Της Ελένης Δημητριάδου
Κάποτε
όταν ζούσαμε στη Βέροια, η αδελφή μου,
εκεί γύρω στα 12 της, εγώ ήμουν δεν ήμουν
6 ετών, μου διάβασε ένα κείμενο του
αναγνωστικού της, για ένα ξενιτεμένο,
που επιστρέφοντας στην πατρίδα του,
σκύβει και φυλάει το χώμα της. Όταν
τελείωσε την ανάγνωση, μου δήλωσε με
μάτια που έλαμπαν: «Όταν ξαναπάμε στο
σπίτι του παππού στην Τούμπα, θα
σφουγγαρίσω καλά ένα κομμάτι στο σαλόνι
και θα σκύψω να το φιλήσω!». Μεγάλη
εντύπωση μου έκανε αυτή η δήλωση της
αδελφής μου κι άρχισα να προβληματίζομαι,
για το ποια ήταν η δική μας πατρίδα.
Βλέπετε, σε μια εποχή, τέλη του 50 αρχές
του 60, όπου όλοι σχεδόν είχαν μια ιδιαίτερη
πατρίδα κι ένα πατρικό σπίτι, εμείς ως
παιδιά δημοσίου υπαλλήλου, στερούμασταν
αυτών των αγαθών. Εγώ, λοιπόν, αποφάσισα
να υιοθετήσω, τρεις πατρίδες: τη
Θεσσαλονίκη κι ιδιαίτερα την Κάτω
Τούμπα, όπου εγκαταστάθηκε η προσφυγική
οικογένεια του πατέρα μου, από τη
Σαφράμπολη της Μικράς Ασίας, τον Πολύγυρο,
ιδιαίτερη πατρίδα της μητέρας μου και
τη Βέροια, όπου πέρασα τα δέκα πιο όμορφα
χρόνια της ζωής μου, τα παιδικά και τα
πρώτα εφηβικά.
Όταν
φύγαμε από τη Βέροια, κόπηκαν απότομα
οι δεσμοί με την πόλη και τους ανθρώπους.
Άρχισα ξαναβρίσκω αυτούς τους δεσμούς,
σχετικά πρόσφατα, χάρις στο «ευλογημένο»
διαδίκτυο. Με τον τρόπο αυτό, ξαναβρήκα
και τον Παντελή Γουλάρα, συμμαθητή μου
στο Δημοτικό σχολείο, που μέσα από το
μπλογκ του «Στείλε μου
γράμμα», μου πρόσφερε ένα φιλόξενο
βήμα, για να αναρτώ ιστορίες από την
τρυφερή μου ηλικία, και τον ευχαριστώ
πολύ γι΄ αυτό. Και πάλι χάρις στην
πρωτοβουλία του Παντελή, έχω τη χαρά
σήμερα, να βλέπω τυπωμένες στο βιβλίο
αυτό, τέσσερεις αφηγήσεις κι από τις
τρεις πατρίδες μου. Σήμερα, εφόσον
είμαστε στη Θεσσαλονίκη, επέλεξα να
αναφερθώ σ’ εκείνη την αφήγηση, που
αφορά στο σπίτι των παππούδων μου, στην
Κάτω Τούμπα.
Για
την πατρίδα τους, τη Σαφράμπολη, πολύ
λίγο μιλούσαν οι δικοί μου. ‘Ηταν το
παρελθόν που πλήγωνε και προσπαθούσαν
να ξεχάσουν. Ελάχιστα πράγματα γνώριζα
κι εγώ, μέχρι τη στιγμή, που εντελώς
τυχαία, κάποιος συνάδελφος μου, ο κύριος
Αδαμίδης, μου μίλησε με ενθουσιασμό για
την πόλη αυτή, που είχε επισκεφτεί
πρόσφατα. Στη συνέχεια, με εφοδίασε με
φωτογραφικό υλικό και μου έδωσε έτσι
ένα πρώτο έναυσμα, για να γράψω κάτι για
τους παππούδες μου. Άρχισα τότε μια
αναζήτηση για την χαμένη εκείνη πατρίδα,
για την οποία με έκπληξη πληροφορήθηκα,
ότι είχε ανακηρυχτεί μνημείο παγκόσμιας
πολιτιστικής κληρονομιάς, από την
Unesco. Στη συνέχεια,
προσπαθώντας να συνθέσω το παζλ της
καταγωγής των παππούδων, κατέφυγα σε
ό,τι θυμόμουν, από τις σκόρπιες αφηγήσεις
της γιαγιάς, του πατέρα, της θείας Κλειώς.
Συνειδητοποίησα, για παράδειγμα, ότι ο
παππούς Κώστας, δεν ήταν απλός ζωγράφος,
όπως παλιότερα νόμιζα, αλλά αγιογράφος,
που είχε ιστορίσει τον τρούλο του παλιού
Αγίου Θεράποντα, αλλά και την εξαιρετική
ελληνική παιδεία, που είχε λάβει η γιαγιά
Σοφία στην πατρίδα της. Ύστερα κατέφυγα
στα προσωπικά αντικείμενα, που άφησαν
πίσω τους, στους πίνακες και τα βιβλία
γαλλικών του παππού, στο προσευχητάρι
της γιαγιάς στα καραμανλίδικα. Και τέλος
στάθηκα στο σπίτι και στη γειτονιά τους,
στην Κάτω Τούμπα, όπου έζησαν την υπόλοιπη
ζωή τους. Μνήμες δικές μου ζωντάνεψαν,
με τη βοήθεια της αδελφής μου και της
εξαδέλφης μου, συνονόματες κι οι δύο
της γιαγιάς Σοφίας.
Το
σπίτι κι η γειτονιά των παππούδων, για
μένα που μεγάλωσα – τι ειρωνεία – σε
μια πολυκατοικία στη Βέροια και δεν
έπαιξα στους δρόμους της, ήταν ένας
μαγικός κόσμος. Γωνία Βοσπόρου και
Δερκών, λίγο πάνω από τον Άγιο Θεράποντα
και κάτω από το Τενεκεδένιο σχολείο,
ισόγειο, σε μια πραγματική γειτονιά. Με
μια αυλή να μοσχομυρίζει από τα
τριαντάφυλλα και τα πουπουλένια λουλούδια
από τις ακακίες τις πολίτικες, η ευωδιά
αυτή να μπλέκεται με τη βαριά μυρωδιά,
από τις μπογιές του παππού, που ζωγράφιζε
μέχρι τα βαθιά του γεράματα ή τη μυρωδιά
από τα ψάρια, που τηγάνιζε η γιαγιά στο
κουζινάκι της. Το δωμάτιο να τραντάζεται,
όταν περνάει το λεωφορείο 12 στη Βοσπόρου,
που είναι γεμάτη μωβ πιτσιλιές, από τις
μουριές της. Γείτονες πρόσφυγες, μ΄
εκείνη τη χαρακτηριστική βαριά και
πεντακάθαρη εκφορά του λόγου, που
προσπάθησαν με νύχια και δόντια, να
ενσωματωθούν στη νέα πατρίδα. Άνθρωποι
μεροκαματιάρηδες αλλά, που αισθανόταν
άρχοντες, με τα σπίτια τους να λάμπουν,
τις αυλές τους γεμάτες λουλούδια.
Μπουγάδες να στήνονται μέσα στους
δρόμους, νοικοκυρές να τσακώνονται στην
κοινόχρηστη βρύση, παιδιά να παίζουν
στους δρόμους και μαζί τους κι εγώ.
Πραματευτάδες να περνούν μπροστά από
το σπίτι: ο καρβουνιάρης, ο παγοπώλης,
ο ψαράς, ο εφημεριδοπώλης, ο γαλατάς κι
o κυρ-Μανώλης ο μανάβης
με το γαϊδουράκι του, διαλαλώντας
μελωδικά: «Λαγκαδιανές μελιτζάνες,
ντολμαλίκια πιπέρια, για ιμάμ μπαιλντί
σκόρδα. Εδώ! Ο μανάβης σας ήρθε!». Ο
παππούς κι η γιαγιά να μιλάνε μεταξύ
τους τούρκικα κι ο μπαμπάς να τους
απαντάει στα ελληνικά.
Άνθρωποι,
γειτονιές, ήχοι, αρώματα που έσβησαν
θαρρείς μαζί με το σπίτι μας, όταν
παραδόθηκε στην αντιπαροχή. Ωστόσο,
κάθε που πηγαίνω εκεί, εγώ το παιδί του
κέντρου της πόλης, είναι ο απόηχος
εκείνων των ανθρώπων και των μαγικών
ημερών, που θαρρείς με καλωσορίζει
φιλόξενα.
Σας
ευχαριστώ όλους για την προσέλευση και
την προσοχή σας!
Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο, ήταν η εισήγηση της Ελένης Δημητριάδου, στην παρουσίαση του βιβλίου "Στείλε μου γράμμα...", στις 19-12-2018, στο cafe-Bazaar στην Θεσσαλονίκη.
No comments:
Post a Comment