Sunday, 16 February 2020

Έρωτας στα βελανίδια


Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο




     Πέρα σ’ εκειά τα χρόνια, περί τα 1920 π’ ακόμα η φτώχια διαφέντευε στο Ξηρόμερο κι εξόν απ’ το μαξούλι π’ άφηναν τα γιδοπρόβατα και την ξασφάλιση της ζωοπόρεψης, της φαούρας να πούμε, για φαμελιά και ζωνταντά απ’ το μαξούλεμα των σπαρτών, απαντοχή τρανή ήτανε και το βελανίδι, απαραίτητο στη βυρσοδεψία· ο βελανιδιώνας μέγας στο Ξηρόμερο τότες, στα Βαλκάνια απαράβγαλτος.
     Γιομάτος ο τόπος βελανιδιές τα παλιά ζαμάνια, έλεγαν οι προεστοί, τόσο που απ’ τον Καρβασαρά ως τ’ Αντιλικό έφτανες δίχως να πατήσεις χώμα, από κλαρί σε κλαρί. Αργότερα η φωτιά ξεπάστρεψε τις πολλές βελανιδιές να γένουν χωράφια· είχε κι η ξύλεψη μερίδιο σ’ εκείνη την καταστροφή. Όμως στον Πεταλά και στο μέσα Ξηρόμερο, οι βελανιδιές απόμειναν κι εκεί σύρρεε πάσα Αύγουστο ντουνιάς, να συγκομίσει βελανίδι.

     Χαρά στο χωριό, λοιπόν, που ήταν σιμά στο δάσο ή και μέσα στο δάσο με τις πολλές βελανιδιές, ότι δεν χρειάζονταν ξεσπιτωμός τον καιρό της συγκόμισης του βελανιδιού.
     Ένα τέτοιο Ξηρομερίτικο χωριό, καταμεσίς του δάσου του βελανιδιώνα, ήτανε ο Πρόδρομος. Εκειά τα χρόνια οι προδρομίτες μαξούλευαν καλά απ’ το βελανίδι και πολλοί καζάντισαν κι αποτίναξαν τη φτώχια.
     Μεσιτάδες κι έμποροι, γνοιάζονταν από νωρίς να κλείσουνε συμφωνίες αναμετάξυ τους αλλά και με τις φαμελιές που μάζωναν το βελανίδι. Καρτέραγαν στον Άγιο Παντελέημονα κι αργότερα στον Αστακό, μπάρκα Καντηλιώτικα, Θιακά και Καλαμισιάνικα, να φορτώσουν βελανίδι για το Τριέστι, τη Σμύρνη, το Λιβόρνο, τη Μάλτα, τη Μυτιλήνη κι αλλού.

     Στον Πρόδρομο το λοιπόν, ήταν ένας πολυτάλαντος άνθρωπος ο μπάρμπα Κώστας, που εξόν που κάτεχε καλά τη γραμματική, είχε φλόγα και για το θέατρο και χιούμορ αστείρευτο· συνάμα με τις άλλες δουλειές, μεσιτεύονταν και το βελανίδι του χωριού.
     Ο μπάρπα Κώστας είχε κι ένα γιό πιανούμενο το Χαρίλαο, που τήραε να τον μπάσει στα μυστικά του εμπορίου, ότι αυτή ήταν η καλή φλέβα της σίγουρης εσοδείας.
     Εκείνο τον καιρό όμως ο Χαρίλαος καίγονταν στο μυαλό και στην καρδιά, καίγονταν σύγκορμος για μια φλογισμένη νέα του χωριού τη Δημητρούλα και κάθε τόσο χάνονταν απ’ τα μάτια του πατέρα του.
     Πάσα πουρνό και πάσα δειλινό ο Χαρίλαος κι η Δημητρούλα συβρίσκονταν στην εξοχή, τάχα ότι στην ίδια τη μεριά έδεναν τα γαϊδούρια τους κι εκεί γεύονταν τα μυστικά των κόρφων τους και γιόρταζαν τον έρωτά τους.
     Πυρ και μανία ο μπάρμπα Κώστας με το Χαρίλαο π’ άφηνε το νιτερέσο για τις αγαποδουλειές· νείρονταν και καλύτερη νύφη για το γιο του και με γερό κομπόδεμα, αλλά υπομόνευε κι έκανε πως δεν καταλάβαινε.
     Κάποτε όμως, τέλη Αυγούστου με το παλιό, αποβραδίς, ο μπάρπα-Κώστας, δίνει διάτα στο Χαρίλαο,
     - Αύριου ταχιά αξ’μέρουτα, ν’ ασκωθείς και να διάβ’ς ζ’ Πάτρα, να βρεις τον έμπουρα για του βιλανίδ’, να κλείσουμι συφουνία.
     Κι ο Χαρίλαος, την άλλη μέρα αξημέρωτα έφυγε για την Πάτρα… Κι απέ πάει το πουρνό η νέα η Δημητρούλα, τάχα για το γαϊδούρι της κι απαντάει τον κύρη του καλού της, το μπάρπα-Κώστα. Τι να κάμει η καημένη, μαζώνει το ξαφνιασμά της ούλο, τηράει τον μπάρπα-Κώστα και θαρρετά του κρένει με την ξηρομερήτικη λαλιά της.
     - Καλ’μέρα μπάρπα-Κώστα!
     - Τι γυρεύεις εις το δάσος τέτοια ώρα Δημητρούλα; την αρώτησε αντίς για καλημέρα ‘κείνος, που σκωπτικά συνήθιζε, λένε, να μιλάει τη γλώσσα την πρωτευουσιάνικη.
     - Του γαϊδούρι μ’ μπάρπα-Κώστα, απλοήθει ατάκα η Δημητρούλα.
     Κι ο μπάρπα–Κώστας, που κάτεχε λεπτομέρειες για τη φλόγα του Χαρίλαου και της Δημητρούλας, της έδωκε πληροφόρηση
     - Το γαϊδούρι που γυρεύεις Δημητρούλα, σήμερα είναι εις τας Πάτρας!
     Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά, στις 5/12/2019 στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.

No comments:

Post a Comment