Thursday 10 January 2019

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη. Παρουσίαση του βιβλίου “Στείλε μου γράμμα…” στο café Bazaar.


Του Ελευθερίου Ξάνθου




     Ευχαριστίες

     Από τη μέρα που ο Παντελής μου μίλησε για το βιβλίο αυτό, και περισσότερο, από τη μέρα που το ‘βαλε στα χέρια μου η Ανατολή, είμαι , φίλοι μου, κι εγώ, σ’ ένα ταξίδι. Ακόμα μέχρι, τώρα, που βρίσκομαι εδώ ανάμεσά σας, ενώπιον σας, είμαι σ΄ ένα ταξίδι. Λίγο ονειροπαρμένος, λίγο χαμένος, λίγο φευγάτος, πίσω, λοξώς και μπρός, στα κάτω και στα πάνω… Στο χρόνο, στους χώρους, στους φίλους , στους συντρόφους, σε ό,τι δόθηκα, σε ό,τι έχασα, στη ζωή που τραβάει την ανηφόρα.


     Σας ευχαριστώ, ώ, οκτάδα! (οκτάδα των συγγραφέων του βιβλίου αυτού!), για αυτά που (ξανα)γεννήσατε μέσα μου! Σας ευχαριστώ για τις βόλτες στα στενοσόκακα, μα και τις αυλές της Βέροιας, του Πολύγυρου, της Τούμπας, της παλιάς Αθήνας, της Θεσσαλονίκης… Στα στενοσόκακα και της δικής μου ζωής… Πιστεύω, ειλικρινά, και όλων σας, όταν θα το διέρχεσθε από σελίδα σε σελίδα, από εικόνα σε εικόνα, από σκηνικό σε σκηνικό…

     Και, πάντως, αισθάνομαι να διακατέχομαι, από το γνωστό εκείνο του Σαββόπουλου, της ώριμης ηλικίας μας:

Mέχρι τα ουράνια σώματα
με πομπούς και με κεραίες
φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα
κι ιστορία οι παρέες.

     Τούτο το βιβλίο μάλλον διαφωνεί με τον σπουδαίο Sigmund Freud, ότι “ο άνθρωπος είναι το προϊόν των τραυμάτων της παιδικής του ηλικίας” και δείχνει να επιβεβαιώνει δυό άλλους σπουδαίους στοχαστές, τον Roland Barthes, από τη μία, που δηλώνει επιγραμματικά ότι: “η πραγματική μας πατρίδα, είναι η παιδική μας ηλικία” και τον αυτοεξόριστο Milan Kundera, από την άλλη, που σημειώνει ότι: “ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη”.

     Όταν τελείωσα την ανάγνωση κι έκλεισα το βιβλίο, ασυναίσθητα, πίσω από κείνη την εγκεφαλική μας αποθήκη, που κρατάει φυλαγμένα πάντα κάποια τιμαλφή, ένα τραινάκι μνήμης έσυρε μπροστά, στη σκέψη μου, σαν ανταπόκριση στο κάλεσμα των “οκτώ”, σαν ένα σχόλιο και μια πνευματική χειραψία, παλιότερους στίχους μου, από το ποίημα “Διαδρομή Μοναχική”. Και, μετά από λίγο, σμίγοντας νοερά μαζί τους μαζί σας – σχεδόν τους ψιθύρισα, συγκινημένος:

... Μορφές, ζυμωμένες με την πολυκύμαντη νιότη μου.
Στη γλώσσα του έρωτα το Μανιφέστο της χειραφέτησης.
Η αβεβαιότητα του Ονείρου είναι το μέλλον μου.
Ο λόγος ωθεί, οδηγεί, υλοποιεί.
Ο λόγος, της Ιστορίας η δύναμη.
Οι μνήμες, χορός φαντασμάτων της ζωής και του νου.
Ζουν και ξαναζούν
στους ήχους, στους στίχους,
στ΄ άδεια ποτήρια,
στα χαμένα βλέμματα,
στο μαβί του ορίζοντα,
στη μοναξιά…
Η μνήμη μας κρατάει ζωντανούς !”


     Φίλες και φίλοι,
     Ο Αριστοτέλης, σ' ένα από τα καταπληκτικότερα έργα του, που μάλλον εξακολουθεί να παραμένει άγνωστο, στο περίφημο «ΠΕΡΙ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΣ», ενταγμένο κατά τους ειδικούς, στον τόμο υπό τον γενικό τίτλο «ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ», διακρίνει δύο μορφές μνήμης: την πρώτη που ονομάζει «απλή μνήμη» και τη δεύτερη, που αποκαλεί «ανάμνηση».
     Στα έργα αυτά, που στην πραγματικότητα, αποτελούν την συνέχεια του γνωστού βιβλίου του, «ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ», ο μεγάλος Μακεδόνας Φιλόσοφος, επιχειρεί να προσεγγίσει, κάποια μεταφυσικά θέματα, με τα οποία σχετίζεται η ανθρώπινη υπόσταση. Μία από τις δυνατότητες, με τις οποίες είναι εφοδιασμένος κάθε άνθρωπος, και ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι δεν γνωρίζουμε επαρκώς, είναι η λειτουργία της μνήμης.
     Ο Αριστοτέλης παρουσιάζει μία πρωτοποριακή θεωρία, στην οποία υποστηρίζει, ότι κάθε άνθρωπος είναι εφοδιασμένος, όχι με μία μόνο μνήμη, αλλά με δύο μνήμες, οι οποίες, μάλιστα, λειτουργούν με αντιθετικό τρόπο ορισμένες φορές, ή άλλες φορές, συμπληρωματικό.
     Την πρώτη μνήμη την ονομάζει «απλή μνήμη» και τη δεύτερη «ανάμνηση».
     Το εντυπωσιακό στοιχείο που εισάγει ο Σταγειρίτης Φιλόσοφος, είναι ότι η λειτουργία της μνήμης, δεν αποτελεί αποκλειστικότητα του εγκεφάλου μας.
     Για την ακρίβεια, στον εγκέφαλο εδράζεται η «απλή μνήμη» μας, ενώ αυτή η δεύτερη, άγνωστη μνήμη μας, η «ανάμνηση», εδράζεται στην καρδιά μας.
     Υπάρχει λοιπόν, η απλή μνήμη του ΝΟΥ ή απλώς ΜΝΗΜΗ, με κέντρο λειτουργίας τον εγκέφαλο και η μνήμη της ΨΥΧΗΣ ή ΑΝΑΜΝΗΣΗ, με κέντρο λειτουργίας την καρδιά μας.
     Νομίζω, ότι αυτή η καίρια διαπίστωση, του μεγάλου Έλληνα Φιλοσόφου, γίνεται τόσο απτή και ζωντανή, όταν κανείς κατεβαίνει ή/και περιδιαβαίνει, στον κόσμο τέτοιων βιβλίων, σαν το σημερινό, όπου η μνήμη του ΝΟΥ, υποβοηθά, αλλά τελικά, υπερκεράζεται από τη μνήμη της ΨΥΧΗΣ.


     Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο “εσώτερος εαυτός μας” είναι εκείνο το κομμάτι που εμείς, οι άνθρωποι, βάζουμε στην άκρη ή καλύτερα μπορούμε να πούμε, ότι κρύβουμε κάπου βαθιά μέσα μας. Είναι σημαντικό να καταφέρει κανείς, να αποδεχθεί τον εαυτό του, να τον απλώσει και όχι απλά να τον κουβαλάει παθητικά μέσα του. Το αντίθετο, δείχνει, πως αυτό που ήδη έχουμε, το αγνοούμε ή δεν του αποδίδουμε την απαραίτητη αξία.
     Σύμφωνα, τώρα, με τους βιο-ανθρωπολόγους, αλλά και τους ψυχολόγους, η περίοδος της παιδικής ηλικίας, είναι ιδιαίτερη (κρίσιμη και μεγάλης σημασίας). Χρειάζεται, ωστόσο, να σημειώσουμε, ότι η έννοια της παιδικής ηλικίας, προέκυψε κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα, κυρίως μέσα από τις εκπαιδευτικές θεωρίες, του προοδευτικού σκωτσέζου φιλοσόφου Τζον Λοκ, όταν πριν από αυτό το σημείο, τα παιδιά, συχνά θεωρούνταν, ως ελλιπείς εκδόσεις των ενηλίκων.
     Η έκταση της παιδικής ηλικίας, κυμαίνεται, από τη γέννηση μέχρι την εφηβεία. Σύμφωνα με την θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης, του Piaget, η παιδική ηλικία, αποτελείται από δύο στάδια: το απαιτούμενο προλειτουργικό στάδιο και το συμπαγές λειτουργικό στάδιο. Ενώ, στην αναπτυξιακή ψυχολογία, η παιδική ηλικία χωρίζεται, στο στάδιο ανάπτυξης της νηπιακής ηλικίας (όπου το παιδί μαθαίνει να περπατάει), το στάδιο της πρώιμης παιδικής ηλικίας (ηλικία παιχνιδιού), στο στάδιο της μέσης παιδικής ηλικίας (σχολική ηλικία), και στην εφηβική ηλικία (ήβη και μετά την ήβη).
     Στο βιβλίο τούτο, μπορεί κανείς να ανακαλύψει και να διαπιστώσει, ανάγλυφα στοιχεία διαμόρφωσης και εξέλιξης, της παιδικής ηλικίας, σε “οκτώ” ανθρώπους, με πλούσια διαδρομή και ποικίλες αναφορές, ιστορικές, οικογενειακές, παιδαγωγικές, κοινωνικές. Αντιπροσωπευτικό, θα έλεγα, δείγμα παιδικών ηλικιών, γυναικών και ανδρών, επαρχιακών μητροπόλεων, με αστικό ιστό και αστική διαστρωματική ανέλιξη, που στην πορεία τους, συμμετέχουν δραστήρια στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, πρώτα των επαρχιακών πόλεων και μετά των μεγαλουπόλεων, από τα επαρχιακά σχολεία στα Πανεπιστήμια, από τη Βέροια στη Θεσσαλονίκη.
     Η Βέροια, στο βιβλίο αυτό, έχει μια θέση κεντρική. Η Θεσσαλονίκη, πάντα σημαντική, έρχεται σε δεύτερο, αλλά υποβαστάζον πλάνο. Οι ιστορίες που ξεδιπλώνονται, εδώ, θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα πολύτιμο υλικό, για την ιστορία της και την μετεξέλιξή της μέσα στο χρόνο, ιδιαίτερα της μεταπολεμικής της περιόδου.
     Και, νομίζω, επίσης, πως η Βέροια – της οποίας γνωρίζω ένα επαρκές μέρος της ζωής και της μεταπολιτευτικής της εξέλιξης – θα πρέπει να περιβάλει με ιδιαίτερη τιμή και με διακριτή (υπο)στήριξη τον Παντελή (Γουλάρα) για την μακρά, πλούσια και πρωτοποριακή προσφορά του, στην Δημόσια και Πνευματική της ζωή.
     Αν όμως η Βέροια δεν το πράξει, εγώ ο ίδιος δεν μπορώ να μην πω και να μην λέω, πάντα και παντού, ότι ο Παντελής, εκτός από καρδιακός μου φίλος, με μια θέση ψηλή και ξεχωριστή στη ζωή μου, δεν είναι μόνο μια περίπτωση εξαιρετική και σπάνια, όχι για τη Βέροια και τη Θεσσαλονίκη μόνο, αλλά συνολικότερα για το προοδευτικό κίνημα και το κίνημα της σκέψης και των γραμμάτων, στην Πατρίδα μας.
     Η Βέροια, λοιπόν…
     Απ΄ το Μακεδόνα βασιλιά Βέρητα, που της έδωσε το όνομα της μιας, από τις κόρες του, όταν τα άλλα ονόματα των γόνων του, εκτός της ιδρύτριας Βέροιας, ήταν Μίεζα – η γνωστή Μίεζα, όπου η Σχολή του Αριστοτέλη (κοντά στην Έδεσσα), Όλγανος και Ορέστης.
     Τη Βέροια, που κουβαλά ο Παντελής στο Δουβλίνο, όπου τώρα ζει και δραστηριοποιείται, όπως σε προγενέστερους χρόνους την εγκαθίδρυσαν πολύ σημαντικότερες ηγετικές φυσιογνωμίες: Βέροια ή Βερόη της Θράκης (πλέον Στάρα Ζαγόρα της Βουλγαρίας), το μετονομασθέν Χαλέπι της Συρίας, Βέροια της Λακωνίας, η Berea του Οχάιο των Η.Π.Α., Βέροια του Γιοχάνεσμπουργκ της Αφρικής. Βέροια της μεταλεξανδρινής εποχής του Μακεδόνα Σέλευκου που ίδρυσε την συριακή Χαλυβώνα, ονομάζοντάς την Βέροια, το σημερινό Χαλέπι. Αυτή τη Βέροια, που μαζί με την Έδεσσα και την Πέλλα ήταν πρωτεύουσα της Τρίτης Μακεδονίας, τη Βέροια πατρίδα του γένους των Αντιγονιδών... Κι όπου κήρυξαν ο Απόστολος Παύλος και ο Σίλας. Για μείνω μόνο, σε κείνο το ιστορικό πλαίσιο, και να μην επεκταθώ, στο σημαντικό, των Βυζαντινών, και στο πρόσφατο των Επαναστάσεων και των Επαναστατών του 1821 και του Μακεδονικού Αγώνα.
     Αυτό το φάσμα είναι περασμένο στο υποσυνείδητο, αλλά και στο συνειδησιακό υπόστρωμα των συγγραφέων, λειτουργεί μέσα τους, ακόμα κι αφανέρωτα κι αναβλύζει από τις εικόνες, όταν αναφέρονται στη Βέροια – στην Κυριώτισσα, στην Πατριάρχου Ιωακείμ, στη Γοργή, στη Μητροπόλεως, στη Ρήγα Φερραίου, στο Πρώτο Δημοτικό Σχολείο.
     Το βιβλίο τούτο έχει μια εικόνα ενός ιδιόμορφου πλανητικού συστήματος.
     Με ισχυρότερο άστρο του, τη Βέροια, αλλά και πλανήτες μεγάλου ενδιαφέροντος – φορές, μάλιστα, πιο ενδιαφέροντες από τον φωτεινότερο (τη Βέροια) – όπως η Θεσσαλονίκη, η Κυψέλη και τα Πατήσια στην Αθήνα, ο Πολύγυρος και η Χίος.
     Σπουδαίοι αστροναύτες, θα σας ταξιδέψουν σ΄ αυτόν τον γαλαξία, με στάσεις και περιηγήσεις μοναδικές, με τρυφερότητα, χιούμορ και ταλέντο σπάνιο, με νοσταλγία διάχυτη και αγάπη διάσπαρτη, με πολύχρωμες και φορές πολύ λεπτομερείς εξιστορήσεις…
     Ακολουθήστε τον Παντελή, αλλά, μη χάσετε με τίποτα αυτά τα πολύπλευρα θηλυκά – με την έννοια της γέννας και της παλιγγενεσίας – ταλέντα, της Ελένης Δημητριάδου, της Ανατολής Μελίδου, της Ελσας (γιατί όχι Λισσάβως) Ξανθοπούλου, της Άρτεμης Καλογήρου, της Μαρίας Κορτέση. Προχωρήστε με εμπιστοσύνη δίπλα τους, σε κάθε τους αφήγηση, σε κάθε τους βήμα, αφήστε τες να σας δείξουν όλο τους το θησαυρό, με λόγια και με εικόνες, νιώστε τη χαρά, το σαρκασμό, τον αυτοσαρκασμό και την περηφάνια τους, αναγεννηθείτε μαζί τους.
     Αλλά, να εκτιμήσετε βαθιά και των ανδρών τις υπερπτήσεις. Εκτός του αξονικού και πολυεπίπεδου για το εγχείρημα Παντελή Γουλάρα, και του Γιώργου Παληγεώργου και του Νίκου Θεοδωράκη. Τα βιώματα στο στρατό και τις καταστάσεις ανέχειας και βιοπάλης, τις αναπολήσεις τους και τα (ξε)πετάγματα τους, τα αγωνιστικά τους χρόνια, σ΄ έναν άλλο κοινό και διαμορφωτικό τόπο, στη Βιομηχανική Σχολή Θεσσαλονίκης, μετά τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια (μαζί και ωραίων γυναικών, εκεί) τη μελαγχολία τους και το νόστο.
     Διαβάστε αυτό το συλλογικό έργο…
     Θα σας αρέσει πολύ !
     Φίλε μου και σύντροφε Παντελή,
     Αγαπητές μου Ανατολή (της μετανάστριας μητέρας μου, αγαπημένο όνομα) και, Ελένη, που είστε παρούσες, απόψε, εδώ.
     Θέλω να σας κάνω μια πρόταση:
     Το 1958 ο Γιάννης Μαρής εμπνεύσθηκε και μετά από πολλές δυσκολίες έπεισε, τέσσερις από τους σημαντικότερους λογοτέχνες – εκπροσώπους της Γενιάς του '30, τους Άγγελο Τερζάκη, Στρατή Μυριβήλη, Ηλία Βενέζη και Μ. Καραγάτση, να γράψουν ένα Μυθιστόρημα. Όρος της συμφωνίας ήταν, να μην υπάρχει καμία συνεννόηση των συγγραφέων, σχετικά με την εξέλιξη της πλοκής. Ο καθένας, θα συνέχιζε την αφήγηση, από κει που την άφησε ο προηγούμενος, αξιοποιώντας με όποιον τρόπο ήθελε το υλικό των προηγουμένων ενοτήτων. Η δημοσίευση του έργου, θα γινόταν στην εφημερίδα Ακρόπολις σε οκτώ εβδομαδιαίες συνέχειες και η σειρά θα καθοριζόταν με κλήρωση. Οι συνέχειες του μυθιστορήματος δημοσιεύθηκαν, πράγματι, από τις 2 Μαρτίου 1958 έως τις 26 Απριλίου 1958 και η σειρά των συγγραφέων ήταν: Μυριβήλης, Καραγάτσης, Τερζάκης, Βενέζης. Αυτό ήταν το περίφημο για τα Ελληνικά Γράμματα “Μυθιστόρημα των Τεσσάρων”.
     Εκτιμώντας τις υπαρκτές, βεβαιωμένες, θα μπορούσα να πω, εδώ, δυνατότητες, προτείνω, σε ανάλογο πλαίσιο, κατάλληλα διαμορφωμένο, να γράψετε το σύγχρονο “Μυθιστόρημα των οκτώ”.
     Σκεφθείτε το. Δοκιμάστε το...
     Θα κλείσω, αφιερώνοντάς σε όλους σας και ιδιαίτερα στους συγγραφείς κάτι από τη δική μου παιδική ηλικία, που μοιάζει κοινό σε πολλά και αλλιώτικο σ΄ ορισμένα.

Τα βουνά εκείνα πώς να ξεχάσω;
Έχουν θάρρος σε κάθε λιθάρι,
οργή σε κάθε φυλλοστρωσίδι
σ΄ ένα μίγμα δωρικό και ήρεμο.
Τ' αγκωνάρι του σπιτιού μου πώς να ξαστοχήσω;
Που 'ναι και της ψυχής μου αγκωνάρι.
Τα μάτια σου πώς να ξεχάσω;
Μέσα τους δυο βελανίδια ανοίγουν
την ποδιά μου έχω ανοίξει, να τα μάσω,
να γευτώ στεριοσύνη.
Πίσω τους, δυο χέρια σπρώχνουν το κάρο της Μοίρας
στα σοκάκια των μαχαλάδων της μνήμης.
Νυχτοδιαβαίνει στα δρομάκια της έρμης πατρίδας.
Κι η ψυχή μου, μια κρεμασμένη λάμπα -
τα σοκάκια φωτίζει αχνά - σε μοναχικό φανοστάτη.
Το σκυλί στην αυλή π' αλυχτάει είν' τ' όνειρο,
μες στη νύχτα - ορφανό, πονεμένο, μα ξάγρυπνο.
... Δεν ξεχνώ του σχολειού μου το δρόμο.
Και μικρός, και μακρύς.
Μικρός για ό,τι ήταν όμορφο και πέρασε.
Μακρύς για τα ιδανικά και τη σκέψη.
Στου σχολειού μου το δρόμο,
κάθε βήμα, και το χιόνι - της Φύσης σημάδι - στο μπόι μου.
Έτσι, ποτέ δεν ξεχνάς.
Το μικρό σου το μπόι, το μακρύ σου το δρόμο.
... Σαράντα χρόνια μετά.
Ο κλέφτης - μ' απάτης χαμόγελο - ασημικά σου προσφέρει.
Είναι ο χρόνος.
Στ' αλωνιού το στύλο έχει σωθεί το σχοινί.
Στο λίχνισμα φτάνουμε, πια. Δεν χρειάζεται κάν.
Το βλέπεις μπροστά σου, “φτωχή σοδειά”.
Ριπές αλήθειας αυλακώνουν ένα όρθιο πρόσωπο, σκυθρωπό.
Κι όμως, εσύ.
Δεν ξεχνάς την οργή των βουνών και το θάρρος,
του σχολειού σου το δρόμο και τον κήπο γεμάτο σπαρτά.
Κι αρχίζεις ξανά.
Και ξανά...
Απ' την αρχή !”.



     Ευχαριστώ.
     Να 'ναι το έργο σας τούτο Καλοτάξιδο !
     Και στη νέα σας δουλειά, να ευχηθώ...
     Με έμπνευση δημιουργική και αγάπη !

     Θεσσαλονίκη, 19 Δεκεμβρίου 2018.

     Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο ήταν η εισήγηση του Ελευθερίου Ξάνθου, κατά την παρουσίαση του βιβλίου “Στείλε μου Γράμμα...” στις 19/12/2018 στο cafe Bazaar στη Θεσσαλονίκη.

     Σημείωση 2: Ελευθέριος Ξάνθος, είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο, του Ποιητή, Χημικού Μηχανικού, τ. Υπουργού και εκδότη του διαδικτυακού περιοδικού “e-Δίαυλος”, Ελευθερίου Τζιόλα.

No comments:

Post a Comment