Γράμμα του Παντελή Γουλάρα από το Δουβλίνο
Η ταμπέλα μεγάλη και φωτεινή, σε χρώμα κίτρινο, έπιανε όλη την έκταση της πρόσοψης του μαγαζιού, επάνω ακριβώς από την είσοδο. “Πατσατζίδικον Κωνσταντινούπολις”. Εκεί στην Εγνατία, λίγο μετά από την Αγίας Σοφίας. Εμείς ερχόμασταν περπατώντας από τη μεριά της Καμάρας. Χωμένοι μέσα στα χοντρά μπουφάν μας, εκείνη την κρύα νύχτα κάπου στο τέλος του Σεπτέμβρη ή στο ξεκίνημα του Οκτώβρη του '75. Ήταν αργά, αυτοκίνητα δεν κυκλοφορούσαν πολλά στην Εγνατία. Περάσαμε στο απέναντι πεζοδρόμιο, ανοίξαμε την πόρτα και μπήκαμε μέσα.
--//--
Δεύτερη εξεταστική περίοδος, καθυστερημένη όπως πάντα, είχε μπει για τα καλά ο Οκτώβρης. Εποχή διαβάσματος. Έπρεπε να περάσουμε κάποια μαθήματα, να ξεφορτωθούμε κάποια από αυτά, ώστε αργότερα, στην τρίτη εξεταστική, να μην έχουμε πολλά και να κινδυνεύουμε να χάσουμε τη χρονιά. Μέναμε τότε στον αριθμό 30 της οδού Αρμενοπούλου, λίγο πάνω από την Καμάρα (για όσους δεν ξέρουν από Θεσσαλονίκη). Εγώ και οι συγκάτοικοί μου, Βασίλης, φοιτητής της Φιλοσοφικής και Αντώνης της Νομικής, όλοι Βεροιώτες.
Ο Αντώνης έλειπε στη Βέροια εκείνες τις μέρες. Εγώ κι ο Βασίλης, είχαμε εγκατασταθεί στο δωμάτιο του Βασίλη, που ήταν μεγαλύτερο και πιο άνετο, προμηθευτήκαμε μερικά λίτρα “Coca Cola” για να μη στεγνώνει το στόμα μας, κάμποσα πακέτα “Άσσο φίλτρο”, γιατί δεν μπορούσαμε να συγκεντρωθούμε χωρίς τσιγάρο (υποτίθεται) και ριχτήκαμε με τα μούτρα στο διάβασμα.
Μεσημέρι ξεκινήσαμε, λίγο μετά το φαγητό στη Λέσχη. Ήρθε το απόγευμα κι εμείς εκεί, σκυμμένοι πάνω από τα βιβλία μας. Κάπου-κάπου κάναμε και κανένα διάλειμμα και σχολιάζαμε τον κολλητό φίλο μας τον Αλέκο, τακτικό θαμώνα του σπιτιού μας, που τώρα μάζευε βαμβάκια στο χωριό του, έξω από τη Βέροια. Τυχεροί εμείς, όλη μας η προσπάθεια ήταν πνευματική, όχι χειρονακτική.
Βράδιασε, νύχτωσε για τα καλά, αλλά δεν λέγαμε να σταματήσουμε. Τα τσιγάρα ακολουθούσαν το ένα, το άλλο. Τα μπουκάλια του λίτρου της “Coca Cola”, άδειαζαν το ένα μετά το άλλο. Ώσπου, εξουθενωμένος κάποια στιγμή, αφήνω το βιβλίο, το στυλό και το τετράδιο κάτω και γυρνάω στο Βασίλη.
“Βασίλη μπάφιασα, πάμε για πατσά;”. Μόνο που αυτό το “πάμε για πατσά” δεν το είπα μόνος μου, αλλά το είπαμε κι οι δυο, με μια φωνή, σαν να ήμαστα συνεννοημένοι από πριν. “Πάμε να στανιάρουμε λίγο” μου λέει. “Και συνεχίζουμε αργότερα το διάβασμα”.
Μπουφάν, παπούτσια κι έξω από την πόρτα. Αφήσαμε την Αρμενοπούλου από τη μεριά της Ροτόντας και κατηφορίσαμε την Αποστόλου Παύλου προς την Καμάρα. Φτάσαμε στην Εγνατία και πήραμε την κατεύθυνση προς Βαρδάρη.
Το κοντινότερο στο σπίτι μας πατσατζίδικο, ήταν ο “Τρούλλος”, λίγο πιο κάτω, στην τότε Πρίγκηπος Νικολάου, τώρα Σβώλου. Νομίζω έτσι το έγραφε με δύο λάμδα. Σαφής αναφορά στην Ροτόντα και το κυκλικό σχήμα της στέγης της. Δεν ήταν όμως αυτό που προτιμούσαμε. Όχι γιατί δεν ήταν καλό, μια χαρά ήταν, αλλά έτσι, από συνήθεια.
Είχε τότε η Θεσσαλονίκη, εκτός από τον “Τρούλλο” και άλλα πολλά και καλά πατσατζίδικα. Πάνω στην Εγνατία, λίγο μετά την Αγίας Σοφίας, βρίσκονταν τα δυο πιο ονομαστά τότε. Ο “Ηλίας” και η “Κωνσταντινούπολις”. Στην “Κωνσταντινούπολη” συνηθίζαμε να πηγαίνουμε και μόνο όταν δεν βρίσκαμε τραπέζι, περνούσαμε δίπλα στον “Ηλία” ή σε κάποιο άλλο πατσατζίδικο.
Ήταν ο πατσάς φθηνή και θρεπτική τροφή, για τα φτωχά φοιτητικά μας βαλάντια. Γι' αυτό και τον τιμούσαμε τακτικά, είτε σαν κανονική βραδινή τροφή, είτε για να καλμάρουμε το στομάχι μας μετά την οινοποσία στην ταβέρνα.
Απέναντι από τα παραπάνω δύο εστιατόρια και λίγο πιο πέρα βρίσκονταν ο “Λευθέρης”. Πιο κάτω στην Αριστοτέλους, σ' ένα στενό κοντά στην αγορά ήταν ο “Κυριάκος”. Υπήρχε ακόμα και ο “Τσαρούχας” ή “Τσαρουχάς” (ποτέ δεν έμαθα σε ποια συλλαβή τονίζονταν) που εξακολουθεί και λειτουργεί μέχρι σήμερα κι ένα άλλο κάπου προς την 25ης Μαρτίου, αλλά ήταν έξω από την ακτίνα δράσης μας και δεν πηγαίναμε σ' αυτά.
Φτάσαμε λοιπόν στην “Κωνσταντινούπολη”, ανοίξαμε την πόρτα και μπήκαμε μέσα. Μας υποδέχτηκε ο “Τρία Δυόμισι”. Αυτός ήταν σερβιτόρος που δεν γνωρίζαμε το όνομά του, αλλά κούτσαινε λίγο ο καημένος κι εμείς, με την τρέλα της ηλικίας, του βγάλαμε αμέσως παρατσούκλι.
Ξέρετε εκείνο το παιχνίδι που παίζαμε όταν ήμασταν παιδιά ή έφηβοι. Περπατούσαμε με το ένα πόδι πάνω στο πεζοδρόμιο και το άλλο στην άσφαλτο, έτσι ώστε, να φαίνεται ότι κουτσαίνουμε. Αυτό το περπάτημα το λέγαμε στην παρέα μας “τρία δυόμισι”. Κι αυτό το περπάτημα μας θύμιζε ο εξαιρετικός κατά τα άλλα σερβιτόρος της “Κωνσταντινούπολης”.
Μας έβαλε σ' ένα τραπέζι να καθίσουμε και πήρε αμέσως τις παραγγελίες μας. Ντουζλαμά άνευ, ο Βασίλης, σούπα άνευ άνευ, εγώ. Είχε και ο πατσάς την ορολογία του και τα συνθηματικά του. Ντουζλαμάς ήταν ο χοντροκομμένος, ενώ σούπα ο ψιλοκομμένος. Ο φίλος μας ο Αλέκος, που τακτικά μας συνόδευε στη βρώση του πατσά, προτιμούσε τον ντουζλαμά κομπλέ. Αν λέγαμε τη λέξη “κομπλέ” σήμαινε ότι θέλαμε μέσα στον πατσά και σκόρδο και κόκκινο. Το ένα “άνευ” σήμαινε με κόκκινο, αλλά χωρίς σκόρδο. Τα δύο “άνευ” σήμαιναν, ούτε σκόρδο, ούτε κόκκινο μεσα στον πατσά μας.
Το κόκκινο ήταν ζουμί και λίπος από το καζάνι με πάπρικα γλυκιά. Στη συνέχεια προσθέταμε εμείς αλάτι, ξύδι ή λεμόνι, μπούκοβο και σκορδοστούμπι, από αυτά που βρίσκονταν πάνω σε όλα τα τραπέζια. Εγώ συνήθιζα να ρίχνω λίγο αλάτι, μια κουταλιά ξύδι ή ίσως λίγο παραπάνω, αφού δοκίμαζα την ισορροπία του με το αλάτι και λίγο μπούκοβο, μετρημένο στη μύτη του κουταλιού. Μια φορά μου έπεσε λίγο παραπάνω μπούκοβο και μου κόπηκε η αναπνοή. Χρειάστηκα δυο ολόκληρα ποτήρια νερό, για να συνέλθω.
Δεν γνωρίζω αν ακόμα και σήμερα ισχύει η ίδια ορολογία για τον πατσά. Πέρασαν χρόνια από τότε που πήγα για τελευταία φορά σε πατσατζίδικο.
Ήρθαν τα πιάτα μας, ακολουθήσαμε όλο το τελετουργικό στην προετοιμασία τους, πιάσαμε στο 'να χέρι το ψωμί και στ' άλλο το κουτάλι και αρχίσαμε να τρώμε. Αμέσως μια αίσθηση ευφορίας και ικανοποίησης μας κατέλαβε, καθώς οι κουταλιές του πατσά, άγγιζαν την γλώσσα και τον ουρανίσκο μας και στη συνέχεια κατηφόριζαν σιγά-σιγά προς το στομάχι μας.
Δεν άργησαν τα πιάτα ν' αδειάσουν. Τελειώσαμε, πληρώσαμε (αν θυμάμαι καλά, τότε κόστιζε τεσσερεισήμισι ή επτάμισι δραχμές) αποχαιρετήσαμε το σερβιτόρο και κινήσαμε για το σπίτι. Εκεί, με καινούργια όρεξη και δύναμη ριχτήκαμε ξανά στο διάβασμα.
Διαβάζαμε επί ώρες. Και κάπου εκεί στα ξημερώματα, περίπου τέσσερις με πέντε το πρωί, ένιωσα την κοιλιά μου να γουργουρίζει. Κοιτάζω το Βασίλη, με κοιτάζει κι αυτός. Δεν χρειαζόταν να πούμε τίποτα. Μπουφάν, παπούτσια και στο δρόμο. Η ίδια διαδρομή, το ίδιο πατσατζίδικο ο προορισμός μας. Ο ίδιος σερβιτόρος επί της υποδοχής, στο ίδιο τραπέζι μας έβαλε να καθίσουμε. Η ίδια παραγγελία.
“Ένα ντουζλαμά άνευ, μία σούπα άνευ άνευ” ακούστηκε η φωνή του σερβιτόρου προς το μάγειρα. Δεν άργησαν να έρθουν πάλι τα πιάτα μας. Αλάτι, ξύδι, μπούκοβο, ψωμί, κουτάλι κι άρχισαν πάλι σιγά-σιγά ν' αδειάζουν τα πιάτα. Τελειώσαμε, φχαριστηθήκαμε, πληρώνουμε και σηκωνόμαστε να φύγουμε. Φυσικά χαιρετάμε και τον σερβιτόρο.
Και τότε ο “Τρία Δυόμισι”, χωρίς να το ξέρει, πήρε την εκδίκησή του για το παρατσούκλι που του είχαμε κολλήσει και δημιούργησε αυτή την ευχάριστη ανάμνηση, που όποτε τη θυμόμαστε με τον Βασίλη και τους άλλους φίλους, ένα χαμόγελο διαγράφεται στα χείλη μας.
“Πάτε καμιά βόλτα κι ελάτε πάλι να φάτε πατσά” είπε, “εμείς εδώ θα είμαστε. Μπορούμε να σας κρατήσουμε και το τραπέζι”...
Σημείωση: Όλες οι φωτογραφίες είναι από το διαδίκτυο.
No comments:
Post a Comment