Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο
Ήλιε μεγάλε ανατολίτη μου, χρουσό σκουφί του νου μου,
αρέσει μου στραβά να σε φορώ, πεθύμησα να παίξω,
όσο να ζεις, όσο να ζω κι εγώ, για να χαρεί η καρδιά μας.
Καλή’ ναι τούτη η γης, αρέσει μας, σαν το σγουρό σταφύλι
στον μπλάβο αγέρα, Θε μου, κρέμεται, στο δρόλαπα κουνιέται
και την τσιμολογούν τα πνέματα και τα πουλιά τ’ανέμου,
ας την τσιμπολογήσουμε κι εμείς, να δροσερέψει ο νους μας. (*)
Μια φορά κι έναν καιρό… παλιότερα, χτες, σήμερα, αύριο,…στην ανατολή ή στη δύση, είπαν οι γερόντοι ότι η γης μπορεί να θρέψει όσο ντουνιά αντέχει να κρατήσει απάνω της. Έτσι είπανε. Και κάποιοι, πούχανε τους γερόντους για σοφούς, τους πίστεψαν.
«Παραλίγο κι εγώ να τους πιστέψω. Παραλίγο, όμως ευτυχώς γλύτωσα. Μα αν ήτανε αληθινή η σοφία των γερόντων θα ρχότανε νωρίς κι όχι άμα αποσώνεται η ζωή τους. Κι όσοι διαβάζουνε και μελετούνε κι αυτοί σαλεμένοι είναι», είπε ο παράγοντας, περήφανος για την οξυδέρκειά του.
Έλεγε ο γέροντας, «…βαδίζω αργά να φτάσω γλήγορα».
Κι έλεγε μέσα του ο παράγοντας, πάει τόχασε ο παππούλης!
Κι έλεγε ο όπου μελετούσε, «σπεύδε βραδέως».
Κι έλεγε μέσα του ο παράγοντας, πάει κι αυτός, λάλησε απ’ τα πολλά τα γράμματα!
Κι όπως τα χρόνια τόχουνε χούι να διαβαίνουν, οι γερόντοι διάβηκαν κι άλλοι γίνηκαν στη θέση τους γερόντοι, κι άλλοι από σχολιαρόπαιδα γίνηκαν υπεύθυνοι πολίτες. Κι είναι ο παράγοντας ανάμεσα απ’ τους νιους και τους γερόντους, κάτι σαν ώριμος να πούμε. Δε δούλεψε, τι ήθελε, τάχα, των άλλων τα προβλήματα να λύνει. Δεν έκαμε φίλους καρδιακούς γιατί η αγάπη είναι πανάκριβη. Κι έτσι, ηύρε άλλους τρόπους να σοδεύει και νάναι μες τα πράματα. Λέει το θράσος παλικαριά και την ευγένεια τη λέει κακομοιριά. Λέει καλοσύνη τη μαλαγανιά και την ευθύτητα τη λέει αγένεια. Έχει τ’ άνθρωπου τον πόνο για λεπτομέρεια ασήμαντη. Και κοροϊδεύει τους αγράμματους και τους γραμματιζούμενους τους διαβάλλει. Όμως φορές θέλει να δείχνει καθώς πρέπει. Και ρώτησε μια μέρα έναν πένη, πούχε συνήθειο να διαβάζει.
- Για πες μου εσύ που ανακατεύεσαι μ’ αυτές τις παραξενιές, αυτός ο Παλαμάς, εκτός απ’ τα άπαντά του, τι άλλο έχει γράψει;
- Τίποτε άλλο, αποκρίθηκε κείνος παγωμένος
- Εντάξει τότε, θα τα διαβάσω καμιά μέρα, είπε ο παράγοντας καμώνοντας τον φιλομαθή και κόντυνε τον Παλαμά στα μέτρα του και λίγο ακόμα, όσο θαρρούσε πως του άξιζε.
Δε μπόρεσε να σχολιάσει ο πένης, ότι συνάμα με την ανατριχίλα ντράπηκε κι όλας και φοβήθηκε. Τι μπορεί, Θε μου, να πει ο πάσα ένας παράγοντας καβάλα στο καλάμι του, είπε μέσα του. Θε μου, έλεος, κοίταξε λίγο κάτου!
Ολοένα ο παράγοντας είναι συντροφιά με νεόκοπους ξερόλες κι αναλύουν την κατάσταση. Τελευταία συζητάνε για την κρίση. Αντίγραφό του υπάρχει σ’ όλα τα κόμματα. Έχει γνώμη για τα πάντα. Κι ολοένα τα καταφέρνει ο μπαγάσας! Κι όπως πάντα η λύση βρέθηκε στου συναφιού του την πολυλογία. Κι όπως είναι το σωστό, καταλήξανε πως για την κρίση φταίνε οι άλλοι. Και γενικά για όλα τα κακά φταίνε οι άλλοι.
- Η αλήθεια να λέγεται, είπε, όπως πάντα, κορδωμένος ο παράγοντας.
Κι ο άνθρωπος, που τον άκουε, δεν πρόλαβε ν’ αποκριθεί, ότι ο παράγοντας ήτανε σε βιάση κι έφυγε. Κι έμεινε μόνος ο άνθρωπος, σαν πούναι οι ασήμαντοι του κόσμου και… συλλοΐστηκε… «Σε λίγο θάρθει το γέρμα κι ίσως προφτάσω να γεράσω. Θέλω να πω, ίσως προφτάσω να ιδώ το βασίλεμα ως το τέλος. Ίσως κι εγώ όπως όλοι οι γερόντοι θα παίρνομαι τάχα για σοφός, ότι θα ξέρω πως τις πλιότερες πέτρες ενάντιά μου τις έριξα ο ίδιος. Οι νέοι, όπως το κατά φύση της νεότητας, θα με κοροϊδεύουν, ότι η σοφία άργησε νάρθει. Κι ως αποκαμωμένος αχθοφόρος της προαιώνιας προφητείας, θα ξέρω ότι η γης μπορεί να θρέψει όσο ντουνιά αντέχει να κρατήσει απάνω της, μ’ άδικο τρόπο βέβαια, για τους διαόλους το ψαχνό, τα κόκαλα για τους άγιους. Κι ότι ολοένα ξανασταυρώνεται ο Χριστός. Θέλω να πω, πως …τίποτα δε θέλω να πω! Τάπανε όλα άλλοι, στα παλιά τα χρόνια», είπε του εαυτού του ο άνθρωπος κι έφυγε.
Στο δρόμο τούλεε τ’ ανθρώπου η συνείδησή του, μη λες την αλήθεια, αφού έτσι είναι τα πράματα, θα σε πολεμήσουν οι παράγοντες 'τι έχουνε τη μύγα. Κι αυτός της συνείδησης της αποκρίνονταν, αν δεν λέω την αλήθεια θα με πολεμάς εσύ κι η αλήθεια μαζί. Κι έλεε στον εαυτό του, όποιος έχει το ψέμα εντός του, να το βγάλει θέλει μη σκάσει κι όποιος έχει την αλήθεια εντός του, να τη βγάλει θέλει μη σκάσει κι αυτός.
Μια μέρα κάποιοι είχανε την ιδέα να γένει ένα παιγνίδι. Να παλέψει, λέει, η αλήθεια με το ψέμα, να ιδούν ποιος θα νικήσει. Πήγαν με την αλήθεια, όλοι μαζί, οι Φαρισαίοι κι οι παράγοντες κατά τον ευφημισμό, βαυκαλιζόμενοι περί του μέλλοντος στην τρικυμία του κάυκαλού τους. Μαζί, παρά πίσω και κόσμος της ανάγκης, του φόβου, της παρόρμησης και της αθώας ελπίδας. Έμειναν, ότι ήταν τάχα με το ψέμα, χαμένοι από χέρι, από αντίδραση, κάτι γραφικοί απόκοτοι και κάτι αθώοι φτωχοί παραμυθάδες. Ποιος άλλος να καταδεχτεί στα φανερά να γένει ψεύτης; Κι ο άνθρωπος, που όλο πάλευε με τη συνείδησή του, παραμέρισε, σαν οι ασήμαντοι κι οι αθόρυβοι, οι πολύ γερόντοι, οι ανήμποροι και τα πολύ μικρά παιδιά, ότι δεν ήξερε τάχα αν πρέπει να πάει με κείνους ή τους άλλους. Κι οι παράγοντες, που πήγανε με την αλήθεια, τον είπανε προδότη κι οι άλλοι τον είπανε δειλό. Και σκέφτηκαν, πραίτορες νέοι αυτοί, να τον σταυρώσουν, μα οι φρονιμότεροι φοβήθηκαν μήπως αναστηθεί και τον τιμώρησαν με γενική κι ισόβια χλεύη. Κι οι κερδισμένοι, μετά τα επινίκια, ξέχασαν την αλήθεια στο μεθύσι τους. Κι η αλήθεια, απατημένη κόρη, σπάραζε από τον πόνο της εγκατάλειψης και της ντροπής και μάτωνε κι αναθεμάτιζε την ώρα που ξεστράτισε, ότι είχε πλανευτεί. Κρίση είπανε. Κι η αλήθεια από τότε γυρίζει σαν αλαφροΐσκιωτη και μιλάει μόνο με τρελούς και με παιδιά. Και λένε από τότε οι γερόντοι, “από τρελό κι από παιδί μαθαίνεις την αλήθεια”.
Κι έτσι ο άνθρωπος μονάχος αυτός με τη συνείδησή του, ότι η αλήθεια ηύρε αλλού κι αγάπησε, πίνει κρασί λυτρωτικά και περπατάει τη σκέψη της σιγής και δροσερεύει ο νους του, «Ήλιε μεγάλε ανατολίτη μου, χρουσό σκουφί του νου μου, αρέσει μου στραβά να σε φορώ…»(*). Κι αυτό που εντός του κατοικεί, στο βλέμμα του φέγγει φτυστό.
Κι άλλοι τον έχουν γι' αλαφρό κι άλλοι ότι έχει χάσει τη λαλιά του.
Κι όπως τα χρόνια τόχουν χούι και διαβαίνουν, μ’ ένα χαμόγελο αδιόρατο προβάλλει το πρόσωπο τ’ ανθρώπου, ’πως η αγάπη γέροντα γνωστικού για τους παλιούς οχτρούς του, που βλέπει το χτες, της άψης και της αμάθειας και το χαϊδεύει να μερώσει, σαν νάναι σήμερα. Τ’ αύριο δεν τόχει σίγουρο, για αυτόν δεν έχει παρακάτου κι ούτε που το 'νείρεται, ότι χορτάτος είναι απ’ της συνείδησης το πιόμα. Ξέρει, είναι έτοιμος, ότι αύριο – μεθαύριο θα διάβει και κει στο πέσιμό του, λουλούδια θα φυτρώσουνε, νάρχονται να τρυγάνε οι μέλισσες, νάχει να γεύεται η ζωή, ότι θα συνεχίσει ο τροχός τη γύρα του. Κι υψώνει τη ματιά του…
“Ήλιε, γοργοπαιχνιδομάτη μου, φρογό λαγωνικό μου,
την άγρη που αγαπώ ξετόπωσε και πάρ’ τη του κυνήγου,
κι ότι τηράς στη γης μαντάτευε κι ότι γρικάς μολόγα,
κι εγώ θα τα περνώ στου σπλάχνου μου το μυστικό αργαστήρι,
κι αγάλια, με το παίξε γέλασε και το βαθύ κανάκι,
πέτρες, νερό, φωτιά και χώματα θα γίνουν όλα πνέμα
κι η λασποφτέρουγη βαριά ψυχή γλυκά θα ξεκορμίσει
και θ’ ανεβεί σα φλόγα γαληνή και θα χαθεί στον ήλιο!”(*)
Κι η σιγή του, αέρι ανάλαφρο, γλυκό, κοντά στης όμορφης νιότης τη σπουδή, όπου πλάθει τον άγουρο καιρό.
Μια φορά κι έναν καιρό…παλιότερα, χτες, σήμερα, αύριο…, σ’ ανατολή και δύση.
(*) Νίκος Καζαντζάκης- Οδύσεια (Η αρχική γραφή του έργου του Νίκου Καζαντζάκη “Οδύσσεια”).
Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά, την 1/4/2020 στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.
No comments:
Post a Comment