Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο
- Πάμι να ιδούμι του κ’θάρ’, είπε του μικρού γιού του.
- Πάμι, αποκρίθη ο μικρός.
Τέτοιον καιρό, που κόντευε να στρίψει ο Χαμένος*, πάσα χρόνο, έκανε βόλτα στα νιόσπαρτα χωράφια, να ιδεί την προκοπή τους. Τα καλά χωράφια τάφηνε χέρσα ίσα με τέλη του Μαρτιού ότι τάχε για καπνοχώραφα. Για θέρο έσπερνε τα τσιπόρια* στις ράχες και στα ξέφωτα του λόγγου. Έσπερνε στάρι για το ψωμί της χρονιάς, βρόμη για τα χοντρά τα πράματα και κριθάρι για τα μανάρια που είχε κρατήσει μετά το ξέκαμα του κοπαδιού. Άφηνε και κάνα καλό τσαΐρι* για βοσκή.
Διάβαιναν ποδαράτο τη στράτα, που ήταν σε μεριές χορταριασμένη, ότι είχαν αραιώσει οι αράδιασες σ’ αυτόν τον τόπο, μετά απ’ τη σπαρμωδία· πού και πού διάβαινε κάνας τσομπάνης-μπιστικός ή καμιά γυναίκα που είχε βγει να μάσει λάχανα ή με το γαϊδούρι της για φρύγανα. Καθώς περπάταγαν ο ένας πλάϊ στον άλλον πατέρας και γιος κουβέντιαζαν, το πλείστο απόκρισες στις απορίες του μικρού ήταν ο λόγος. Απορίες για τον τόπο, πώς το λένε αυτό εδώ (το μέρος) τίνος είναι αυτό το χωράφι, τίνος είναι αυτό το κοπάδι, τίνος είναι αυτό το άλογο, ποιος είναι αυτός που μας καλησπέρισε, αλλά κι απορίες για τον κόσμο στα παλιότερα χρόνια, για τους παππουλάδες και τους προπαππουλάδες, πώς όργωναν τότε, πώς θέριζαν και πώς αλώνιζαν, πώς γένονταν τ’ αλεύρι.
----------------------------------------------------//----------------------------------------------------
- Ένα τάϊ έχου ακόμα, περιμέν’τι ικεί στ’ν άκρ’ κι έρχουμι να κάτσουμι, τους φώναξε ο πατέρας του σα ζύγωσαν στο χωράφι.
Το χωράφι ήτανε μισό οργωμένο κι είχε πάρει ένα μαυροκόκκινο χρώμα κι τ’ άλλο μισό ακάμωτο κι είχαν αρχίσει να φυτρώνουν τα πρώτα νια χορτάρια μετά τις πρώτες βροχάδες. Σε κάθε αυλακιά π’ άνοιγε τ’ αλέτρι κι ανασήκωνε το χωράφι, όλο και κάποιο δροσάτο χινοπωρινό αγριολούλουδο χάνονταν κάτω απ’ το χώμα και λυπόταν ο μικρός που το λουλουδάκι έχανε τη ζωή του. Κι η μάνα του που τον έβλεπε λυπημένο το καταλάβαινε και τον παρηγόραε.
- Τα λουλούδια κρύβουντι στο χώμα να ζισταθούνι γιατί του Χ’μώνα κάν’ κρύου κι θα ματαβγούνι χαρούμινα την Αν’ξ’ π’ θα καλάρ’ ου κιρός, τούλεγε.
Πήγε λίγε βόλτες πέρα-δώθε ο ζευγολάτης πατέρας και στην άκρη μιας αυλακιάς, σιμά εκεί που περίμεναν η γυναίκα του κι ο γιός του, σταμάτησε το ζευγάρι κι αφού τους έβαλε τους τροβάδες να τρώνε τα ζωντανά καθώς ξανάσαιναν, έκατσε πλάϊ στους δικούς του, ψίχα να ξαποστάσει κι αυτός να φάει και να πιεί νερό.
Σαν απόφαε ο πατέρας του σηκώθηκε, πήρε ένα παλιό σακούλι που είχε αφημένο πάνω σ’ ένα τσουβάλι με σπόρο κριθαριού κι αφού το μισογιόμωσε το πέρασε στον ώμο του κι άρχισε να σκορπάει το σπόρο στ’ ακάμωτο χωράφι. Ξανάβαλε σπόρο στο σακούλι και πάλι ξανά ώσπου σκόρπισε όλο το σπόρο του τσουβαλιού στο επίλοιπο χωράφι τ’ ακάμωτο κι ύστερα έπιασε ξανά τ’ αλέτρι πίσω απ’ το ζευγάρι και τινάζοντας τα γκέμια τους κίνησε να οργώσει τ’ άλλο μισό χωράφι, να σκεπάσει το σπόρο που μόλις πριν είχε σκορπίσει.
Ως αργά το δειλινό είχε μαυροκοκκινήσει όλο σπαρμένο και φρεσκοοργωμένο χωράφι. Ο μικρός χαίρονταν πούχε απολάψει τη σπορά κι ακόμα ηρεμούσε καθώς ήξερε πως τα χωμένα αγριολούδα κάτω απ’ το χώμα, ζεσταίνονται για να ματαβγούνε την Άνοιξη ορεξάτα.
----------------------------------------------//-------------------------------------------------------------
Έφτασαν στη ράχη πάνω απ’ το χωράφι που ήταν σπαρμένο με κριθάρι και το αντίκρυσαν νάναι σκεπασμένο με χνούδι πρασινωπό. Φανέρωσε το θαμασμό του ο μικρός, είδε και τη χαρά στα μάτια του πατέρα του. Το κριθάρι είχε φυτρώσει κι είχε απλωθεί σ’ όλο το χωράφι κι ήταν αυτό μήνυμα ότι το διάφορο θάναι καλό.
- Δεν κρυών’νι τα φύτρα του χ’μώνα, ρώτησε ο μικρός τον πατέρα του.
- Πάει βαθιά η ρίζα τ’ς κι είνι ζιστή, μη σκουτίζισι, αποκρίθη ο πατέρας διώχντας την ανησυχία του μικρού.
Έφεραν όλο το σπαρμένο χωράφι βόλτα σ’ όλες τις άκρες του, να το εξετάσουν παντού κι αφού είδαν πως δε λάθεψε πουθενά, σιγουρεύτηκαν για την προκοπή του κριθαριού.
Φχαριστημένοι και ξέγνοιαστοι κίνησαν πίσω για το χωριό – δεν ήτανε μακριά.
Έφτασαν θάμπωμα στο χωριό, στο σπίτι, όπου η μάνα του τους περίμενε όλο προσμονή, να μάθει τα μηνύματα του σπαρτοχώραφου, να ιδεί και τα μάτια που λαχταρούσε. Τους έβαλε να κάτσουν πλάι στη γωνιά, στου τζακιού τη φωτιά. Στον τεντζερέ, πάνω στην πυροστιά είχαν αρχίσει να βράζουν τα πολυσπόρια, δέηση, να δώσουν όλοι οι σπόροι και να προκόψουν τα σπαρτά, ότι της Πολυσπορίτ’σας ταχιά.
*Χαμένος=Νοέμβριος
*Τσιπόρια=χωράφια ξηρικά στις ράχες κι ανάμεσα στους λόγγους
*Τσαΐρι=Λειβάδι
Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 20/11/2019, στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.
Οι φωτογραφίες είναι από το διαδίκτυο.
No comments:
Post a Comment