Saturday 19 February 2022

Αναμνήσεις από τη στρατιωτική θητεία

 Γράμμα του Ανδρέα Μαρολαχάκη από τη Χαράδρα Ημαθίας





    Εμείς οι άντρες έχουμε κάποιες ιδιαιτερότητες, που συνήθως οι γυναίκες τις αγνοούν ή δεν μπορούν να τις κατανοήσουν. Φυσικά αναφέρομαι στην πλειοψηφία των αντρών και όχι σ' όλους. Σε κάποια περίοδο της ζωής μας, κοντεύουμε να ξεχάσουμε το βαφτιστικό μας όνομα, γιατί όλοι μας προσφωνούν με το επίθετό μας, δηλαδή με το οικογενειακό μας όνομα. Αυτό συμβαίνει την εποχή που υπηρετούμε τη θητεία μας στον στρατό. Όλοι, αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, ακόμη και συνάδελφοι στρατιώτες, μας αποκαλούν με το επώνυμό μας!

    Έχω πολλούς φίλους απ' τον στρατό, που θυμάμαι μόνο το επώνυμό τους. Όσο κι αν προσπαθώ, δεν θυμάμαι ή δυσκολεύομαι να θυμηθώ το όνομά τους! Δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομα του φίλου μου του Πάσχου, που ξεκινήσαμε μαζί απ' το «Κέντρο Διερχομένων» της Θεσσαλονίκης, για να πάμε στο «11Σύνταγμα Πεζικού» στην Τρίπολη, παρ' όλο που περάσαμε μαζί τις πρώτες και πιο επώδυνες δυσκολίες της στράτευσής μας. Ανήκα στην κατηγορία αυτών που είχαν πάρει αναβολή για λόγους υγείας, οπότε έπρεπε να παρουσιαστώ στο συγκεκριμένο στρατόπεδο κι από κει να πάρω φύλλο πορείας για τη μονάδα στην οποία θα έπρεπε να παρουσιαστώ. Στο «Κέντρο Διερχόμενων», που στεγαζόταν στο λιμάνι Θεσσαλονίκης, είχαν μαζευτεί και περίμεναν για την κατάταξή τους, άτομα διαφόρων ηλικιών και καταστάσεων. Άλλοι ήταν με αναβολή για λόγους υγείας, άλλοι ανυπότακτοι κι άλλοι που μόλις είχαν γυρίσει από θητεία στα καράβια.

    Απ' αυτούς που είχαν παρουσιαστεί την ίδια ημέρα με μένα, εγώ ήμουν με την πιο ελαφριά περίπτωση αναβολής. Είχα πάρει αναβολή για μια εγχείρηση μηνίσκου, που είχα κάνει πριν δύο χρόνια. Αφού περάσαμε μια τελείως πρόχειρη κι επιδερμική κυριολεκτικά ιατρική εξέταση, μας χώρισαν σε ομάδες και μας έδωσαν φύλλο πορείας για διάφορα κέντρα εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων. Εμένα μ' έβαλαν επικεφαλής και υπεύθυνο για οκτώ άτομα, με ομαδικό φύλλο πορείας κι έπρεπε να μπούμε στο τρένο για Αθήνα κι από κει για την Πελοπόννησο. Στην ομάδα στην οποία ήμουν υπεύθυνος, βρισκόταν ο φίλος μου ο Πάσχος, που είχε ένα σπάσιμο στο πόδι, ένας τυφλός (!!!) δύο ανυπότακτοι, πολύ μεγαλόσωμοι, που μόλις ξεμπάρκαραν απ' τα καράβια και μερικοί που δήλωναν ναρκομανείς. Το φύλλο πορείας που μας έδωσαν περιείχε, εκτός απ' την εντολή για να παρουσιαστούμε στο συγκεκριμένο στρατόπεδο και τα εισιτήριά μας, με τη μόνη διαφορά ότι ήταν ομαδικά, δεν μπορούσε δηλαδή κάποιος να πάει μεμονωμένα, αλλά έπρεπε να πάμε όλοι μαζί!

    Αυτό μου δημιουργούσε πολλές δυσκολίες, γιατί ήταν απίθανο να συνεννοηθώ με όλους αυτούς για την ώρα που έπρεπε να φύγουμε και τη συμπεριφορά που θα έπρεπε να έχουμε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας. Κάποιοι μάλιστα ήταν προκλητικοί απέναντι μου κι επεδίωκαν αφορμές να δημιουργήσουν φασαρίες μαζί μου. Κατάφερα κι απέφυγα κάθε πρόκληση, ενώ με τη βοήθεια του Πάσχου τους οδήγησα μέχρι τον σταθμό Λαρίσης κι από κει θα έπρεπε να επιβιβαστούμε σε τρένο στον σταθμό Πελοποννήσου. Με το που φτάσαμε στην Αθήνα η ομάδα έχασε τη συνοχή της, γιατί πολύ σύντομα εξαφανίστηκαν οι περισσότεροι στα καφενεία και στα μπαρ της περιοχής. Με πολύ κόπο καταφερα να τους πείσω να μ' ακολουθήσουν και να επιβιβαστούμε όλοι μαζί στο τρένο για τον προορισμό μας!

    Η σιδηροδρομική γραμμή της Πελλοπονήσου τότε, ήταν η παλαιότερη της Ελλάδας και τα βαγόνια έτριζαν στα σημεία που συνδεόταν οι ράγες κι όλο το τρένο κουνιόταν επικίνδυνα και μας δημιουργούσε μια περίεργη ναυτία. Τα δύο άτομα που δήλωσαν ναρκομανείς και οι δύο ανυπότακτοι πρώην ναυτικοί δημιούργησαν μια ομάδα και ήταν εριστικοί και μάλωναν με το παραμικρό με όλους και μεταξύ τους! Οι υπόλοιποι επιβάτες του βαγονιού, άλλοι διακριτικά κι  άλλοι φανερά εκνευρισμένοι, εγκατέλειπαν τις θέσεις τους και πήγαιναν μακριά από μας τα μιάσματα, όπως μας χαρακτήρισε ένας επιβάτης. Ο αρμόδιος ελεγκτής μου ζήτησε επανειλημμένως  να επιβάλλω μια κάποια τάξη στην ανήσυχη παρέα, πράγμα που ήταν αδύνατον και τελείως ουτοπικό! Η συγκεκριμένη παρέα είχε προμηθευτεί ποτά απ' την Αθήνα και σε λίγο ένας τελείως ιδιότυπος τρόπος διασκέδασης με πρόστυχα τραγούδια και τσιγάρα με περίεργο καπνό, κυριαρχούσε σε μικρή απόσταση απ' τα καθίσματα που είχαμε κυριολεκτικά «λουφάξει» εγώ, ο Πάσχος κι ο τυφλός σύντροφός μας.

    Μετά από ταξίδι λίγων ωρών φτάσαμε στην Τρίπολη. Με κόπο τους μάζεψα και κατευθυνθήκαμε στην πύλη του στρατοπέδου. Ενώ έδειχνα στον Αλφαμίτη τα έγγραφα, είδα με φρίκη τον ένα απ' τους ανυπότακτους, να σπάει ένα μπουκάλι με αλκοόλ που είχε μαζί του και να χαράζει μ' ένα σχεδόν τελετουργικό τρόπο, τον πήχυ του αριστερού του χεριού. Το αίμα που ξεπήδησε απ' τα τραύματά του, έβγαινε με πίεση και πιτσίλιζε τον ίδιο κι αυτούς που ήταν δίπλα του. Αυτός, χωρίς να δίνει καμιά σημασία στην αιμορραγία και στα τραύματά του, χόρευε ένα περίεργο χορό. Όλοι μας είχαμε παγώσει κυριολεκτικά απ' το επεισόδιο, ακόμη και οι σκοποί του στρατοπέδου! Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ένας μόνιμος υπαξιωματικός και ψύχραιμα άρχισε να δίνει εντολές  στους φρουρούς για να τακτοποιήσουν το θέμα. Απ' ότι θυμάμαι είπε:

  - Βάλτε τον στο νοσοκομείο, μετά στο κρατητήριο αυστηρά και κατόπιν απολυτήριο.

    Δεν ξέρω τι δικαιοδοσία είχε και τα ελεγε αυτά, πάντως ήταν φανερό πως ήταν έμπειρος πάνω σ' αυτά τα θέματα.

    Μουδιασμένοι, για να μην πω σοκαρισμένοι, περάσαμε την πύλη, ενώ άκουγα τον Πάσχο να περιγράφει το γεγονός στον τυφλό σύντροφό μας. Χωρίς πολλές διαδικασίες, μας έβαλαν σ' ένα θάλαμο, που είχε στη σειρά πολλά διώροφα κρεβάτια. Εκεί κοιμηθήκαμε το βράδυ, μόνο που δεν ήταν ύπνος, αλλά ένα μαρτύριο που διακόπτονταν από συνεχόμενες απότομες αφυπνίσεις απ' τους παλιούς στρατιώτες, έτσι για να κάνουν πλάκα μαζί μας.

    Την επομένη κι ενώ ακόμα ήμασταν  με πολιτικά, παρουσιαστήκαμε στο ιατρείο της μονάδας για ιατρική αξιολόγηση. Πρώτος εξετάστηκε ο τυφλός φίλος μας, που με συνοπτικές διαδικασίες κρίθηκε ανίκανος να υπηρετήσει τον στρατό. Με το απολυτήριο στο χέρι βγήκε απ' την εξεταστική επιτροπή, αβέβαιος για το πού θα έπρεπε να πάει. Ο Πάσχος κι εγώ τον συνοδεύσαμε μέχρι την πύλη και τον αποχαιρετίσαμε σαν να ήταν δικός μας άνθρωπος. Αυτός προφανώς κατάλαβε τη συναισθηματική φόρτιση που είχαμε και μας είπε:

    - Μη στεναχωριέστε! Θα τα καταφέρω να πάω στη Θεσσαλονίκη.

    Από τότε δεν τον ξαναείδα. Γυρίσαμε στη σειρά μας περιμένοντας την εξεταστική επιτροπή ν' αποφανθεί για την ικανότητά μας. Ακούγαμε φωνές και διαφωνίες, χωρίς να μπορούμε να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στην εξεταστική αίθουσα. Κάποια στιγμή βγήκε ο Πάσχος απ' την εξέταση και μου είπε:

    - Ι(δηλαδή τον είχαν κατάταξει ικανό τρίτης κατηγορίας, που σήμαινε πως δεν θα έπαιρνε όπλο).

    Με κοίταξε θλιμμένος κι έφυγε προς τα καταλύμματα. Όταν μπήκα στην αίθουσα, ξαφνιάστηκα! Ήταν τέσσερα άτομα με στρατιωτικές στολές, καθισμένα μπροστά από τραπέζια (προφανώς αξιωματικοί) εκ των οποίων οι δύο φορούσαν πάνω απ' τις στρατιωτικές στολές άσπρες ρόμπες γιατρού.

    - Ήρθε κι άλλος που θέλει απολυτήριο, είπε ειρωνικά ο επικεφαλής της ομάδας .

    Εγώ απορημένος κρατούσα στα χέρια μου τα έγγραφα που με αφορούσαν, μην ξέροντας τι θα έπρεπε να κάνω. Άφησα τα χαρτιά μου πάνω στο τραπέζι του επικεφαλής κι έκανα δύο βήματα πίσω. Αυτός τα πήρε στα χέρια του, τα μελέτησε λίγο και μου λέει εριστικά:

    - Και γι αυτό  θες να πάρεις απολυτήριο;

    Ο τόνος της φωνής του μ' εκνεύρισε πάρα πολύ και του απάντησα στον ίδιο τόνο κι εγώ:

    - Δεν θέλω απολυτήριο! Να υπηρετήσω τη θητεία μου θέλω!

    Αυτό προφανώς τους ξάφνιασε και με κοίταξαν για λίγο αμίλητοι.

    - Ι2 , αποφάνθηκε ο ένας εκ των γιατρών.

    - Όχι, φώναξα με πάθος. Ι1 θα με βάλεις! (Ζητώντας στην ουσία την πρώτη κατηγορία στράτευσης).

    Ο επικεφαλής αξιωματικός με κοίταξε για λίγο με απορία και είπε βαριεστημένος.

    - Βάλτου Ι1.

    Ο γιατρός έβαλε τη σφραγίδα και πήρα τα χαρτιά μου με τη σχετική πιστοποίηση. Παρουσιάστηκα στον επιλοχία του λόχου στον οποίο ανήκα κι αυτός με παρέπεμψε στον αξιωματικό ιματισμού .

    Το γραφείο στο οποίο θα έδιναν τις στολές, τα άρβυλα κι όλα όσα ήταν αναγκαία για τη στράτευση, ήταν στην ουσία μια τεράστια αποθήκη, με πολλά ράφια γεμάτα με διαφόρων ειδών ρουχισμό και μ' ένα γραφείο, στο οποίο ένας δόκιμος επικεφαλής χλεύαζε κι έκανε ειρωνικά σχόλια για τους νεοσύλλεκτους. Με τρόμο είδα πως σ' ένα σάκο (αυτόν που λένε οι φαντάροι λουκάνικο) θα έπρεπε να τακτοποιήσω όλο το «νοικοκυριό» μου, που φάνταζε αδύνατον. Μου πέταξαν μπροστά μου:


Φωτογραφία από το kalimeraarkadia.gr


    Τρεις πετσέτες (σώματος, προσώπου και ποδιών).

    Σαπουνοθήκη, σαπούνι, μπογιά για άρβυλα και δυο βούρτσες βαφής παπουτσιών.

    Λάδι όπλου.

    Ωτοασπίδες.

    Δυο στολές παραλλαγής.

    Στολές εξόδου, θερινή και χειμερινή.

    Δυο ζευγάρια άρβυλα.

    Ένα τζάκετ, ένα πουλόβερ, μια χακί γραβάτα.

    Μπερέ εξόδου,τζόκεϊ αγγαρείας.

    Δυο σκελέες και δυο κοντομάνικα φανελάκια.

    Δυο ζευγάρια μάλλινες κάλτσες και δυο λεπτές για το καλοκαίρι.

    Ένα φούτερ παραλλαγής και στο τέλος χακί σεντόνια και μαξιλαροθήκες.

    Όλα αυτά έπρεπε να τα τακτοποιήσω μέσα στο λουκάνικο (πράγμα που μου φαινόταν αδύνατο).

    Μάζεψα τα «υπάρχοντά» μου και πήγα στον θάλαμο, τ' άπλωσα πάνω στο κρεββάτι και προσπαθούσα να τα βάλω σε τάξη. Το ίδιο ακριβώς έκαναν και οι υπόλοιποι συνάδελφοί μου φανερά αμήχανοι κι αβέβαιοι, όπως κι εγώ. Πριν προλάβουμε να τακτοποιηθούμε, ακούστηκε μια βαριά φωνή που μας προκάλεσε ένα κάποιο πανικό.

    - ΟΛΟΙ ΕΞΩ!! ΟΛΟΙ ΚΑΤΩ ΣΤΡΑΒΑΔΙΑ!!

    Ήταν ο δεκανέας, που με φωνές και βρισιές μάς ανάγκασε να κατέβουμε κάτω και να στοιχηθούμε καθ' ύψος. Εκεί έβγαλε ένα ανούσιο λογίδριο για τις υποχρεώσεις που είχαμε (μόνο υποχρεώσεις είχαμε, χωρίς κανένα δικαίωμα)!

    Μετά από πολλές συστάσεις, βρισιές και απειλές, μας άφησε ελεύθερους να γυρίσουμε στον θάλαμο. Μέσα στους κοιτώνες επικρατούσε ένα «μπάχαλο». Τα πάντα ήταν άνω κάτω! Όλος ο ιματισμός μας ήταν σκόρπιος κι απ' τον καθένα έλειπε και κάτι. Συνειδητοποίησα τότε ότι οι φωνές «ΟΛΟΙ ΕΞΩ κ.τ.λ.» ήταν για να μπορέσουν οι «παλιοί» ν' αρπάξουν απ' τα δικά μας εφόδια, αυτά που τους έλειπαν. Από μένα πήραν ένα πουκάμισο εξόδου κι ένα ζευγάρι άρβυλα. Στις διαμαρτυρίες μας κανείς δεν έδωσε σημασία! Μάλιστα μας έδωσαν να καταλάβουμε ότι αυτό ήταν κάτι συνηθισμένο και θα έπρεπε να το δεχτούμε! Ήμασταν νεοσύλλεκτοι και κατώτεροι στην τυπική και άτυπη ιεραρχία.

    Την επομένη συμπλήρωνα την πρώτη μέρα της θητείας μου κι ήμουν ήδη ένστολος! Μετά την πρωινή αναφορά άκουσα να λέει  ο επιλοχίας ορίζοντας τις αγγαρείες:

    - Πάσχος, στα μαγειρεία! Δημητρίου, στους νιπτήρες! Ιωαννίδης, στην αποψίλωση! Μαρολαχάκης, θα σκοτώσεις το «θηρίο»!

    Στην έκπληξη που έδειξα και στις ερωτήσεις που έκανα εισέπραξα γέλια και πειράγματα. Τότε ο δεκανέας μου έδειξε τις τουαλέτες κι ένα σκουπόξυλο που μ' αυτό σαν κοντάρι θα έπρεπε να σπρώχνω τις ακαθαρσίες που ξεχείλιζαν. Οι κινήσεις που έκανα με το σκουπόξυλο έμοιαζαν σαν να προσπαθούσα να σκοτώσω κάτι. Τότε κατάλαβα ποιο ήταν το θηρίο και πώς θα το σκότωνα! Στην Τρίπολη το νερό ήταν ελάχιστο και μόνο λίγες ώρες είχε ροή, οπότε οι τουαλέτες ήταν πάντα γεμάτες από «ανόργανα υλικά». Η φρίκη και η αηδία που ένιωσα την πρώτη μέρα που υπηρετούσα την πατρίδα είναι κάτι που μου έμεινε ανεξίτηλο!

    Για τις επόμενες εννέα μέρες έκανα όλες τις αγγαρείες που ήταν αναγκαίες για την «εύρυθμη» λειτουργία  του στρατοπέδου. Έπλυνα καζάνια και λαμαρίνες φαγητού, καθάρισα πατάτες, γυάλισα τα πλακάκια των μαγειρείων, μάζεψα γόπες απ' όλη την έκταση του στρατοπέδου, με σαράβαλα ΡΕΟ (αυτοκίνητα) κουβάλησα τόνους σκουπιδιών στη χωματερή της περιοχής. Γενικά αισθανόμουν υπερήφανος που υπηρετούσα την πατρίδα! Θα πρέπει να προσθέσω ότι κάθε βραδυ μ' έβαζαν για  δυο ώρες σκοπιά κι εγώ αναρωτιόμουν τι ακριβώς φύλαγα και γιατί. Το βράδυ πριν κοιμηθώ, ασφάλιζα τα άρβυλά μου μ' ένα λουκέτο πάνω στα κάγκελα της σκάλας κι έτσι δεν χρειάστηκε να «θρηνήσω» άλλη απώλεια εξοπλισμού.

    Το πρωινό μας ήταν τσάι μ' ελιές, μαρμελάδα και γάλα «τσικνισμένο». Το γάλα ήταν σε σκόνη που το διέλυαν σε καζάνια με ζεστό νερό και πάντα είχε μια τσίκνα, καθώς ποτέ, μα ποτέ, δεν το κατέβαζαν απ' τη φωτιά εγκαίρως! Έτσι η πλειοψηφία των στρατιωτών προτιμούσε το τσάι!  Τα δυο ημερήσια γεύματα, το μεσημεριανό και το βραδινό, ήταν με κάθε επιείκεια άθλια και σχεδόν κανείς μας δεν τα έτρωγε ή για την ακρίβεια τρώγαμε ελάχιστα. Όταν μάλιστα κάποιος βρήκε στην καραβάνα με τις φακές του, κουμπί από σώβρακο, το φαγητό έγινε για μας βραχνάς. 

    Πολύ γρήγορα μάθαμε για τα «ρεσάλτα» και καταφεύγαμε σ' αυτά, όσο είχαμε χρήματα. Δηλαδή κάποιος από μας, αφού έπαιρνε χρήματα και παραγγελίες απ' τους ενδιαφερόμενους, πηδούσε τη μάντρα κι από διπλανά σουβλατζίδικα, έπαιρνε τις παραγγελίες μας. Αυτό ήταν σχετικά επικίνδυνο, γιατί πάντα υπήρχε κίνδυνος να πιαστεί απ' τα όργανα του στρατοπέδου ο «καταδρομέας» και να τιμωρηθεί αναλόγως! Όπως γίνεται αντιληπτό, το τσάι ήταν το μόνο που, έστω και με επιφύλαξη, μας «κρατούσε» για την υπόλοιπη μέρα.

    - Μαρολαχάκης και Πάσχος στις 4.30 θα πάνε αγγαρεία στα μαγειρεία, είπε ο επιλοχίας με τον τόνο της φωνής που δεν σήκωνε αμφισβήτηση.

    Την «κάτσαμε», σκέφτηκα, γιατί δύο με τέσσερεις είχα σκοπιά στο κεντρικό φυλάκιο. Στην ουσία θα κοιμόμουν ελάχιστα. Την καθορισμένη ώρα, εγώ κι ο φίλος μου, παρουσιαστήκαμε στον τόπο του «μαρτυρίου», στα μαγειρεία. Ο Πάσχος μπήκε πριν από μένα και τον άκουσα να βήχει και να βγάζει επιφωνήματα αηδίας. Αμέσως, μόλις είδα τι συνέβαινε, άρπαξα τον μάγειρα απ' τον σβέρκο και με δύναμη τον πέταξα να συγκρουστεί στα πλακάκια του τοίχου! Αυτό δεν με ικανοποίησε αρκετά και συνέχισα να γρονθοκοπώ και να κλωτσάω τον μάγειρα! Με τις κραυγές πόνου που έβγαζε, κινητοποίησε  την περίπολο επιφυλακής, που μπήκε μέσα και με συνέλαβε. Με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς να με ρωτήσουν μ' έβαλαν στο κρατητήριο (ένα άθλιο κελί) αφού αφαίρεσαν απ' την εξάρτησή μου ζώνη και κορδόνια, για να μην μπορώ να τα χρησιμοποιήσω για πιθανή αυτοχειρία.

    Το πρωί στην αναφορά του τάγματος, αφού ο επικεφαλής συνταγματάρχης έβγαλε ένα λογίδριο κατά της βίας και υπέρ της συναδέλφωσης των στρατιωτών, είπε τελικά: 

    - Γι αυτό τιμωρώ τον απείθαρχο στρατιώτη Μαρολαχάκη σε ποινή είκοσι, συν είκοσι, συν είκοσι μέρες φυλακής. 

    Για μερικές στιγμές έμεινα αποσβολωμένος και σκεπτόμουν πως την όγδοη μέρα της θητείας μου κατάφερα να την παρατείνω κατά 60 μέρες! Ο αντισυνταγματάρχης μού έβαλε την ανώτερη ποινή που μπορούσε να βάλει ένας ανώτερος αξιωματικός χωρίς τη σύσταση στρατοδικείου και ανάμεσα στις δικαιολογίες που έλεγε, στράφηκε σε μένα και χωρίς στην ουσία να περιμένει απάντηση, ρώτησε:

    - Γιατί το έκανες Μαρολαχάκη;

    Εκείνη τη στιγμή ξύπνησε μέσα μου ο αγανακτισμένος πολίτης και είπα με θρασύτητα και δυνατή φωνή: 

    - Γιατί τον έπιασα να πλύνει τις κάλτσες του στο καζάνι που θα έκανε το τσάι!!

    Για ένα λεπτό βαριά σιωπή τύλιξε όλο το τάγμα! Ύστερα ακούστηκε μεγάλος αριθμός φαντάρων κι αξιωματικών να βήχει και κάποιοι απ' αυτούς να ξερνάνε. Μετά από αυτό η ποινή μου χαρίστηκε και μπορώ να πω πως για ένα διάστημα απολάμβανα τιμές ήρωα απ' τους συναδέλφους μου. Ο μάγειρας φυσικά εκδιώχτηκε απ' τη θέση του και τιμωρήθηκε αναλόγως! Την επομένη, ένατη μέρα της θητείας μου, έμπαινε κανονικά η «σειρά» των ατόμων που ήταν για κανονική κατάταξη και ξαφνικά σε μια μέρα γίναμε «παλιοί» με όλα τα προνόμια!

No comments:

Post a Comment