Sunday, 6 March 2022

Η ιστορία του Γιάννη ή πώς δεν έγινα καπνιστής

 Γράμμα του Ανδρέα Μαρολαχάκη από την Χαράδρα της Ημαθίας





    Η παρακάτω ιστορία είναι η εισήγηση του Ανδρέα Μαρολαχάκη, στην κεντρική παρουσίαση του βιβλίου του “Ιστορίες από το Κακοσούλι”, στην αίθουσα του Συλλόγου Βλάχων, στη Βέροια (26/11/2018).


    Ευχαριστώ πολύ όλους που ήρθαν εδώ πέρα, ευχαριστώ το Σύλλογο Βλάχων που μας παραχώρησε το χώρο, νιώθω υποχρεωμένος για όλα. Εγώ σε καμιά περίπτωση δεν αισθάνομαι τον εαυτό μου συγγραφέα. Απλά έγραφα βιωματικές ιστοριούλες, μόνο και μόνο για να μη χαθούν, για να τις διαβάσουν τα εγγόνια μου. Και μάλιστα μία εγγονή μου είναι εδώ τώρα, είναι εγγόνι του αδερφού μου αλλά τη θεωρώ κι εγώ δική μου, η Αντωνίτσα που είναι μέσα στην αίθουσα. Ελπίζω ότι όταν μεγαλώσουνε να λένε πώς έζησε ο παππούς τους.

    Όταν ξεκίνησα να γράφω, σε καμιά περίπτωση δεν περνούσε απ' το μυαλό μου ότι θα γίνει βιβλίο. Έγραφα μια ιστοριούλα, τη δημοσίευε ένας φίλος στην Κρήτη στο ιστολόγιο, την πήρε ο Παντελής*. Καποια στιγμή μου λέει ο Παντελής: “μπορεί να γίνει βιβλίο”. Εγώ δεν έκανα το παραμικρό. Κι ετσι για την ιστορία σας λέω, ότι από τη στιγμή που έγινε το βιβλίο, δεν το έπιασα καν στα χέρια μου. Όλα τα έκανε ο Παντελής και σ' αυτόν χρωστάω ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ, και οφείλω να πω και κάποιες συμβουλές που μου έδωσε ο Ηλίας** από δίπλα, τις οποίες δεν τις τήρησα επακριβώς αλλά κάποια στιγμή θα τις λάβω σοβαρά υπόψη μου.

    Είχα σκοπό να διαβάσω από τις ιστορίες μου, αλλά δεν μπορώ να διαβάσω. Δυσκολεύομαι πάρα πολύ. Δηλαδή, αν είναι υποχρεωτικό να διαβάσω κάτι, νιώθω έξω από τα νερά μου. Θα σας πω μια μικρούλα ιστοριούλα, η οποία αντικατοπτρίζει όλα τα γεγονότα όσο πιο γρήγορα μπορώ, για να μη σας κουράζω.

    Στη γειτονιά μας είχε έρθει μια οικογένεια κι έμενε στην Πατριάρχου Ιωακείμ. Δύο αγόρια κι ένα κορίτσι. Το κορίτσι δεν μπορώ να θυμηθώ τ' όνομά του. Τ' αγόρια ήταν ο Γιάννης κι ο Περικλής. Ο Περικλής ήταν μεγαλύτερος και ο Γιάννης ήταν λίγο ελαφρώς μεγαλύτερος από μας. Κάποια στιγμή καταλάβαμε από τα παιδιά, ότι χώρισαν οι γονείς τους και από τα μισόλογα που λέγανε οι γυναίκες στη γειτονιά. Γιατί τότε απαγορευόταν να ακούσουμε εμείς τέτοια πράγματα.

    Ένα από τα παιχνίδια μας που παίζαμε, ήταν εδώ στο πρώτο δημοτικό. Εκεί που είναι το Δημαρχείο ήταν το Πρώτο Δημοτικό σχολείο. Αγαπημένο μας παιχνίδι το καλοκαίρι ήταν να παίρνουμε της χλωρίνης τα μπουκάλια, να κάνουμε μια τρύπα και νεροπόλεμο. Χαμός.

    Μια μέρα έρχεται ο Γιάννης, ο φίλος μας αυτός, μ' ένα πιστόλι αλά Τζον Γουέιν. Τρελαθήκαμε εμείς. Πατάει μια τη σκανδάλη κι έρχεται ένας πίδακας νερού και με χτυπάει στο πρόσωπο. Καταλάβαμε ότι ήταν νεροπίστολο. Αλλά τι νεροπίστολο. Ήτανε θαύμα της τεχνολογίας. Δώσε κι εμένα λίγο, δώσε κι εμένα λίγο, μας το 'δινε αυτός, αλλά δεν παρέλειπε να ζητάει. Τις καραμέλες σου, το παγωτό σου, το μισόφραγκο...

    Αυτός το φχαριστιόταν. Αλλά κάθε απόγευμα πηγαίναμε και παίζαμε εκεί και οι γονείς μας δεν μας επέτρεπαν να κάνουμε παρέα μαζί του, γιατί ήταν ο αλήτης της γειτονιάς. Κάπνιζε, έβριζε, πείραζε τα κορίτσια. Εμείς, άτακτοι μεν, αλλά όχι και σε τέτοιο βαθμό. Κάποια στιγμή έρχεται εκεί πέρα, βγάζει από την κωλότσεπη ένα πακέτο μικρό “άρωμα”, με τα δόντια παίρνει το τσιγάρο, το ανάβει. Κοιτάγαμε εμείς εκστασιασμένοι. Ήτανε ίδιος ηθοποιός, ενώ εμείς...

    Ανάβει ακόμα ένα τσιγάρο και μας το δίνει και το περνάμε χέρι-χέρι όλοι. Κάποια στιγμή έφτασε σε μένα, το ρούφηξα ασυναίσθητα εγώ, αηδίασα, έβηξα, και τόδωσα στον επόμενο αμέσως. Ο Γιάννης το παρατήρησε και λέει: “να παίξουμε ένα παιχνίδι”. Λέει... “όποιος κάνει αυτό που του πω θα έχει όλο το απόγευμα το πιστόλι”. Τρελάθηκα εγώ. Το πιστόλι! Όλη μέρα, όλο το απόγευμα; Θα κάνω ό,τι μου πει.

    Ήμασταν στο σχολείο, πίσω από τα αποχωρητήρια των αρρένων. Κάποιοι θα θυμούνται, ότι υπήρχε μια στέρνα με τρεις βρύσες στο ύψος του στήθους περίπου. Οι βρύσες τρέχαν μονίμως εκεί το νερό. Ήμασταν εκεί λοιπόν. Δίνει το τσιγάρο και λέει: “όποιος καπνίσει το τσιγάρο και πει, ίιιι ένας παπάς θα έχει το πιστόλι”. Εγώ, 7-8 χρονών ήμουν, δεν θυμάμαι να ήμουν παραπάνω, τον λέω θα το πάρω πρώτος και το παίρνω. Λέει: “εντάξει, ξεκινάς”. Παίρνω το τσιγάρο και κάνω: “ίιιιιι! ένας παπάς!” Κάηκα! Πήρα φωτιά, δεν ήξερα πού να κρυφτώ. Παίρνω φόρα και βουτάω με το κεφάλι μέσα στη στέρνα. Ανοίγω το στόμα μου να πιω νερό και θα πνιγόμουν και στ' αλήθεια. Κάποια στιγμή βγάζω το κεφάλι. Βλέπω όλοι είχαν πέσει κάτω με την πλάτη και γελούσαν, κουνούσαν χέρια πόδια. Τους κοίταζα εγώ, κοροϊδεύαν αυτοί. Μάζεψα όση αξιοπρέπεια είχα κι έφυγα σιγά-σιγά έτσι προς το σπίτι.

    Ο Γιάννης σήμερα δεν ξέρω πού είναι δεν ξέρω τι κάνει, του χρωστώ όμως ένα ευχαριστώ. Από τότε δεν κάπνισα.


    *Παντελής: Ο διαχειριστής του ιστολογίου “Στείλε μου Γράμμα...” Παντελής Γουλάρας.

    **Ηλίας: Ο ποιητής και συγγραφέας Ηλίας Τσέχος.

No comments:

Post a Comment