Tuesday, 25 January 2022

Χορογραφία για... πέντε. Κεφάλαιο Ι (Ένα μυθιστόρημα)

 Γράμμα του Παντελή Γουλάρα από το Δουβλίνο





    Όταν έγινε η παρουσίαση του βιβλίου “Στείλε μου Γράμμα...” στη Θεσσαλονίκη, ένας εκ των εισηγητών, ο Λευτέρης Τζιόλας (Ξάνθος) είχε προτείνει, μισοαστεία μισοσοβαρά, την συγγραφή ενός μυθιστορήματος από τους οκτώ συγγραφείς του συλλογικού αυτού βιβλίου, ενός μυθιστορήματος των οκτώ, στα πρότυπα του μυθιστορήματος των τεσσάρων. Κάτι τέτοιο όμως, ούτε τότε, ούτε και αργότερα ήταν εφικτό.

    Κατά το τελευταίο ταξίδι μου στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 2021, παρά το βαρύ και πυκνό πρόγραμμά μου, είχα τη χαρά, σε διάφορες εξόδους για καφέ, να συναντήσω μερικούς από τους συνεργάτες μου στο ιστολόγιο, στη Βέροια και στη Θεσσαλονίκη. Κάπου εκεί έπεσε πάλι η ιδέα της συγγραφής ενός συλλογικού μυθιστορήματος.

    Έτσι η τελική συμφωνία και κατάληξη ήταν:

      1. Να επιχειρηθεί η συγγραφή μυθιστορήματος από πέντε άτομα. Την Λένα Δημητριάδου, την Άρτεμη Καλογήρου, τον Ανδρέα Μαρολαχάκη, την Ανατολή Μελίδου κι εμένα.

      2. Κάθε συγγραφέας θα γράφει από ένα κεφάλαιο εναλλάξ μέχρι την συγγραφή πέντε κεφαλαίων από τον καθένα. Δηλαδή το βιβλίο θα έχει 25 κεφάλαια.

      3. Η σειρά συγγραφής θα είναι Αλφαβητική. Έτσι το πρώτο κεφάλαιο θα γραφεί από εμένα ενώ το τελευταίο από την Ανατολή Μελίδου. Το επόμενο μετά το σημερινό θα είναι της Λένας Χ. Δημητριάδου.

      4. Ο τελικός τίτλος, μετά από αρκετές προτάσεις ήταν “Χορογραφία για... πέντε”.

      5. Δεν υπάρχει κανένας περιορισμός ούτε ως προς το μέγεθος κάθε κεφαλαίου, ούτε στο χρόνο που θα γράφεται το κάθε φορά επόμενο κεφάλαιο.

    Καλή αρχή λοιπόν, ελπίζοντας να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες των αναγνωστών...


Κεφάλαιο Ι




    Οι πρώτες ακτίνες του Ήλιου, μόλις είχαν αρχίσει να φωτίζουν την καινούργια μέρα, από την ανατολή. Καλοκαίρι, ξημερώματα. Η νύχτα αρχίζει να παραδίνει τη θέση της στη μέρα, σ' αυτήν την μικρομεσαία Ελληνική επαρχιακή πόλη. Οι νοικοκυραίοι ξυπνούν σιγά – σιγά για να ξεκινήσουν τις δουλειές τους, μεροκάματο, χωράφι, μαγαζί... Οι άνθρωποι της νύχτας, εργαζόμενοι, διασκεδαστές ή διασκεδάζοντες, ακολουθούν αντίστροφη πορεία. Υπάρχουν και οι άυπνοι, αυτοί που ούτε τη μέρα, ούτε τη νύχτα βρίσκουν ησυχία από τους καϋμούς και τις αγωνίες τους.

    Θα ήταν λίγο μετα τις 6. Μια ψηλή σπαθάτη, ξανθιά γυναίκα, περπατάει κουρασμένα στο δρόμο. Δεν τρεκλίζει αλλά τα βήματά της είναι αργά και ασταθή. Ντύσιμο αταίριαστο γι' αυτή την ώρα. Μακρύ ροζ κολλητό φόρεμα, με λαμέ ανταύγειες, σκιστό μέχρι επάνω στο δεξί πόδι. Στο αριστερό χέρι κρατά μια ανοιχτόχρωμη γαλάζια ζακέτα κοντή, κατά ένα παράξενο τρόπο ταιριαστή με το φόρεμα. 'Αλλοτε την ρίχνει στον ώμο της και άλλοτε την κρατάει κρεμασμένη προς τα κάτω, να ακουμπάει σχεδόν στο χώμα. Η όλη εμφάνιση δείχνει ότι το περασμένο βράδυ, ήταν σε κάποιο δείπνο ή σε κάποια επίσημη βραδινή εκδήλωση, που κράτησε όμως πολύ. Δεν κρατά τίποτα άλλο στο χέρι. Ούτε τσάντα, ούτε κανένα από αυτά τα μικρά τσαντάκια, συνήθως ασορτί με το φόρεμα. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της, στο χρώμα του ώριμου σταχυού, χύνονται στους ώμους της και στη γυμνή πλάτη της.

    Βλέμμα βαρύ, μάλλον νυσταγμένο, βλέφαρα βαριά. Οι πρόσθετες βλεφαρίδες ξεφτισμένες κι οι γραμμές των ματιών λιγάκι ξεβαμμένες, σαν να πέρασαν δάκρυα πάνω τους, που σκουπίστηκαν με μαντήλι. Ηλικία όχι πάνω από 27, ίσως και μικρότερη, αν δεν πρόσθεταν σ' αυτήν οι ρυτίδες της νύχτας και της κούρασης.

    Περπατούσε αργά κατά μήκος της οδού Τεμένους. Έστριψε σ' ένα στενό ανάμεσα σ' ένα σχολείο και σ' ένα τζαμί. Περπάτησε άλλα 50 περίπου μέτρα και χώθηκε στην είσοδο μιας διώροφης μονοκατοικίας, βαμμένης με το χρώμα της ώχρας. Ανέβηκε το ίδιο αργά τις σκάλες, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, έπεσε ξερή στο κρεβάτι. Αποκοιμήθηκε αμέσως.


--//--




    Θα 'ταν περίπου 4 ώρες μετά, γύρω στις 10, όταν ξύπνησε απότομα και χωρίς λόγο. Άπλωσε το χέρι στο κομοδίνο, όπου συνήθως άφηνε το μικρό τσαντάκι-φάκελο, που είχε μαζί της κατά τη χθεσινή έξοδο, για να πάρει από μέσα ένα τσιγάρο. Δεν έπιασε τίποτα, ή μάλλον έπιασε τα ψεύτικα ξανθά μαλλιά που φορούσε χθες. Γύρισε και κοίταξε. Το τσαντάκι δεν ήταν εκεί. Το μικρό ακριβό τσαντάκι, ασορτί με το χθεσινό της ντύσιμο, έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί.

    Έπιασε με το χέρι της το μέτωπό της. Μόλις συνειδητοποίησε ότι το τσαντάκι έμεινε πίσω, εκεί που πέρασε τη νύχτα. Ανακάθησε στο κρεβάτι. Πρόσεξε ότι φορούσε ακόμα τα ρούχα της βραδινής εξόδου. Σηκώθηκε και άλλαξε γρήγορα, φορώντας ένα μπλουτζίν παντελόνι κι ένα ελαφρύ κοντομάνικο μπλουζάκι και βγήκε γρήγορα από την πόρτα. Ο ήλιος είχε ήδη φτάσει ψηλά. “Άλλη μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα” σκέφτηκε. Προχώρησε γρήγορα με κατεύθυνση την οδό Αποστόλου των Εθνών. Δεν ήταν μακριά από το σπίτι της. Έπρεπε να πάρει οπωσδήποτε την τσάντα. Το περιεχόμενό της ήταν σημαντικό. Έφτασε στην τριώροφη κατοικία, στον αριθμό 12 της οδού Αποστόλου των Εθνών. Εκεί στον δεύτερο όροφο είχε περάσει την προηγούμενη νύχτα. Όπως πάντα η εξώπορτα δεν ήταν κλειστή. Δεν υπήρχε ασανσέρ. Άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες. Δεν είχε παρά να κτυπήσει την πόρτα και να ζητήσει την τσάντα.

    Φτάνοντας στο δεύτερο όροφο, ξαφνιάστηκε διαπιστώνοντας ότι η πόρτα του μοναδικού διαμερίσματος ήταν ανοιχτή. Αυτή την είχε κλείσει φεύγοντας. Δρασκέλησε το κατώφλι και μπήκε μέσα, χωρίς να κλείσει την πόρτα και προχώρησε στο σαλόνι του διαμερίσματος πηγαίνοντας προς την κρεβατοκάμαρα. Το διαμέρισμα ήταν σκοτεινό, με κλειστά τα στόρια των παραθύρων και της μπαλκονόπορτας. Δεν είχε φτάσει ακόμα στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας, όταν άκουσε βήματα να κατεβαίνουν τη σκάλα, που οδηγούσε στον επάνω όροφο. Χτυπήματα σαν μπάλας, σε κάθε σκαλί, συνόδευαν τα βήματα. Κοντοστάθηκε. Το φως του διαδρόμου της πολυκατοικίας σχημάτισε μια σκια που εμφανίστηκε στην πόρτα. Κρύφτηκε γρήγορα πίσω από μια κουρτίνα.



    Ένα παιδί εννιά με δέκα χρόνων, εμφανίστηκε στην πόρτα, κρατώντας μια μπάλα του μπάσκετ στα χέρια του.

    “Κύριε Γιώργο!” φώναξε.

    “Κύριε Γιώργο! Θα παίξουμε μπάσκετ σήμερα στο απέναντι γηπεδάκι; Πρέπει να πάμε τώρα που είναι νωρίς, γιατί αργότερα θα κάνει πολλή ζέστη”.

    Ο μικρός έφτασε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας, χτύπησε δυο φορές με το χέρι του, δεν άκουσε απάντηση, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα.

    “Κύριε Γιώργο;” και ξαφνικά μια κραυγή, ο θόρυβος της μπάλας που πέφτει στο πάτωμα... κι ο μικρός τρέχοντας βγαίνει από το διαμέρισμα φωνάζοντας...

    “Μπαμπά, μαμά, τρέξτε... ο θείος Γιώργος κάτι έπαθε!”

    Δεν περίμενε άλλη ευκαιρία η νέα γυναίκα. Βγήκε τρέχοντας από την κρυψώνα της, κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες, βγήκε στο δρόμο τρομοκρατημένη και τρέχοντας χάθηκε στη στροφή του δρόμου. Δεν υπήρχε περιθώριο να σκεφτεί την τσάντα εκείνη τη στιγμή.


--//--


    Το τηλέφωνο στο γραφείο του Διευθυντή της Αστυνομίας, χτύπησε δυο φορές μέχρι αυτός να το σηκώσει.

    “Παρακαλώ” είπε...

    Η φωνή που μίλησε ήταν γνωστή, πολύ γνωστή...

    “Γιώργο, εγώ είμαι, ο Γιάννης, ο σπιτονοικοκύρης σου. Ο Γιώργος στον δεύτερο όροφο κάτι έπαθε. Τον βρήκε ο μικρός ο Μανωλάκης. Είναι ακίνητος, μάλλον έχει πεθάνει...”

    Ταράχτηκε με το νέο. Συνονόματοι κι οι δύο. Γιώργος Παπαδόπουλος ο ίδιος, έμενε στον πρώτο όροφο. Γιώργος Παπαδόπουλος κι ο νοικάρης του δευτέρου, παλιός μπασκετμπολίστας, είχαν περίπου την ίδια ηλικία. Μπορεί να μην είχαν καμία συγγένεια και η σύμπτωση του ίδιου ονόματος να ήταν μια απλή συνωνυμία, αλλά ένιωσε σαν να έπαθε κάτι κάποιος δικός του άνθρωπος. Το τρίο της συνωνυμίας συμπληρώνονταν με τον σπιτονοικοκύρη που έμενε στον 3ο όροφο. Γιάννης Παπαδόπουλος αυτός. ¨Ηταν αυτός που μιλούσε στο τηλέφωνο.

    Μην ανησυχείς Γιάννη. Θα στείλω κάποιον από δω να ερευνήσει τη γίνεται και θα φροντίσω να έλθει και ασθενοφόρο.

    Έκλεισε το τηλέφωνο. “Άλκη!” φώναξε.

    “Μάλιστα κύριε Διευθυντά” ακούστηκε μια φωνή κι αμέσως ένας νέος ψηλός αστυνομικός, εμφανίστηκε στην πόρτα του γραφείου.

    “Πάρε το 166 να πάει στον αριθμό 12 της οδού Αποστόλου των Εθνών. Πάρε κι άλλους δύο από δω και πήγαινε κι εσύ εκεί. Πιθανότατα έχουμε αιφνίδιο θάνατο. Καλό είναι να ξέρουμε την αιτία. Πάρε με τηλέφωνο όταν θα φτάσεις. Αν χρειάζεται να έρθω κι εγώ.”

    “Εντάξει”.

    Ο Άλκης, Παπαδόπουλος κι αυτός, ικανότατος αστυνομικός, ακούστηκε πρώτα να παίρνει τηλέφωνο στο ΕΚΑΒ και στη συνέχεια να τρέχει μαζί με άλλους προς την έξοδο. Δεν άργησε να ακουστεί και η σειρήνα του περιπολικού, που κατευθύνονταν προς τον τόπο του συμβάντος.


--//--


    Έμεινε λίγο μόνος του να σκεφτεί. Ο Γιώργος, ο γείτονας λοιπόν... Ή καλύτερα ο συγκάτοικος. Αμέτρητες φορές είχε χτυπήσει το τηλέφωνο του σπιτιού του και ζητούσαν αυτόν τον άλλο Γιώργο, τον μπασκετμπολίστα. Το ίδιο απ' ό,τι του έλεγε, συνέβαινε και με το τηλέφωνο εκείνου. Και τώρα... Λες να έχουμε καμιά δολοφονία; Ή καμιά αυτοκτονία; Μπα... Αλλά και πάλι, έτσι ξαφνικά. Το πρωί που έφυγε για τη δουλειά, φαίνονταν όλα τόσο ήσυχα...

    Χτύπησε το κινητό του. Ήταν ο Άλκης...

    “Κύριε Διευθυντά, μάλλον έχουμε δολοφονία. Υπάρχει και πυροβολισμός και σφαίρα. Θέλετε να σας πω λεπτομέρειες;”

    “Όχι Άλκη. Έρχομαι εκεί αμέσως...”

    Κατέβηκε κάτω, μπήκε στο παλιό Toyota του και ξεκίνησε για το σπίτι του. Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί, ότι σχεδόν μέσα στο ίδιο του το σπίτι, θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Έφτασε γρήγορα. Έξω ήταν σταματημένο το ασθενοφόρο και κόσμος συγκεντρωμένος. Οι γείτονες είχαν μάθει ότι κάτι συνέβη κι από περιέργεια, ως συνήθως, μαζεύτηκαν έξω από την πόρτα. Ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά.

    Στο διάδρομο, έξω από την είσοδο του διαμερίσματος, περίμεναν ο Γιάννης ο σπιτονοικοκύρης του και η γυναίκα του η Κική, ολοφάνερα σε κακή ψυχική κατάσταση. Αμίλητος προσπέρασε τον αστυνομικό που φρουρούσε την πόρτα και μπήκε μέσα. Στο διαμέρισμα ο Άλκης κι ένας άλλος αστυνομικός ολοκλήρωναν τη συλλογή των στοιχείων από τον τόπο του εγκλήματος.

    “Τι βρήκαμε Άλκη;”

    “Όχι πολλά αλλά μάλλον σημαντικά κύριε Διευθυντά”

    Του έδειξε ένα μαξιλάρι τρύπιο από τις δυο πλευρές.

    “Ο πυροβολισμός έγινε ενώ ήταν ξαπλωμένος. Πιθανότατα κοιμόταν. Του σκέπασαν το πρόσωπο με το μαξιλάρι και πυροβόλησαν. Η σφαίρα μπήκε από το στόμα, βγήκε από την πίσω πλευρά του κρανίου και σφηνώθηκε στο στρώμα. Μάλλον υπήρχε και σιγαστήρας μιας και κανένας δεν άκουσε τίποτα.”

    “Από στοιχεία;”

    “Πήραμε αποτυπώματα από παντού. Θα τα εξετάσουμε στο εργαστήριο. Βρήκαμε μια μπάλα του μπάσκετ, που μάλλον είναι του μικρού που βρήκε το πτώμα. Βρήκαμε κι αυτή τη μικρή γυναικεία τσάντα”. Και του έδειξε το “ξεχασμένο” τσαντάκι-φάκελο.

    “Έχει τίποτα μέσα;”

    “Τα συνηθισμένα αντικείμενα που έχει μια γυναίκα στην τσάντα της, καθώς και μια αστυνομική ταυτότητα”.

    “Όνομα;”

    “Ευδοκία Παπαδοπούλου”.

    “Άλλος ένας Παπαδόπουλος” σκέφτηκε. Κοίταξε τον ξαπλωμένο συγκάτοικο. Νέος σχετικά, δυνατός, αθλητικός, υγιής και τώρα;” Αναστέναξε.

    “Πες τους διασώστες να τον πάρουν στο ασθενοφόρο για το Νοσοκομείο” είπε. “Πάρε εντολή για νεκροψία. Αν δεν έχουμε να κάνουμε τίποτα άλλο εδώ, φεύγουμε. Βρες μου αυτήν την Ευδοκία Παπαδοπούλου και φέρτη μου στο γραφείο. Έχουμε πολλά να τη ρωτήσουμε”.


--//--


Τέλος Κεφαλαίου Ι


    Κι εδώ η σκυτάλη περνάει στη Λένα Χ. Δημητριάδου.

No comments:

Post a Comment