Thursday 24 January 2019

Γράμμα από το Αγρίνιο. Τα ηλεκτρόφωνα...


Του Γιώργου Παληγεώργου





Έφτασαν στο χωριό πέντε ηλεκτρόφωνα...

     Ίσαμε με το 1966, τα σπίτια, στο χωριό, φωτίζονταν τα βράδια με τη γκαζόλαμπα και το λιχνάρι· σαν έπεφταν για ύπνο, φώτιζε μοναχά το καντήλι. Άκοπα έστελναν οι μανάδες τα κουτσούβελα, ν’ αγοράσουν απ’ το μπακάλη λαμπόγυαλο ή φυτίλι ή με το γκαζοντενεκέ πετρέλαιο – πετρόλαδο τόλεγαν οι γερόντοι. Εκείνα τα λαμπόγυαλα, βόηθα Παναγία, κάθε τρεις και λίγο έσπαγαν. Φορές έστειλναν το μικρό να πάει ν’ αγοράσει καινούργιο λαμπόγυαλο και στο προτού να γυρίσει στο σπίτι τούπεφτε κι έσπαε.

     Σαν πάαινε κάνας σε ξένο σπίτι, ώρα βράδυ, με σκοτάδι πηχτό, φώναζε τους νοικοκυραίους σαν κοντοζύγωνε κι έβγαινε κάποιος στο κατώφλι, το πλείστο η νοικοκυρά, κρατώντας αψηλά τη λάμπα και καθοδήγαε τον επισκέπτη, πού να φυλαχτεί και πού να πατήσει, όσο να σώσει στην πόρτα. Λέω, τέτοια εικόνα θέλει τα παραστήσει ο Τάσος Λειβαδίτης, σα λέει «την πόρτα ανοίγω το βράδυ, τη λάμπα κρατώ ψηλά…»
     Στη δημοσιά, στα σοκάκια και σε μονοπάτια, σαν ήτανε συγνεφιά ή ο παλιόκαιρος ή ήτανε στη χάση το φεγγάρι, εφτά σκοτάδια. Δίχως φακό, δύσκολα ξεμύτιζε άνθρωπος. Κι αν καμιά φορά, αποφάσιζε κάποιος, να βγει στο σκοτάδι, δίχως φακό, δεν ήθελε πολύ να σκοντάψει ή και να γένει δεμάτι [1]. Οι άντρες μαζεύονταν νωρίς στο σπίτι, προτού πήξει το σκοτάδι, απ’ το φόβο μη πεδικλωθούν και σωριαστούν και φάνε τα μούτρα τους ή ξαχουρδήσουν [2] σε λάσπες και λούμπες με βροχή. Φορές, κάνας που τάχε τσούξει και ψίχα πλιότερο απ’ όσο άντεχε, έφτανε στο σπίτι σημαδεμένος, ότι και κάπου είχε σωριαστεί. Έλεγαν τότε οι γεροντότεροι, σε τέτοιες περίστασες, όποιους τ’ νύχτα πιρπατεί, λάσπις κι σκατά πατεί.


"Πωλείται τζουκ μποξ μεταχειρισμένο μαζί με τους δίσκους"

     Στα 1966 γένηκε το θάμα. Στο χωριό ήρθε το φως το ηλεκτρικό και μ’ ένα κουμπί γένονταν η νύχτα μέρα. Φως στα σπίτια και στα καφενεία, φως με τις κολόνες της ΔΕΗ, στις δημοσιές και στα σοκάκια, ίσαμε να φέξει πάλε η μέρα.
     Οι άντρες τώρα κάθονταν στα καφενεία ως αργά κι οι πολλοί απόσωναν στα σπίτια τους να δειπνήσουν πιωμένοι, ότι δε γνοιάζονταν να μαζωχτούνε νωρίς, αφού έφεγγαν οι λάμπες της ΔΕΗ και δεν είχανε φόβο να σκοντάψουνε ή ξαχουρδήσουνε.
     Εξόν απ’ το φως π’ άνοιγε τώρα την όρεξη στους άντρες για κουβέντα και για πιοτί, πάσα βράδυ, στα καφενεία και στις χασαποταβέρνες, μπήκε στη ζωή τους άξαφνα μα και πολύ γλυκά και μερακλήδικα και το τραγούδι, αφού έφτασαν στο χωριό πέντε ηλεκτρόφωνα κι ως αργά τη νύχτα, έριχναν τα φράγκα τους οι καφενόβιοι και διάλεγαν τραγούδια και φκιάνονταν και φούσκωνε τ’ αστήθι τους κι ασκώνονταν για χορό κι έσπαγαν τα ποτήρια.
     Αγόραζαν οι καφετζήδες πλάκες – έτσι έλεγαν τους δίσκους 45 στροφών, τα γνωστά 45ρια – κι ανανέωναν το ρεπερτόριο στη ρόδα του ηλεκτρόφωνου και κάθε τόσο δημιουργούνταν και σουξέ, ανάλογα πόσο άρεσε κάποιο τραγούδι. Βέβαια κάποια καφενεία παλιότερα, προτού νάρθει το ηλεκτρικό, είχανε και γραμμόφωνα που δούλευαν με μπαταρίες. Τις πλιότερες φορές όμως, οι καφετζήδες τότε ήτανε σφιχτοί ή και τσιγκούνηδες, ιδίως άμα ήτανε λιγοστοί οι πελάτες στο καφενείο και δεν έβαναν το γραμμόφωνο να παίξει, μη σωθούνε οι μπαταρίες. Άμα το καφενείο ήτανε γιομάτο κι έρρεε ο παράς, λάλαε και το γραμμόφωνο.

Κάποια μέρα, ένα καφενείο στο χωριό, αγόρασε τηλεόραση...

     Τώρα με τα ηλεκτρόφωνα, δεν ύπαρχε φόβος μη και σωθούν οι μπαταρίες και γένει σπατάλη, ότι οι ίδιοι οι πελάτες έριχναν τα φράγκα τους, για ν’ ακούσουν τα τραγούδια κι έτσι το ηλεκτρόφωνο έπαιζε άκοπα και με λίγους και με πολλούς πελάτες κι αυγάταινε το διάφορο των καφετζήδων.
     Τραγούδια για τα βάσανα, για την ξενιτειά, τη φτώχια και την αγάπη, κυριαρχούσαν στο διάλεμα των μερακλήδων πελατών, στα ηλεκτρόφωνα των καφενείων. Κάποια τραγούδια που είχανε τη φόρμα των δημοτικών τραγουδιών, αλλά το πλείστο τα λαϊκά τραγούδια της εποχής κυριαρχούσαν, αραιότερα κάποια αρχοντορεμπέτικα. Δημοτικοφανή τραγούδια, με το Δημήτρη Ζάχο και το νεαρό τότε Τάκη Καρναβά, αλλά και το παλιό αηδόνι, τη Γεωργία Μητάκη στα παραδοσιακά. Στα λαϊκά, δέσποζαν οι Μανώλης Αγγελόπουλος, Βαγγέλης Περπινιάδης, Πέτρος Αναγνωστάκης, Πάνος Γαβαλάς, ο Μιχάλης Μενιδιάτης, ο νεαρός Σταμάτης Κόκκοτας και βέβαια ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης απ’ τις αντρικές φωνές κι απ’ τις γυναικείες, η Γιώτα Λύδια, η Καίτη Γκραίη, η Πόλυ Πάνου που έκανε πάταγο με το τραγούδι του Τσιτσάνη «το πλοίο θα σαλπάρει» και η νεαρή τότε αλλά εκπληκτική Βίκυ Μοσχολιού. Άφταστος στις προτιμήσεις των χωριανών ποιος άλλος, ο Στέλιος Καζαντζίδης. Κάπου κι ο Νίκος Γούναρης, η Σοφία Βέμπο και η σπουδαία τυφλή τραγουδίστρια Μαριάννα Χατζοπούλου.
     Τα βράδια, αλλά και κάμποσα μεσημέρια – Κυριακάδες, γιορτάδες – τα ηλεκτρόφωνα έπαιζαν άκοπα κι ο κόσμος γλένταε. Ρώταε κάνας ξένος, είναι καλό το καφενείο που θα πάμε; Έχει κι ηλεκτρόφωνο, τ’ απάνταγαν, για να το παινέψουν. Κάποιοι απόφευγαν τα καφενεία πούχανε ηλεκτρόφωνα σε καιρό πένθους. Κι οι καφετζήδες, σαν είχαν οι ίδιοι βαρύ πένθος, σταμάταγαν το ηλεκτρόφωνο ίσαμε τα σαράντα.
     Σιγά-σιγά οι φαμελιές, αγόραζαν ραδιόφωνα κι άκουγαν όλοι μουσική και τραγούδια στο σπίτι, μαζί κι ειδήσεις και θέατρο και ραδιοφωνικές σειρές – μυθιστορήματα τάλεγε τότε ο κόσμος. Όμως τα ηλεκτρόφωνα είχαν άλλη χάρη! Ήτανε όμορφα και ζηλερά, έπαιζαν δυνατά και διάλεες όποιο τραγούδι ήθελες. Ο κόσμος τάθελε τα ηλεκτρόφωνα κι οι καφετζήδες ξακολούθησαν νάχουνε διάφορο απ’ αυτά.
     Κάποια μέρα, ένα καφενείο στο χωριό, αγόρασε τηλεόραση· αυτό ήτανε! Όλος ο κόσμος, δηλαδή οι άντρες, έσπρωχνε να χωρέσει στο καφενείο με την τηλεόραση, όλοι εκεί πάαιναν. Σιγά- σιγά και τ’ άλλα καφενεία αγόρασαν τηλεόραση κι ο κόσμος μαγεμένος κάθονταν μπροστά στις μικρές οθόνες κι έβλεπε ζωντανά, όσα άκουε και φαντάζονταν στο ραδιόφωνο· ακόμα και ποδόσφαιρο ζωντανό έβλεπε και τρελάθηκε.
     Τα ηλεκτρόφωνα έμεναν κάμποσο καιρό βουβά και περιφρονεμένα στις γωνιές τους, κάποια σκονισμένα κι αραχνιασμένα. Ο κόσμος τα ξέχασε εύκολα, ‘πως αυτοί που βρίσκουν καινούργια αγάπη κι αλησμονάνε την παλιά.
     Οι καφεντζήδες έψαχναν να σκοτώσουν [3] τα ηλεκτρόφωνα, ότι τους έπιαναν τον τόπο κι επειδή σκιάζονταν μη χάσουν ολότελα την αξία τους και δεν πουληθούν ούτε για παλιοσίδερα. Άρχισαν ένας-ένας να τα ξεπατώνουν [4] κι έτσι όλα τα καφενεία, που για κάποια χρόνια ζωντάνευαν με τα τραγούδια του ηλεκτρόφωνου, άλλαξαν όψη, άλλαξαν και συνήθειες.
     Κάποιοι γλυκαίνουν τις αναπολές τους και τις παλιές αγάπες τους με τα τραγούδια του ηλεκτρόφωνου – τζουκ μποξ τα λένε τώρα. Κάποιοι τ’ αναζητούν με πάθος, ότι ήταν πολύ όμορφα. Κάποιοι τώρα βάνουν αγγελίες και ρεκλάμες, «πωλείται τζουκ μποξ μεταχειρισμένο μαζί με τους δίσκους». Κάποιοι, που κάποτε τάχανε πουλήσει, θέλουν να τα ματαγοράσουν.
     Αλλοτινές μου εποχές…
     Παραπομπές:
     [1] Να γένει δεμάτι= να τραυματιστεί
     [2] Ξαχουρδάω-γλιστράω
     [3] Σκοτώσουν=πουλήσουν όσο-όσο
     [4] Ξεπατώνω=διώχνω, εξαφανίζω
     Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά την Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018, στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.

No comments:

Post a Comment