Monday, 21 January 2019

Ιστορίες από την Κίσσαμο. Αντώνης, ο μικρόσωμος συμμαθητής μας. Γράμμα από τη Βέροια.


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη




Αντώνης

     Μικρόσωμος, ξανθός, γαλανομάτης. Ένας τελείως χαμηλών τόνων συμμαθητής, που στην αρχή περνούσε απαρατήρητος, χωρίς να έχει καμιά συμμετοχή στα «τεκταινόμενα» της τάξης. Τον προλάβαμε στην Ε΄ γυμνασίου, όπου αυτός «πάτησε φρένο» και μας περίμενε. Παρ’ όλο που ήταν μικρόσωμος και στην ουσία, τουλάχιστον στην αρχή, δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με κανένα μας, κατάφερνε να ελίσσεται ανάμεσά μας και κατάφερνε να κάθεται στα τελευταία θρανία. Το αναφέρω αυτό, γιατί τα τελευταία θρανία ήταν δικό μας προνόμιο. Δηλαδή εκεί καθόταν η παλιοπαρέα με μια δυο προσθαφαιρέσεις.

     Δεν ξέρω πως τα κατάφερε και πλασαρίστηκε στην επίζηλη προτελευταία θέση, αφήνοντας άλλους, όπως τον Γιάννη και τον Φώτη, να περιορίζονται σε θρανία που η θέση τους ήταν ορατή απ’ την έδρα του καθηγητή. Ο μεν Φώτης μπορεί να είχε λόγους να κάθεται σχετικά μπροστά. Είχε άμεση οπτική επαφή με το κορίτσι που τον ενδιέφερε. Ποτέ δεν κατάλαβα όμως γιατί ο Γιάννης κάθισε μαζί του και δεν διεκδίκησε μια απ’ τις πιο πίσω θέσεις. Εγώ πάλι είχα το μυαλό μου αλλού, εκτός της αίθουσας, οπότε καταλάμβανα μονίμως την τελευταία θέση.

     Δεν θυμάμαι ο Αντώνης να σήκωσε ποτέ το χέρι του, για να πει κάτι στην τάξη ή να σηκωθεί εθελοντικά σε κάποιο μάθημα. Σίγουρα ήταν μέτριος μαθητής γενικά, αλλά σε μερικά μαθήματα, όπως η ιστορία, ήταν παραπάνω από καλός. Το σύστημά του ήταν να περνάει απαρατήρητος, όσο το δυνατό σε μεγαλύτερο βαθμό. Σ’ αυτό μπορώ να πω ότι είχε μεγάλο ταλέντο. Ήταν πάρα πολλές οι φορές, που αναρωτιόμουν αν ήταν παρών στην αίθουσα ή είχε κάνει κάποια κοπάνα. Όταν τον άκουγα, καθόταν ακριβώς μπροστά μου, να μουρμουρίζει τη σωστή απάντηση, σε κάποια ερώτηση καθηγητή, κι αυτό γινόταν συχνά, έμενα έκπληκτος, τόσο για τις γνώσεις του, όσο και για την τακτική του, να μη συμμετέχει στο μάθημα. Σε ερώτηση μου γιατί το κάνει αυτό, με κοίταξε ανέκφραστος και μου είπε στη ντοπιολαλιά, που συνήθιζε να χρησιμοποιεί στην επικοινωνία του με μας: «Κι ήντα μωρέ θέλεις. Να κάνω επίδειξη;» Έμεινα έκπληκτος με την λογική του. Τον κοίταζα άφωνος, χωρίς να έχω κάτι ν’ αντιπαραθέσω σ’ αυτή τη λογική και κυρίως γιατί κατάλαβα, πως το εννοούσε. Αυτή η τακτική μαζί και η φυσική συστολή, που είχε απέναντι στα κορίτσια, ήταν οι ιδιαιτερότητες που τον χαρακτήριζαν και σηματοδοτούσαν κάθε εμφάνισή του μέσα στην τάξη.


Ο Αντώνης κι εμείς οι άλλοι

     Το μόνο που τον ενδιέφερε απ’ τα σπορ, ήταν... το Προ-Πό. Ήταν μανιώδης παίκτης και συχνά πυκνά κέρδιζε μικροποσά, για τα οποία δεν έδινε την παραμικρή σημασία. Η μόνη φορά που ήρθαμε σ’ αντιπαράθεση και μάλιστα τον άκουσα παραξενεμένος να μου τα «χώνει», ήταν, όταν με τον γυμναστή μας τον κ. Αντώνη, αποφασίσαμε να παίξουμε ομαδικά, όλα τα αγόρια της τάξης, Προ-Πό. Εγώ προσωπικά δεν είχα άποψη κι ούτε ήμουν παίκτης, αυτού του τυχερού παιγνιδιού. Συζητούσαμε όλοι μαζί, τους ποδοσφαιρικούς αγώνες της συγκεκριμένης εβδομάδας και καταλήγαμε στο σημείο, 1 ή 2 ή Χ, που θα βάζαμε στο δελτίο. Δεν πήρα θέση και δεν πρότεινα κανένα απ’ τα τρία σημεία του δελτίου, για κανένα ματς. Όταν όμως ο γυμναστής ρώτησε, για τον αγώνα ΠΑΟ – Βέροια, δε ξέρω γιατί, ίσως μ’ έπιασε μια τοπικιστική έπαρση, επέμενα να βάλουμε το σημείο Χ, βασιζόμενος στο ότι και στον πρώτο γύρο, η ομάδα της Βέροιας, πήρε ισοπαλία από την ισχυρή, εκείνη την εποχή, ομάδα του Παναθηναϊκού. Ο Αντώνης άρχισε να διαφωνεί και να χλευάζει την ομάδα της πόλης μου. Πείσμωσα με την τόσο «ιταμή» πρόκληση του συμμαθητή μου κι έτσι, χωρίς ουσιαστικό λόγο, άρχισα να φιλονικώ μαζί του. Αυτός χρησιμοποιούσε αντικειμενικά επιχειρήματα, για την ποιότητα και την ισχύ των δύο ομάδων, ενώ εγώ εξέφραζα μόνο τις καθαρά τοπικιστικές μου «μικρότητες».

     Ο γυμναστής, που με συμπαθούσε ιδιαίτερα, προσπάθησε να συμβιβάσει τα πράγματα και πρότεινε να παίξουμε το σημείο που υπέδειξα, για να κάνουν το χατίρι μου, αλλά και να χρησιμοποιήσουμε την υπόδειξή μου, σαν σημείο έκπληξης. Πράγμα που σήμαινε πως μ’ αυτό το προγνωστικό, αν επαληθευόταν, θα κερδίζαμε αρκετά χρήματα. Όλοι συμφώνησαν εκτός απ’ αυτόν. Κατά την προσφιλή του συνήθεια, μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του τη διαφωνία του, για να με εκνευρίσει ακόμη περισσότερο.

     Η Κυριακή πέρασε ανώδυνα για μένα και πολύ γρήγορα ξέχασα τον διαπληκτισμό και τις διαφωνίες που είχα με τον συμμαθητή μου. Άλλωστε είχα άλλα να σκεφτώ, πολύ πιο σημαντικά. Ήμουν τόσο άσχετος με τα ποδοσφαιρικά, που δεν μπήκα στον κόπο να μάθω τ’ αποτελέσματα των ποδοσφαιρικών αγώνων και αμέριμνος μπήκα στο προαύλιο του σχολείου, τη Δευτέρα το πρωί, ελπίζοντας να δω κάτι ενδιαφέρον. Μόλις μπήκα στην αίθουσα, ν’ αφήσω τα δυο τρία βιβλία, που κρατούσα, φωνές, χλεύη και ειρωνείες με υποδέχτηκαν, από μια πολύ καλά ενορχηστρωμένη ομάδα συμμαθητών μου. Ξαφνιασμένος απ’ την υποδοχή, έμεινα για λίγο αποσβολωμένος, προσπαθώντας να καταλάβω τον λόγο αυτής της αντιμετώπισης. Μιλούσαν όλοι μαζί κι ο εγκέφαλός μου δεν μπορούσε να επεξεργαστεί, το σύνολο των φωνών που δεχόταν. Κοίταξα με προσδοκία τον Γιάννη, ελπίζοντας για κάποια εξήγηση από μέρους του, αλλά αυτός είχε γύρει στο τραπέζι, ποιος ξέρει που ξενυχτούσε πάλι, και κοιμόταν του καλού καιρού.

     Αφού δέχτηκα ένα καταιγισμό πειραγμάτων και μια βροχή χειρονομιών, που εξαντλούσαν κάθε ρεπερτόριο καυστικής παντομίμας, κάθισα αμίλητος στη θέση μου και μόνο τότε απευθύνθηκε σε μένα ο Αντώνης. « Ώστε Χ ήθελες να παίξουμε την ομάδα σου; Ε;» Εγώ τον κοίταζα απορημένος κι αυτός συνέχισε. «Έξι ρούφηξε η ομαδάρα σου! Άχρηστε! Θα πιάναμε δωδεκάρι, αν δε σε ακούγαμε». Το είπε ήρεμα, σχεδόν αδιάφορα, χωρίς κανένα φωνητικό χρωματισμό στη φωνή του, σαν να μη τον αφορούσε η όλη υπόθεση. Τότε κατάλαβα την υποδοχή που μου είχαν ετοιμάσει. Σίγουρα σ’ αυτό, δεν έπαιξαν ρόλο τα χρήματα που πιθανώς θα κερδίζαμε, άλλωστε ήταν ελάχιστα, αλλά το ότι θα μπορούσαμε να καυχηθούμε, για μια, έστω κι ασήμαντη, οικονομικά νίκη.

     Ο συμμαθητής μου, δεν μου κράτησε κακία, γι αυτό το συμβάν και πιθανότατα να το ξέχασε τις επόμενες κιόλας μέρες. Αυτό εξ άλλου ήταν , ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ιδιοσυγκρασίας του. Ό,τι και να του κάναμε, και δεν ήταν λίγα αυτά, δεν μας κρατούσε κακία και τις περισσότερες φορές, ούτε καν αντιδρούσε. Δεχόταν σχεδόν αδιαμαρτύρητα, τα πειράγματά μας, χωρίς να ανταποδίδει, εκτός από ένα μουρμούρισμα, ανάμεσα στα δόντια του. Κάτι, που ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβουμε τη σημασία του και ποτέ δε μπήκε στο κόπο να μας εξηγήσει.

     Μετά από ένα σχεδόν ολονύχτιο γλέντι που είχαμε,, εμείς τα λουλούδια της τάξης, και ενώ βρισκόμασταν στη γνώριμη, άθλια, «μεταμεθυστική» κατάσταση, τον είδα να διαπληκτίζεται με τον Γιάννη, χρησιμοποιώντας πάντα ένα ήπιο στυλ, που ο Γιάννης δυσκολευόταν ν’ ακολουθήσει. «Μα δε ντρέπεστε, να έρχεστε σ’ αυτή την κατάσταση, για μάθημα; Το ξέρεις, πως όλη η τάξη, μυρίζει ξινίλες απ’ τα μεθύσια σας;» Ο Γιάννης, με τους ατμούς του αλκοόλ, να κυριαρχούν τον εγκέφαλό του, τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια, προσπαθώντας να καταλάβει, τι ακριβώς του έλεγε. Με τη συνηθισμένη θρασύτητα, που τον χαρακτήριζε όμως, του απάντησε με αργόσυρτη φωνή. «Γειάε, εμείς σαν φύγουμε απ’ αυτόν τον κόσμο, θα λένε ότι τουλάχιστον το γλεντήσαμε. Για σένα τι θα λένε κακορίζικε;» Η στιχομυθία συνεχίστηκε με πιο έντονους χαρακτηρισμούς, μέχρι που μπήκαμε στην αίθουσα για μάθημα και… ύπνο.

     Δεν ξέρω, αν αυτή η συζήτηση επηρέασε τον Αντώνη, πάντως είναι γεγονός, πως ξαφνικά, άρχισε ν’ αλλάζει στάση απέναντί μας και να μας ακολουθεί στις εξωσχολικές εξορμήσεις, στις κοπάνες κι όλα τα συναφή. Ήταν πρώτος και καλύτερος, στην περιπέτεια που ζήσαμε, στην επίσκεψή μας στον «θεϊκό» Μπάλο. Εκεί γνώρισα, μια άλλη, τελείως καινούργια πτυχή, της προσωπικότητάς του. Ήταν αυτή του καλού αφηγητή, του παραμυθά. Σε κάθε ευκαιρία κι από όπου περνούσαμε, δεν παρέλειπε να αφηγείται την ιστορία του τόπου και των παλαιών κατοίκων της περιοχής. Ομολογώ, πως με γοήτευε ο τρόπος της αφήγησής του, γιατί, εκτός απ’ τις εμπεριστατωμένες του ιστοριούλες, η ντοπιολαλιά που χρησιμοποιούσε, αν και σε κάποια σημεία δυσκολευόμουν να την καταλάβω, ήταν αυτή, που συνειρμικά με έφερνε πιο κοντά, στον τόπο και στα γεγονότα. Κατά τη διάρκεια της εκδρομής αντιλήφτηκα, πως ο μικροκαμωμένος φίλος μας, είχε εξαίρετη φυσική κατάσταση και μια ικανότητα, να προσαρμόζεται εύκολα, σ’ όλες τις δύσκολες και απρόοπτες καταστάσεις, που συναντήσαμε.

     Με τον Γιάννη, παρ’ όλη την αρχική τους αντιπαράθεση, είχαν μια φιλία που κράτησε μέχρι την ενηλικίωσή τους, καθώς συνεργάζονταν αργότερα και στον επιχειρηματικό τομέα. Το περίεργο «δέσιμο» που είχαν, το αντιλήφτηκα σ’ όλο του το μεγαλείο, κατά τη διάρκεια των εξετάσεων. Οι τρεις μας, είχαμε διαλέξει τα μπροστινά καθίσματα, γιατί οι επιτηρητές καθηγητές, είχαν στραμμένη την προσοχή τους, στα πίσω, σαν πιο ύποπτα για αντιγραφή. Για κάποιο λόγο, που δεν θυμάμαι ακριβώς, μού άλλαξαν θέση και με έβαλλαν προς τη μέση των θρανίων. Αυτό αποσυντόνισε τους δυο φίλους μου, καθώς ήλπιζαν, τρομάρα τους, ν’ αντιγράψουν από μένα.

     Ενώ οι επιτηρητές καθηγητές μπαινόβγαιναν, χωρίς ακόμη να έχουν δοθεί τα θέματα, ο Αντώνης γύρισε, κι είπε στον Γιάννη, αρκετά δυνατά, ώστε να τον ακούσουν όλοι: «Ρε συ; Πού θα δώσεις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο;» Ο Γιάννης, αν και ξαφνιάστηκε στην αρχή, του απάντησε με ύφος: «Σκέφτομαι να δώσω μάλλον στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Εσύ;» Ο Αντώνης, αφού το σκέφτηκε για λίγο, σαν να προσπαθούσε να διαλέξει κι ήταν σε ισχυρό δίλλημα, στο τέλος είπε με στόμφο: « Εγώ σκέφτομαι το Χάρβαρντ!» Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του κι άρχισαν τα γέλια απ’ όλους. «Όπα» σκέφτηκα, «κι είναι ακόμη Ιούνιος και δε έσφιξαν οι ζέστες».

     Στη σιωπή που ακολούθησε και πριν μπει ακόμη κάποιος καθηγητής, τέντωσε την πλάτη του προς το μέρος του Γιάννη, χασμουρήθηκε επιδεικτικά και του είπε: «Μωρέ κουζουλέ, ήντα κάνουμε εμείς εδώ; Οι γνώσεις μας στα αγγλικά και των δυο αθροιστικά δεν φτάνουν το πέντε». « Δεν κατέω», του απάντησε ο άλλος, «ήλπιζα ν’ αντιγράψουμε απ’ τον Βλάχο». Έτσι με προσφωνούσε ο Γιάννης. «Ήντα ελπίζεις κακορίζικο, αφού του άλλαξαν θέση! Πάμε στον Μαύρο Μόλο; Πήρε το μάτι μου κάτι καινούργιες τουρίστριες». «Σιγά ρε», του απάντησε ο άλλος, «ακόμη δεν πήραμε τα θέματα». Ο Αντώνης συνέχισε, χωρίς να βιάζεται, σε μια συνομιλία, που σε μας τους υπόλοιπους, φαινόταν απίστευτη. «Κι αν πάρουμε τα θέματα, τι θα αλλάξει; Περιμένεις επιφοίτηση απ’ το Αγ. Πνεύμα;»

     Αμέσως σηκώθηκαν κι οι δυο απ’ τα θρανία τους και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο. Λίγο πριν φτάσουν στην πόρτα, τους πρόλαβε η γυμνάστρια, με το περίεργο όνομα και τους ρώτησε που πάνε. Της εξήγησαν, τον λόγο που την κοπανάνε. Αυτή προσπάθησε, και τελικά τους έπεισε, να πάρουν τα θέματα και μετά ν’ αποφασίσουν τι θα κάνουν. Τα θέματα δόθηκαν. Όσο κι αν η γυμνάστρια έκανε «τα στραβά μάτια», με μια ανέλπιστα χαλαρή επιτήρηση, ενώ όλοι μας, κάτι καταφέραμε να γράψουμε, οι δυο συμμαθητές μας, είχαν ξεσηκωθεί και πριν καν λήξει η υποχρεωτική ώρα παρουσίας, σηκώθηκαν και την κοπάνησαν, για τον Μαύρο Μόλο! Εκεί, άραξαν όλη τη μέρα, χαρτοπαίζοντας και πίνοντας τσικουδιά.

     Ο Γιάννης, έδωσε το μάθημα των Αγγλικών, το Φεβρουάριο μαζί με τη Λογική. Τα πέρασε και μάλιστα με καλό βαθμό. Ο Αντώνης, ακόμη το χρωστάει, μαζί με τρία άλλα μαθήματα, που δεν καταδέχτηκε να πάει να γράψει εξετάσεις. Μετά από χρόνια, ο ευτραφής και συμπαθητικός θεολόγος, που είχαμε καθηγητή, ανέλαβε χρέη γυμνασιάρχη και σχεδόν παρακαλούσε τον φίλο μας, να πάει να δώσει τυπικά εξετάσεις, έτσι, για να πάρει επί τέλους, το απολυτήριό του. Ο φίλος μας αρνήθηκε πεισματικά να το κάνει. «Τώρα δεν μου χρειάζεται, έλεγε» και μάλλον είχε δίκιο.

     Μ’ επισκέφτηκε πολλές φορές στη Βέροια κι ανέπτυξε ιδιαίτερη σχέση με την οικογένειά μου. Είχε αδυναμία στον μικρό τότε γιό μου κι αυτή η σχέση ήταν αμφίδρομη.

     Καμιά φορά αναρωτιέμαι, αν οι σημερινοί πτυχιούχοι, θα μπορούσαν να συναγωνιστούν σε γενικές γνώσεις, τον φίλο μας, τον Αντώνη!


No comments:

Post a Comment