Friday 3 December 2021

Το τρένο

 Γράμμα της Λένας Χ. Δημητριάδου από τη Θεσσαλονίκη





    Συχνά – πυκνά σαν ήτανε μικρούλα έμπαινε κρυφά στο σαλόνι, καθόταν στην άκρη του καναπέ κι αγκάλιαζε σφιχτά την κούκλα της. Και τότε, με ένα μαγικό τρόπο, το σαλόνι άλλαζε και γινόταν μακρόστενο βαγόνι τρένου που την ταξίδευε. Ήτανε λέει ολομόναχη με το μωρό της στην αγκαλιά κι έκανε κρύο, πολύ κρύο. Κι όλο το σκέπαζε και το κουκούλωνε. «Σώπα καλό μου! Εγώ, μόνο εγώ θα σε φροντίζω!», το νανούριζε γλυκά. Και το νανούρισμά της σκέπαζε τις άγριες φωνές του πατέρα της και τις υστερικές τσιρίδες της μάνας της. «Τσαφ-τσουφ!». Το τρένο έτρεχε κι άφηνε πίσω του χιονισμένες στέπες, παγωμένα ποτάμια, σύννεφα από ομίχλες. Μα σιγά-σιγά η αγκαλιά της ζεσταινόταν και το μωρό χαμογελούσε κι οι πάγοι άρχιζαν και λιώνανε. Πρασίνιζε κι άνθιζε η γη και σκόρπιζε η ομίχλη. Και το τρένο την πήγαινε μακριά από το νησί της κι από όλους, σε μια παραδεισένια χώρα που δεν γνώρισε παγωνιά.

    Ταξίδευε μέσα στο τρένο για Λονδίνο εκείνη τη μέρα, σαν ήρθαν ξαφνικά οι παλιές θύμησες μπροστά της. Είδε ολοκάθαρα εκείνο το κοριτσάκι να χαμογελά μέσα στο φανταστικό βαγόνι αγκαλιά με την κούκλα του κι άθελά της χαμογέλασε. Ήταν εκείνο το χαμόγελο, τρυφερό και συνάμα πικρό, που τον τράβηξε κοντά της. Έβρεχε κι έκανε κρύο, πολύ κρύο. Το τρένο έτρεχε δίπλα από γραφικά χωριά με σπίτια καλυμμένα με μαύρα και κόκκινα τούβλα. Ανάμεσα από σύννεφα ομίχλης. Πράσινα δέντρα, πράσινοι θάμνοι, πράσινο, πράσινο σκοτεινό, σχεδόν μαύρο. Κάθισε απέναντί της και της χαμογέλασε. Κι ήταν τα μάτια του γαλάζια, διάφανα σαν τη θάλασσα που έβρεχε το νησί της. «Σου αρέσουν τα τρένα;». «Τα λατρεύω!». «Κι εγώ!». Και σαν να ζεστάθηκε το βαγόνι και σκόρπισαν οι ομίχλες.

    Εκείνο το πρωί έφυγε βιαστικός να προλάβει το τρένο, δίχως να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του. Τον έβλεπε μέσα στην ομίχλη να χάνεται από τα μάτια της, να χάνεται από τη ζωή της. Τα τρένα περνούσαν κι έκαναν τις ράγες να σκούζουν και να της φωνάζουν: «Τσαφ-τσουφ! Έλα μαζί μας!». Ύστερα κάθισε στον καναπέ, πήρε αγκαλιά το μωρό της κι άρχισε να ταξιδεύει μέσα στο γαλάζιο των ματιών του. «Σώπα καλό μου! Εγώ, μόνο εγώ θα σε φροντίζω!». Έξω παγωνιά και σύννεφα ομίχλης. Το χιόνι έπεφτε ατελείωτο. Κάλυψε τις σκεπές στα τούβλινα σπίτια της γειτονιάς, την αυλή, τα δέντρα, τα κάγκελα. Κι ήρθε και της σκέπασε την καρδιά. Κι έγινε πάγος που δεν έλιωνε, όσο κι αν έσφιγγε το μωρό στην αγκαλιά της.


No comments:

Post a Comment