Thursday 3 January 2019

Τ’ Άϊ Βασιλειού. Γράμμα από το Αγρίνιο.


Του Γιώργου Παληγεώργου




Εβδομήντα τρεις πρατίνες κι ένα κριάρι γκεσέμι-θεριό...

     Διάβαινε στο μονοπάτι για την Παλιόστανη, μέρα τ’ Αϊ Βασιλειού· είχανε φάει κότα – σούπα αυγοκομμένη, είχε πιεί κι ένα ποτήρι κράσο ν’ αποκριθεί στις ευκές, ότι Βασίλης ο ίδιος κι είχε κινήσει για τα πρόβατα.
     ‘Πως πάσα χρόνο, τ’ Άϊ Βασιλειού, κάμποσα χρόνια, το ίδιο συνήθειο· νύχτα, αξημέρωτα ασκώνονταν απ’ το γιατάκι του στην καλύβα, πλάϊ στο μαντρί, έβανε τα πρόβατα στη στρούγκα κι τ’ άρμεε, κουτσά στραβά, δίχως βόηθειο στο κέντημά τους κι απέ τα τάιζε και τα ματάκλειε στο μαντρί.

     Πρωτού χωρίσει καθαρά η νύχτα απ’ τη μέρα, πλιένονταν σ’ ένα κορίτο του νερού κι απέ διάβαινε για το χωριό, ότι έπρεπε να κάμει τους μπουλαμάδες, στις απ’ αδερφό δυο ορφανεμένες ανηψιές του, και στα δικά του τ’ άπληρα τα δυο, να πολυχρονιστεί με τη γυναίκα του και με τη χήρα νύφη του.
     Την ώρα της απόλυσης τ’ Άϊ Γιάννη, έβγαινε στην αγορά και κέραε φίλους, συγγενείς και συναναστροφές, ούζα ξεροσφύρι κι έπαιρνε πολυχρονίσματα. Ύστερα στο σπίτι για γιόμα κι απέ πάλε στα πρόβατα, ότι τα πρόβατα γιορτές και καθημερνές δεν τις ξεχώριζαν, ήθελαν άρμεμα και φαΐ πάσα μέρα.
     Διάβαινε στο μονοπάτι για την Παλιόστανη, που και που ψιλοσκόνταφτε απάνω στη βιάση του. Τήραε τα κλαριά γδυτά, ασπάραχτα απ’ τον τόπο τους, εκεί μέρες εκεί νύχτες, εκεί χειμώνες εκεί και καλοκαίρια, σάμπως να μη φτερούϊσε ποτέ η καρδιά τους, ν’ αλλάξουν τόπο, να ιδούν κι αλλού τα μάτια τους. Ερμότερα κι απ’ τον έρμο τον ξωτάρη τα κλαριά, ερμότερα μα στην υπομονή απέραστα.
     Πλιότερα τήραε τα κλαριά που μαύλαγαν τις αυγές τις φέξες και τα κλαριά που λυπημένα τήραγαν τις εσπέρες να πίνουν τα δειλινά. Κλαριά έρμα και μοναχά, ‘πως η καρδιά του έρμη κάτι γιορτάδες βασιλέματα.
     «Θα τα ξικάνου, θα τα π’λήσου» είχε πει φορές, σα γύριζε γιορτάδες μονάχος στο μαντρί, ότι δεν άντεχε μονάχος, μακριά απ’ τον κόσμο, μακριά από δικούς και κοινωνία. Μα πάλι άλλαζε γνώμη, ότι άλλη απαντοχή να τα βγάλει πέρα χρονικοίς δεν είχε, εξόν απ’ το μαξούλεμα του κοπαδιού.
     Τα χρόνια διάβαιναν τόνα πίσω απ’ τ’ άλλο κι είχανε συνηθίσει όλοι ετούτα τα λειψά γιορτάσια, όσο που κάποτε ήρθε η χρεία, να πουληθούν τα πρόβατα, ότι έπρεπε να βρεθούνε παράδες, να πληρωθούνε οι μαστόροι, ν’ ασκώσουν καινούργιο σπίτι, δεν χώραγαν δυο φαμελιές στο παλιό – ένα δωμάτιο κι απατή ήτανε.
     Ήτανε καλοκαίρι, μήνας Αλωνάρης, που κόπιασε ένας αγοραστής του κοπαδιού, με τραγιάσκα, με την αγκλίτσα του και τη θυγατέρα του αντάμα και μέρτησαν τα λεφτά στον ίσκιο.
     «Νάνι γιρά κι καρπιρά, να (χ)εις καλά διάφουρα και μακριά από κακό μάτι» είπε του αγοραστή ξεπροβοδώνοντάς τον, την ώρα που εκείνος με την κόρη του, είχε βάλει μποστά του το κοπάδι και κίναε για το χωριό του.
     Εβδομήντα τρείς πρατίνες κι ένα κριάρι γκεσέμι-θεριό, με στριφτά κέρατα στις άκρες τους, σ’ άλλου τσοπάνου το κουμάντο τώρα, μάκραιναν ώσπου χάθηκαν πίσω απ’ της ράχης την καμπούρα. Η γυναίκα του δάκρυσε και τα παιδιά του έκλαψαν δυνατά, ότι δε θα ματάβλεπαν τα πρόβατά τους, δε θα τα ματαμαύλαγαν με τ’ όνομά τους, το ξεχωριστό το καθένα, την Κάλεσια, την Βάκρα, τη Μπέλα, τη Λάια, την Κρούτα. Αυτός αναμέρισε να κρύψει το δάκρυ του.
     Πέρασαν οι καιροί και τα χρόνια άλλαξαν, μα τ’ απομεσήμερα χρονιάρες μέρες, σαν τ’ Άϊ Βασιλειού, τήραε μακριά και σιγομουρμούριζε για τα κλαριά τα έρμα. Αναβάραγαν οι παλιές δρακελιές στο γιομάτο λιθάρια μονοπάτι, αναβάργιε και το κοβεντολόϊ του με τα κλαριά κι έφταναν αντίλαλοι από κουβέντες απόπικρες και λόγια μελωμένα, ‘πως τότες κάτι γιορτάδες βασιλέματα.
     Κι ανέβαινε στ’ αχείλι του ένα τραγούδι, σα σήμερα τ’ Άϊ Βασιλειού, ότι Βασίλης τ’ όνομά του, «Δώδεκα χρόνους μπιστικός και δέκα οχτώ τσοπάνος».
     Σημείωση: Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά την Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2019, στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.

1 comment:

  1. Πόσο καλογραμμένο και βαθύ... Και έχει κάτι από τους παλιούς Έλληνες κλασικούς λογοτέχνες!

    ReplyDelete