Γράμμα του Παντελή Γουλάρα από το Δουβλίνο
Δέκα όροφοι. Δέκα ολόκληροι όροφοι. Κι αυτός σταματημένος στον τρίτο όροφο, σχεδόν παγιδευμένος, να μην μπορεί να κινηθεί για να κατέβει στο ισόγειο. Απέναντί του οι πόρτες των δύο ασανσέρ, με το ένα και μοναδικό κουμπί, στο ελάχιστο κομμάτι τοίχου που υπήρχε ανάμεσά τους. Αυτό που το πατάς και καλεί το πρώτο διαθέσιμο ασανσέρ, να σταματήσει για να σε παραλάβει.
Δούλευε σερβιτόρος στο ρουμ σέρβις, αυτού του καινούργιου, τεράστιου, δεκαόροφου ξενοδοχείου στο κέντρο της πόλης. Σχεδόν μόλις είχε ξεκινήσει τη βάρδια του. Και μόλις είχε παραδώσει την πρώτη παραγγελία του σ' έναν ένοικο του τρίτου ορόφου. Μια καλή παραγγελία, με φαγητό και ποτά. Με έναν σημαντικό λογαριασμό και ένα αρκετά σημαντικό πουρμπουάρ, για τον ίδιο. Έφυγε χαρούμενος, σπρώχνοντας το καρότσι του, από το δωμάτιο που παρέδωσε την παραγγελία, κατευθύνθηκε στο ασανσέρ και πάτησε το κουμπί.
Πρόσεξε ότι το ένα ήταν στο ισόγειο και το άλλο στον δέκατο όροφο. Αυτό που ήταν στο ισόγειο, άρχισε να ανεβαίνει. Σταμάτησε μπροστά του και η πόρτα άνοιξε. Δυο κορίτσια γύρω στα 20 με 25 ήταν μέσα. Όμορφα και χαριτωμένα. Του χαμογέλασαν και του έκαναν νόημα να μπει. Τις πείραξε. “Πολύ θα το ήθελα αλλά πηγαίνω κάτω”.
Η πόρτα έκλεισε και συνέχισαν την πορεία τους.
Ξαναπάτησε το κουμπί. Αυτή τη φορά το άλλο ασανσέρ στα αριστερά ξεκόλλησε από τον 10ο όροφο κι άρχισε να κατεβαίνει. “Εντάξει, κατεβαίνουμε” σκέφτηκε.
Την ώρα που το ασανσέρ σταματούσε μπροστά του, πρόσεξε ότι το άλλο, από τα δεξιά, σταμάτησε στον 8ο όροφο. Ξανακοίταξε αυτό που ήταν μπροστά του. Η πόρτα άνοιξε. Ένας κύριος στα 40 και κάτι, τραβούσε απότομα για να κλείσει το φερμουάρ του παντελονιού του. Μια μινιφορούσα δεσποινίς ήταν γονατιστή μπροστά του. Σηκώθηκε με μιας και κοκκινίζοντας του έκανε χώρο για να μπει.
Τους έδειξε το καρότσι του. “Δεν χωράμε” είπε. “Θα περιμένω το άλλο”. Σαν να βρίσκονταν σε στάση και το λεωφορείο ήταν γεμάτο. Περίμενε να κλείσει η πόρτα, για να πατήσει πάλι το κουμπί. Παρακολουθούσε το δεξί ασανσέρ να κατεβαίνει, ελπίζοντας ότι αυτή τη φορά, θα κατάφερνε να φύγει.
Η πόρτα άνοιξε. Μια παρέα πέντε Κινέζων ή Γιαπωνέζων, πελατών του ξενοδοχείου, πρόσχαρα τον χαιρέτησαν, αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε περίπτωση να χωρέσει ανάμεσά τους. Άφησε πάλι την πόρτα να κλείσει, πάτησε το κουμπί κι έδωσε την προσοχή του ξανά στο αριστερό ασανσέρ που άρχισε να ανεβαίνει.
Στο άνοιγμα της πόρτας, φάνηκαν οι καινούργιοι επιβάτες του. Ένας παπάς κι ένα παιδάκι 10-12 χρόνων. Ένιωσε αμήχανα βλέποντάς τους και τους άφησε να συνεχίσουν την ανοδική πορεία.
Και πάλι το δάχτυλο στο κουμπί. Το δεξί ασανσέρ κινήθηκε ανοδικά, δίνοντάς του ελπίδες ότι τελείωνε η αναμονή. Μάταια όμως. Δεν ήταν άδειο. Δύο από τους προηγούμενους Κινέζους ή Γιαπωνέζους, ανέβαιναν προς τα πάνω. Τους κοίταξε ερωτηματικά. “Κάτι ξεχάσαμε στο δωμάτιο” δικαιολογήθηκαν και συνέχισαν την πορεία τους.
Βλαστήμισε την ατυχία του και πάτησε πάλι το κουμπί. Το ασανσέρ ξεκίνησε από τον πέμπτο όπου είχαν κατεβεί ο παπάς και το παιδί και κατηφόρισε προς το μέρος του. Η πόρτα άνοιξε και... μια καμαριέρα με το καρότσι της γεμάτο ιματισμό, κούνησε το χέρι της σε χαιρετισμό χαμογελώντας. “Πάω στον 2ο” είπε. “Καλό νέο” σκέφτηκε. “Θα το πάρω αμέσως μετά”.
Ξαναπάτησε το κουμπί. Παρακολουθούσε το δεξί ασανσέρ να κατεβαίνει, από τον 8ο. 7ος, 6ος, 5ος, 4ος, 3ος και να μπροστά του ξανά, οι ίδιοι Ασιάτες, χαμογελαστοί να τον προσκαλούν. Έδειξε και σ' αυτούς το καρότσι, χωρίς να πει τίποτα. Τουλάχιστον θα έπαιρνε το άλλο, που ήταν σταματημένο στον 2ο σκέφτηκε και πάτησε πάλι το κουμπί.
Αυτό όμως αντί να ανεβαίνει, κατέβαινε προς το ισόγειο. Φαίνεται κάποιος άλλος το πήρε από τον 2ο ή το κάλεσε από το ισόγειο. Περίμενε, με την υπομονή του να έχει φτάσει σε σημείο εξάντλησης. Αν δεν είχε το καρότσι θα μπορούσε να κατεβεί από τις σκάλες, αλλά δυστυχώς με το καρότσι δεν γίνονταν τίποτα.
Αυτό που ανέβηκε τελικά, ήταν πάλι το δεξί ασανσέρ. Η πόρτα άνοιξε. Μέσα, ένα ερωτευμένο ζευγάρι, αγκαλιασμένο σφιχτά, φιλιόταν αδιάκοπα. Ούτε που του έδωσαν σημασία. Μπορεί και να μην τον είδαν καν. Τους άφησε κι αυτούς να φύγουν και για μια ακόμη φορά πίεσε το κουμπί, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή, δεν μπορεί, θα δραπέτευε από την παγίδα που βρέθηκε χωρίς να το θέλει.
Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, είχε χάσει το λογαριασμό. Είδε μια μαμά και μια κόρη. Η μαμά μάλωνε την κόρη κι η κόρη κρατούσε μούτρα στη μαμά. Έναν πάτερ φαμίλια με τη συμβία του κι ένα τσούρμο κουτσούβελα στριμωγμένα στο ασανσέρ. Άλλη μια παρέα χαρούμενων ασιατών. Δύο μεθυσμένους που μιλούσαν μια άγνωστη σ' αυτόν γλώσσα, μάλλον σλαβικής προέλευσης. Είδε μια γηραιά κυρία να στηρίζεται σ' ένα “πι”. Είδε... είδε... είδε... Έχασε το λογαριασμό πραγματικά.
Το αριστερό ασανσέρ έφτασε. Σταμάτησε, η πόρτα άνοιξε και... επιτέλους ήταν άδειο. Μπήκε μέσα, πίεσε το κουμπί του ισογείου και έκπληκτος διαπίστωσε ότι το ασανσέρ, αντί να κατεβεί, συνέχισε να ανεβαίνει. Στον δέκατο όροφο, μια παρέα δύο ανδρών και δύο γυναικών, κούνησαν αδιάφορα τους ώμους τους, βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να μπουν και τον άφησαν να φύγει.
“Σειρά σας τώρα να νιώσετε ό,τι ένιωσα κι εγώ πριν” μονολόγησε, ανακουφισμένος γιατί επιτέλους θα πήγαινε στον προορισμό του, να συνεχίσει τη δουλειά του.
Φτάνοντας στο πόστο του, τον περίμενε ο προϊστάμενός του. “Πού ήσουν τόση ώρα;” φώναξε. “Ένας σωρός από παραγγελίες σε περιμένει”. Έλεγξε το ρολόι του. Η αναμονή του διήρκεσε κάτι παραπάνω από τρία τέταρτα. Σχεδόν μια ώρα. Έβγαλε έναν αναστεναγμό και συνέχισε τη δουλειά του.
Σημείωση: Η ιστορία είναι προϊόν φαντασίας. Οι εικόνες όμως μέσα στο ασανσέρ είναι πραγματικές και τις έχω συναντήσει, διαμένοντας κατά καιρούς, σε διάφορα ξενοδοχεία, κατά τη διάρκεια ταξιδιών μου, στην Ελλάδα ή σε άλλες χώρες.
No comments:
Post a Comment