Monday, 7 January 2019

Γατοϊστορίες. Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη.


Της Ελένης Δημητριάδου




     Ερχόταν καθημερινά σεινάμενη - κουνάμενη να με επισκεφτεί. Εγώ μέσα από το παράθυρο της κουζίνας, μπροστά από το τραπέζι όπου έκανα τα μαθήματά μου κι αυτή στην πλάκα της υπό κατασκευή διπλανής πολυκατοικίας. Ένας φωταγωγός μας χώριζε. Κοιταζόμασταν στα μάτια, τα δικά της παρακλητικά, τα δικά μου στοργικά. Τότε σηκωνόμουν από το τραπέζι, πήγαινα στο ψυγείο κι έκοβα κομμάτια από ωμό ή μαγειρευτό κρέας, που σχεδόν πάντα υπήρχε μέσα γιατί η μαμά έλεγε πως στο φαγητό θέλει να υπάρχει πάντα κρέας, έστω και λιγάκι, άνοιγα το παράθυρο και το πετούσα δίπλα της. Το άρπαζε εκείνη, μασούλαγε με ικανοποίηση, έμενε λίγο ακόμη προσδοκώντας και δεύτερη ή τρίτη δόση, κάτι που εγώ το εκλάμβανα ως εκδήλωση ευχαριστίας, μετά έκανε μεταβολή και δρασκελίζοντας τα τσιμεντένια σκαλιά έφτανε από τον 3ο όροφο στο ισόγειο κι από κει στις πίσω αυλές.

     Μια μέρα μου ήρθε τραυματισμένη. Το ένα αυτί της σχεδόν να κρέμεται, ματωμένη, χάλια. Την καταλυπήθηκα. Μάλλον της έδωσα ενισχυμένη μερίδα. Ήταν η πρώτη μου γατοπαρέα. Εκείνη είχε μια σταθερή ταΐστρια, μου χάριζε την παροδική της συντροφιά, κι εγώ τη θαύμαζα σε απόσταση ασφαλείας. Μια χαρά, κι οι δυο μας ευχαριστημένες.

     Ήμουν δεν ήμουν 5 ετών, όταν εγκατασταθήκαμε στο διαμέρισμα της Μητροπόλεως στη Βέροια το 1960, αφήνοντας τη γειτονιά μας στη περιοχή του Μουσείου, όπου βέβαια οι γάτες μάλλον περνούσαν απαρατήρητες, ίσως γιατί γινόταν ένα πράγμα με τα χαμηλά σπίτια και τους χωματένιους δρόμους. Στο διαμέρισμα δεν είχα την ευκαιρία να έρθω σε επαφή με τετράποδα, αν εξαιρέσει κανείς το «Γουλάρα», το γάτο του Φιλώτα που έμενε με την οικογένειά του στο απέναντι διαμέρισμα. Μεγάλος, κάτασπρος, στρουμπουλός σαν το αφεντικό του. Καθόλου δεν τον φοβόμουν το Γουλάρα. Αντίθετα, τον συμπαθούσα ιδιαίτερα γιατί ήταν πανέμορφος κι επί πλέον με διασκέδαζε. Ξεσπούσα σε γέλια όταν ο Φιλώτας τον σήκωνε στα πίσω πόδια και τον «χόρευε» στους ρυθμούς του σέικ. Ήταν η μεγάλη του αδυναμία και στεναχωρήθηκε πολύ, δε μιλιόταν σας λέω, όταν ο γάτος του το έσκασε για πολλοστή – και οριστική – φορά για την παλιά του γειτονιά στον Άγιο Αντώνιο, μη αντέχοντας την κλεισούρα του διαμερίσματος.


Ο Φιλώτας κι εγώ την Πρωτομαγιά του 1961, στο Κτήμα στο Μακροχώρι.

     Λίγους μήνες μετά την απόδραση του τετράποδου γείτονα, στο κλείσιμο του σχολικού έτους, μου ανέθεσε η δασκάλα μας στο νηπιαγωγείο, να απαγγείλω ένα ποίημα για μια γατούλα. Μάλιστα! Για μια γατούλα! Θυμάμαι ότι φόρεσα τα καλά μου κι όταν ήρθε η σειρά μου, η δασκάλα με ανέβασε επάνω σε ένα τραπέζι, στο μέσο μιας μεγάλης αίθουσας γεμάτης με τους μαθητές του 2ου Δημοτικού σχολείου, κι εγώ με θάρρος και χαρά άρχισα να απαγγέλλω:

Η γατούλα μου η Λιλή
είναι άσπρη, παχουλή.
Ανεβαίνει στο τραπέζι
και με τα χαρτάκια μου παίζει.

     Θα έλεγε κανείς ότι το ποίημα αυτό, σε συνδυασμό με τον γοητευτικό, «περιστασιακό» μας γείτονα, θα αποτελούσαν καλούς οιωνούς ώστε να μεταβληθώ αν όχι σε λάτρη των γάτων, τουλάχιστον σε φίλη τους. Αλλά όμως, όχι! Με τον καιρό δεν ανεχόμουν ούτε από δίπλα μου να περάσουν, για να μην με αγγίξουν. Κι αυτή μου η ενόχληση μετατράπηκε σε φοβία. Το παράδοξο είναι ότι θαύμαζα αυτά τα ξεχωριστά τετράποδα μόνο όταν τα έβλεπα αποτυπωμένα στο χαρτί.

     Βλέπετε, τα μόνα ζωντανά που έμπαιναν στο διαμέρισμα της Μητροπόλεως ήταν φτερωτά καναρίνια - η αδυναμία του πατέρα μου, πού και πού και κανένα παπαγαλάκι. Δηλαδή οι μεζέδες των γάτων. Πολύ διασκέδαζα με τους φτερωτούς μου φίλους. Ο πιο αγαπημένος μας ήταν ο «Τζίνης». Καλέ αυτό δεν ήταν καναρίνι. Ήταν φίλος καρδιακός. Του μπαμπά μου, δηλαδή. Κάθε μέρα ο μπαμπάς άνοιγε το κλουβί κι αυτός έκανε τις βόλτες του στο δωμάτιο και κατέληγε στον ώμο του μπαμπά. Εκεί ασχολούνταν επιμελώς με το να βγάζει μικρές κλωστούλες από τη μάλλινη, σαν από τσόχα, πράσινη ρόμπα του. Μετά κουρασμένος έμπαινε ξανά στο κλουβάκι του, όπου τον περίμενε καθαρό νεράκι στη μπανιέρα του. Και τότε έκλεινε η πορτούλα, μα ο Τζίνης μας καθόλου δε στενοχωριόταν, αντίθετα απολάμβανε το μπάνιο του, πιτσιλώντας τα πάντα γύρω του. Τσιμπούσε λίγο από το μήλο του, έτρωγε κάνα δύο σποράκια κι ύστερα άρχιζε το κελάηδημα. Γλυκό, μελωδικό, δυνατό, ακούραστο. Αχ! Ήταν μια απόλαυση να τον ακούς. Ένα βράδυ παραμονή Πρωτοχρονιάς, που το σπίτι ήταν γεμάτο καλεσμένους, έδωσε ρεσιτάλ κι όλοι τον θαύμασαν. Πολύ υπερήφανη αισθάνθηκα για τον Τζίνη μου. Όμως το πρωί αρρώστησε και βράχνιασε και δεν ξανατραγούδησε. Κι είπε η κυρία Βούλα πως μας τον ματιάσανε, κι ήρθε και τον ξεμάτιασε. Κι άλλοι μας είπαν να σπάσουμε το κακό σπυρί που βγήκε στον πισινό του, μα δεν έγινε τίποτε. Πάει, μας άφησε ο Τζίνης μας. Από τότε κανένας διάδοχός του δεν ήταν ίδιος. Όλοι όσοι πέρασαν ήταν κιτρινωποί και άκουγαν στο όνομα «Τζίνι». Όταν ο μπαμπάς αντιλαμβανόταν πως παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του – τους ψιθύριζε επίμονα και μελωδικά «φσφσφς…» - δεν τραγουδούσαν, ταξίδευαν στη Θεσσαλονίκη στο σπίτι του παππού στην Κάτω Τούμπα κι εκεί έβρισκαν πιο φιλόξενο καταφύγιο.

     Στο σπίτι των παππούδων μου η γειτονιά ήταν γεμάτη από γάτες. Αλλά ο παππούς, αν και πρόσφυγας, έτρεφε μεγάλη αντιπάθεια για τα τετράποδα αυτά, πράγμα περίεργο, και κάθε φορά που τολμούσαν να εμφανιστούν στην αυλή του, τις έπαιρνε στο κατόπι, μουρμουρίζοντας καθόλου κολακευτικά σχόλια. Εγώ θεωρούσα ότι μάλλον ο παππούς είχε δίκιο κι ότι οι εισβολείς πολύ κακό έκαναν στην υγεία του. Αυτή η αντιπάθεια του παππού ωστόσο, καθόλου δεν τον εμπόδισε να ζωγραφίσει κάτι αγριόγατες σε ένα πίνακα που κοσμούσε το σαλόνι μας. Αυτός ο πίνακας μου προκαλούσε τόσο μεγάλο δέος, ώστε του έδινα κι άλλα δίκια του παππού, γιατί αυτά τα γατιά φαινόταν πλάσματα σκοτεινά και μοβόρικα.


Οι αγριόγατες του παππού

     Ύστερα ήταν κι εκείνες οι αμέτρητες γάτες που τριγύριζαν στα τραπέζια των εξοχικών κέντρων κι είχαν το θράσος να μπαίνουν κάτω από τις καρέκλες μας. Καθόλου δεν μου άρεσε αυτή τους η κίνηση. Πανικός μ’ έπιανε κάθε που καθόμασταν με μικρές ή μεγάλες παρέες να φάμε κάτι. Έτσι κι έπιανε το μάτι μου γάτα να πλησιάζει, όλη μου η διάθεση χαλούσε. Έβλεπα γάτες και τριχωτές ουρές ακόμη κι αν δεν υπήρχαν και στην παραμικρή υποψία ότι έρχονται κατά πάνω μου τιναζόμουν και κτυπούσα τα πόδια μου τόσο ψηλά, ώστε ποτήρια και μαχαιροπήρουνα άρχιζαν να χορεύουν. Και δεν χαμπάριαζα τίποτε, ούτε ντροπές ούτε φόβο για τις δριμύτατες παρατηρήσεις της μητέρας ή τα πειράγματα των άλλων συνδαιτυμόνων.

     Εκείνη την εποχή η ζωοφιλία δεν ήταν τόσο διαδεδομένη. Μπορούσα έτσι να πηγαίνω με ασφάλεια στα σπίτια φίλων και συγγενών χωρίς να φοβάμαι πως θα συναντήσω κάποια γάτα. Μια φορά μόνο στα χρόνια της εφηβείας μου, θυμάμαι ένα ξεχωριστό θέαμα. Ήμασταν στο σπίτι της θείας Μαρίκας στην Κομοτηνή, για να περάσουμε τις γιορτές των Χριστουγέννων. Η θεία Μαρίκα είχε γίνει πολύ θρήσκα τα τελευταία χρόνια και βοηθούσε όσο μπορούσε τον κόσμο. Μια μέρα με πήρε η ξαδέλφη μου η Χριστίνα να πάμε λέει φαγητό σε μια γριά «τουρκάλα» που ζούσε από την ελεημοσύνη του κόσμου, γιατί ασπάστηκε το χριστιανισμό και κανένας από τους δικούς της δεν ήθελε να την ξέρει. Το σπίτι, ένα χαμόσπιτο ασβεστωμένο - σκύψαμε για να μπούμε - καθαρό, γεμάτο κουρελούδες, μια σόμπα να μπουμπουνίζει και παντού - παντού γάτες! Κάθε μεγέθους και χρώματος να περιφέρονται νωθρά σα στο σπίτι τους! Δέος που ένοιωσα! Δεν ήξερα τι να κάνω, να θαυμάσω το πρωτοφανές θέαμα ή να αρχίσω να φωνάζω «βοήθεια». Η ξαδέλφη μου προσπάθησε να με προστατέψει και τις εμπόδιζε να με πλησιάσουν, χρησιμοποιώντας ένα κούτσουρο. Για χρόνια έμεινε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου η συμπαθέστατη μικρόσωμη γριούλα με τις τριχωτές φίλες της κι η αίσθηση της θαλπωρής στο ημιυπόγειο χαμόσπιτο. Πόσο θα ήθελα να μην τις φοβάμαι… Αχ αυτός ο παράλογος φόβος!

     Περιττό να σας πω ότι μετά το δικό μου πάθημα, άφησα την κόρη μου να αλωνίζει με του κόσμου τα γατιά (και τα σκυλιά), αν και στις συνεχείς παρακλήσεις της να αποκτήσουμε τετράποδο, εγώ απαντούσα με κλουβιά καναρινιών, δημιουργώντας τη δική μου δυναστεία από «Τζίνιδες».


Κερκυραίος γείτονας (Φωτογραφία Δήμητρας Δημητροπούλου)

Αδιάκριτος εγγλέζος αφήνει σημειώσεις στο κομπιούτερ της Δήμητρας (Φωτογραφία Δήμητρας Δημητροπούλου)
     Και όταν εκείνη έφυγε από την οικογενειακή εστία, δεν άφησε γάτα της γειτονιάς να μην την καλοδεχτεί στο δικό της σπίτι. Θυμάμαι έντονα μια εγγλέζα κούκλα που την επισκεπτόταν καθημερινά. Ερχόταν τα πρωινά που ήμουν μόνη και καθόταν στο περβάζι του παραθύρου, περιμένοντας μάταια να ανοίξει η πόρτα της κουζίνας. Τόσο όμορφη και χαριτωμένη που μου ερχόταν να τη χαϊδέψω, δηλαδή τη χάιδευα με ασφάλεια μέσα από το τζάμι κι αυτή η ταλαίπωρη στριφογύριζε το κεφαλάκι της πάνω στο γυαλί, νομίζοντας ότι την αγγίζουν τα χάδια μου!


Η Αγγλίδα καλλονή πίσω από την κουρτίνα (Φωτογραφία Δήμητρας Δημητροπούλου)

     Κι έπειτα έγινε το θαύμα! Σε μεγάλη ηλικία, στη δεκαετία των πρώτων μου –ήντα, σ΄ ένα εστιατόριο δίπλα στο κύμα, με την προτροπή της κόρης μου, άφησα ένα γατί να ανέβει στην αγκαλιά μου και το χάιδεψα! Τι αίσθημα ανακούφισης και γαλήνης ήταν ετούτο! Καλέ τι έχανα τόσα χρόνια!

     Έτσι, από γατοφοβική έγινα γατόφιλη! Από τότε χαϊδεύω ασύστολα όλες τις γάτες που πέφτουν στο δρόμο μου – όταν μου το επιτρέπουν – άσε που λίγο θέλω να πάρω καμιά τους στο σπίτι μου. Πολύ σας παρακαλώ, αν γνωρίζετε ένα μικρό, ήσυχο, χαδιάρικο γατί, με καλό χαρακτήρα, που δεν λερώνει, δεν το πειράζει να μένει μέσα στο σπίτι όταν λείπω, δεν τα κάνει όλα γης μαδιάμ, δε μαδάει, δεν ανεβαίνει επάνω στο τραπέζι και γενικά ξέρει «όλους τους καλούς τρόπους», να μου το πείτε!

No comments:

Post a Comment