Tuesday, 28 December 2021

Ο Χρήστος, η Ηλέκτρα και ο Άγιος Βασίλης

 Γράμμα του Ανδρέα Μαρολαχάκη από τη Χαράδρα της Ημαθίας





    «Άντε να φύγει επί τέλους αυτή η χρονιά»! Αυτή είναι μια φράση που όλο και πιο συχνά ακούμε το τελευταίο διάστημα. Είναι πολύ περίεργο που θυμόμαστε τώρα στο τέλος της χρονιάς μόνο τις άσχημες στιγμές που ζήσαμε σ' όλη τη διάρκειά της. Ελπίζουμε πως με την αλλαγή του χρόνου κάτι θ' αλλάξει και με μια αισιοδοξία, που στην πραγματικότητα δεν στηρίζεται πουθενά, πιστεύουμε πως όλα θα γίνουν καλύτερα. Οι λίγες μέρες που μένουν για να κυλίσει και να τελειώσει ημερολογιακά η χρονιά, μας φαίνονται μεγαλύτερης διάρκειας απ' ό,τι ανάλογο χρονικό διάστημα στη μέση του χρόνου. Νομίζουμε πως το όριο των τελευταίων ημερών του Δεκεμβρίου και των πρώτων του Ιανουαρίου, σηματοδοτεί το τέλος μιας κακοδαιμονίας που ζήσαμε και την αρχή μιας ευδαιμονίας που ελπίζουμε να έχουμε στο παρόν και στο μέλλον.

Wednesday, 22 December 2021

Το Καράβι των Φαντασμένων

 Γράμμα του Δημήτρη Κουκούδη από τη Βέροια





    Τέτοιες μέρες κάθε χρόνο περνάει...

    Το Καράβι των Φαντασμένων...

    Εκείνο το μικρό καράβι που ήταν α-α-α-αταξίδευτο, και πετούσε κάθε τόσο και κάποιον για να συνεχίσει το ταξίδι του, είχε ένα αδερφό καράβι, φτιαγμένο από τον ίδιο ναυπηγό.

    Ένα καράβι που δεν κολυμπούσε, αλλά πετούσε.

    Πετούσε πάνω από τις πόλεις τα βράδια και φόρτωνε αυτούς που δεν είχαν ταξιδέψει ποτέ στ' αλήθεια.

Saturday, 18 December 2021

Ο Παναγής

 Γράμμα του Δημήτρη Κουκούδη από τη Βέροια





    Αντάμωσα σήμερα έναν μάγκα.

    Τον Παναγή.

    Τον μπάρμπα της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.

    Τον αντάμωσα σαν άνοιξα το ραδιόφωνο στο αμάξι το πρωί και μαζί με το ραδιόφωνο, άνοιξαν οι πόρτες και τα παράθυρα του μυαλού και όπως το αμάξι πήγαινε στους δρόμους της Βέροιας, νόμιζα πως θα μου βγεί στην διάβαση και χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει, θα σηκώσει το χέρι να σταματήσω, για να περάσει στον άλλο πεζοδρόμιο.

    Σαν έφτανα στον Αγιαντώνη και κόντευα στην παλιά Δημοτική αγορά με τα σκεπαστά μαγαζιά, το τραγούδι τέλειωνε και έλεγε:

Sunday, 12 December 2021

Την έλεγαν Έβελιν

 Γράμμα του Ανδρέα Μαρολαχάκη από τη Χαράδρα Ημαθίας




Η Πλάκα τότε

    Είχε μπει για τα καλά ο Μάιος. Με το τέλος του μήνα θα ξεκινούσαν οι κατατακτήριες εξετάσεις της χρονιάς κι όλοι εμείς οι μαθητές (ιδιαίτερα τα λουλούδια) κυριευόμασταν από μια περίεργη νευρικότητα. Χωρίς να υπάρχει κάποια φανερή αιτία, νιώθαμε μια πίεση, ίσως γιατί όλη τη χρονιά δεν ήμασταν και τόσο συνεπείς στις μαθητικές μας υποχρεώσεις. Αντί να συνετιστούμε και να υποχρεωθούμε να στρωθούμε στο διάβασμα, για να έχουμε μια δεύτερη ευκαιρία και ν' ανταπεξέλθουμε στις επερχόμενες εξετάσεις, εμείς ξεκινούσαμε μια σειρά από κοπάνες στις οποίες, λόγω της ζέστης που επικρατούσε, καταλήγαμε στον «Μαύρο μώλο» και ειδικά στην Πλάκα.

Wednesday, 8 December 2021

Πατσάς

 Γράμμα του Παντελή Γουλάρα από το Δουβλίνο




"Κωνσταντινούπολις", το πατσατζίδικο της ιστορίας

    Η ταμπέλα μεγάλη και φωτεινή, σε χρώμα κίτρινο, έπιανε όλη την έκταση της πρόσοψης του μαγαζιού, επάνω ακριβώς από την είσοδο. “Πατσατζίδικον Κωνσταντινούπολις”. Εκεί στην Εγνατία, λίγο μετά από την Αγίας Σοφίας. Εμείς ερχόμασταν περπατώντας από τη μεριά της Καμάρας. Χωμένοι μέσα στα χοντρά μπουφάν μας, εκείνη την κρύα νύχτα κάπου στο τέλος του Σεπτέμβρη ή στο ξεκίνημα του Οκτώβρη του '75. Ήταν αργά, αυτοκίνητα δεν κυκλοφορούσαν πολλά στην Εγνατία. Περάσαμε στο απέναντι πεζοδρόμιο, ανοίξαμε την πόρτα και μπήκαμε μέσα.

--//--

Friday, 3 December 2021

Το τρένο

 Γράμμα της Λένας Χ. Δημητριάδου από τη Θεσσαλονίκη





    Συχνά – πυκνά σαν ήτανε μικρούλα έμπαινε κρυφά στο σαλόνι, καθόταν στην άκρη του καναπέ κι αγκάλιαζε σφιχτά την κούκλα της. Και τότε, με ένα μαγικό τρόπο, το σαλόνι άλλαζε και γινόταν μακρόστενο βαγόνι τρένου που την ταξίδευε. Ήτανε λέει ολομόναχη με το μωρό της στην αγκαλιά κι έκανε κρύο, πολύ κρύο. Κι όλο το σκέπαζε και το κουκούλωνε. «Σώπα καλό μου! Εγώ, μόνο εγώ θα σε φροντίζω!», το νανούριζε γλυκά. Και το νανούρισμά της σκέπαζε τις άγριες φωνές του πατέρα της και τις υστερικές τσιρίδες της μάνας της. «Τσαφ-τσουφ!». Το τρένο έτρεχε κι άφηνε πίσω του χιονισμένες στέπες, παγωμένα ποτάμια, σύννεφα από ομίχλες. Μα σιγά-σιγά η αγκαλιά της ζεσταινόταν και το μωρό χαμογελούσε κι οι πάγοι άρχιζαν και λιώνανε. Πρασίνιζε κι άνθιζε η γη και σκόρπιζε η ομίχλη. Και το τρένο την πήγαινε μακριά από το νησί της κι από όλους, σε μια παραδεισένια χώρα που δεν γνώρισε παγωνιά.