Γράμμα του Ανδρέα Μαρολαχάκη από τη Χαράδρα της Ημαθίας
Ήταν το τέλος του καλοκαιριού του 2016. Για την ακρίβεια είχαμε μπει ήδη στον Σεπτέμβριο. Δεν θυμάμαι για ποιο λόγο, η κόρη μου έφερε τα δίδυμα στη Βέροια. Μαζί με τα ρούχα και τα παιχνίδια τους, μας έδωσε και κάποιες οδηγίες για τη διατροφή τους, την ώρα που θα έπρεπε να κοιμούνται, τις ώρες που θα έπαιζαν, τι ρούχα θα φορούσαν όταν θα έβγαιναν έξω, με ποιους θα έπαιζαν, πότε και πόσες ώρες θα έβλεπαν τηλεόραση και γενικά κάποιες οδηγίες οι οποίες μου φαινόταν το λιγότερο υπερβολικές, αλλά οφείλαμε να τις σεβαστούμε!
Μέσα στις οδηγίες υπήρχαν και κάποιες, οι οποίες προοριζόταν ειδικά για μένα. Μου έλεγε τι δεν θα έπρεπε να κάνω! Βασικά, όπως τόνισε, ζητούσε από μένα ειδικά να σεβαστώ τις επιθυμίες της και να μην κάνω του κεφαλιού μου! Αν και δε μου άρεσε αυτό, αναγκάστηκα να το δεχτώ χωρίς να φέρω αντιρρήσεις, μόνο και μόνο για να την καθησυχάσω. Όμως, όπως έλεγε κι ο Χρηστάκης, τους άρεσε στη Βέροια, γιατί στη Βέροια επιτρέπονταν τα πάντα ενώ στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν απαγορεύσεις. Μια απ' τις απογορεύσεις, και η πιο σημαντική για μένα, ήταν να μην τολμήσω για κανένα λόγο να πάω τον Χρήστο στο γήπεδο!
Η αλήθεια είναι, ότι είχα πάρα πολλά χρόνια να πάω στο γήπεδο, από τότε που ήταν ο γιός μου στο δημοτικό σχολείο. Βαριόμουν και κουραζόμουν να πάω σ' ένα γήπεδο και να παρακολουθήσω έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Προτιμούσα να βλέπω τον αγώνα της ομάδας που υποστήριζα στην τηλεόραση, ξαπλωμένος στον καναπέ, οπότε δεν μ' ενδιέφερε και πολύ αυτή η απαγόρευση της κόρης μου. Στην ουσία ποτέ δεν ήμουν φανατικός με το ποδόσφαιρο. Απλά έδειχνα τη συμπάθειά μου σε μια ομάδα, για την οποία ήταν φανατικός ο γιος μου.
Για όσο διάστημα έμειναν τα δίδυμα στη Βέροια, μπορώ να πω χωρίς επιφύλαξη ότι χάρηκαν τη διαμονή τους στην πόλη μας. Κάθε μέρα, με το που θα ξυπνούσαν, τα πήγαινα σε μια πλατεία όπου έπαιζαν με παιδιά της ηλικίας τους και τους νέους φίλους που είχαν κάνει στη Βέροια. Συνήθως απ' την προηγούμενη μέρα κάναμε ένα υποτυπώδες πρόγραμμα για το τι θα κάνουμε την επόμενη.
Μια μέρα ο Χρήστος έμαθε (δεν ξέρω από πού) ότι την επόμενη παίζει η ομάδα του, ο ΠΑΟΚ με την Ξάνθη. Αμέσως άρχισε φορτικά να μου ζητάει να πάμε να δούμε τον αγώνα. Επειδή βασικά βαριόμουν κι όχι γιατί μου το είχε απαγορεύσει κόρη μου, προσπάθησα να το αποφύγω. Ίσως να το είχα καταφέρει αν ο Χρήστος κάποια στιγμή δεν δάκρυζε και δεν μου έλεγε ανάμεσα σε (ψεύτικους νομίζω) λυγμούς.
«Όλα τα παιδιά θα δούνε την ομάδα τους να παίζει στο γήπεδο! Εγώ πότε θα την δω;»
Δεν ξέρω αν ήταν η θλιμμένη έκφραση του Χρήστου που μ' έκανε ν' αλλάξω γνώμη ή βασικά το ήθελα κι εγώ να πάω να δω, έστω και μετά από χρόνια, ποδόσφαιρο. Έτσι χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα, αποφάσισα την επόμενη να τον πάω στο γήπεδο. Πρώτα όμως πέρασα απ' το αθλητικό κατάστημα του ανιψιού μου και του πήρα μια στολή του ΠΑΟΚ. Συνεννοήθηκα με τον Δημήτρη (φανατικό ΠΑΟΚτσή) να πάμε μαζί και να φροντίσει για τα εισιτήρια.
Ο μικρός ήταν μέσα στην καλή χαρά όταν του ανακοίνωσα ότι θα πάμε την επόμενη στο γήπεδο! Προσπάθησα να δελεάσω και την Ηλέκτρα και να την πάρω μαζί μας, αλλά αυτή αρνήθηκε πεισματικά.
Ξεκινήσαμε την επόμενη για τη Θεσσαλονίκη εγώ, ο Χρήστος κι ο Δημήτρης. Μη βρίσκοντας πάρκινγκ κοντά στο γήπεδο, πάρκαρα το αυτοκίνητο περίπου 4 χλμ μακριά! Ξεκινήσαμε με τα πόδια και βιαστικοί για το γήπεδο. Επειδή ο βηματισμός μας ήταν γρήγορος, ο Χρηστάκης δεν μπορούσε να μας φτάσει, οπότε μου είπε με παράπονο: «Παππού, πονάνε τα ποδαράκια μου! Να με πάρεις αγκαλιά!» Πράγμα που έκανα τελικά και τον έβαλα πάνω στον λαιμό μου και προσπαθούσα ν' ακολουθήσω τον γρήγορο ρυθμό του Δημήτρη.
Όσο μικροκαμωμένος κι ελαφρύς και να ήταν ο Χρήστος αποτελούσε ένα πρόσθετο βάρος στα ήδη περισσευούμενα κιλά που είχα, με συνέπεια ν' ακολουθώ με κόπο και πολύ δύσκολα την ταχύτητα του Δημήτρη. Πολύ γρήγορα λαχάνιασα κι ο ιδρώτας άρχισε να τρέχει από παντού. Ο Χρήστος χαιρότανε με τον κόσμο που έβλεπε να τρέχει βιαστικός κρατώντας σημαίες και φορώντας φανέλες σαν τη δικιά του. Ένιωθε ότι ήταν κι αυτός ένα κομμάτι του.
Κάποια στιγμή (κι ενώ ήμουν στα όριά μου) φτάσαμε στην είσοδο δίπλα ακριβώς από την μπουτίκ της ομάδας. Μπήκαμε μέσα και αγοράσαμε διάφορα αναμνηστικά. Ο Χρήστος πήρε στα χέρια του μια κούπα με τον δικέφαλο τυπωμενο επανω και μου ειπε... "παππού αν μου παρεις αυτη την κούπα θα πινω αμέσως το γάλα μου!" Φυσικά ηταν αδύνατον να του το αρνηθώ.
Αμέσως μετα μπήκαμε στη σειρά για τον προβλεπόμενο έλεγχο. Βλέποντας τον σωματικό έλεγχο που έκαναν οι αστυνομικοί σε ύποπτους οπαδούς και χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα, έκανα νόημα σ' έναν αστυνομικό να ψάξει και τον Χρήστο. Το όργανο του νόμου (προφανώς με μεγάλη αίσθηση χιούμορ) ανταποκρίθηκε κι έψαχνε λεπτομερώς τον έκπληκτο εγγονό μου. Αργότερα αυτό το γεγονός το θεωρούσε πολύ τιμητικό και «κοκορευότανε» σε κάθε ευκαιρία.
Σε λίγο φτάσαμε στη θέση μας, στην κερκίδα των φανατικών οπαδών της ομάδας όπου αντιστοιχούσαν τα εισιτήρια μας. Υπήρχε ένα μεγάλο πλήθος θεατών κι όσο περνούσε η ώρα αυτό γινόταν ακόμη πιο μεγάλο! Ο Χρήστος για πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε τόσο πολύ κόσμο να τραγουδάει για την ομάδα του, να σηκώνει και να κουνάει σημαίες, να φοράνε όλοι καπέλα, κασκόλ και φανέλες μαυρόασπρες!
Πολύ σύντομα πήρε θάρρος κι έφυγε απ' την αγκαλιά μου κι άρχισε να περπατάει ανάμεσα στους φανατικούς οπαδούς. Κάποιος απ'τους θεατές του φώναξε: «Πώς σε λένε ρε ΠΑΟΚτσάκη;» «Χρήστο», απάντησε. «Και τι ομάδα είσαι ρε Χρήστο;» «ΠΑΟΚάρα»! απάντησε ο Χρήστος, «αλλά ο μπαμπάς μου είναι Άρης».
Με το που είπε αυτά τα λόγια, μια παγωμάρα μ' έπιασε! Έβλεπα όλους τους φανατικούς να με κοιτάνε άγρια! Πριν προλάβουν να κινηθούν εναντίον μου, σηκώθηκα όρθιος και φώναξα: «Εγώ ο παππούς του είμαι!» Όλοι οι φανατικοί της θύρας τέσσερα που ήταν κοντά μας γέλασαν. Εγώ ανακουφίστηκα, γιατί γλίτωσα από πιθανούς προπηλλακισμούς.
Τότε κάποιος απ' το πλήθος φώναξε: «Ρε, ο Χρηστάκης είναι ΠΑΟΚ, ενώ μπαμπάς του είναι αρειανός». Γέλια κι επευφημίες ακούστηκαν από παντού. Αμέσως πολλοί απ' τους θεατές άρχισαν να δίνουν στον Χρήστο σημαίες, καπέλα, κασκόλ και λάβαρα του ΠΑΟΚ για να τα πάει στο σπίτι του! Ο μικρός ήταν έκθαμβος μ' αυτά που έβλεπε. Έφερε τα λάφυρά του σε μένα και κάθισε μαζί με τους φανατικούς συνοπαδούς του.
Ανήσυχος έπαψα να βλέπω ποδόσφαιρο και παρακολουθούσα τον Χρήστο. Αυτός ευτυχισμένος φώναζε όσα συνθήματα μπόρεσε ν' αφομοιώσει στον λίγο χρόνο που ήταν εκεί και τραγουδούσε τον ύμνο της ομάδας. Σε λίγο τον είδα να σηκώνεται και να χτυπάει τα χέρια του πάνω απ' το κεφάλι του ρυθμικά, όπως έκανε όλο σχεδόν το γήπεδο!
Το αποτέλεσμα τελικά δεν ήταν καλό για τον ΠΑΟΚ, γιατί έφερε ισοπαλία, αλλά ο Χρήστος δεν νοιαζόταν καθόλου γι' αυτό! Αυτός στο μυαλό του είχε την εμπειρία που έζησε στις κερκίδες του γηπέδου της Τούμπας. Τον έβλεπα να φωνάζει αεικίνητος και να επευφημεί την ομάδα του ευτυχισμένος για τις στιγμές που ζούσε! Συχνά ξαφνιαζόταν απ' το «Ααχχ!!!» που φώναζαν οι θεατές κάθε φορά που αποτύγχανε η ομάδα τους να βάλει γκολ! Παρ' όλο που δεν καταλάβαινε τη σημασία του επιφωνήματος, σε δεύτερο χρόνο προσπαθούσε να συγχρονιστεί κι αυτός για να μη φανεί ότι υστερεί.
Το ισόπαλο αποτέλεσμα άφησε δυσαρεστημένους όλους τους θεατές εκτός από τον Χρήστο. Γι’αυτόν δεν είχε σημασία αν νίκησε η ομάδα του ή όχι. Ήταν ευχαριστημένος που έζησε μια μέρα με τους φιλάθλους της αγαπημένης του ομάδας. Σ'όλη την επιστροφή με ρωτούσε να διευκρινίσω τι εννοούσαν οι συνοπαδοί με τα συνθήματα που φώναζαν, ενώ ο Δημήτρης δίπλα μας γελούσε. Φυσικά δεν ήταν δυνατό να του εξηγήσω τα πάντα και προσπάθησα όσο μπορούσα να τα ωραιοποιήσω!
Όταν φτάσαμε στο σπίτι, ο Χρήστος με μια ακατάσχετη φλυαρία εξηγούσε στη γιαγιά του και στην αδερφή του τα όσα έζησε και όσα είδε στο γήπεδο του ΠΑΟΚ. Για μέρες πολλές ήταν το κύριο θέμα συζητήσεων! Το θυμάται μέχρι σήμερα και κάπου κάπου με ρωτάει πότε θα ξαναπάμε.
Σημείωση ιστολογίου: Υπό το βάρος των τελευταίων γεγονότων, αυτή η ιστορία αποκτάει ιδιαίτερη σημασία. Μακάρι κάποτε να εκλείψει η οπαδική βία, ώστε να μπορούν οικογένειες με παιδιά, να παρακολουθούν ποδοσφαιρικούς αγώνες και να χαίρονται το παιχνίδι, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα...
No comments:
Post a Comment