Γράμμα της Ανατολής Μελίδου από τη Θεσσαλονίκη
Τον Νοέμβρη του ’73 πήγαινα στην Β ’Γυμνασίου. Κάθε πρωί στις επτά και είκοσι έφτανε το αστικό λεωφορείο. Κάθε πρωί ήμουν μουτρωμένη. Δεν μου άρεσε το πρωινό ξύπνημα.
Λίγο μετά το χωριό ήταν το στρατόπεδο. Στρατόπεδο “Ρωμανέλη”. Μια μεγάλη πύλη κι από πάνω η αψίδα με το όνομα. Και δύο φυλάκια ένθεν κι ένθεν της πύλης. Συνήθως στην στάση “Στρατόπεδο”, το λεωφορείο γέμιζε από φαντάρους.
Στην Κοζάνη αυτά.
Τις μέρες εκείνες, το ξέραμε ότι κάτι συνέβαινε. Το είχε ακούσει ο μπαμπάς στην Deutsche Welle.
"Κλείστηκαν τα παιδιά στο Πολυτεχνείο" μας είπε."Ίσως έχουμε καλά νέα". Δεν ρωτήσαμε ποια ήταν τα καλά νέα. Όλοι στο σπίτι ξέραμε.
Εκείνο το πρωινό, από το στρατόπεδο εκτός από τους φαντάρους ανέβηκε κι ένας γαλονάς. Με σιρίτια και καπέλο στρατιωτικό, όχι τους μπερέδες που φόραγαν οι απλοί φαντάροι.
Βρέθηκε κάποιος και του έδωσε την θέση του. Αλίμονο. Πλάγια θέση. Κι ακριβώς απέναντι του εγώ. Όρθια κι έβλεπα έξω.
Αμέσως μετά το στρατόπεδο ήταν το δάσος Κουρί. Το δάσος Κουρί, εκείνη την εποχή ήταν πολύ όμορφο. Με ζαρκάδια και ελάφια. Όνειρο.
Κάτι είπε ο γαλονάς και γέλασε δυνατά. Γέλασαν και κάποιοι γύρω του. "Μην φοβάστε. Η τάξις θα επικρατήσει". Και συνέχισε να γελάει αυτάρεσκα. Δεν είχα ξαναδεί τόσο άσχημο γέλιο. Και τόσο άσχημα δόντια. Δόντια αλόγου. "Είσαι βλάκας", σκέφτηκα, "βλάκας. Ποιος φοβάται;"
Το βλέμμα μου τον διαπέρασε και συνέχισα να κοιτάζω προς τα έξω.
Ψοφόκρυο και ο καιρός μουντός. Ένα δένδρο μου τράβηξε την προσοχή, μεγάλο με γυμνά κλαδιά. Κι ανάμεσά τους μια φωλιά. Αδειανή. Δεν ξέρω ποιος συνειρμός μέσα μου τα συνέδεσε όλα. Τα παιδιά κλεισμένα στο Πολυτεχνείο, τα αλογίσια δόντια, το κρύο, η αδειανή φωλιά. Λες κι ένα σύννεφο θλίψης ήρθε και με τύλιξε.
Κι ένοιωσα μέσα μου να σπάω. Και να θέλω να τα σπάσω όλα.
Χωρίς να το καταλάβω του ΄δωσα μια κλωτσιά. Στο καλάμι. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει αλλά συνέχισα να κοιτάζω προς τα έξω. Περιμένοντας. Δεν έκανε τίποτε. Του έριξα μια ματιά. Είχε γίνει κόκκινος σαν παντζάρι. Κίνηση όμως δεν έκανε.
Μετά από μερικές στάσεις κατεβήκαμε. Το Γυμνάσιο ήταν στην άκρη της πόλης.
Τον ξαναείδα μερικές φορές από μακριά. Μόλις τον έβλεπα φρόντιζα να εξαφανιστώ. Μπορεί και να ξεσπούσε αργότερα σκεφτόμουν. Ποτέ δεν ξέρεις.
Πέρασε ο καιρός. Τον ξέχασα. Ίσως είχε τελειώσει την θητεία του και είχε φύγει. Μεγάλωσα κι εγώ. Πέρασα στο Πανεπιστήμιο.
Πρώτη χρονιά και ήμουν πανευτυχής. Το να είσαι φοιτητής εκείνες τις εποχές στην Θεσσαλονίκη θεωρούνταν μεγάλη τύχη. Παρέες, συνελεύσεις, γνωριμίες, ταβέρνες, βόλτες. Όλα καινούργια.
Έφυγα τον Σεπτέμβρη από το σπίτι, και γύρισα τα Χριστούγεννα για τις γιορτές.
“Κάποιος σε γυρεύει στο τηλέφωνο”, μου είπε ο μπαμπάς μου. “Είναι λέει γνωστός σου, από την Αθήνα”.
Δεν θυμόμουν να είχα κανέναν γνωστό από την Αθήνα. “Ίσως κάποιος συμφοιτητής μου”, είπα.
“Του είπαμε ότι θα έρθεις τα Χριστούγεννα. Είναι πολύ επίμονος. Θέλει οπωσδήποτε να σου μιλήσει”.
Όντως μετά από μερικές μέρες με ζήτησε στο τηλέφωνο. Έτυχε και το σήκωσε η μάνα μου. “Έλα” μου λέει, “αυτός από την Αθήνα”.
Καλησπέρισε ένας ευγενής κύριος. Ότι δεν θα τον θυμόμουν, αλλά αυτός με είχε στο μυαλό του, χρόνια τώρα. Έκανε το στρατιωτικό του στο στρατόπεδο δίπλα στο χωριό και με είχε προσέξει. Ήμουν όμως μικρούλα και περίμενε να ενηλικιωθώ. Και ότι θέλει πολύ να με ξαναδεί και έχει σοβαρό σκοπό.
“Λυπάμαι”, απάντησα, “αλλά δεν μου θυμίζετε τίποτα, σίγουρα δεν κάνετε λάθος;”
Γέλασε, σίγουρα δεν κάνει λάθος, αφού από μακριά με “παρακολουθούσε”, όλα αυτά τα χρόνια. Περιέγραψε τον εαυτό του, τα χαρακτηριστικά του, ήταν έφεδρος τότε, με στολή.
Αμυδρά, από το γέλιο του περισσότερο, μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη, ότι ίσως ήταν εκείνος ο γαλονάς, τότε στα γεγονότα του Νοέμβρη με την κλωτσιά. Δεν ρώτησα, τι να ρωτούσα άλλωστε;
Ευγενικά του ξανάπα πως κάνει λάθος, κάποια άλλη θα είχε στο μυαλό του και μακάρι να βρει αυτήν που ψάχνει. Εγώ δεν είμαι σίγουρα.
Έκλεισε απογοητευμένος.
“Λάθος μήνυμα”, απάντησα στους γονείς μου που ρώτησαν.
Έδωσα μια κλωτσιά κάποτε σε κάποιον.
No comments:
Post a Comment