Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο
Εξόν από το νυφιάτικο λαμαρινένιο κρεβάτι με τις μακριές τάβλες, τα μόνα της έπιπλα ήτανε ένα παλιό μπαούλο πούχε κληρονομήσει απ’ τη μάνα της κι ένα παλιό αρμάρι που τόχε η πεθερά της προικιάρικο. Είχε και κάτι κανίστρες κάτω απ’ το κρεβάτι που έβανε μέσα εσώρουχα και μάλλινα. Τα ρούχα τα καλά τα είχε σε κρεμάστρες πίσω απ’ την πόρτα της κάμαρης κι από πάνω είχε προσεχτικά στερεωμένο ένα σεντόνι, μη σκονίζονται. Για τα καθημερνά – κάνα σακάκι, κάνα παναφόρι – είχε κρεμάστρα πίσω απ’ την πόρτα του χειμωνιάτικου. Τα στρωσίδια και τα σκεπάσματα τάχε διπλωμένα και ντανιασμένα στο γοίκο. Τα καθημερνά κουζινικά τα έκρυβε κάτω απ’ τον πρόχειρο νεροχύτη. Το σκαφίδι και τα ταψιά τα έκρυβε στο υπόγειο και τάβγανε πάσα φορά που ζύμωνε.
Όπως συγύριζε και δίπλωνε και ταχτοποίγαε τα ρούχα, τα σκεπάσματα, τα στρωσίδια και τ' αγγειά* της, δίπλωνε και ξεδίπλωνε και την καρδιά της. Μελέταε* το χωριό της και τους δικούς της άκοπα, τ’ αδέρφια της και προπαντός την πεθαμένη αδερφή της την Αντριάνα. Έλεγε τ’ όνομά της, της έφευγε και κάνα δάκρυ κι απέ την έπιανε η γνοιάση για τον Αντρίκο, το μονάκριβο ανιψιό της απ’ τη χαμένη αδερφή της, ότι η ίδια τον είχε αναστήσει σαν παιδί της. Κι άκοπα τήραε πέρα στα βουνά του Βάλτου, όπου το χωριό που τώρα μεγάλωνε ο Αντρίκος, ότι αυτή θαρρούσε πως ήτανε κι η αράδιαση της ψυχής της Αντριάνας, απ’ το Ξηρόμερο όπου ήταν θαμμένη, ως το Βάλτο όπου μεγάλωνε το μοναχοπαίδι της.
Έξη αδέρφια ήτανε και πορεύονταν στο κεφαλοχώρι του Ξηρόμερου, τρεις αδερφάδες για ξόδεμα και τρεις αδερφοί να πορευτούνε με τα λίγα που τους άφηκε κληρονομιά η μάνα τους· τον πατέρα τους τον είχε πάρει σώγαμπρο – ξενοχωρίτης κι ανεχής ήτανε – ότι είχε μείνει μοναχή της δίχως ίσκιο γονιού ή αδερφού.
Είχανε μείνει έξη αδέρφια ορφανά κι ήτανε χρεία να γνοιαστούν να κάμουν προκοπή. Έπρεπε οι αδερφοί να παντρέψουν τις αδερφάδες τους, να μείνει χώρος να μπούνε οι νυφάδες στο σπίτι. Κι ήτανε βιάση, ότι, όπως διάβαινε ο καιρός, φορτώνονταν με χρόνια κι οι αδερφάδες τους κι ήτανε φόβος μην τους μείνουνε στο ράφι, ότι συνάμα κι οι προίκες τους λειψότερες κι από φτωχές.
Στα καλά καθούμενα μια μέρα, βρέθηκε ο γαμπρός για τη μεγάλη αδερφή την Αντριάνα, ο Νωματάρχης του χωριού, ένας ψωμωμένος άντρας, που στέρχτηκε να την παντρευτεί δίχως απαιτήσεις για προικιό, εξόν απ’ το γοίκο της και τα κεντήματά της. Και γένηκε ο γάμος και πήραν απαντοχή για σειρά κι οι άλλες οι αδερφές. Η Αντριάνα παιδεύτηκε μ’ αποβολές όσο να κρατήσει παιδί και τέλος δέησε νάρθει η ώρα να κάμει παιδί σερνικό στις 28 τ’ Απρίλη στα 1952, μα ο γιατρός που την ξεγέννησε τη σακάτεψε και δεν άντεξε η γυναίκα και πάει την άλλη μέρα από αιμορραγία κι έμεινε το γεννητούρι δίχως μάνα και δίχως βυζί να πιαστεί.
Μεσ’ στ’ αβάσταχτο πένθος, ανέλαβαν οι αδερφές της Αντριάνας ν’ αναστήσουν το μωρό στις αγκαλιές τους, μη στερηθεί σάρκα κι αγάπη από μάνα. Συφώνησαν με το χήρο γαμπρό τους το Νωματάρχη κι έδωκαν τ’ όνομά της μακαρίτισσας στ’ ορφανό και τόβγαλαν μ’ αεροβάφτισμα Αντρίκο, μη χαθεί αβάφτιστο τ’ άπληρο, ότι απότιστο απ’ της μάνας του το γάλα.
Ο Νωματάρχης σε λίγο άλλαξε τόπο κι άφηκε το παιδί στις θειάδες και στους μπαρπάδες του· νέος άντρας τι νάκανε; Ματαπαντρεύτηκε κι έκαμε προκοπή μ’ άλλη γυναίκα.
Κύλησε ο καιρός και βάφτισαν τ’ ορφανό κανονικά, τώρα με παπά και με κουμπάρο, και τόβγαλαν επίσημα Αντρέα, μα συνέχισαν Αντρίκο να το λένε.
Η δεύτερη αδερφή της μάνας του Αντρίκου, η Σοφία, παντρεύτηκε τον άλλο χρόνο σ’ άλλο χωριό μακριά· δύσκολα τότε τα ταξίδια κι οι επαφές κι έμεινε η τρίτη η μικρότερη αδερφή, η Γιαννούλα, να κάνει τη μάνα τ’ Αντρίκου, να τον αξήνει δίχως να νιώσει ορφάνια και καημό.
Μεγάλωνε ο Αντρίκος στην αγκαλιά της θειας του της Γιαννούλας, κάτω απ’ τον ίσκιο των μπαρπάδων του, του Στάθη, τ' Αντώνη και του Νάσου. Μεγάλωσε και γένηκε παιδόπουλο κι έπαιζε με τα παιδιά της γειτονιάς, και γύριζε στο σπίτι κι έτρωε ψωμί με ζάχαρη κι όλοι τον χόρταιναν φιλιά.
Στη γύρα των καιρών ήρθε κι ώρα που η Γιαννούλα αρρεβωνιάστηκε – γιομάτη πόνο κι ενοχές π’ άφηνε πίσω τον Αντρίκο – και παντρεύτηκε σ’ άλλο χωριό κι αυτή, σ’ απόσταση μεγάλη κι έκαμε δική της φαμελιά. Ο Αντρίκος, μαραμένος ότι έχασε τη θεια του, για μάνα την είχε, μάνα τη φώναζε, άλλη μάνα δεν είχε γνωρίσει· έχανε τώρα όλο τον κόσμο κι έμενε δίχως αγκαλιά, ετούτη τη φορά ήταν που αιστάνθηκε αληθινή ορφάνια.
Ήρθε η ώρα να ξετοπίσει κι ο Αντρίκος, πέντε χρονώ παιδόπουλο, ν’ ανταμώσει τον πατέρα του το Νωματάρχη στο χωριό της καταγωγής του, απάνω στα βουνά του Βάλτου, όπου ζούσε με τη νέα του οικογένεια – να βρει καινούργια μάνα και να γνωρίσει αδερφή – να ζωοπορευτεί κοντά τους και να τους αγαπήσει, μακριά πια απ’ τον τόπο που γεννήθηκε, μακριά απ’ τον κόσμο της καρδιάς του. Μα εκεί ήταν ο πατέρας του, αλλιώς δεν μπορούσε να γένει. Οι δυο απ’ τους τρεις μπαρπάδες του – της μάνας του τ’ αδέρφια – είχανε κάμει πια κι εκείνοι φαμελιές που έπρεπε να θρέψουν.
Κι η Γιαννούλα, παντρεμένη πια, σα συγύριζε και δίπλωνε και ταχτοποίγαε τα ρούχα, τα σκεπάσματα, τα στρωσίδια και τ’ αγγειά της, δίπλωνε και ξεδίπλωνε και την καρδιά της. Μελέταε το χωριό της και τους δικούς της άκοπα, τ’ αδέρφια της και προπαντός την πεθαμένη αδερφή της την Αντριάνα. Έλεγε τ’ όνομά της, της έφευγε και κάνα δάκρυ κι απέ την έπιανε η γνοιάση για τον Αντρίκο, το μονάκριβο ανιψιό της απ’ τη χαμένη αδερφή της, ότι η ίδια τον είχε αναστήσει. Ου Αντρίκους μ’, έλεε και πάλε ματαβούρκωνε και σφούγγιζε τα μάτια της και τήραε πέρα στα χρόνια και σάμπως πίσω απ’ τα βουνά όπου ήτανε το χωριό του Νωματάρχη, όπου μεγάλωνε τώρα κι ο Αντρίκος.
Μετά από κάθε απόβροχο, που φύσαε βοριαδάκι και καθάριζε ο ουρανός, της φαίνονταν πως σιμώνουν τα βουνά και χόρευε η καρδιά της μέσ’ στ’ αστήθι της και φούντωνε η λαχτάρα της ότι ένιωθε πως όπου νάναι σε κάποια κορφούλα θα ιδεί τον Αντρίκο να ροβολάει με τις μικρές του δρασκελιές και σφούγγιζε τα χέρια της απ’ την ποδιά της να τον αγκαλιάσει. Μα η μέρα, σαν η ζωή, πάλε θόλωνε γλήγορα απ’ του ήλιου τις αντιφεγγιές, απ’ τις τις ανάσες της γης κι απ’ τους κουρνιαχτούς που σήκωναν οι αράδιασες και τα βάσανα του κόσμου. Τα βουνά πάλε μάκραιναν κι η λαχτάρα της Γιαννούλας έδωνε τη θέση της στο μαράζι της για τα χρόνια πούχε να σφίξει τον Αντρίκο στην αγκαλιά της. Και μάζωνε τη θλίψη της και ταξίδευε με νου της πέρα στα χρόνια και πίσω απ’ τα βουνά και του έδωνε ευχή, ας είνι καλά του πιδάκι μ’, έλεε και τον σταύρωνε στον αέρα.
Αποβραδίς τ’ Άϊ Αντρεός με το σινιάλο της καμπάνας για εσπερινό, άφηκε τις βελόνες και το πλέξιμο και σταυροκοπήθηκε η Γιαννούλα και μνημόνεψε την αδερφή της την Αντριάνα, σάμπως για ‘κείνη θρησκεία νάταν οι νεκροί της· οι ψυχές που σαλεύουν μ' ανάσες τους τ’ ακρόφυλλα των κλαριών και ταξιδεύουν γλυκά πα στα ξασμένα σύγνεφα να δίνουν θάρρος στους ανθρώπους να συνεχίσουν τη ζωή, να τους δίνουν το ρυθμό μη χάσουν το βήμα τους, ν’ ακονίζουν το μνημονικό τους μην αστοχήσουν να χαίρονται, να μαλακώνουν την καρδιά τους μην αστοχήσουν ν’ αγαπάνε. Κάποτε έπαυε η καμπάνα του εσπερινού και πάλε τήραε μακριά, πίσω απ’ τα βουνά και πολυχρόνιζε τον ανιψιό της τον Αντρίκο · Θε μ’, νάναι πολύχρουνους ου Αντρίκους μ’, έλεε μ’ αναστεναγμό κι άρχιζε να του μελώνει ένα γλυκό νανούρισμα:
«Γιε μ', πού 'σουν χτες, πού 'σουν προχτές, πού 'σουν την άλλη νύχτα; Μήνα με τ' άστρι μάλωνες, μήνα με το φεγγάρι, μήνα με τον αυγερινό, που 'μαστ' αγαπημένοι;»
Ο γιος της ο πραγματικός, αυτός που είχε βγει απ’ την κοιλιά της, όντας μικρός, πουλάρι ακόμα κοντά της, π’ ακόμα δεν είχε γνωρίσει τον Αντρίκο, μα π’ άκοπα άκουε την μάνα του να μολογάει γι’ αυτόν, έφκιανε φαντασίες μα δεν κατάφερνε να σιγουρέψει εικόνα για τον ξάδερφό του, τη ρώτησε:
- Μάνα είνι καλός ου Αντρίκους;
- Σαν ισένα πιδί μ’, του είπε και τον τήραξε βαθιά στα μάτια, σα νάψαχνε μια χαμένη ζωγραφιά ή σάμπως το παιδικό μουτράκι τ’ Αντρίκου που είχε χρόνια να τον δει και πούχε πια αντρέψει*.
*Αγγειά (αγγεία) = οικιακά σκεύη (κουζινικά κυρίως)
*Μελέταε
(μελετούσε), μελετώ = μνημονεύω, αναφέρομαι
σε κάτι ή σε κάποιον (κάποιους).
*Αντρέψει
(αντρεύομαι) = νιώθω άντρας, αποκτώ τα
φυσικά χαρακτηριστικά του άντρα.
Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 29 Νοεμβρίου 2020 στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.
No comments:
Post a Comment