Thursday, 20 December 2018

Γιορτή Χριστουγέννων στο Οικοτροφείο. Ιστορίες από την Κίσσαμο. Γράμμα από τη Βέροια.


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη




Άκουγα βαριεστημένος όλες τις προτάσεις, χωρίς ενδιαφέρον...

     «Θα πρέπει να μείνεις εδώ μέχρι την τελευταία στιγμή», μου είπε ο κ. Βαγγέλης. «Ίσως να μην προφτάσεις να είσαι έγκαιρα στο σπίτι σου. Το πιθανότερο είναι να ταξιδεύεις τις γιορτινές ημέρες». Μου μιλούσε σκεφτικός, χωρίς να με κοιτάζει στα μάτια. Σαν να αισθανόταν κάποιο είδος ενοχής για την πρόταση που μόλις μου είχε κάνει. Αυτή η πρόταση μου δημιουργούσε κάποιο προβληματισμό, γιατί θα έπρεπε ν’ αναθεωρήσω σχέδια και αποφάσεις, που ήδη είχαν δρομολογηθεί.

     Δεν το σκέφτηκα ιδιαίτερα. Πολύ γρήγορα, χωρίς να σταθμίσω όλους τους παράγοντες, αποφάσισα ν’ ακολουθήσω την προτροπή του. Φυσικά υπήρχε ένας και μοναδικός λόγος, που κατά κάποιο τρόπο με ανάγκαζε να συμφωνήσω μαζί του. Αυτός ο λόγος ήταν το Χριστουγεννιάτικο θεατρικό έργο, που είχαμε με πολύ κόπο ετοιμάσει.

     Απ’ τον Νοέμβριο, είχαμε αρχίσει να ψάχνουμε για το θεατρικό έργο, που θα έπρεπε να ετοιμάσουμε. Αυτό ήταν καθαρά στα «καθήκοντα» του κ. Βαγγέλη, που εκτός απ’ τις καλλιτεχνικές ανησυχίες που είχε, ήταν ο πλέον κατάλληλος να επιλέξει και να σκηνοθετήσει το ανάλογο έργο. Παρ’ όλο που ζούσαμε σ’ ένα αυταρχικό καθεστώς, εμείς στο οικοτροφείο κανονίζαμε τα πάντα με δημοκρατικές διαδικασίες. Ακόμη και το προεδρείο του, το αναδείκνυαν εκλογές μεταξύ όλων των τροφίμων του ιδρύματος, ενώ στην υπόλοιπη κοινωνία τα πάντα στην τοπική ιεραρχία, από την κατώτερη έως την ανώτατη διαβάθμιση, ήταν αποτελέσματα διορισμών της «εθνοσωτηρίου» κυβέρνησης.

     Εκείνο το διάστημα, ήμουν πρόεδρος του οικοτροφείου (ακόμη αναρωτιέμαι γιατί με ψήφισαν τα παιδιά) και μοιραία ανακατευόμουν, σ’ όλες τις αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις του ιδρύματος. Ο κ. Βαγγέλης ήταν ένας απ’ τους διευθυντές του ιδρύματος των αρρένων και υπεύθυνος για τα παιδιά της τεχνικής σχολής, που ήταν περισσότερα και πιο ατίθασα. Ερωτευμένος με την μελλοντική σύζυγο του, που τότε ήταν αντίστοιχα διευθύντρια του οικοτροφείου θηλέων, είχαν αναπτύξει μεταξύ τους ένα άτυπο ανταγωνισμό σ’ ότι αφορούσε τις κοινές εκδηλώσεις.


...σηκώθηκα αποφασιστικά και ανέπτυξα... μια περίληψη του έργου

     Δεν θυμάμαι ποιος είχε την ιδέα, να γιορτάσουμε μαζί με το τμήμα των θηλέων, τα επερχόμενα Χριστούγεννα, αλλά αυτό δημιούργησε ένα ισχυρό κίνητρο, μεταξύ όλων των τροφίμων, για το ποιο τμήμα θα παρουσιάσει το καλύτερο καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Παρ’ όλο που εμένα, αυτού του είδους οι εκδηλώσεις, με άφηναν μάλλον αδιάφορο, ίσως γιατί τα ενδιαφέροντά μου ήταν εκτός του οικοτροφείου, η θέση μου ως προέδρου, με υποχρέωνε κατά κάποιο τρόπο, ν’ ασχολούμαι έστω και παθητικά στην αρχή, με όλη τη διαδικασία.

     Μαζευόμαστε τακτικά και είχαμε ατελείωτες συζητήσεις, για ν’ αποφασίσουμε ένα στοιχειωδώς υποφερτό πρόγραμμα. Άκουγα βαριεστημένος όλες τις προτάσεις, χωρίς ενδιαφέρον, συνήθως σιωπηλός, χωρίς να λαμβάνω ενεργά μέρος σε οτιδήποτε. Του κάκου ο κ. Βαγγέλης προσπαθούσε να κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Μας διάβαζε τα σενάρια από διάφορα Χριστουγεννιάτικα σκετς, χρωματίζοντας ανάλογα τη φωνή του κατά την ανάγνωση. Εγώ μετά βίας κρατούσα ανοιχτά τα μάτια μου, καθώς τίποτα απ’ όλα όσα άκουγα, δεν ανταποκρινόταν στην αισθητική μου. Αυτό βέβαια, δεν ήταν δυνατό να περάσει απαρατήρητο απ’ τον διορατικό διευθυντή μας. Έτσι, κάποια στιγμή, εκνευρισμένος με την απάθειά μου, μου είπε σε μάλλον έντονο ύφος:

      «Σε αφήνουν αδιάφορο αυτά, Ανδρέα; Τα θεωρείς ασήμαντα; Έχεις μήπως να προτείνεις κάτι πιο ενδιαφέρον;»

     Ο τόνος της φωνής του κι ο πιθανός εκνευρισμός του, μου δημιούργησαν ένα κύμα ενοχής, που με πλημμύρισε, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω το λόγο. Αλλά σαν κάτι να κέντρισε τον εγωισμό μου και προσπαθώντας να βγω απ’ τη δύσκολη θέση, που μόνος μου είχα περιέλθει, είπα με στόμφο:

     «Έχω κάτι υπόψη μου».

     Μέσα μου έκανα συγχρόνως, μια γρήγορη νοερή αναδρομή, σε όλες τις Χριστουγεννιάτικες ιστορίες που ήξερα. Πολύ γρήγορα ο συνομιλητής μου κατάλαβε, ότι εκείνη τη στιγμή αυτοσχεδίαζα και χαμογελώντας ειρωνικά μου, είπε ήρεμα:

     «Σε ακούμε λοιπόν, σε ακούμε με προσοχή».

     Αυτή ήταν μια εξέλιξη τελείως αναπάντεχη για μένα και κατάλαβα ότι μάλλον τελικά θα ρεζιλευόμουν, για την προπέτειά μου. Αμήχανος, προσπάθησα να ψελλίσω κάποιες φράσεις, για να βελτιώσω τη δυσχερή θέση, στην οποία είχα περιέλθει. Τότε, τελείως ξαφνικά, ήρθε στη μνήμη μου ένα θεατρικό έργο, που είχα παρακολουθήσει στη Βέροια και μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση.

     Γεμάτος αυτοπεποίθηση, άρχισα ν’ αναπτύσσω την κεντρική ιδέα του έργου, φροντίζοντας να τονίζω το χαρακτήρα των ηρώων και τις περίεργες καταστάσεις που διαδραματιζόταν στη πλοκή του. Παρασυρμένος απ’ την ροή της αφήγησης, δεν πρόσεξα ότι σχεδόν όλοι με άκουγαν μ’ ενδιαφέρον. Σε μια διακοπή που έκανα, για ν' ανασύρω λεπτομέρειες της ιστορίας, που αφηγούμουν από μνήμης, είδα με έκπληξη, πως το σενάριο άρεσε και με παρακολουθούσαν με προσοχή. Ήταν τέτοια η προσοχή με την οποία με παρακολουθούσαν, που για λίγο νόμισα πως με «δουλεύουν». Αλλά πολύ γρήγορα κατάλαβα, πως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο.

     «Συνέχισε», μου είπε ο κ. Βαγγέλης, «περιμένω ν’ ακούσω το τέλος». Εγώ δεν ξέρω για ποιο λόγο, είχα «κολλήσει» και δυσκολευόμουν εκείνη τη στιγμή, να θυμηθώ τη συνέχεια.

     «Το θεατρικό είναι διασκευή από μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία του Καρόλου Ντίκενς», είπα σε μια αναλαμπή της μνήμης μου, προσπαθώντας να βγω απ’ το αδιέξοδο, στο οποίο είχα περιέλθει.

     «Ποιανού είπες πως είναι;», ρώτησε με περιέργεια, ζαρώνοντας τα φρύδια του, σε μια προσπάθειά του ν’ αναμοχλεύσει απ’ τη μνήμη του, τις γνώσεις του για τον Άγγλο συγγραφέα. Ήταν φανερό, πως δεν του ήταν άγνωστος, σε αντίθεση με μένα, που το μόνο που ήξερα, απ’ το σύνολο του τεράστιου λογοτεχνικού έργου του, ήταν η συγκεκριμένη διασκευή.

     «Πάμε», μου είπε αποφασιστικά. Πριν προλάβω να αναρωτηθώ, συνέχισε: “Πάμε γρήγορα στο βιβλιοπωλείο, ν’ αγοράσουμε το συγκεκριμένο βιβλίο”.

     Σε λίγο οι δυο μας βρισκόμασταν, στο μοναδικό βιβλιοπωλείο της πόλης και σκαλίζαμε το στοκ των βιβλίων, που υπήρχαν στα ράφια του. Του κάκου όμως. Δεν βρήκαμε κανένα απ’ τα έργα του συγκεκριμένου συγγραφέα κι αποχωρίσαμε μάλλον απογοητευμένοι. Στον δρόμο της επιστροφής, άρχισα να του αναπτύσσω τις πιθανές εκδοχές του έργου. Αυτές τις αντλούσα απ’ τη μνήμη μου κι από μια απίστευτη έμπνευση, που μου επέτρεπε να δημιουργώ διαλόγους και να καθορίζω τους χαρακτήρες των ηρώων του έργου, δίνοντας την ανάλογη πλοκή. Ο κ. διευθυντής με άκουγε με προσοχή ,σιωπηλός, χωρίς να παρεμβαίνει. Στο τέλος, αφού είχαμε φθάσει στα κτίρια του οικοτροφείου, μου είπε με έμφαση:

     «Κάτσε και γράψε όλα αυτά που μου είπες. Αυτό το θεατρικό έργο θα ανεβάσουμε».

     Με το που άκουσα το… «γράψε», ανατρίχιασα. Ήταν γνωστή σε όλους τους συμμαθητές μου, ή τουλάχιστον στους περισσότερους, η απέχθειά μου στο γράψιμο. Προσπάθησα ν’ αποφύγω μια τέτοια υποχρέωση, αλλά πολύ γρήγορα κατάλαβα, πως ήμουν εγκλωβισμένος απ’ την ίδια μου την πρόταση. Εγώ, που πήγαινα καθημερινά στο σχολείο, χωρίς τετράδιο ή στυλό, ξαφνικά θα έπρεπε να γράψω, πολλές σελίδες, με τους διαλόγους του θεατρικού έργου. Τελικά βρήκα τη λύση.


...βυθίστηκα στην πλοκή του έργου, χωρίς να δίνω σημασία ...στο κοινό...

     Στο οικοτροφείο υπήρχε αυστηρός κανονισμός λειτουργίας του ιδρύματος. Ένας απ’ τους κανόνες, που ήταν για μένα και ο πιο επίπονος, ήταν το ωράριο του αναγνωστηρίου. Καθημερινά, υπήρχαν συγκεκριμένες ώρες, που όλοι οι τρόφιμοι, έπρεπε να βρίσκονται στο αναγνωστήριο και να διαβάζουν, ασχέτως με το πόσα μαθήματα είχαμε ή σε ποια τάξη πηγαίναμε. Αυτό για μένα, ήταν μια τελείως λανθασμένη απόφαση, γιατί στον ίδιο χώρο και για τις ίδιες ώρες, βρισκόμασταν παιδιά διαφόρων ηλικιών, από την Α΄ μέχρι την Στ΄ τάξη, αναγκασμένα να διαβάζουμε υποχρεωτικά. Οι ανάγκες και οι επιθυμίες των οικότροφων, ήταν διαφορετικές, όπως και οι συμπεριφορές. Υπήρχαν κάποιοι μαθητές, που έπρεπε και ήθελαν να διαβάσουν και κάποιοι άλλοι, οι περισσότεροι, που οι ώρες του αναγνωστηρίου, ήταν γι αυτούς καταναγκαστικά έργα. Έτσι, όσο κι αν προσπαθούσαν οι διευθυντές να επιβάλλουν τάξη και ησυχία, αυτό ήταν αδύνατο και τα έκτροπα ήταν κάτι το πολύ συνηθισμένο. Αυτό το σύστημα διαβάσματος δεν εξυπηρετούσε κανένα. Ούτε αυτούς που πραγματικά ήθελαν να είναι επιμελείς, γιατί δεν είχαν την ανάλογη ησυχία, μα ούτε και τους υπόλοιπους, που ακολουθούσαν βαριεστημένοι το όλο πρόγραμμα. Αυτοί οι τελευταίοι ήταν οι περισσότεροι και πάντα δημιουργούσαν προβλήματα στους διευθυντές, που μάταια προσπαθούσαν να επιβάλλουν μια κάποια στοιχειώδη τάξη, στον χώρο ευθύνης τους. Κάποιοι απ’ αυτούς κρατούσαν βέργες, λες και αυτές ήταν ικανές να μας συνετίσουν, ενώ κάποιοι άλλοι, προσπαθούσαν να κεντρίσουν το φιλότιμό μας. Γεγονός πάντως ήταν, πως ήταν αδύνατο να επιβληθεί, έστω και στοιχειωδώς, οποιαδήποτε τάξη, έτσι ώστε να μείνουν ικανοποιημένοι όλοι.

     Εγκλωβισμένος σ’ ένα τέτοιο τρόπο ζωής, έψαχνα να βρω μια λύση, στο καινούργιο πρόβλημα, που είχα να αντιμετωπίσω. Όπως πάντα, όταν βρισκόμουν στριμωγμένος, έψαχνα ένα τρόπο αποφυγής ή διαφυγής από τα τρέχοντα προβλήματα και τις ανάλογες πιέσεις. Τότε ήταν, που μου ήρθε μια καταπληκτική ιδέα και την έβαλα αμέσως σ’ εφαρμογή. Κανόνισα με τον κ. Βαγγέλη, να οργανώσουμε τη θεατρική ομάδα, απ’ όσους οικότροφους ήθελαν. Αυτοί, θα είχαν απαλλαγή, απ’ τις υποχρεωτικές ώρες του αναγνωστηρίου. Η προσέλευση των εθελοντών, ήταν απίστευτα μεγάλη. Όλοι θέλανε να κάνουν κοπάνα από το διάβασμα. Βρεθήκαμε στη δύσκολη θέση, να πρέπει ν’ απορρίψουμε κάποιους. Καταλαβαίνοντας την υστεροβουλία των περισσοτέρων, μιας και κανείς τους δεν ήταν θεατρόφιλος, που ήλπιζαν σε αποφυγή της υποχρεωτικής μελέτης, άρχισα, με την υπόδειξη του κ. Διευθυντή, να επιλέγω και να δημιουργώ, ομάδες εργασίας. Έτσι ξαφνικά είχαμε ηλεκτρολόγους, σκηνογράφους, τεχνικούς σκηνής, μαραγκούς κλπ. Το κυριότερο ήταν, πως βρέθηκαν αρκετοί φιλόδοξοι, που θα ήθελαν να γίνουν ηθοποιοί. Αυτούς τους τελευταίους, τους συγκέντρωσα σε μια αίθουσα, στην οποία υποτίθεται πως θα κάναμε πρόβες και τους μοίρασα τους ρόλους ενός θεατρικού έργου, που δεν ήταν καν γραμμένο. Έχοντας σαν βάση μόνο, την κεντρική ιδέα του έργου, με μια απίστευτη ευκολία, δημιούργησα μια μυθοπλασία, σε μια τελείως ελεύθερη διασκευή, με ελληνικά τα ονόματα των ηρώων.

     Για ν’ αποφύγω κάθε περίπτωση γραφής από μέρους μου, άρχισα να υπαγορεύω στον καθένα το ρόλο του κι αυτός φρόντιζε να κρατά σημειώσεις, ενώ ένας που θα εκτελούσε χρέη υποβολέα, έγραφε τα πάντα. Οι διάλογοι γράφτηκαν εύκολα. Διορθώθηκαν κάποια σημεία, που μας υπέδειξε ο κ. Βαγγέλης, ο οποίος είχε την ευθύνη του σκηνοθέτη κι άρχισαν οι πρόβες. Μετά από επιμονή του σκηνοθέτη, πήρα τον κεντρικό ρόλο. Παρ’ όλη την ευθύνη, πάλι απέφυγα να γράψω τον ρόλο μου κι όταν δεν θυμόμουν το ρόλο, αυτοσχεδίαζα, δημιουργώντας ένα μικρό πανικό στους συμπρωταγωνιστές μου. Γρήγορα όμως «έπιασαν» το πνεύμα μου και σ’ ορισμένες περιπτώσεις, αυτοσχεδίαζαν κι αυτοί, ακολουθώντας χαλαρά, το όλο σενάριο. Το έργο διαδραματιζόταν επάνω στη σκηνή, χωρίς διάλειμμα. Πολύ αργότερα έμαθα, ότι αυτού του είδους τα θεατρικά έργα, λέγονται μονόπρακτα. Κρατώντας τον κύριο ρόλο, ήμουν συνεχώς πάνω στη σκηνή και δεν είχα την ευκαιρία να δω από κάτω, έστω κι ένα μικρό τμήμα του. Όλοι όμως, όσοι είχαν παρακολουθήσει τις πρόβες μας, ήταν ικανοποιημένοι και κάποιοι εντυπωσιασμένοι, απ’ την απόδοσή μας.

     Ξαφνικά ο σκηνοθέτης μας ανακοίνωσε ότι, επειδή και τα κορίτσια απ’ το οικοτροφείο θηλέων, είχαν έτοιμο ένα θεατρικό, θα έπρεπε να γίνει επιλογή, ποιο απ’ τα δύο έργα, θα παιζόταν στην κεντρική γιορτή, που θα γινόταν υπό την αιγίδα της μητρόπολης. Αυτό μας απορρύθμισε λιγάκι και μας δημιούργησε μια κάποια αβεβαιότητα, για την ποιότητα του έργου μας. Ο κ. Βαγγέλης όμως, ίσως γιατί είχε παρακολουθήσει τις πρόβες των κοριτσιών, είχε μια απίστευτη αυτοπεποίθηση και προσπαθούσε να μας την μεταδώσει. Εντείναμε τις πρόβες μας, με μια πρωτόγνωρη σοβαρότητα, που εμένα με ξάφνιασε, αλλά ήταν σίγουρο πως είχαμε γίνει, πολύ καλύτεροι σε όλα.

     Τελικά η μέρα της γενικής πρόβας έφθασε, με το άγχος να μας τυλίγει και τον σκηνοθέτη να προσπαθεί να μας ηρεμήσει και να τονώσει το ηθικό μας. Στις 15 Δεκεμβρίου, λίγο μετά το μεσημέρι, πήγαμε στο σαλόνι του οικοτροφείου θηλέων, το οποίο μπροστά στο δικό μας ήταν πολυτελέστατο κι ιδιαίτερα περιποιημένο. Εκεί, μπροστά στον μητροπολίτη και άλλους ιερείς και παράγοντες του ιδρύματος, ξεκίνησε η πρόβα. Στην αρχή, μια απ’ τις διευθύντριες, έκανε, ένα ανούσιο για μένα, πρόλογο κι αμέσως μετά, οι μικτές χορωδίες, τραγούδησαν διάφορα γιορτινά τραγούδια, που εμένα πραγματικά μ’ εντυπωσίασαν.

     Αμέσως μετά, ήρθε η σειρά των κοριτσιών, να παίξουν το δικό τους έργο, το οποίο από άποψη ερμηνείας ήταν εντυπωσιακό, αλλά το θέμα του, για τα δικά μου γούστα, ήταν απλοϊκό, χωρίς κάτι ιδιαίτερο. Τα κορίτσια, είχαν ράψει, με τη βοήθεια της οικοκυρικής σχολής, κουστούμια και τα σκηνικά τους ήταν απόλυτα ρεαλιστικά. Όμως, ακόμη και μετά από τόσα χρόνια, θυμάμαι την εκπληκτική ερμηνεία της πρωταγωνίστριας και την ανάλογη σοβαρότητα που επικράτησε, με το τέλος της παράστασης. Με τις εντυπώσεις να πλανώνται στον περίγυρο, υπέρ των κοριτσιών, εμείς έπρεπε κόντρα σε όλα, ν’ αναστρέψουμε την κατάσταση.

     Μόλις ο κ. Βαγγέλης μου έκανε νόημα, σηκώθηκα αποφασιστικά, χωρίς να έχουμε προσυνεννοηθεί, στάθηκα στη μέση του σαλονιού και απευθυνόμενος στο κοινό, ανέπτυξα όσο πιο απλά μπορούσα, μια περίληψη του έργου. Ανέφερα ότι είχαμε σκηνικά και κοστούμια, τα οποία δεν είχαμε φέρει μαζί μας, γιατί όλα αυτά για μας, ήταν μια απλή πρόβα. Δεν ξέρω που βρήκα το κουράγιο να τα πω όλα αυτά. Γεγονός όμως ήταν, πως όλη η θεατρική ομάδα, πήρε θάρρος, ενώ ο σκηνοθέτης μας, μου έκανε νόημα συγχαρητηρίων.

     Με το που βρέθηκα στη σκηνή, βυθίστηκα στην πλοκή του έργου, χωρίς να δίνω σημασία στην απόλυτη ησυχία, που επικρατούσε στο κοινό. Όλος ο θίασος ήταν άψογος. Ο κάθε ηθοποιός υπερέβαλε τον εαυτό του. Τελειώσαμε και κανείς δεν έλεγε το παραμικρό. Αυτό με άγχωσε και μόλις άναψαν τα φώτα, κοίταξα μ’ αγωνία τον κ. Βαγγέλη. Τον είδα να χαμογελά θριαμβευτικά και ησύχασα. Στην ησυχία που επικρατούσε, ο Σεβασμιότατος πήρε τον λόγο κι έπλεξε το εγκώμιο για την προσπάθεια των κοριτσιών, πράγμα που με βύθισε σε απόγνωση. Τελειώνοντας την κριτική του ο ιεράρχης κατέληξε:

     «Θεωρώ όμως το έργο των αγοριών, πιο ρεαλιστικό, με μηνύματα διαχρονικά» κι αμέσως μας έδωσε συγχαρητήρια. Με το που τελείωσε τα λόγια του, χειροκροτήματα ακούστηκαν απ’ όλους, ενώ κάποιοι, μας ρωτούσαν λεπτομέρειες για το έργο. Ξαφνιάστηκαν όταν άκουσαν, πως η όλη μυθοπλασία ήταν δική μας, πάνω σε μια υπάρχουσα κεντρική ιδέα.

     Τότε ήταν που μου είπε ο κ. Βαγγέλης:

     «Θα πρέπει να μείνεις εδώ μέχρι την τελευταία στιγμή. Ίσως να μην προφτάσεις να είσαι έγκαιρα στο σπίτι σου. Το πιθανότερο είναι να ταξιδεύεις τις γιορτινές ημέρες».

     Μεθυσμένος απ’ την πρόσκαιρη επιτυχία, ένευσα καταφατικά, αποδεχόμενος όλους τους όρους της πρότασης.

     Το έργο παίχτηκε στις 20 Δεκεμβρίου, μ’ επιτυχία για τους οικότροφους και για το κοινό. Έψαχνα εναγωνίως, να δω απ’ τα φώτα της σκηνής, στο σκοτάδι της πλατείας. Πράγμα τελείως αδύνατο, ίσως γιατί τα φώτα τυφλώνουν, ίσως γιατί δεν υπήρχε τίποτα να δω. Δώσαμε αρκετές παραστάσεις, όλες με επιτυχία, όπως ομολογούσαν οι θεατές. Στη δική μου μνήμη όμως, έμεινε η πρόβα που είχαμε κάνει, παρουσία του Μητροπολίτη.

     Ο κ. Βαγγέλης θριάμβευσε. Δεχόταν συγχαρητήρια απ’ όλους, χωρίς όμως να νοιάζεται ιδιαίτερα γι αυτό. Ίσως γιατί είχε πετύχει τον σκοπό του, καθώς είχε υπερισχύσει, στον άτυπο καλλιτεχνικό διαγωνισμό, που είχε με τη μέλλουσα σύζυγό του. Τις επόμενες χρονιές, είχαμε πολλαπλή καλλιτεχνική δραστηριότητα. Ανεβάσαμε πολλά θεατρικά έργα, αλλά κανένα δεν με άγγιξε τόσο, όσο «Η νύχτα των Χριστουγέννων».

No comments:

Post a Comment