Thursday 27 December 2018

Βασιλικός Αμιτ'ς. Γράμμα από το Αγρίνιο.


Του Γιώργου Παληγεώργου




Μπήκε στο καφενείο ο μπάρπα Κώστας και κάποιος τόνε ρώτησε...

     Ο μπάρπα Κώστας, σάμπως αλαφροΐσκιωτος, ψίχα λειψός από νονιό, αθώο ανθρωπάκι, δίχως στον ήλιο μοίρα, άλλαζε κουβέντες με τους χωριανούς, φορές αστεία, φορές πειραχτικά, φορές καλημέρισμα ή καλησπέρισμα, ανάλογα.
     Τον είχε πάρει κάποια οικογένεια στη δούλεψή της, δουλειές της γύρας δηλαδή, πάαινε για τ’ άλογο κι όπου αλλού τον έστελναν, για ένα πιάτο φαΐ κι ύπνο στο κατώι.

     Φορές οι χωριανοί τούπιαναν κουβέντα, να κάμουν χάζι, αλλά ο μπάρπα Κώστας έπαιρνε το σοβαρό του κι έδωνε γνώμη, πότε με ύφος στοχασμού, πότε με σιγουριά που δεν έπαιρνε αντίρρηση.
     Μια φορά πέρασε από ’να σπίτι, όπου τ’ αντρόγυνο έφκιανε δέματα καπνού· καιρός βρεχούμενος κι είχε μαλακώσει ο καπνός. Αφού καλημέρησε ο μπάρπα Kώστας κι αντικαλημερίστηκε απ’ τους νοικοκυραίους, έπιασε την κουβέντα για τον καπνό, ήρθε ο λόγος και στο φύτεμα του καπνού.
     “Του φύτιμα πρέπ’ να ξικ’νάει προτού απ’ τ’ Λαμπρή, του μεγαλουβδόμαδου, έτσ’ του κανόν’σι ου Θιός”, είπε ο μπάρπα Κώστας.
     “Δε θ’μάμι Κώστα, τι μέρα έπισι ιπέρσ’ η Λαμπρή”, ρώτησε ο νοικοκύρης πειραχτικά.
     “Ιπέρσ’ η Λαμπρή έπισι Τιτάρτ’, είμι βέβιους”, απάντησε με στόμφο ο μπάρπα Κώστας.
     “Λες νάπισι Τιτάρτ’;” αναρωτήθηκε τάχα η νοικοκυρά, τηρώντας τον άντρα της.
     “Όχ’, όχ’ Τιτάρτ’, Παρασκιυή έπισι ιπέρσ’ η Λαμπρή, Παρασκιυή, του θ’μάμι καλουθύμ’τα”[1], διόρθωσε τα πράγματα ο μπάρπα Κώστας και τ’ αντρόγυνο λύθηκε απ’ τα γέλια, κάνοντας κάμποση ώρα να συνέλθει.
     Ο μπάρπα Κώστας, με την αθωότητά του και το λειψό του μυαλό, κουβέντιαζε μ’ αφέλεια και για τα πολιτικά πράγματα κι απάνταε σε ερωτήσεις που του έκαναν στα καφενεία.
     Τη μετεμφυλιακή περίοδο ήτανε και κάποιοι στο χωριό, που με την παραμικρή αφορμή έδειχναν τη βαρβαρότητά τους, ακόμα και στον κακομοίρη το μπάρπα Κώστα, ότι άλλο τρόπο για να διασκεδάσουνε δεν έβρισκαν. Χωριό στη μεγάλη του πλειονότητα δεξιό, οι αριστεροί λίγοι, ηττημένοι και σε καραντίνα.
     Μπήκε στο καφενείο ο μπάρπα Κώστας και κάποιος τόνε ρώτησε για την πολιτική του προτίμηση.
     “Μι ποιον είσι Κώστα;”
     “Είμι Αμίτ’ς”[2], αποκρίθηκε ο μπάρπα Κώστας
     Δεν πρόφτασε ν’ αποσώσει την απόκρισή του ο μπάρπα Κώστας, κι αυτός που τον είχε ρωτήσει του άστραψε κατακέφαλο μ’ όλη τη δύναμή του. Έφυγε αναψοκοκκινισμένος ο καψερός ο μπάρπα Κώστας, δίχως να καταλάβει γιατί τον έδειραν. Η βάρβαρη παρέα έσκασε στα γέλια και χαχάνιζε για ώρα πολλή.
     Αφού συνήρθε απ’ την αναπάντεχη αλλά ξεγυρισμένη σφαλιάρα, ο μπάρπα Κώστας έβαλε κάτω τα πράματα και λογάριαζε γιατί τον καταχέριασαν, μα άκρη δεν έβρισκε. Κάποια στιγμή νόμισε πως ήβρε το γιατί. Δεν πρέπ’ νάνι καλό νάσαι Αμίτ’ς, έλεε μέσα του και πήρε απόφαση ν’ αλλάξει πολιτική τοποθέτηση. Θα γένου Βασιλικός, σκέφτονταν, δε μπουρεί αυτό, θα νάνι καλό, δε θα μι ματακατακιφαλίσ’νι, έβγαλε συμπέρασμα.
     Ένα και δυο πάλε στο καφενείο ο μπάρπα Κώστας. Εκεί κάποιος άλλος της ίδιας παρέας τονε ρώτησε,
     “Μι ποιον είσι Κώστα”;
     “Είμι Βασιλικός”, απάντησε χαρούμενος ο μπάρπα Κώστας, βέβαιος ότι ετούτη τη φορά, θα γένει αποδεχτός.
     Ξανά όμως, όπως και την προηγούμενη φορά, ένας κατακέφαλος του γύρισε το κεφάλι. Η παρέα των αγριάνθρωπων, γέλασε δυνατά. Έφυγε ο έρμος ο μπάρπα Κώστας, σακατεμένος και πιο σαστισμένος τώρα.
     Έκατσε ώρες και μέρες ο μαύρος, να βρει τη λύση, με ποιον πρέπει να ταιριάξει πολιτικά, για να γλυτώνει τις σφαλιάρες και συνάμα να τον αφήνουν να μπαίνει στο καφενείο. Έστυβε το μυαλό του μα άλλη πολιτική επιλογή, εχτός από τις δύο που είχε απαντήσει, δεν κάτεχε. Έπρεπε όμως να βρει μια λύση, το μαρτύριο της σφαλιάρας και του αποκλεισμού του απ’ το καφενείο δεν αντέχονταν.
     Μια μέρα τούρθε στη γκλάβα του η ιδέα, τι ν’ αποκριθεί, σαν τον ματαρωτήσουν με ποιον είναι. Φωτίστηκε το πρόσωπό του, άστραψε το χαμόγελό του, έβαλε την τραγιάσκα του και κίνησε για τον καφενέ.
     Σαν πέρασε το κατώφλι κάποιος της βάρβαρης παρέας, τον ρώτησε:
     “Μι ποιόν είσι Κώστα”;
     “Είμι Βασιλικός Αμίτ’ς”, αποκρίθηκε ο μπάρπα Κώστας, σίγουρος ότι αντιμετώπησε μια για πάντα το πρόβλημα.
     Όμως και τούτη τη φορά, δε γλύτωσε τον κεραυνοβόλο κατακέφαλο, παρ’ όλο που κάποιοι βρήκαν ότι η απόκριση του μπάρπα Κώστα είχε γούστο. Το βάρβαρο γέλιο, γιόμισε ξανά το καφενείο. Κανένας δεν σηκώθηκε να τόνε ξαπαντήσει το μπάρπα Κώστα, κανένας δεν τόλμησε...
     Ο φουκαράς ο μπάρπα Κώστας, με μαυρισμένο το μάγουλο, μα και την ψυχή του πλιότερο μαυρισμένη, έφυγε βιαστικά σκυφτός, κλαίγοντας σα μικρό παιδί, να πάει στο κατώι του, να σφαλίσει την ερημιά του. Στο δρόμο μονολόγαε, “Βασιλικός-Αμίτ’ς, Βασιλικός-Αμίτ’ς, Βασιλικός-Αμίτ’ς…” Που και που, σιχτίριζε με σιγαλή φωνή τον κόσμο...
     [1] Καλουθύμ’τα = Καλοθύμητα = το θυμάμαι καλά
     [2] Αμίτ’ς = ΕΑΜίτης
     Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά, την Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018, στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.

No comments:

Post a Comment