Sunday, 12 December 2021

Την έλεγαν Έβελιν

 Γράμμα του Ανδρέα Μαρολαχάκη από τη Χαράδρα Ημαθίας




Η Πλάκα τότε

    Είχε μπει για τα καλά ο Μάιος. Με το τέλος του μήνα θα ξεκινούσαν οι κατατακτήριες εξετάσεις της χρονιάς κι όλοι εμείς οι μαθητές (ιδιαίτερα τα λουλούδια) κυριευόμασταν από μια περίεργη νευρικότητα. Χωρίς να υπάρχει κάποια φανερή αιτία, νιώθαμε μια πίεση, ίσως γιατί όλη τη χρονιά δεν ήμασταν και τόσο συνεπείς στις μαθητικές μας υποχρεώσεις. Αντί να συνετιστούμε και να υποχρεωθούμε να στρωθούμε στο διάβασμα, για να έχουμε μια δεύτερη ευκαιρία και ν' ανταπεξέλθουμε στις επερχόμενες εξετάσεις, εμείς ξεκινούσαμε μια σειρά από κοπάνες στις οποίες, λόγω της ζέστης που επικρατούσε, καταλήγαμε στον «Μαύρο μώλο» και ειδικά στην Πλάκα.

    Ο βράχος της Πλάκας δέσποζε στην δεξιά πλευρά του «Μαύρου Μώλου» κι όπως μπορεί να καταλάβει κάποιος απ' το όνομά του, ήταν επίπεδος και πλατύς, αρκετά μεγάλος σε έκταση, ελάχιστα όμως πιο ψηλός από τη στάθμη της θάλασσας. Τον χειμώνα κι όταν οι ετησίες (μελτέμια) είχαν την μέγιστη έντασή τους, συχνά πυκνά η θάλασσα κάλυπτε τον βράχο και ήταν αδύνατον ή δύσκολο να παραμείνει κάποιος πάνω του. Οι ενήλικες κάτοικοι της περιοχής, δεν συνήθιζαν να ανεβαίνουν στον βράχο. σε αντίθεση με μας τους εφήβους.


Η Πλάκα σήμερα

    Σε πολλά σημεία το πέτρωμα ήταν αρκετά μαλακό και πολλοί νεαροί μ' ένα καρφί ή κάποιο άλλο αιχμηρό αντικείμενο έγραφαν το όνομα του κοριτσιού με το οποίο ήταν ερωτευμένοι. Έτσι η μεγαλύτερη επιφάνεια της Πλάκας έμοιαζε με κατάλογο ονομάτων.

    Ο πλατύς αυτός βράχος είχε γίνει το καταφύγιό μας, όταν αποφασίζαμε να κάνουμε κοπάνα για μπάνιο. Απ' τη βόρεια γωνία του βράχου και σε ευθεία γραμμή προς το άνοιγμα του κόλπου, σε αρκετή απόσταση απ' την ξηρά, είχαμε ανακαλύψει σε μεγάλο βάθος, σπασμένα κομμάτια από πήλινα σκεύη και με τη φαντασία μας ονειρευόμασταν ότι ανακαλύψαμε κάποιο αρχαίο ναυάγιο. Προσπαθούσαμε με κάθε μυστικότητα ν' ανασύρουμε απ' τον βυθό όσο πιο πολλά πήλινα θραύσματα και μερικά από αυτά ήταν σχεδόν άθικτα. Προσπαθούσαμε με τις γνώσεις και την εμπειρία (τς! τς!) που είχαμε να προσδιορίσουμε την προέλευσή τους.


Η Πλάκα σήμερα

    Οι θεωρίες στις οποίες είχαμε καταλήξει ξεπερνούσαν κάθε φαντασία και κάλυπταν όλες τις χρονικές περιόδους της ιστορίας, από τη Μινωική εποχή μέχρι τη Ρωμαϊκή, χωρίς να μπορούμε να καταλήξουμε κάπου συγκεκριμένα. Σχεδιάζαμε ν' απευθυνθούμε στην αρχαιολογική υπηρεσία και υπολογίζαμε πως ένα μέρος της δημοσιότητας, θα έπεφτε πάνω μας. Με τη φαντασία μας να καλπάζει και να ονειρευόμαστε αρχαιολογικές ανακαλύψεις, συνεχίζαμε τις καταδύσεις. Απ' αυτό το όνειρο μας προσγείωσε απότομα ένας μαθητής μεγαλύτερης τάξης από μας, φοβερός κολυμβητής και δύτης, του οποίου δεν θυμάμαι το όνομα, παρά μόνο το «παρατσούκλι» του. Λόγω της ικανότητάς του στη θάλασσα, τον φώναζαν όλοι «μπακαλιάρο». Αυτός, ο τόσο απίστευτα καλός κολυμβητής, βουτούσε λίγο πιο μέσα προς το άνοιγμα του κόλπου, σε σχέση με το σημείο που βουτούσαμε εμείς κι έβγαζε κάτι τεράστια κοχύλια, τα οποία όλοι ζηλεύαμε.

    Πολύ γρήγορα κατάλαβε τι ακριβώς βγάζαμε εμείς απ' τη θάλασσα κι ήρθε κοντά μας και μας γκρέμισε απ' τα όνειρά μας στη σκληρή πραγματικότητα.

    “Τα πήλινα θραύσματα που βγάζετε απ' τον κόλπο δεν είναι αρχαία. Πριν λίγα χρόνια βούλιαξε εδώ ένα καΐκι που μετέφερε σταμνιά και διάφορα σκεύη για οικειακή χρήση”.

    Το έλεγε και μας περιέπαιζε για την αφέλειά μας. Εμείς νιώσαμε τα όνειρά μας να βουλιάζουν σαν το καΐκι που μας περιέγραφε ο «μπακαλιάρος». Πολύ γρήγορα διαπιστώσαμε ότι έλεγε την αλήθεια. Παρ' όλα αυτά η Πλάκα συνέχισε να είναι το λημέρι μας για όλες τις κοπάνες που κάναμε. Σε μια απ' τις κοπάνες απηυδισμένοι απ' τη ζέστη πήγαμε στο παραθαλάσσιο λημέρι μας, εγώ, ο Πσιπσής, ο Γιώργος Δ. και ο Γιάννης (σήμερα είναι δικηγόρος).


Η Πλάκα σήμερα

    Με το που ανεβήκαμε στον βράχο μάς περίμενε μια έκπληξη. Στη μέση της Πλάκας λιαζότανε μια πανέμορφη τουρίστρια. Ξάπλωνε πάνω σε μία πετσέτα χωρίς να φοράει το μαγιό της. Αυτό ήταν κάτι πολύ σπάνιο εκείνη την εποχή, όπως και γενικά οι τουρίστες ήταν ελάχιστοι.

    Αφού ξεπεράσαμε την έκπληξή μας, διατηρώντας όμως μια συστολή, που ίσως ήταν έμφυτη, διαλέξαμε με προσοχή ένα σημείο στ' αριστερά της, ώστε να έχουμε την καλυτερη δυνατή θέα προς την πλευρά της και προφασιστήκαμε ότι κάναμε ηλιοθεραπεία κι εμείς. Στις κρυφές ματιές που ρίχναμε αντιληφθήκαμε πολύ γρήγορα ότι δεν νοιαζόταν καθόλου για την παρουσία μας. Συνέχιζε απτόητη να διαβάζει το περιοδικό της και ν' αλλάζει θέση κάθε τόσο στην πετσέτα της.

    Εμείς όμως μόνο ήρεμοι δεν ήμασταν. Ήταν πρώτη φορά που βλέπαμε μια τόσο όμορφη γυμνή γυναίκα από τόσο κοντινή απόσταση. Ζούσαμε σε μια εποχή πολύ συντηρητική και κανείς μας δεν ειχε ανάλογη εμπειρία. Έγινε αμέσως το κύριο θέμα της συζήτησής μας. Ο καθένας από μας έλεγε την άποψή του για τη νεαρή τουρίστρια. Οι απόψεις μας σχετικά μ' αυτό το θέμα άλλαζαν ανάλογα με την τοποθέτηση του καθενός. Είχαμε ξεχάσει όλα μας τα προβλήματα και είχαμε επικεντρωθεί στο πώς θα πλησιάζαμε την τουρίστρια.Τελικά αποφασίσαμε να την προσεγγίσουμε και να πιάσουμε κουβέντα μαζί της.

    Το δύσκολο ήταν το θάρρος και τα αγγλικά! Εγώ είχα το θάρρος, αλλά από αγγλικά λίγα πράγματα. Ίσως ήταν απ' τις λίγες φορές που βλαστήμισα για τις κοπάνες και τις μαγκιές που έκανα στο μάθημα των αγγλικών. Ο Πσιπσής κούνησε ελαφρά το κεφάλι του κάνοντας συγχρόνως μια αρνητική γκριμάτσα. Μ' αυτόν τον τρόπο αποστασιοποιήθηκε, χωρίς καν να μιλήσει. Ο Γιώργος έδειχνε μια αδιαφορία και μια συστολή πάνω σ' αυτό το θέμα. Μ' αυτή τη συμπεριφορά επεβεβαίωσε τις υποψίες μου, για τον έρωτά του με μια συμμαθήτριά μας. Ο Γιάννης, που ήταν εξπέρ στ' αγγλικά, δεν τολμούσε να πάει και να της μιλήσει, ίσως γιατι ήταν και ο μικρότερος της παρέας.

    Κάποια στιγμή αποφάσισα (παρ' όλο που κι εγώ στο μυαλό μου είχα μια συμμαθήτρια μου) να δείξω στους φίλους μου, ότι ήμουν πιο προχωρημενος (τρομάρα μου!) να την πλησιάσω και να της μιλήσω με τα βλαχοαγγλικά μου. Ο Γιάννης μάταια προσπάθησε να μου μάθει δυο τρεις φράσεις, τις οποίες και προσπάθησα ν' αποστηθίσω!

    Δεν θυμάμαι τι ακριβώς της είπα. Αυτή με κοίταξε, χαμογέλασε κι άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το δικό μου. Ξαφνιάστηκα! “Τόσο εύκολο ήταν”, σκέφτηκα. Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι το χέρι μου το ήθελε για να τη βοηθήσω να σηκωθεί. Μόλις σηκώθηκε, μάζεψε τα πράγματά της χωρίς να πει τίποτα, έριξε πάνω στο κορμί της ένα διαφανές παρεό κι αναχώρησε απ' την Πλάκα. Ακόμη θυμάμαι την περίσσεια χάρη με την οποία λικνιζόταν καθώς απομακρυνόταν από μας τους παρείσακτους. Παρατηρούσαμε το σώμα της που διαγραφόταν, με το διαφανές ρούχο να μην κρύβει ούτε το ελάχιστο. Όλοι μας την κοιτούσαμε σαν μαγεμένοι ν' απομακρύνεται, προσπαθώντας να ισορροπίσει στο ανώμαλο πέτρωμα του βράχου.

    Αργότερα έμαθα ότι την έλεγαν Έβελιν κι ήταν απ' τον Καναδά...

No comments:

Post a Comment