Γράμμα του Ανδρέα Μαρολαχάκη από τη Χαράδρα της Ημαθίας
10 Ιανουαρίου 2020
Έχετε προσπαθήσει να αρνηθείτε να πιείτε τσικουδιά, που σας προσφέρουν Κρητικοί; Δοκιμάσατε να ξεφύγετε από μια πρόποση που κάνουν Κρητικοί, σηκώνοντας τα ποτήρια γεμάτα, με το άχρωμο αλκοόλ της πατρίδας τους; Σας έχει τύχει ν’ αδειάζουν το περιεχόμενο του ποτηριού τους, με μια απότομη κίνηση, πλαταγίζοντας μ’ ευχαρίστηση τη γλώσσα τους και να σε κοιτάνε στα μάτια, περιμένοντας να κάνεις κι εσύ το ίδιο; Κι εσύ απελπισμένος, να ψάχνεις εναγωνίως μάταια δικαιολογίες, για ν’ αποφύγεις αυτή τη δοκιμασία;
Μόνο αν σας έχει συμβεί κάτι από όλα αυτά, θα με καταλάβετε. Σήκωσα το ποτήρι μου στο ύψος του προσώπου και αφού μουρμούρισα περίπου τα τυπικά λόγια της ίδιας πρόποσης, που είχαν κάνει οι δυο φίλοι μου, άδειασα το περιεχόμενό του μέσα μου. Το υγρό κύλισε αργά «καίγοντας» τη στοματική μου κοιλότητα αρχικά, τσουρουφλίζοντας το λαρύγγι μου και τον οισοφάγο στη συνέχεια, για να καταλήξει στο στομάχι μου, εδραιώνοντας μια περίεργη ζεστασιά. Κούνησα με ανακούφιση το κεφάλι μου, που ξεπέρασα τη δοκιμασία και άφησα το ποτήρι στο τραπέζι, περήφανος που δεν έδειξα καμιά αδυναμία και κανείς από τους δυο δεν κατάλαβε, τη δυσκολία της κατάποσης του Kρητικού προϊόντος. Πριν προλάβω να συνέλθω από τη δοκιμασία γέμισαν ξανά τα ποτήρια, ξεστόμισαν μια νέα ευχή και συγχρονισμένα τα άδειασαν ενώ με κοίταζαν περιμένοντας τη δική μου σειρά. Μην τολμώντας να κάνω κάτι διαφορετικό, άδειασα το ποτήρι μου με μια απότομη κίνηση νιώθοντας τα ίδια συμπτώματα με την πρώτη φορά και προσπαθώντας να κρύψω κάποια δάκρια που κυλούσαν ανεξέλεγκτα, καθώς το αψύ υγρό γλιστρούσε μέσα στο σώμα μου. Αυτή η ιεροτελεστία συνεχίστηκε γι αρκετή ώρα, χωρίς να μπορώ να πω με σιγουριά πόσα ποτήρια κατανάλωσα.
Βρισκόμασταν στο μεγάλο μπαλκόνι του σπιτιού μου, που έχει θέα προς το δάσος. Ακριβώς έξω από την περίφραξη του σπιτιού, υπάρχει ένας δασικός δρόμος κι αμέσως μετά ξεκινά το λαγκάδι, τόσο πυκνό που δεν σου αφήνει περιθώρια να διακρίνεις σε βάθος δυο τριών μέτρων, στο εσωτερικό του. Αυτό είχε γοητεύσει και τους δυο επισκέπτες, που σαν έμπειροι κυνηγοί, έβλεπαν ότι γενικά το «δάσος μου», ευνοούσε τις πιθανότητες να κυνηγήσουν θηράματα όπως τα αγριογούρουνα, πράγμα που δεν είχαν τη δυνατότητα να το καταφέρουν στην πατρίδα τους, αφού εκεί αγριογούρουνα δεν υπάρχουν.
Το μεσημέρι της ίδιας μέρας, είχα υποδεχτεί στη Βέροια, τον φίλο μου από την εφηβεία τον Φώτη μαζί με τον φίλο του τον Μάνο. Φανατικοί και οι δυο με το κυνήγι και παρ’ όλο που ήρθαν γι άλλο λόγο στην περιοχή μας, είχαμε συμφωνήσει να τους φιλοξενήσω μερικές μέρες στη Χαράδρα. Μόλις είδαν την τοποθεσία του σπιτιού μου, ενθουσιάστηκαν κι άρχισαν να κάνουν σχέδια για τα θηράματα, που θα μπορούσαν να πιάσουν. Αποφάσισαν να στήσουν «παρατηρητήριο» απ’ το μπαλκόνι μου, με την ελπίδα να περάσουν από μπροστά τους κάποια άγρια ζώα. Είχε βραδιάσει όταν είχαμε βγει στο μεγάλο μπαλκόνι, με τις απαραίτητες καρέκλες και φυσικά με την τσικουδιά που είχαν φέρει από την Κρήτη. Το φεγγάρι ολόγιομο, φώτιζε την περιοχή, σαν να ήταν απλά απόγευμα. Η παγωνιά κυριαρχούσε, αλλά δεν μας άγγιζε, γιατί το αλκοόλ που είχαμε καταναλώσει, ήταν αρκετό για να μας κάνει να μην τη νιώθουμε. Κατά ένα περίεργο τρόπο, το φως του φεγγαριού κυριαρχούσε στο τοπίο και σου έδινε την αίσθηση, ότι είναι νωρίς το απόγευμα και όχι μεσάνυχτα. Το απαλό φωτεινό γκρίζο της ατμόσφαιρας, μας επέτρεπε να διακρίνουμε με σχετική άνεση, σε μεγάλη απόσταση. Οι δυο κυνηγοί, παρ’ όλη την ρακοκατανάλωση, με μάτια αεικίνητα, σάρωναν όλο τον λόγγο, ελπίζοντας να διακρίνουν το υποψήφιο θήραμά τους. Παρ’ όλη την ετοιμότητά τους, δεν παρέλειπαν να γεμίζουν τα ποτήρια τους (δυστυχώς και το δικό μου) κάνοντας τις πιο αστείες προπόσεις που θα μπορούσε να σκεφτεί και ο πιο ευρηματικός νους. Σε κάθε θρόισμα ή σε κάθε πνιχτό ήχο, τέντωναν τον λαιμό τους και η προσοχή τους εστιαζόταν προς την πηγή του θορύβου. Εγώ είχα πάψει προ πολλού να νιώθω έστω και το παραμικρό «κάψιμο», από την κατάποση του αλκοόλ και μπορώ να πω, ότι δεχόμουν το κάθε κέρασμα, σχεδόν με ευχαρίστηση. Μάλιστα κάποια στιγμή, προς έκπληξη των δυο επισκεπτών μου, γέμισα τα ποτήρια με άνεση, σαν να ήταν κάτι που το έκανα συχνά κι έφερα πρώτος το ποτήρι στα χείλη μου. Με ακολούθησαν ευχαριστημένοι με την κίνησή μου και επανέλαβαν διαδοχικά το εγχείρημά μου. Το κρητικό ποτό έπαψε να με ενοχλεί, αντίθετα η κατανάλωσή του, με έκανε να νιώθω πολύ καλύτερα και να τα βλέπω όλα με άλλο «μάτι». Εγώ που πάντα αντιπαθούσα το κυνήγι, τώρα αντιμετώπιζα πολύ χαλαρά την ιδέα, ότι απ’ το μπαλκόνι μου θα σκότωναν κάποιο άγριο ζώο.
Οι δυο επισκέπτες μου σχολίαζαν στην ιδιόρρυθμη ντοπιολαλιά τους, που με δυσκολία παρακολουθούσα, κάθε κίνηση ή σκιά που έπεφτε στην αντίληψή τους, εξηγώντας τα πάντα κατά το δοκούν. Έτσι πολύ σύντομα, ακούγοντας να μιλάνε και να συμφωνούν ή να διαφωνούν για κάθε πιθανή κίνηση ή για την οποιαδήποτε φωτοσκίαση που έπεφτε στην αντίληψή τους, νόμιζα πως τελικά είχαν δίκιο και προσπαθούσα να δω κι εγώ μέσα στο σκοτάδι. Η αλήθεια είναι, πως τίποτα απ’ όσα αυτοί αντιλαμβανόταν, δεν μπορούσα να δω ή να καταλάβω. Έβλεπα απλές σκιές ή κινήσεις από κάποια φτερωτά νυχτόβια αρπακτικά, που καιροφυλακτούσαν για κάποιο θήραμα. Καμιά από τις κινήσεις που έβλεπαν και εξηγούσαν οι δυο κυνηγοί, δεν ήταν δυνατόν να δω και να εξηγήσω αναλόγως. Ίσως βασικός λόγος αυτής της αδυναμίας μου να ήταν ή έλλειψη εμπειρίας ως προς τα «κυνηγετικά», καθώς ποτέ δεν είχα κυνηγήσει, ούτε είχα εμπειρία κυνηγιού.
Ξαφνικά, σαν να ήταν συνεννοημένοι, σταμάτησαν κάθε συζήτηση και αφουγκράστηκαν με προσοχή στη σιγαλιά της νύχτας. Αφού κοιτάχτηκαν για λίγο με «σημασία», πήραν τα όπλα τους και βγήκαν έξω στο δάσος. Το φως της σελήνης ήταν αρκετό και φώτιζε όλη την περιοχή σαν να ήταν σούρουπο. Αφηρημένος τους κοίταζα που κατηφόριζαν την πλαγιά σιωπηλοί και χωρίς να κάνουν τον παραμικρό θόρυβο. Πολύ γρήγορα χάθηκαν πίσω από τη βλάστηση του πυκνού λόγγου και έχασα κάθε οπτική επαφή μαζί τους. Άπλωσα το χέρι μου, έπιασα το μπουκάλι με τη ρακή και γέμισα το ποτήρι μου. Το έφερα στα χείλη μου και μπορώ να πω, πως απόλαυσα το ποτό, που κυλούσε μάλλον ευχάριστα μέσα μου.
Κοίταξα το φεγγάρι. Ήταν ολόγιομο. Φάνταζε τεράστιο και έριχνε απλόχερα το ασημένιο του, σχεδόν λευκό, φως σε όλο το δάσος. Με εξαίρεση τις σκιές των τεράστιων δένδρων, όλο το υπόλοιπο τοπίο, είχε μια καταπληκτική ορατότητα, με το φως του δορυφόρου της γης να μην αφήνει κανένα περιθώριο στο σκοτάδι. Η θερμοκρασία ήταν πολύ χαμηλή και είχε κατά πολύ ξεπεράσει το οριακό σημείο του πάγου, κάνοντας τους νερόλακκους να ασπρίζουν, καθώς είχε στερεοποιηθεί το περιεχόμενό τους, αλλάζοντας την υγρή μορφή του. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και με την υγρασία που υπήρχε πάνω στα κλαδιά των δένδρων, με το φως να αντανακλάται πάνω στους παγωμένους κρυστάλλους και να τους κάνει να μοιάζουν με λαμπερά λευκά φωτάκια. Το ελαφρό, αλλά παγωμένο, αεράκι ανάγκαζε τα κλαδιά των δένδρων να κουνιούνται, με τα φύλλα να θροΐζουν, ενώ κατά ένα παράξενο λόγο, το απαλό σφύριγμα του ανέμου, συμπλήρωνε την ορχήστρα του δάσους και μαζί με τις φωτοσκιάσεις δημιουργούσε ένα φυσικό ηχόραμα.
Κοίταξα για άλλη μια φορά το φεγγάρι και για μια στιγμή μου φάνηκε πως άλλαζε χρώμα. Το λευκό ασημένιο του χρώμα, έδινε σταδιακά τη θέση του, σ’ ένα κιτρινωπό που όσο το κοίταζα μου φαινόταν όλο και πιο έντονο. Ψευδαίσθηση είναι σκέφτηκα και γέμισα γι' άλλη μια φορά το ποτήρι μου, με τον «αγιασμό» της Κρήτης. Η σελήνη ήταν στη θέση της, αλλά μου έδινε την εντύπωση πως η εικόνα της άλλαζε σταδιακά. Εκτός από το χρώμα της, έβλεπα ν’ αλλάζει και το σχήμα της. Όσο περνούσε η ώρα ένα τμήμα της χανόταν στην παρασκιά της γης. Ήταν μια ξεχωριστή έκλειψη. Η παρασκιά της γης έκρυβε τη σελήνη κι έκανε δυσδιάκριτο το σχήμα και το μέγεθός της. Μακριά, από το βάθος του δάσους, ακούστηκαν οι κρότοι δυο διαδοχικών πυροβολισμών. Πριν ακόμη τελειώσει το σφύριγμά τους στην ατμόσφαιρα, ακούστηκε απ’ τα υψώματα ο λυκιθμός ενός μοναχικού λύκου. Αμέσως τον μιμηθήκανε με ουρλιαχτά, λύκοι από τις γύρω περιοχές, πολλαπλασιάζοντας με ένα μυστηριώδη τρόπο, τους ήχους του δάσους. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως οι κυρίαρχοι θηρευτές θρηνούσαν για την απώλεια της πανσέληνου. Έμεινα για μια στιγμή ακίνητος αναμοχλεύοντας την μνήμη μου.
«Μα βέβαια», μουρμούρισα, «σήμερα είναι η πανσέληνος του Λύκου».
No comments:
Post a Comment