Monday, 24 December 2018

Οι εν ολίγοις αναπαυόμενοι. Γράμμα από τη Βέροια.


Του Δημήτρη Κουκούδη




Την είδα να κάθεται, στο σκαλί της εισόδου του σπιτιού της, με σκυμμένο κεφάλι

     Είναι πολύς καιρός τώρα, που περνούσα από ένα δρόμο της Κυριώτισσας στην Βέροια.

     Απογευματάκι ήταν αλλά είχε ερημιά στους δρόμους.

     Την είδα να κάθεται, στο σκαλί της εισόδου του σπιτιού της, με σκυμμένο κεφάλι .

     Από την ανοιχτή πόρτα του σπιτιού, ερχόταν μια ευωδία και μια ησυχία.

     Μόλις είχε θυμιατίσει το σπίτι...

     Στάθηκα γιατί σήκωσε το κεφάλι να με δει.

     Με κοίταξε στα μάτια, για λίγο και ένα χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπό της.

     “Δημήτρη; Δημητράκη μου εσύ είσαι;”

     “Εγώ είμαι”.

     “Σε γνώρισα, μοιάζεις τον πατέρα σου, Θεός σχωρέστον”.

     Σήκωσε την αγκαλιά της, να σκύψω, να με φιλήσει.

     Με έσφιξε και σιγανά μου είπε:

     “Μόλις θυμιάτισα κι έκατσα να θυμηθώ τους πεθαμένους μου.
     
     Δεν έμεινε κανείς...
     
     Μόνη μου έμεινα.
     
     Τίποτε δεν μένει Δημητράκη.
     
     Τίποτε!.
     
     Η καλοσύνη μένει και η κακία των ανθρώπων κι έτσι θα μας θυμούνται. Για το καλό, η για το κακό που κάναμε.
     
     Να κάνεις καλοσύνες και να συχωράς.
     
     Να συχωράς Δημητράκη. Να συχωράς.”

     Με ξαναγκάλιασε και μπήκε μέσα, κάνοντας τον Σταυρό της, την άκουσα να ψιθυρίζει: "Δόξα Σοι ο Θεός".

     Γύρισε, με κοίταξε πριν να κλείσει την πόρτα και με το χέρι της, μου έκανε νόημα, να πάω στο καλό.

     Δεν την ξαναείδα... αλλά κάθε που περνάω, θυμάμαι την κουβέντα της:

     “Ξέρεις Δημήτρη μου, ποιοι είναι καλύτερα απ όλους;”

     “Ποιοι να είναι άραγε;” ...ρώτησα.

     “Οι εν ολίγοις αναπαυόμενοι!...”

1 comment:

  1. "Οι εν ολίγοις αναπαυόμενοι" Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά ἑνὸς δέ ἐστι χρεία ..

    ReplyDelete