Sunday 2 February 2020

Πανσέληνος Δεκεμβρίου, η παγωμένη πανσέληνος


Γράμμα του Ανδρέα Μαρολαχάκη από τη Χαράδρα της Ημαθίας




Μερικά πράγματα συμβαίνουν  τελείως απρογραμμάτιστα, έτσι, στα ξαφνικά κι ανεπάντεχα. Οδηγούσα το τζιπ ελέγχοντας την ταχύτητα, μην τολμώντας ν’ ανεβοκατεβάσω τις στροφές της μηχανής. Το εξωτερικό θερμόμετρο του αυτοκινήτου έδειχνε -30 κι αυτό από μόνο του ήταν αρκετό να με κάνει ιδιαίτερα προσεχτικό, γιατί πάντα υπήρχε περίπτωση σε κάποιο ανήλιο σημείο του δρόμου να συναντήσω πάγο. Παρ’ όλη την «τετρακίνηση» του αυτοκινήτου, πάντα υπήρχε ο κίνδυνος να χάσω τον έλεγχο και να βγω από τη σχετική ασφάλεια του δημόσιου δρόμου. 

Είχε ήδη σκοτεινιάσει, όταν πέρασα τη γέφυρα του Αλιάκμονα κι έστριβα δεξιά προς τα Πιέρια. Μια ελαφριά ομίχλη με κύκλωνε σε όλη την ανάβαση, με τα φώτα του αυτοκινήτου, να προσπαθούν μάταια να τη διαλύσουν. Σε κάθε στροφή, η αντανάκλαση των προβολέων, μου έπαιζε ανεπάντεχα παιχνίδια, καθώς ερέθιζε τη φαντασία μου, με τις φωτοσκιάσεις.


Μετά από λίγα χιλιόμετρα ανάβασης, τα χιόνια δεξιά κι αριστερά του δρόμου πύκνωναν  και σε λίγο έγιναν μόνιμο «ντεκόρ» του τοπίου. Στον ορεινό αυτοκινητόδρομο δεν υπήρχε καθόλου κίνηση. Ελάχιστα ήταν τα αυτοκίνητα που συνάντησα και όλα στο αντίθετο ρεύμα, να κατεβαίνουν προσεχτικά προς τα πεδινά. Παρ’ όλο που τη συγκεκριμένη διαδρομή, την έκανα καθημερινά εδώ κι αρκετά χρόνια, η ομίχλη, σε συνδυασμό με τη χιονόστρωση, έκανε το περιβάλλον τοπίο τελείως άγνωστο σε μένα και σε μερικές περιπτώσεις σχεδόν απόκοσμο.
     Το ραδιόφωνο έπαιζε ροκ μουσική, με παλιά κομμάτια, που μου άρεσαν ιδιαίτερα, μέχρι που σταμάτησε τη μουσική για την εκφώνηση ειδήσεων. Άκουγα βαριεστημένος περίληψη των γεγονότων της ημέρας, χωρίς να έχω το παραμικρό ενδιαφέρον για ότι συνέβαινε στη χώρα μου και στον κόσμο. Όταν όμως η γυναικεία φωνή του ραδιοσταθμού, αναφέρθηκε στην πρόγνωση του καιρού, η προσοχή μου επικεντρώθηκε στο δελτίο. Μιλούσε για αστροφεγγιά με αρκετά χαμηλές θερμοκρασίες στα ορεινά. Τελειώνοντας ευχήθηκε να απολαύσουμε την τελευταία πανσέληνο της χρονιάς. Ασυναίσθητα σήκωσα το κεφάλι μου προς την ηλιοροφή του αυτοκινήτου μου, ελπίζοντας να δω το ολόγιομο φεγγάρι. Απογοητεύτηκα! Τα πάντα ήταν σκοτεινά, με την ομίχλη να μην μου επιτρέπει να διακρίνω το παραμικρό.


     «Άτυχος είμαι», σκέφτηκα, «με τόσο θολή ατμόσφαιρα αποκλείεται να απολαύσω την πανσέληνο». Δεν ξέρω γιατί, αλλά πάντα  αυτό το φυσικό φαινόμενο, εξασκούσε μέσα μου μια απίστευτα ισχυρή γοητεία.  
     Εκνευρισμένος με την ατυχία μου, πάτησα το πλήκτρο του ραδιοφώνου, βάζοντας σε λειτουργία το CD που είχα διαλέξει από την αρχή του ταξιδιού μου.  Η καμπίνα του αυτοκινήτου, πλημμύρισε με τις νότες από τη ροκ μπάντα που μου άρεσε. Ανέβασα την ένταση και για λίγο οδηγούσα ακούγοντας τους ρυθμούς μιας άλλης εποχής. Παίζοντας με τ’ ακροδάχτυλά μου πάνω στο τιμόνι, το τέμπο της μουσικής που άκουγα, ο εκνευρισμός μ’ εγκατέλειψε και μια περίεργη ευφορία με πλημμύρισε κι άρχισα να μουρμουρίζω  το ρεφραίν του τραγουδιού.  Η διαδρομή έγινε σαφώς πιο ευχάριστη, όπως και η διάθεσή μου.  Μετά από συνεχόμενη ανάβαση μέσα στην ομίχλη κατέβηκα απότομα αρκετά μέτρα αλλάζοντας απότομα κλίση, ακολουθώντας την περίεργη κατασκευή του δρόμου και άρχισα αμέσως μετά μια σχεδόν κατακόρυφη ανοδική πορεία.  Για μερικά λεπτά ταξίδευα μέσα σ’ ένα μουντό τοπίο, που στην καλύτερη περίπτωση ήταν, αν όχι εχθρικό, τουλάχιστον επικίνδυνο.   Το γκρίζο που περιέβαλλε τη διαδρομή γινόταν όλο και πιο σκούρο, τόσο σκούρο που ένιωθα τη νύχτα να με τυλίγει.


«Σήμερα είναι η μικρότερη μέρα του έτους», είχε πει με τη μελωδική φωνή της η εκφωνήτρια του ραδιοφωνικού σταθμού πριν λίγα λεπτά.
«Ωχ!»  σκέφτηκα, «πάλι ατελείωτη θα είναι η νύχτα»  αναλογιζόμενος το σκοτάδι που θα επικρατούσε έξω από το  σπίτι μου, δίπλα στο δάσος.


     Εκείνη τη στιγμή άλλαξε άρδην το τοπίο. Βγήκα απ’ τις συστάδες των δένδρων που  δέσποζαν δεξιά κι αριστερά του αυτοκινητόδρομου και μπήκα σε μια χορτολιβαδική έκταση με πολλούς χαμηλούς θάμνους, κάτασπρους απ’ το χιόνι.  Όλο το τοπίο ήταν λευκό, καθώς το χιόνι που έπεφτε ασταμάτητα όλη τη μέρα είχε σκεπάσει τα πάντα.  Ως δια μαγείας η ομίχλη είχε διαλυθεί, ενώ το απροσδιόριστα ασημοκίτρινο φως του φεγγαριού πολλαπλασιαζόταν από την αντανάκλασή του πάνω στους λευκούς κρυστάλλους του χιονιού. Το γκρίζο, το μουντό και το σχεδόν σκοτεινό που συναντούσα μέχρι εκείνη τη στιγμή, εξαφανίστηκε και είδα ένα λαμπερό φως να κυριαρχεί παντού. Γοητευμένος από το γεγονός σταμάτησα στην άκρη του δρόμου το αυτοκίνητο, τράβηξα το χειρόφρενο κι έσβησα τα φώτα του.  Δεν χρειαζόμουν τεχνητό φως. Έβλεπα τα πάντα χωρίς προσπάθεια. Λογάριασα ότι ήταν 12 Δεκέμβρη (δωδέκατος μήνας δηλαδή) λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, για την ακρίβεια 12 λεπτά μετά.  «Παράξενη συγκυρία του αριθμού 12» σκέφτηκα κι αμέσως συνειδητοποίησα πως σε 12 μέρες θα γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα. «Σήμερα θα απολαύσουμε την παγωμένη πανσέληνο», είχε πει λίγο πριν η εκφωνήτρια του ραδιοσταθμού που άκουγα. Χαμογέλασα ανόρεχτα, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω αυτή την παράξενη σύμπτωση,
     «Και γιατί θα πρέπει να την εξηγήσω;» σκέφτηκα. «Mερικά πράγματα και γεγονότα καλό θα ήταν να τα δεχόμαστε όπως είναι, χωρίς να προσπαθούμε να τα ερμηνεύσουμε». Μ’ αυτές τις σκέψεις θαύμαζα το τοπίο. Η σελήνη, τεράστια πάνω ακριβώς απ’ την πλαγιά του βουνού, αφού φλέρταρε για λίγο με την βουνοκορυφή, τελικά ακολούθησε το δικό της μονοπάτι αγέρωχη, αφήνοντας πίσω της κάθε γήινο τοπίο. Έριχνε το κρύο φως της πάνω στο λευκό χιόνι και στον σχεδόν διάφανο πάγο, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζεται η φωτεινότητα. Η νύχτα έγινε με μιας σχεδόν μέρα ή για την ακρίβεια, ένα έντονα φωτισμένο σούρουπο.


     Διέσχισα τα λίγα χιλιόμετρα μέχρι το σπίτι μου. Στο τζάκι βρήκα αναμμένα κάρβουνα από τα κούτσουρα που είχα βάλει το πρωί. Με λίγα φρύγανα και ξερά κλαδιά, δυνάμωσα τη φωτιά κι αμέσως πρόσθεσα μεγαλύτερα ξύλα. Το σπίτι χάρις στη μόνωση και το τζάκι ήταν ζεστό. Ανέβηκα στον πάνω όροφο κι έβγαλα στο μεγάλο μπαλκόνι μου μια πολυθρόνα. Συνέδεσα με το ρεύμα την ηλεκτρική κουβέρτα και κάθισα αναπαυτικά. Δεν ησύχασα. Κάτι μου έλειπε. Κατέβηκα στο σαλόνι κι άρχισα να ψάχνω τις σκαλιστές πίπες που είχα αγοράσει από την Πόλη.  Αν και δεν κάπνιζα, οι σκαλιστές πίπες ήταν ένα είδος φετίχ για μένα. Έψαξα για αρωματικό καπνό στα κουτιά που κατά καιρούς αγόραζα, χωρίς ποτέ στην ουσία να χρησιμοποιήσω. Τελικά δεν με ικανοποίησε κανένας. Όλοι τους φαινόντουσαν «μπαγιάτικοι» και στεγνοί. Στράφηκα προς το ντουλάπι που ο Μωχάμετ, ο πρώην συνεταίρος μου, έβαζε τον καπνό του. Μέσα σ’ ένα βαζάκι βρήκα λίγο από τον καπνό που χρησιμοποιούσε. Πήρα τον καπνό μαζί μ’ ένα ποτήρι κι ένα μπουκάλι  παλαιωμένη τσικουδιά, που μου είχαν στείλει από την Κίσσαμο. Το βαζάκι ήταν ερμητικά κλειστό κι ο καπνός είχε τη σωστή υγρασία. Γέμισα με προσοχή μια απ’ τις λευκές σκαλιστές πίπες μου, πήρα το κουτί με τα σπίρτα και ανέβηκα ξανά στο μπαλκόνι μου.  Κάθισα αναπαυτικά στην πολυθρόνα, τυλίχτηκα με την ηλεκτρική κουβέρτα και άναψα την πίπα μου.
     Το φεγγάρι τεράστιο, ολόγιομο φώτιζε όλη την πλαγιά μέχρι κάτω στο χωριό. Ο καπνός που έβγαινε από τις χιονισμένες καμινάδες συμπλήρωνε ένα μαγευτικό τοπίο με τα σπίτια και τις αυλές να έχουν χάσει κάτι απ’ την αρχιτεκτονική τους μορφή, καθώς το χιόνι και ο πάγος είχε αλλοιώσει την αρχική τους εμφάνιση. Είχα δίπλα μου τα κιάλια νυκτός και προσπαθούσα να δω κάθε λεπτομέρεια στο χιονισμένο δάσος. Το τοπίο ήταν μαγευτικό. Το νυχτερινό φως που έριχνε ο δορυφόρος της γης, έπεφτε πάνω στο χιονισμένο τοπίο, έτσι ώστε η αντανάκλασή του να δημιουργεί φωτοσκιάσεις και παιχνίδια στο μυαλό μου. Τραβώντας βαθιές ρουφηξιές από την πίπα μου, βήχοντας τις περισσότερες φορές, με τον καπνό να καίει τα πνευμόνια μου, με την βαριά του μυρωδιά να με τυλίγει, παρακολουθούσα σιωπηλός τη ζωή στο δάσος. Ένα θρόισμα ανεπαίσθητο, τράβηξε την προσοχή στα δεξιά και μια σκιά κινήθηκε αστραπιαία από τα κλαδιά της τεράστιας  βελανιδιάς στη ρίζα του έλατου που ήταν ακριβώς μπροστά μου. Ένα σπαρακτικό στρίγκλισμα ακούστηκε και το νυκτόβιο αρπακτικό, πέρασε από μπροστά μου, κρατώντας τη λεία του,  που εξακολουθούσε να ουρλιάζει και να κουνάει με απελπισία τα άκρα του.  Ο νόμος της φύσης σκέφτηκα, ανελέητος και διαχρονικός. Κέρδιζε πάντα ο πιο ικανός. Αμέσως μετά ησυχία ακολούθησε, χωρίς καμιά κίνηση, χωρίς κανένα ήχο.


     Γέμισα το ποτήρι με το αλκοόλ. Το ήπια με μια μικρή δυσκολία, γιατί μου έκαιγε τον ουρανίσκο. Η ζεστασιά που με πλημμύρισε ήταν ευεργετική. Δεν ένιωθα το παραμικρό κρύο. Η ηλεκτρική κουβέρτα και η τσικουδιά με προστάτευαν από την παγωνιά. Έβλεπα την εκπνοή μου να βγαίνει σαν ατμός από τα στήθη μου και ήταν το μόνο ενδεικτικό στοιχείο της πολύ χαμηλής θερμοκρασίας που επικρατούσε. Ήξερα πολύ καλά πως η αστροφεγγιά πολλαπλασίαζε το κρύο, αλλά στην παρούσα  περίπτωση αδιαφορούσα, ίσως επειδή δεν το ένιωθα. Ρούφηξα με απληστία τον καπνό της πίπας μου κι αμέσως μετά «κατέβασα» ένα ποτήρι με ευχαρίστηση αυτή τη φορά, γιατί πλέον δεν ένιωθα το κάψιμο του ποτού. Κοίταξα τη σελήνη, Ήταν σε λοξή θέση σε σχέση με το μπαλκόνι μου και φαινόταν  τεράστια σε σχέση με το μέγεθος που νόμιζα πως ήξερα. Στα κλαδιά του τεράστιου έλατου που είχα φυτέψει πριν από χρόνια στην πρόσοψη του σπιτιού μου, μεγάλες ποσότητες χιονιού τ’ αγκάλιαζαν σφικτά. Αυτές οι λευκές μάζες πάνω στο φύλλωμα του δένδρου είχαν παγώσει απ’ το απίστευτο κρύο της ατμόσφαιρας, σχηματίζοντας απόκοσμα σχέδια. Ανάλογα με τη φαντασία καθενός που τα έβλεπε, αυτά έπαιρναν σάρκα και οστά, ζωντανεύοντας μνήμες που είχαν χαθεί. Το ψυχρό φως από τον ουρανό έπεφτε πάνω σ’ αυτά τα περίεργα σχέδια που τόσο έντεχνα και απλόχερα είχε δημιουργήσει η φύση και τα έκανε να λάμπουν  τόσο πολύ,  που νόμιζες πως  κάποιος τα είχε συνδέσει με άπειρα ηλεκτρικά λαμπιόνια.     
     Ήπια μια γερή γουλιά απ’ το ποτό μου, πλατάγισα τη γλώσσα μου με ευχαρίστηση κι έβαλα τη σκαλιστή πίπα στο στόμα μου ρουφώντας με απληστία τον καπνό της. Πάτησα το κουμπί στο τάμπλετ που ήταν δίπλα στο δεξί μου χέρι. Αμέσως μια ροκ μελωδία πλημύρισε την ατμόσφαιρα, από αυτές που άκουγα όταν ήμουν έφηβος. Το αλκοόλ, ο καπνός και η ηλεκτρική κουβέρτα είχαν εξουδετερώσει το κρύο και μια περίεργη ζεστασιά κυριαρχούσε στο σώμα μου. Τέντωσα τα πόδια μου, φροντίζοντας να μην βγουν από την προστασία του σκεπάσματος. Η μουσική εξακολουθούσε να παίζει τους ίδιους γνώριμους σε μένα σκοπούς. Το μυαλό μου ταξίδεψε σε άλλους χρόνους.  Μ’ ένα παράξενο τρόπο, χωρίς στην ουσία να μπορώ να το εξηγήσω, μπροστά απ’ τα μάτια μου γινόταν μια παρέλαση από οπτασίες και μνήμες που νόμιζα πως είχαν ξεχαστεί. Εικόνες  που δημιουργούσε η φαντασία μου, σε συνδυασμό με τις φωτοσκιάσεις του πάγου του χιονιού και της αστροφεγγιάς, ερχόταν στο μυαλό μου με κινηματογραφική δομή, αλλά άναρχα, αποσπασματικά,  χωρίς  σύνδεση και κυρίως χωρίς αρχή και τέλος. Όλα εναλλάσσονταν αυθαίρετα και κυρίως χωρίς έλεγχο. Γεγονότα που έζησα και κυρίως  άλλα που θα ήθελα να ζήσω, άρχισαν πότε ενοχλητικά και πότε με νοσταλγία να με κυκλώνουν. Πρόσωπα που στο παρελθόν γνώρισα, στην ακμή της νιότης τους, ερχόντουσαν και συζητούσαν μαζί μου. Με επιχειρήματα προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν την στάση τους. Τότε κι εγώ μάταια έψαχνα δικαιολογίες  και λεκτικά τρικ για να τ’ αντικρούσω. Κύματα ενοχής γι αυτά που έκανα, μα κυρίως γι αυτά που δεν τόλμησα να κάνω, με πλημμύρισαν σε τέτοιο βαθμό, που έγιναν ενοχικό τσουνάμι και με παρέσυραν σε μια απίστευτη ανάγκη απολογίας.


     Άπλωσα το χέρι μου κι έπιασα το μπουκάλι. Δεν χρειάστηκα ποτήρι, κατέβασα μονορούφι μια γενναία ποσότητα ποτού. Με το αλκοόλ να κυλά στο αίμα μου, ρούφηξα με απληστία τον καπνό της πίπας μου. Αισθάνθηκα καλύτερα, πήρα αρκετό θάρρος, τόσο που ήμουν σίγουρος πως ήμουν σε θέση να αντιμετωπίσω το κάθε τους επιχείρημα με ευκολία και κυρίως ρεαλιστικά. Η πείρα της ηλικίας μού έδινε αυτό το πλεονέκτημα. Εξ άλλου το μόνο που είχα ν’ αντιμετωπίσω ήταν έφηβοι, που ήταν «κολλημένοι» σ’ ένα τρόπο ζωής κατά πολύ ξεπερασμένο. Χαμογέλασα με αυταρέσκεια. Θα τους αντιμετώπιζα όλους με την υπεροπλία της ύστερης γνώσης, κάτι πολύ σημαντικό που σίγουρα θα έλειπε απ’ το οπλοστάσιο των επιχειρημάτων τους.
     Ο καπνός, αχνογάλαζος, με κύκλωνε σαν ένα μικρό σύννεφο ομίχλης γύρω μου και κάποιες φορές μ’ εμπόδιζε να «δω» καθαρά τον συνομιλητή μου. Οι φιγούρες ατόμων που γνώρισα σαν έφηβος έπαιρναν με τη σειρά τον λόγο, απευθυνόντουσαν σε μένα σαν κατήγοροι και τιμητές. Έκαναν ανελέητη κριτική, κυρίως για  γεγονότα  που παρέλειψα ή δεν τόλμησα να κάνω. Κατά ένα περίεργο τρόπο κανείς τους δεν επενέβαινε στον ομιλούντα, κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης των επιχειρημάτων του. Άφηναν μόνο κάποια επιφωνήματα σαν μουρμουρητό, σαν όλοι να συμφωνούσαν και να περίμεναν ν’ ακούσουν τη δική μου άποψη και το πώς θα αντέκρουα τα επιχειρήματα του καθενός.  Μόλις η κάθε σκιά τελείωνε την ομιλία της, πήγαινε πίσω στους υπόλοιπους εκεί που όλοι σχημάτιζαν ένα ημικύκλιο, σαν τον χορό κάποιας αρχαίας τραγωδίας. Κάποια στιγμή ήρθε μπροστά μια μορφή, που σε όλη μου τη ζωή προσπαθούσα ν’ αποφύγω. Γεμάτος περιέργεια, μα και μ’ ένα ενδόμυχο φόβο, κοίταξα το φάντασμα του εαυτού μου περιμένοντας ν’ ακούσω αυτά που θα μου έλεγε, ελπίζοντας να ξεκολλήσω από τις φοβίες του παρελθόντος. Μ’ ένα παράξενο τρόπο το φάντασμα της εφηβείας μου με κοίταζε χωρίς να μιλά και κυρίως χωρίς να κάνει καμιά κίνηση. Παρ’ όλη τη βουβή παρουσία ένιωθα ενοχές να με πλημυρίζουν ανεξέλεγκτα, χωρίς στην ουσία να μπορώ να δικαιολογήσω κανένα από τα συναισθήματα που με είχαν καταλάβει «εξαπίνης». Η σιωπή ήταν πιο εύγλωττη από οποιαδήποτε τοποθέτηση είχα ακούσει από τους υπόλοιπους. Μια σιωπή που με βασάνιζε, χωρίς να ξέρω τον λόγο. Πρόσεξα πως η άυλη μορφή με κοίταζε έντονα, σαν να προσπαθούσε να μου πει κάτι ή να μου θυμίσει μια παράλειψη του παρελθόντος που δεν μπορούσα να αντιληφθώ.


     Ο χρόνος δεν είχε την συνηθισμένη του έννοια. Δεν ξέρω πόσο διήρκησε η ονειροφαντασία μου, καθώς μου ήταν αδύνατο να υπολογίσω τον χρόνο που κύλησε. Έτσι αδυνατούσα να μετρήσω τα λεπτά ή και τις ώρες που πέρασαν ενώ παρακολουθούσα καθηλωμένος, αυτό το ιδιότυπο δικαστήριο. Κούνησα το κεφάλι μου δεξιά αριστερά, προσπαθώντας να διώξω τα φαντάσματα που με είχαν κυκλώσει.  Ένιωθα την κίνηση του κεφαλιού μου αργή, αβέβαιη, σαν να είχα χάσει τον έλεγχο  του σώματός μου κι όλα γινόντουσαν  χωρίς τη θέλησή μου.
     Η μουσική δίπλα μου, μετά από μια μικρή παύση, άρχισε να παίζει το αγαπημένο μου κομμάτι των Rolling Stones, το Angie.  Οι νότες ξεχυθήκαν από την ηλεκτρονική συσκευή που είχα δίπλα μου και γέμισαν την ατμόσφαιρα με τη μαγευτική μελωδία. Αυτό ήταν κάτι που μόνο εγώ το ήξερα. Ποτέ δεν είχα πει σε κανένα για ποιο λόγο εκστασιαζόμουν όταν άκουγα την βραχνή φωνή του  Mick να τραγουδάει αυτό το τραγούδι. Δεν ξέρω αν η παγωμένη πανσέληνος επηρέαζε τις αισθήσεις μου ή έφταιγε κάτι άλλο. Λίγο πριν το φεγγάρι κρυφτεί πίσω από ένα σύννεφο, που με λαγνεία προσπαθούσε να το αγκαλιάσει, το παρατήρησα με προσοχή. Πάλευε και στο τέλος κατάφερε να ξεφύγει από το λάγνο αγκάλιασμα. Πήρα μια βαθιά αναπνοή αφήνοντας δίπλα  στο τραπεζάκι την άσπρη σκαλιστή πίπα. Σήκωσα το κεφάλι μου προς τον ουρανό. Η πανσέληνος έλαμπε με όλο της το μεγαλείο, αλλά για μια στιγμή μου φάνηκε διαφορετική. Την κοίταξα με προσοχή και μου φάνηκε πως μου χαμογέλασε κλείνοντας κοροϊδευτικά το μάτι. Ξαφνιάστηκα με την απρόσμενη οικειότητα, κούνησα  το κεφάλι μου προσπαθώντας να καταλάβω τι συμβαίνει…


«Μου χαμογέλασε», αναρωτήθηκα απορημένος, «μου έκλεισε το μάτι;» Γύρισα και κοίταξα το άσπρο σκαλιστό τσιμπούκι που κάπνιζε ακόμη δίπλα μου στο τραπεζάκι και είπα δυνατά μονολογώντας:
     « Αχ ρε Μωχάμετ, στο ντουλάπι μου έκρυψες τον περίεργο καπνό σου;» 

Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία αποτελεί την πλήρη ανάπτυξη της ιστορίας που δημοσιεύτηκε στις 18/12/19 με τίτλο "Ζαλισμένη (παγωμένη) πανσέληνος".

       

No comments:

Post a Comment