Γράμμα της Λένας Χ. Δημητριάδου από τη Θεσσαλονίκη
Δημοσιεύουμε σήμερα τη συνέχεια του συλλογικού μυθιστορήματος “Χορογραφία για... πέντε”. Είναι το δεύτερο κεφάλαιο, γραμμένο από τη Λένα Χ.Δημητριάδου
Κεφάλαιο ΙΙ
Βγήκε με την ψυχή στο στόμα από το κτίριο της οδού Αποστόλου των Εθνών. Κοντοστάθηκε σε μια γωνιά, αναποφάσιστη. Ύστερα άκουσε φωνές και σε λίγο τις σειρήνες. Η γειτονιά γέμισε με αυτοκίνητα και το κόκκινο φως στην οροφή τους τη ζάλισε. Έστριψε και κατευθύνθηκε στο σπίτι της. “Γαμώτο! Γαμώτο!”, άφησε ένα συριγμό ανάμεσα στα δόντια της. Έσυρε τα βήματά της μέχρι το μπάνιο. Το νερό της ξέπλυνε και τα τελευταία ίχνη της υπνηλίας. Έμεινε εκεί για ώρα, μέχρι να αρχίσει να καθαρίζει κι η σκέψη της.
--//--
“Να κεράσω ένα ποτό; Γιώργος, Γιώργος Παπαδόπουλος”, της συστήθηκε Ήταν αυτή η συνωνυμία που της έκανε το κλικ, κι αποφάσισε να δεχτεί την προσφορά του. Κι έμειναν να πίνουν και να τα λένε μέχρι να κλείσει το μπαρ. Το μπαρ ήταν από εκείνα που δε συχνάζουν οι καθώς πρέπει. Εκείνη είχε πάψει εδώ και καιρό να είναι «καλό» κορίτσι. Αποφάσισε πολύ νωρίς να τελειώνει με τις σχέσεις. Σχέσεις που σε απογοητεύουν, σε ακυρώνουν, σε αφήνουν με τον πάγο στην καρδιά. Τίναξε από πάνω της τα «πρέπει» και «μη» κι ένιωσε να ελευθερώνεται. “Πάω όποτε και με όποιον γουστάρω για να περνάω καλά”, ήταν ο δικός της κανόνας ζωής.
Αλλά τούτον δω τον ερωτεύτηκε ερήμην της. Όλα τα λάτρεψε πάνω του. Το χαμόγελο, τη ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια, τους γκρίζους κροτάφους, τα μάτια, τη φωνή του. Έτσι απλά, ξέχασε τον κανόνα της ζωής της, μαλάκωσε η καρδιά της και ξανάγινε το κορίτσι εκείνο που ήταν κάποτε, με την ορμή της εφηβείας, με τα όνειρα να γεμίζουν το κεφάλι της. Ίσως η διαίσθησή της πως τούτος δω έκρυβε κάτι σκοτεινό ήταν τελικά αυτό που κρατούσε τη μαγεία επάνω του. Ήταν κάτι στη συμπεριφορά του σαν να ύψωνε έναν αδιόρατο τοίχο ανάμεσά τους. Ήταν κάτι τα μισόλογα στις ελάχιστες φορές που τον άκουγε να τηλεφωνεί ή άλλοτε που χανόταν για διαστήματα χωρίς καμία δικαιολογία. Ήταν που δεν ήθελε να την κυκλοφορεί έξω.
“Η πόλη είναι μικρή, επαρχία. Με ξέρουν κι οι πέτρες. Παλιά δόξα του μπάσκετ, βλέπεις”.
Συναντιόταν πάντα στο σπίτι του αργά το βράδυ. Όταν οι νοικοκυραίοι μαζεύονταν μέσα κι έκλειναν τα παντζούρια. Μια φορά μόνο πήγαν μαζί στην Ύδρα για ένα τριήμερο. Όμορφα που ήταν σαν περπατούσαν χέρι-χέρι δίπλα στη θάλασσα! Την κοίταζε μέσα στα μάτια και το πρόσωπό του έλαμπε κάτω από τον ήλιο. Και γκρεμίζονταν τότε ο τοίχος ανάμεσά τους.
Στους τρεις μήνες τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Αραίωνε τα ραντεβού τους, την κοίταζε αφηρημένος ή απέφευγε το βλέμμα της. Τον έχανε, έφευγε από κοντά της, αργά και σταθερά.
“Άκου κοριτσάκι, μέχρι εδώ καλά ήταν. Πρέπει να πάρει ο καθένας το δρόμο του”, της πέταξε ένα βράδυ.
“Δεν το εννοείς! Δεν μπορεί να το εννοείς!”.
“Δεν πάει άλλο. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου μαζί σου. Μου πέφτεις πολύ μικρή και... θέλω μια σοβαρή σχέση, να έχει μέλλον”.
Σαν χαστούκι ακούστηκαν τα λόγια του. Δεν τα είπε αυτός εκείνα τα λόγια. Όχι, που να πάρει η ευχή! Το κεφάλι της βούιζε, δεν μπορούσε να πιστέψει πώς την πάτησε μαζί του. Γι’ αυτόν ήταν από την αρχή η μικρή, η παρδαλή που διασκέδασε μαζί της.
Πέρασε μια εβδομάδα χωρίς φαγητό, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο, με συντροφιά το αλκοόλ. Δεν πήγε στη δουλειά. Είπε πως ήταν άρρωστη, του θανατά. Χθες έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια να τον ξανακερδίσει. Φόρεσε το κολλητό ροζ φόρεμα που άστραφτε και λαμποκοπούσε, με το ασορτί τσαντάκι που της είχε κάνει δώρο, έβαλε την ξανθιά περούκα που τον εξιτάριζε, πρόσεξε το μακιγιάζ της και τελείωσε με ένα άρωμα που υποσχόταν πολλά.
“Καλό ήταν. Ας είναι και το αποχαιρετιστήριο!”, της πέταξε μόλις άνοιξε τα μάτια της στο κρεβάτι του. “Και μη με ξαναπλησιάσεις, το καλό που σου θέλω!”.
“Θα το μετανιώσεις αγόρι μου, να το ξέρεις θα μου το πληρώσεις αυτό!”, άρχισε να φωνάζει μέσα στην απελπισία της. Και δεν την ένοιαζε αν ξεσήκωσε όλη την οικοδομή στο πόδι.
Βγήκε στο δρόμο και περπάτησε σαν υπνωτισμένη. Τότε, μόνο τότε τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν και τη θάμπωναν. Κι άρχισε να κρυώνει και να τρέμει, κι ας ήταν το καλοκαίρι. Έσυρε τα βήματα μέχρι το σπίτι της, κατάπιε ένα υπνωτικό και βυθίστηκε.
--//--
Σαν βγήκε από το μπάνιο, προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της. Θυμήθηκε την ταυτότητά της μέσα στο τσαντάκι, τις φωνές της που τον απειλούσαν, το χωρισμό τους. Άκουσε ξανά τις σειρήνες, είδε τα περιπολικά και το ασθενοφόρο. Να μην μάθει κανένας πως τη χώρισε! Να το θάψει μέσα της! “Αυτό δε θα το πω! Αυτό δε θα το πω! Κανένας δεν πρέπει να μάθει!”. Έλεγε και ξανάλεγε για να το χωνέψει. Και στο τέλος το πίστεψε.
Σημείωση ιστολογίου: Τη σκυτάλη παίρνει η Άρτεμις Καλογήρου
No comments:
Post a Comment