθούμε τα γέλια και τα πειράγματα των υπόλοιπων μαθητών, που ανέβαιναν στο λεωφορείο απ’ τα επόμενα χωριά, με προορισμό την Κίσσαμο. Όπως μας είπαν αργότερα οι συνεπιβάτες μας, το πούλμαν μύριζε αλκοόλ και ξινίλες, απ’ την αναπνοή μας, ενώ τα ρούχα μας ανέδιδαν μια πρωτοφανή τσιγαρίλα, απ’ τα πολλά τσιγάρα, που είχαν καπνίσει οι φίλοι μου.
     Όταν φτάσαμε στο προαύλιο του σχολείου, όλοι ψάξαμε μια σκιερή γωνία, έτσι ώστε να μη μας βλέπει ο ήλιος και μισοκοιμηθήκαμε. Μερικά απ’ τα κορίτσια, που μας είχαν συνοδεύσει την προηγουμένη, στα Νοχιά άκουγαν με δυσπιστία τη συνέχεια της βραδιάς μας και κουνούσαν με αποδοκιμασία το κεφάλι τους, χωρίς να αποφεύγουν και κάποια επιτιμητικά σχόλια, περί αγένειας και θρασύτητας, από μέρους μας.
     Εγώ, ακόμη και μετά από τόσα χρόνια, δεν μπορώ να καταλάβω, την Κισσαμίτικη φιλοξενία και το μέγεθός της. Πήγαμε ακάλεστοι, σ’ ακατάλληλη ώρα και τύχαμε μιας απρόσμενα καλής, δεν βρίσκω κατάλληλη λέξη για να την ονομάσω, περιποίησης και φιλοξενίας, από ανθρώπους που δεν μας ήξεραν και δεν μας είχαν δει ποτέ. Το μόνο κοινό που είχαμε με τους οικοδεσπότες, ήταν η φιλία μας με τον γιο τους.

No comments:

Post a Comment