Thursday, 13 December 2018

Η μέλισσα στ' αυτιά του... Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη


Της Ανατολής Μελίδου




...να ξαναδεί το μέρος που γεννήθηκε... το σπίτι το διώροφο, το "τούρκικο"... (φωτογραφία από το YouTube)

     Κι ήταν καιρός πολύς που ήθελε να πάει να ξαναδεί το μέρος που γεννήθηκε... το σπίτι το διώροφο, το "τούρκικο" όπως τόλεγαν, γιατί τούρκικο ήταν, φύγαν οι ιδιοκτήτες του με την ανταλλαγή, κι ήρθαν οι δικοί του... O παππούς του μικρός, θάταν δεν θάταν δέκα χρονώ παλληκαράκι. Εδώ σ'αυτό το σπίτι ανδρώθηκε, εδώ παντρεύτηκε, εδώ γεννήθηκε ο πατέρας, εδώ γεννήθηκε κι αυτός... Kι είχε χρόνια πολλά που είχε φύγει. Πήγε στην μεγάλη πόλη για σπουδές κι έμεινε εκεί... φύγαν κι οι δικοί του... Ερχόταν μόνο για λίγες ώρες και πήγαινε πια μόνο στο νεκροταφείο... στον τάφο τον οικογενειακό... καθάριζε τα αχριόχορτα, άναβε το καντηλάκι. Οι φωτογραφίες είχαν ξεθωριάσει.

Στο σπίτι δεν πήγαινε πια. Η καρδιά του μάτωνε... (φωτογραφία από το e-Thessalia)


     Στο σπίτι δεν πήγαινε πια. Η καρδιά του μάτωνε... κράταγε μόνο μέσα του τις όμορφες εικόνες. Το σταφύλι στην αυλή, που έφτανε μέχρι τον πάνω όροφο... Θυμόταν τότε που παιδάκι ακόμη σκαρφάλωσε στο κλήμα, γιατί ζήλεψε ένα τσαμπί σταφύλι και απλωσε το χέρι να το κόψει, αλλά παραπάτησε, γλύστρησε... πιάστηκε απο ένα κλαδί και τόνοιωσε κρύο. Πάγωσε, κατάλαβε.. .φίδι, σκέφτηκε κι αμέσως την άλλη στιγμή βρέθηκε φαρδύς πλατύς κάτω. Θυμόταν και τα άλογα... τον Αλκη και την Ελλη... Κι ήταν η Ελλη η δικιά του αγάπη. Απο μικρό πουλάρι, αυτός την φρόντιζε... στα χέρια του μεγάλωσε... μαζί μεγάλωσαν. Καβάλαγε και κατέβαινε ώς κάτω στον κάμπο... περήφανος... αχ πατέρα!


...Στ' αυτιά του μια μέλισσα να βουίζει... (Φωτογραφία από τη Naftemporiki)

     Κι ήταν το σπίτι διώροφο και μεγάλο... ήταν του "μπέη" της περιοχής, έτσι ήξερε, και στο πίσω μέρος ήταν ο αμυγδαλεώνας. Ένα χωράφι, κοντά δέκα στρέμματα, γεμάτο αμυγδαλιές. Ένας παράδεισος... Εκεί χανόταν μικρός, εκει κρυβόταν απο την μάνα όταν έκανε τις σκανδαλιές του... εκεί χάζευε τις μέλισσες με τις ώρες... εκεί τριγυρνά ακόμη και τώρα με το μυαλό του κι ας έχουν περάσει χρόνια πολλά, κι ας μην υπάρχει πια ο αμυγδαλεώνας. Γερνάνε και τα δένδρα, έρχονται και φεύγουν, όπως κι εμείς σκέφτονταν... και στ'αυτιά του μια μέλισσα να βουίζει...


Θυμόταν το φούρνο στην άκρη της αυλής... (Φωτογραφία από το mapio.net)

     Θυμόταν τον φούρνο στην άκρη της αυλής. Την μάνα κάθε Σάββατο να φουρνίζει το ψωμί, την μάνα σκυφτή... είχε κοπεί στα δύο θαρρείς απο την πολλή δουλειά... αχ μάνα! Θυμόταν τον καπνό. Νύχτα ήταν όταν σηκώνονταν όλοι κι αυτός μικρός, να πάνε κάτω στον κάμπο, να μαζέψουν τα φύλλα. Με το ξημέρωμα γύρναγαν. Αυτός κοιμόταν πάνω στο κάρο... και κάθονταν μετά στην αυλή, κάτω απο την μεγάλη καρυδιά, όλοι μαζί κι αρμάθιαζαν τα φύλλα... Θυμόταν το φευγιό του στην μεγάλη πόλη. Φύγε για να σωθείς τούχε πεί ο πατέρας. Μόνο αν σπουδάσεις έχεις ελπίδα... κι ότι τα έπαιρνε τα γράμματα...

     Θυμόταν και το τελευταίο καλοκαίρι πριν φύγει. Το τελευταίο απομεσήμερο που πήγε στον αχυρώνα κάτι να πάρει... Ο αχυρώνας μεγάλος, όσος και το σπίτι, διώροφος με δύο πολύ μικρά παράθυρα στο πάνω μέρος... ακόμη και την ημέρα μέσα ήταν σκιερά. Άνοιξε την πόρτα... του πήρε λίγη ώρα, όσο να συνηθίσουν τα μάτια του. Και τότε τα είδε! Δύο φίδια αγκαλιασμένα θαρρείς, επάνω, ψηλά στο τελευταίο σκαλοπάτι, της ξύλινης σκάλας. Τρόμαξε... πάγωσε το αίμα του... πισωπάτησε... έτρεξε στον γείτονα.


Ο αχυρώνας μεγάλος όσο και το σπίτι... (Φωτογραφία από το PixaBay)

     “Τρέξε κυρ Αντώνη” φώναξε. “Πάρε το όπλο... δυο φίδια στον αχυρώνα”.

     Ήρθε ο καλός ο γείτονας. “Μην φοβάσαι” του'πε και σήκωσε το όπλο. Πυροβόλησε και πέτυχε το ένα... το φίδι έπεσε απο ψηλά, μπροστά τους. Όσο να ετοιμάσει το όπλο, για να χτυπήσει και το δεύτερο, έγινε κάτι το παράξενο... Το άλλο φίδι το ζωντανό, άρχισε να κινείται σιγά σιγά, έπεφτε απο το ένα σκαλοπάτι στο άλλο... κατέβαινε... πέρασε σχεδόν μπροστά απο τα πόδια τους, αδιάφορο και πήγε δίπλα στο άλλο, το σκοτωμένο. Άπλωσε το σώμα του δίπλα, σαν να το αγκάλιασε και έμεινε εκεί, ακίνητο... και περίμενε. Ο κυρ Αντώνης, όπλισε... ακούστηκε και το δεύτερο μπαμ...

     “Μα πώς;” ρώτησε ταραγμένος, “τι έγινε;” “Ησύχασε” του'πε ο γείτονας... “όλα τέλειωσαν τώρα”. “Απλά ζευγάρωναν” φώναξε φεύγοντας... Αυτός όμως δεν έφυγε... έμεινε εκεί και τα κοιτούσε... μόνο τα κοιτούσε. Και ήταν σαν να είχε μαρμαρώσει... και τα δύο μαζί, άψυχα, το ένα δίπλα στο άλλο... Και τα σκοτώσαν την ώρα που ζευγάρωναν και μάτωσε η καρδιά του... Ούτε κατάλαβε πως γονάτισε... ούτε κατάλαβε πως άρχισε να κλαίει. Και έμεινε εκεί σκυμμένος και με το πρόσωπο μουσκεμένο, μέχρι που σουρούπωσε... μπροστά στα δύο φίδια που ζευγάρωναν... και έκλαιγε και ήταν σαν να ζητούσε συγνώμη...

-------

     Θυμόταν τον πατέρα πού 'φυγε πικραμένος, κι ότι είχαν νικηθεί και τα χρόνια σκληρά και μαύρα... Μην ξαναγυρίσεις τούγραψε, εδώ θα σου πάρουν το κεφάλι... Εφυγε κι η μάνα λίγο αργότερα... Κι έμεινε αυτός, στην μεγάλη πόλη, να τριγυρίζει και να ακούει την μέλισσα, να βουίζει στ'αυτιά του...

Σημείωση: Με την παραπάνω ιστορία, η συγγραφέας συμμετείχε, στον 8ο λογοτεχνικό διαγωνισμό 2018, του Δήμου Βεροίας.


No comments:

Post a Comment