Monday 10 February 2020

Το σαράκι


Γράμμα της Ανατολής Μελίδου από τη Θεσσαλονίκη



Τα καλοκαίρια στη Βέροια ήταν πολύ ζεστά, έκαιγε ο κάμπος

     Το πρωτοσυνάντησα, μια ζεστή καλοκαιρινή νύχτα στην Βέροια. Τα καλοκαίρια στην Βέροια ήταν πολύ ζεστά... όλοι το ξέραν... έκαιγε ο κάμπος λέγαν. Για να έχουμε μια υποψία δροσιάς, αφήναμε όλα τα παράθυρα και τις πόρτες ανοιχτά, μπας και δημιουργηθεί ένα ελάχιστο ρεύμα αέρα. Ήμουν πολύ μικρή ακόμη, κοιμόμουν στον ίδιο χώρο με την γιαγιά... αγαπούσα την ησυχία που ένοιωθα να πέφτει στο σπίτι... νανουριζόμουν από τον ήχο που έκανε ένα αυλάκι με νερό, που έτρεχε συνέχεια, στην άκρη της αυλής μας.


     Ένα τέτοιο βράδυ το πρωτάκουσα... γρούτσου-γρούτσου, ένας υπόκωφος θόρυβος, που ερχόταν από το σαλόνι, απειλητικός και ύπουλος... σαν ένα τέρας που έτρωγε κάτι και σε λίγο θα έτρωγε και εμένα... Τρόμαξα... “γιαγιά”, φώναξα και ξαναφώναξα μέχρι να την ξυπνήσω... “Τι είναι;” ρώτησε μισοκοιμισμένη... “Κάτι είναι στο σαλόνι”, της είπα... σε λίγο θα μας φάει... Γέλασε η γιαγιά... κατάλαβε... “Δεν είναι τίποτα”, είπε... “σαράκι είναι”...

     “Σαράκι;” πρώτη φορά άκουγα αυτήν την λέξη... ρώτησα και ξαναρώτησα... Η γιαγιά ήθελε να κοιμηθεί... πού να εξηγεί τέτοια ώρα... “Μην φοβάσαι, ένα μικρό σκουληκάκι είναι”, είπε... “μέσα στο τραπέζι.. δεν μπορεί να σου κάνει τίποτα”...


Γρούτσου γρούτσου, ένας θόρυβος απειλητικός και ύπουλος

     Πέρασα εκείνο το καλοκαίρι, παρατηρώντας το τραπέζι του σαλονιού, σαν να μην το είχα ξαναδεί... έβλεπα και ξανάβλεπα τα πόδια του, που μoιάζαν με πόδια λιονταριού... Το τραπέζι ήταν πια ένα μεγάλο λιοντάρι, που μέσα του ζούσε ένα μικρό σκουλήκι... Φανταζόμουν το σαράκι να τρώει σιγά σιγά όλο το λιοντάρι... Ωστόσο, όσο περνούσαν οι μέρες και δεν έβλεπα καμιά διαφορά στο λιοντάρι, σκεφτόμουν με το παιδικό μυαλό μου, ότι τελικά δεν θα ήταν και τόσο απειλητικό όσο ακουγόταν αυτό το σαράκι...

     Τα βράδια, περίμενα με αγωνία να το ακούσω... Έτσι νανουριζόμουν πια... Ο ήχος του νερού είχε απομακρυνθεί... μόνο αν άκουγα το σαράκι, το σαράκι μου, κοιμόμουν ήσυχη... στην φωλιά του κι αυτό... ασφαλές μέσα στο σκοτάδι του...


Τα πόδια του τραπεζιού έμοιαζαν με πόδια λιονταριού

     Το επόμενο καλοκαίρι, το ξαναθυμήθηκα... Το πρώτο βράδυ περίμενα με λαχτάρα... δεν άκουσα τίποτα. Το άλλο πρωί, ρώτησα την γιαγιά... “δεν χρειάζεται να ανησυχείς”, μου είπε, “το σκότωσε ο παππούς... έβαλε πετρέλαιο στην φωλιά του... το γλυτώσαμε το τραπέζι”... “Πως”; ρώτησα και η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια... “Το σκοτώσατε;” “Ένα μικρό σκουληκάκι ήταν”, συνέχισα και με έπιασαν τα κλάματα... Είδαν κι έπαθαν να με ηρεμήσουν... Για μέρες πολλές, έκλαιγα για το σαράκι... το δικό μου σαράκι... Το σκοτώσαν... κι ας είχαμε περάσει μαζί το προηγούμενο καλοκαίρι... το σκοτώσαν...


Τρώει το ξύλο και τις καρδιές. Έξι γράμματα

     Έπρεπε να μεγαλώσω, για να γνωρίσω κι ένα άλλο "σαράκι"... Αυτό το μικρό σκουληκάκι που δεν σ'αφήνει να κοιμηθείς... αυτό που αργά και σχολαστικά, κι ας είναι μικρό, την κάνει την δουλειά του... και μπορεί και λιοντάρι να φάει αν το αφήσουν... Ωστόσο εγώ είχα μάθει να το αγαπώ, κι ας λέγαν πως ήταν επικίνδυνο... με το γρούτσου γρούτσου του ξεχνιόμουν... και ήσυχη πως είναι στη σκοτεινή φωλιά του, ησύχαζα κι εγώ... κι έμαθα έτσι να αγαπώ και τα σκοτάδια... Κι ας πέρασα περιόδους που είχα ένα σαράκι να μου "ροκανίζει" την καρδιά... ποτέ μου δεν το φοβήθηκα... ήταν αυτό που με έκανε να νοιώθω... να αισθάνομαι... Μαζί με το σαράκι μου προχώραγα... μόνο έτσι ένοιωθα ζωντανή... Kι όταν δεν το άκουγα, το αναζητούσα... “Πού είσαι”, τούλεγα... “έλα... σε χρειάζομαι...”

---------------

     Το ξανασυνάντησα πριν λίγο καιρό. Μέσα σε ένα σταυρόλεξο... "Τρώει το ξύλο και τις καρδιές"... γράμματα έξι...

No comments:

Post a Comment