Tuesday, 24 May 2022

Χορογραφία... για πέντε. Ενότητα 1η (Κεφάλαια I έως V)

Γράμμα των: Παντελή Γουλάρα από το Δουβλίνο, Λένας Χ. Δημητριάδου από τη Θεσσαλονίκη, Άρτεμης Καλογήρου από το Λιτόχωρο Πιερίας, Ανδρέα Μαρολαχάκη από τη Χαράδρα Ημαθίας και Ανατολής Μελίδου από τη Θεσσαλονίκη



    Δημοσιεύουμε σήμερα τα πρώτα πέντε κεφάλαια του συλλογικού μας μυθιστορήματος “Χορογραφία... για πέντε”, σε ενιαίο κείμενο έτσι ώστε να υπάρχει συνολική εικόνα στους αναγνώστες, για την μέχρι τώρα δράση του.


Κεφάλαιο Ι



Οι πρώτες ακτίνες του Ήλιου είχαν αρχίσει να φωτίζουν την καινούργια μέρα


    Οι πρώτες ακτίνες του Ήλιου, μόλις είχαν αρχίσει να φωτίζουν την καινούργια μέρα, από την ανατολή. Καλοκαίρι, ξημερώματα. Η νύχτα αρχίζει να παραδίνει τη θέση της στη μέρα, σ' αυτήν την μικρομεσαία Ελληνική επαρχιακή πόλη. Οι νοικοκυραίοι ξυπνούν σιγά – σιγά για να ξεκινήσουν τις δουλειές τους, μεροκάματο, χωράφι, μαγαζί... Οι άνθρωποι της νύχτας, εργαζόμενοι, διασκεδαστές ή διασκεδάζοντες, ακολουθούν αντίστροφη πορεία. Υπάρχουν και οι άυπνοι, αυτοί που ούτε τη μέρα, ούτε τη νύχτα βρίσκουν ησυχία από τους καϋμούς και τις αγωνίες τους.

    Θα ήταν λίγο μετα τις 6. Μια ψηλή σπαθάτη, ξανθιά γυναίκα, περπατάει κουρασμένα στο δρόμο. Δεν τρεκλίζει αλλά τα βήματά της είναι αργά και ασταθή. Ντύσιμο αταίριαστο γι' αυτή την ώρα. Μακρύ ροζ κολλητό φόρεμα, με λαμέ ανταύγειες, σκιστό μέχρι επάνω στο δεξί πόδι. Στο αριστερό χέρι κρατά μια ανοιχτόχρωμη γαλάζια ζακέτα κοντή, κατά ένα παράξενο τρόπο ταιριαστή με το φόρεμα. 'Αλλοτε την ρίχνει στον ώμο της και άλλοτε την κρατάει κρεμασμένη προς τα κάτω, να ακουμπάει σχεδόν στο χώμα. Η όλη εμφάνιση δείχνει ότι το περασμένο βράδυ, ήταν σε κάποιο δείπνο ή σε κάποια επίσημη βραδινή εκδήλωση, που κράτησε όμως πολύ. Δεν κρατά τίποτα άλλο στο χέρι. Ούτε τσάντα, ούτε κανένα από αυτά τα μικρά τσαντάκια, συνήθως ασορτί με το φόρεμα. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της, στο χρώμα του ώριμου σταχυού, χύνονται στους ώμους της και στη γυμνή πλάτη της.

    Βλέμμα βαρύ, μάλλον νυσταγμένο, βλέφαρα βαριά. Οι πρόσθετες βλεφαρίδες ξεφτισμένες κι οι γραμμές των ματιών λιγάκι ξεβαμμένες, σαν να πέρασαν δάκρυα πάνω τους, που σκουπίστηκαν με μαντήλι. Ηλικία όχι πάνω από 27, ίσως και μικρότερη, αν δεν πρόσθεταν σ' αυτήν οι ρυτίδες της νύχτας και της κούρασης.

    Περπατούσε αργά κατά μήκος της οδού Τεμένους. Έστριψε σ' ένα στενό ανάμεσα σ' ένα σχολείο και σ' ένα τζαμί. Περπάτησε άλλα 50 περίπου μέτρα και χώθηκε στην είσοδο μιας διώροφης μονοκατοικίας, βαμμένης με το χρώμα της ώχρας. Ανέβηκε το ίδιο αργά τις σκάλες, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, έπεσε ξερή στο κρεβάτι. Αποκοιμήθηκε αμέσως.


--//--



Χώθηκε στην είσοδο μιας διώροφης μονοκατοικίας


    Θα 'ταν περίπου 4 ώρες μετά, γύρω στις 10, όταν ξύπνησε απότομα και χωρίς λόγο. Άπλωσε το χέρι στο κομοδίνο, όπου συνήθως άφηνε το μικρό τσαντάκι-φάκελο, που είχε μαζί της κατά τη χθεσινή έξοδο, για να πάρει από μέσα ένα τσιγάρο. Δεν έπιασε τίποτα, ή μάλλον έπιασε τα ψεύτικα ξανθά μαλλιά που φορούσε χθες. Γύρισε και κοίταξε. Το τσαντάκι δεν ήταν εκεί. Το μικρό ακριβό τσαντάκι, ασορτί με το χθεσινό της ντύσιμο, έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί.

    Έπιασε με το χέρι της το μέτωπό της. Μόλις συνειδητοποίησε ότι το τσαντάκι έμεινε πίσω, εκεί που πέρασε τη νύχτα. Ανακάθησε στο κρεβάτι. Πρόσεξε ότι φορούσε ακόμα τα ρούχα της βραδινής εξόδου. Σηκώθηκε και άλλαξε γρήγορα, φορώντας ένα μπλουτζίν παντελόνι κι ένα ελαφρύ κοντομάνικο μπλουζάκι και βγήκε γρήγορα από την πόρτα. Ο ήλιος είχε ήδη φτάσει ψηλά. “Άλλη μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα” σκέφτηκε. Προχώρησε γρήγορα με κατεύθυνση την οδό Αποστόλου των Εθνών. Δεν ήταν μακριά από το σπίτι της. Έπρεπε να πάρει οπωσδήποτε την τσάντα. Το περιεχόμενό της ήταν σημαντικό. Έφτασε στην τριώροφη κατοικία, στον αριθμό 12 της οδού Αποστόλου των Εθνών. Εκεί στον δεύτερο όροφο είχε περάσει την προηγούμενη νύχτα. Όπως πάντα η εξώπορτα δεν ήταν κλειστή. Δεν υπήρχε ασανσέρ. Άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες. Δεν είχε παρά να κτυπήσει την πόρτα και να ζητήσει την τσάντα.

    Φτάνοντας στο δεύτερο όροφο, ξαφνιάστηκε διαπιστώνοντας ότι η πόρτα του μοναδικού διαμερίσματος ήταν ανοιχτή. Αυτή την είχε κλείσει φεύγοντας. Δρασκέλισε το κατώφλι και μπήκε μέσα, χωρίς να κλείσει την πόρτα και προχώρησε στο σαλόνι του διαμερίσματος πηγαίνοντας προς την κρεβατοκάμαρα. Το διαμέρισμα ήταν σκοτεινό, με κλειστά τα στόρια των παραθύρων και της μπαλκονόπορτας. Δεν είχε φτάσει ακόμα στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας, όταν άκουσε βήματα να κατεβαίνουν τη σκάλα, που οδηγούσε στον επάνω όροφο. Χτυπήματα σαν μπάλας, σε κάθε σκαλί, συνόδευαν τα βήματα. Κοντοστάθηκε. Το φως του διαδρόμου της πολυκατοικίας σχημάτισε μια σκια που εμφανίστηκε στην πόρτα. Κρύφτηκε γρήγορα πίσω από μια κουρτίνα.

    Ένα παιδί εννιά με δέκα χρόνων, εμφανίστηκε στην πόρτα, κρατώντας μια μπάλα του μπάσκετ στα χέρια του.

    “Κύριε Γιώργο!” φώναξε.

    “Κύριε Γιώργο! Θα παίξουμε μπάσκετ σήμερα στο απέναντι γηπεδάκι; Πρέπει να πάμε τώρα που είναι νωρίς, γιατί αργότερα θα κάνει πολλή ζέστη”.

    Ο μικρός έφτασε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας, χτύπησε δυο φορές με το χέρι του, δεν άκουσε απάντηση, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα.

    “Κύριε Γιώργο;” και ξαφνικά μια κραυγή, ο θόρυβος της μπάλας που πέφτει στο πάτωμα... κι ο μικρός τρέχοντας βγαίνει από το διαμέρισμα φωνάζοντας...

    “Μπαμπά, μαμά, τρέξτε... ο θείος Γιώργος κάτι έπαθε!”

    Δεν περίμενε άλλη ευκαιρία η νέα γυναίκα. Βγήκε τρέχοντας από την κρυψώνα της, κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες, βγήκε στο δρόμο τρομοκρατημένη και τρέχοντας χάθηκε στη στροφή του δρόμου. Δεν υπήρχε περιθώριο να σκεφτεί την τσάντα εκείνη τη στιγμή.


--//--


    Το τηλέφωνο στο γραφείο του Διευθυντή της Αστυνομίας, χτύπησε δυο φορές μέχρι αυτός να το σηκώσει.

    “Παρακαλώ” είπε...

    Η φωνή που μίλησε ήταν γνωστή, πολύ γνωστή...

    “Γιώργο, εγώ είμαι, ο Γιάννης, ο σπιτονοικοκύρης σου. Ο Γιώργος στον δεύτερο όροφο κάτι έπαθε. Τον βρήκε ο μικρός, ο Μανωλάκης. Είναι ακίνητος, μάλλον έχει πεθάνει...”

    Ταράχτηκε με το νέο. Συνονόματοι κι οι δύο. Γιώργος Παπαδόπουλος ο ίδιος, έμενε στον πρώτο όροφο. Γιώργος Παπαδόπουλος κι ο νοικάρης του δευτέρου, παλιός μπασκετμπολίστας, είχαν περίπου την ίδια ηλικία. Μπορεί να μην είχαν καμία συγγένεια και η σύμπτωση του ίδιου ονόματος να ήταν μια απλή συνωνυμία, αλλά ένιωσε σαν να έπαθε κάτι κάποιος δικός του άνθρωπος. Το τρίο της συνωνυμίας συμπληρώνονταν με τον σπιτονοικοκύρη, που έμενε στον 3ο όροφο. Γιάννης Παπαδόπουλος αυτός. Ήταν αυτός που μιλούσε στο τηλέφωνο.

    Μην ανησυχείς Γιάννη. Θα στείλω κάποιον από δω να ερευνήσει τι γίνεται και θα φροντίσω να έλθει και ασθενοφόρο.

    Έκλεισε το τηλέφωνο. “Άλκη!” φώναξε.

    “Μάλιστα κύριε Διευθυντά” ακούστηκε μια φωνή κι αμέσως ένας νέος, ψηλός αστυνομικός, εμφανίστηκε στην πόρτα του γραφείου.

    “Πάρε το 166 να πάει στον αριθμό 12 της οδού Αποστόλου των Εθνών. Πάρε κι άλλους δύο από δω και πήγαινε κι εσύ εκεί. Πιθανότατα έχουμε αιφνίδιο θάνατο. Καλό είναι να ξέρουμε την αιτία. Πάρε με τηλέφωνο όταν θα φτάσεις. Αν χρειάζεται να έρθω κι εγώ.”

    “Εντάξει”.

    Ο Άλκης, Παπαδόπουλος κι αυτός, ικανότατος αστυνομικός, ακούστηκε πρώτα να παίρνει τηλέφωνο στο ΕΚΑΒ και στη συνέχεια να τρέχει μαζί με άλλους προς την έξοδο. Δεν άργησε να ακουστεί και η σειρήνα του περιπολικού, που κατευθύνονταν προς τον τόπο του συμβάντος.


--//--


    Έμεινε λίγο μόνος του να σκεφτεί. Ο Γιώργος, ο γείτονας λοιπόν... Ή καλύτερα ο συγκάτοικος. Αμέτρητες φορές είχε χτυπήσει το τηλέφωνο του σπιτιού του και ζητούσαν αυτόν τον άλλο Γιώργο, τον μπασκετμπολίστα. Το ίδιο απ' ό,τι του έλεγε, συνέβαινε και με το τηλέφωνο εκείνου. Και τώρα... Λες να έχουμε καμιά δολοφονία; Ή καμιά αυτοκτονία; Μπα... Αλλά και πάλι, έτσι ξαφνικά. Το πρωί που έφυγε για τη δουλειά, φαίνονταν όλα τόσο ήσυχα...

    Χτύπησε το κινητό του. Ήταν ο Άλκης...

    “Κύριε Διευθυντά, μάλλον έχουμε δολοφονία. Υπάρχει και πυροβολισμός και σφαίρα. Θέλετε να σας πω λεπτομέρειες;”

    “Όχι Άλκη. Έρχομαι εκεί αμέσως...”

    Κατέβηκε κάτω, μπήκε στο παλιό Toyota του και ξεκίνησε για το σπίτι του. Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί, ότι σχεδόν μέσα στο ίδιο του το σπίτι, θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Έφτασε γρήγορα. Έξω ήταν σταματημένο το ασθενοφόρο και κόσμος συγκεντρωμένος. Οι γείτονες είχαν μάθει ότι κάτι συνέβη κι από περιέργεια, ως συνήθως, μαζεύτηκαν έξω από την πόρτα. Ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά.

    Στο διάδρομο, έξω από την είσοδο του διαμερίσματος, περίμεναν ο Γιάννης ο σπιτονοικοκύρης του και η γυναίκα του η Κική, ολοφάνερα σε κακή ψυχική κατάσταση. Αμίλητος προσπέρασε τον αστυνομικό που φρουρούσε την πόρτα και μπήκε μέσα. Στο διαμέρισμα ο Άλκης κι ένας άλλος αστυνομικός ολοκλήρωναν τη συλλογή των στοιχείων από τον τόπο του εγκλήματος.

    “Τι βρήκαμε Άλκη;”

    “Όχι πολλά αλλά μάλλον σημαντικά κύριε Διευθυντά”

    Του έδειξε ένα μαξιλάρι τρύπιο από τις δυο πλευρές.

    “Ο πυροβολισμός έγινε ενώ ήταν ξαπλωμένος. Πιθανότατα κοιμόταν. Του σκέπασαν το πρόσωπο με το μαξιλάρι και πυροβόλησαν. Η σφαίρα μπήκε από το στόμα, βγήκε από την πίσω πλευρά του κρανίου και σφηνώθηκε στο στρώμα. Μάλλον υπήρχε και σιγαστήρας μιας και κανένας δεν άκουσε τίποτα.”

    “Από στοιχεία;”

    “Πήραμε αποτυπώματα από παντού. Θα τα εξετάσουμε στο εργαστήριο. Βρήκαμε μια μπάλα του μπάσκετ, που μάλλον είναι του μικρού που βρήκε το πτώμα. Βρήκαμε κι αυτή τη μικρή γυναικεία τσάντα”. Και του έδειξε το “ξεχασμένο” τσαντάκι-φάκελο.

    “Έχει τίποτα μέσα;”

    “Τα συνηθισμένα αντικείμενα που έχει μια γυναίκα στην τσάντα της, καθώς και μια αστυνομική ταυτότητα”.

    “Όνομα;”

    “Ευδοκία Παπαδοπούλου”.

    “Άλλος ένας Παπαδόπουλος” σκέφτηκε. Κοίταξε τον ξαπλωμένο συγκάτοικο. “Νέος σχετικά, δυνατός, αθλητικός, υγιής και τώρα;” Αναστέναξε.

    “Πες τους διασώστες να τον πάρουν στο ασθενοφόρο για το Νοσοκομείο” είπε. “Πάρε εντολή για νεκροψία. Αν δεν έχουμε να κάνουμε τίποτα άλλο εδώ, φεύγουμε. Βρες μου αυτήν την Ευδοκία Παπαδοπούλου και φέρτη μου στο γραφείο. Έχουμε πολλά να τη ρωτήσουμε”.


Κεφάλαιο ΙΙ



Να κεράσω ένα ποτό;


    Βγήκε με την ψυχή στο στόμα από το κτίριο της οδού Αποστόλου των Εθνών. Κοντοστάθηκε σε μια γωνιά, αναποφάσιστη. Ύστερα άκουσε φωνές και σε λίγο τις σειρήνες. Η γειτονιά γέμισε με αυτοκίνητα και το κόκκινο φως στην οροφή τους τη ζάλισε. Έστριψε και κατευθύνθηκε στο σπίτι της. “Γαμώτο! Γαμώτο!, άφησε ένα συριγμό ανάμεσα στα δόντια της. Έσυρε τα βήματά της μέχρι το μπάνιο. Το νερό της ξέπλυνε και τα τελευταία ίχνη της υπνηλίας. Έμεινε εκεί για ώρα, μέχρι να αρχίσει να καθαρίζει κι η σκέψη της.


--//--


    “Να κεράσω ένα ποτό; Γιώργος, Γιώργος Παπαδόπουλος”, της συστήθηκε Ήταν αυτή η συνωνυμία που της έκανε το κλικ, κι αποφάσισε να δεχτεί την προσφορά του. Κι έμειναν να πίνουν και να τα λένε μέχρι να κλείσει το μπαρ. Το μπαρ ήταν από εκείνα που δε συχνάζουν οι καθώς πρέπει. Εκείνη είχε πάψει εδώ και καιρό να είναι «καλό» κορίτσι. Αποφάσισε πολύ νωρίς να τελειώνει με τις σχέσεις. Σχέσεις που σε απογοητεύουν, σε ακυρώνουν, σε αφήνουν με τον πάγο στην καρδιά. Τίναξε από πάνω της τα «πρέπει» και «μη» κι ένιωσε να ελευθερώνεται. “Πάω όποτε και με όποιον γουστάρω για να περνάω καλά”, ήταν ο δικός της κανόνας ζωής.

    Αλλά τούτον δω τον ερωτεύτηκε ερήμην της. Όλα τα λάτρεψε πάνω του. Το χαμόγελο, τη ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια, τους γκρίζους κροτάφους, τα μάτια, τη φωνή του. Έτσι απλά, ξέχασε τον κανόνα της ζωής της, μαλάκωσε η καρδιά της και ξανάγινε το κορίτσι εκείνο που ήταν κάποτε, με την ορμή της εφηβείας, με τα όνειρα να γεμίζουν το κεφάλι της. Ίσως η διαίσθησή της πως τούτος δω έκρυβε κάτι σκοτεινό ήταν τελικά αυτό που κρατούσε τη μαγεία επάνω του. Ήταν κάτι στη συμπεριφορά του σαν να ύψωνε έναν αδιόρατο τοίχο ανάμεσά τους. Ήταν κάτι τα μισόλογα στις ελάχιστες φορές που τον άκουγε να τηλεφωνεί ή άλλοτε που χανόταν για διαστήματα χωρίς καμία δικαιολογία. Ήταν που δεν ήθελε να την κυκλοφορεί έξω.

    “Η πόλη είναι μικρή, επαρχία. Με ξέρουν κι οι πέτρες. Παλιά δόξα του μπάσκετ, βλέπεις”.


Μια φορά μόνο πήγαν μαζί στην Ύδρα


    Συναντιόταν πάντα στο σπίτι του αργά το βράδυ. Όταν οι νοικοκυραίοι μαζεύονταν μέσα κι έκλειναν τα παντζούρια. Μια φορά μόνο πήγαν μαζί στην Ύδρα για ένα τριήμερο. Όμορφα που ήταν σαν περπατούσαν χέρι-χέρι δίπλα στη θάλασσα! Την κοίταζε μέσα στα μάτια και το πρόσωπό του έλαμπε κάτω από τον ήλιο. Και γκρεμίζονταν τότε ο τοίχος ανάμεσά τους.

    Στους τρεις μήνες τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Αραίωνε τα ραντεβού τους, την κοίταζε αφηρημένος ή απέφευγε το βλέμμα της. Τον έχανε, έφευγε από κοντά της, αργά και σταθερά.

    “Άκου κοριτσάκι, μέχρι εδώ καλά ήταν. Πρέπει να πάρει ο καθένας το δρόμο του”, της πέταξε ένα βράδυ.

    “Δεν το εννοείς! Δεν μπορεί να το εννοείς!”.

    “Δεν πάει άλλο. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου μαζί σου. Μου πέφτεις πολύ μικρή και... θέλω μια σοβαρή σχέση, να έχει μέλλον”.

    Σαν χαστούκι ακούστηκαν τα λόγια του. Δεν τα είπε αυτός εκείνα τα λόγια. Όχι, που να πάρει η ευχή! Το κεφάλι της βούιζε, δεν μπορούσε να πιστέψει πώς την πάτησε μαζί του. Γι’ αυτόν ήταν από την αρχή η μικρή, η παρδαλή που διασκέδασε μαζί της.

    Πέρασε μια εβδομάδα χωρίς φαγητό, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο, με συντροφιά το αλκοόλ. Δεν πήγε στη δουλειά. Είπε πως ήταν άρρωστη, του θανατά. Χθες έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια να τον ξανακερδίσει. Φόρεσε το κολλητό ροζ φόρεμα που άστραφτε και λαμποκοπούσε, με το ασορτί τσαντάκι που της είχε κάνει δώρο, έβαλε την ξανθιά περούκα που τον εξιτάριζε, πρόσεξε το μακιγιάζ της και τελείωσε με ένα άρωμα που υποσχόταν πολλά.

    “Καλό ήταν. Ας είναι και το αποχαιρετιστήριο!”, της πέταξε μόλις άνοιξε τα μάτια της στο κρεβάτι του. “Και μη με ξαναπλησιάσεις, το καλό που σου θέλω!”.

    “Θα το μετανιώσεις αγόρι μου, να το ξέρεις θα μου το πληρώσεις αυτό!”, άρχισε να φωνάζει μέσα στην απελπισία της. Και δεν την ένοιαζε αν ξεσήκωσε όλη την οικοδομή στο πόδι.

    Βγήκε στο δρόμο και περπάτησε σαν υπνωτισμένη. Τότε, μόνο τότε τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν και τη θάμπωναν. Κι άρχισε να κρυώνει και να τρέμει, κι ας ήταν το καλοκαίρι. Έσυρε τα βήματα μέχρι το σπίτι της, κατάπιε ένα υπνωτικό και βυθίστηκε.


--//--

    Σαν βγήκε από το μπάνιο, προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της. Θυμήθηκε την ταυτότητά της μέσα στο τσαντάκι, τις φωνές της που τον απειλούσαν, το χωρισμό τους. Άκουσε ξανά τις σειρήνες, είδε τα περιπολικά και το ασθενοφόρο. Να μην μάθει κανένας πως τη χώρισε! Να το θάψει μέσα της! “Αυτό δε θα το πω! Αυτό δε θα το πω! Κανένας δεν πρέπει να μάθει!”. Έλεγε και ξανάλεγε για να το χωνέψει. Και στο τέλος το πίστεψε.



Κεφάλαιο ΙΙΙ



Μόλις πρόλαβαν να κατέβουν από το σπίτι και σώθηκαν


    Ο Υπαστυνόμος Άλκης Παπαδόπουλος πριν αναζητήσει την Ευδοκία Παπαδοπούλου, έκανε μια έρευνα στην γειτονιά της. Αν την βλέπουν συχνά, πού εργάζεται, ποιους συναναστρέφεται. Μια γειτόνισσα που το προηγούμενο βράδυ είχε αϋπνίες και τα χαράματα καθόταν στο μπαλκόνι της, την είδε να επιστρέφει σπίτι της. Παρατήρησε το νυχτερινό της ντύσιμο, μολονότι δεν ήταν κάποια γιορτή. Στην ερώτηση του Υπαστυνόμου αν κρατούσε τσάντα απάντησε αρνητικά.

    Ο Υπαστυνόμος χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού της Ευδοκίας. Εκείνη άνοιξε φορώντας την πιτζάμα της. Συστήθηκε και της ανακοίνωσε την εύρεση του δολοφονημένου Γιώργου Παπαδόπουλου στο διαμέρισμα του. Η Ευδοκία έδειξε να ταράζεται από την είδηση του θανάτου του Γιώργου. Στη συνέχεια της είπε ότι βρέθηκε στο διαμέρισμα του θύματος το τσαντάκι της με την ταυτότητα της και της ζήτησε να ετοιμαστεί για να την συνοδέψει στο αστυνομικό τμήμα. Η Ευδοκία φόρεσε το τζιν παντελόνι της, ένα λευκό μακό μπλουζάκι και τα σπορ παπούτσια της και ακολούθησε τον αστυνομικό στο αυτοκίνητό του με συμβατικές πινακίδες.

    Μπαίνοντας στο γραφείο του Διευθυντή της Αστυνομίας, χαιρέτισε .

    "Καλημέρα Ευδοκία, έχουμε το ίδιο επίθετο. Είμαστε συγγενείς; Εγώ κατάγομαι από την Τρίπολη της Πελοποννήσου. Εσύ;"

    "Η οικογένειά μου έχει Μικρασιατική καταγωγή, επομένως δεν είμαστε συγγενείς, όμως η χώρα μας είναι γεμάτη από Παπαδόπουλους".

    Ο Υπαστυνόμος Άλκης Παπαδόπουλος μπήκε στην συζήτηση.

    "Η κυρία που κάθεται απέναντι από το σπίτι σου, σε είδε να επιστρέφεις στις 6 το πρωί. Φορούσες ρούχα για νυχτερινή έξοδο, είσαστε έξω με τον Γιώργο Παπαδόπουλο, το θύμα;"

    "Όχι, πήγα σπίτι του, νομίζοντας ότι θα βγούμε για νυχτερινή διασκέδαση, όμως ο Γιώργος είχε άσχημη διάθεση κι έτσι καθίσαμε σπίτι του. Κάποια στιγμή το ποτό που ήπια μου έφερε ύπνο κι αποκοιμήθηκα. Ξύπνησα λίγο πριν τις 6 το πρωί. Σάστισα που ήμουν ακόμη εκεί ντυμένη με τα χθεσινοβραδινά ρούχα μου κι έφυγα αμέσως. Ξέχασα το τσαντάκι μου εκεί. Όταν το κατάλαβα, δεν ήθελα να ενοχλήσω τον Γιώργο και δεν επέστρεψα, είχα σκοπό να αναζητήσω την τσάντα μου αργότερα μέσα στην ημέρα".

    Ο Αστυνομικός Διευθυντής ρώτησε για την σχέση της με τον θανόντα και της εξήγησε ότι θα πρέπει να συγκεντρωθεί και να θυμηθεί λεπτομέρειες από την συμπεριφορά του τον τελευταίο καιρό, για να μπορέσουν να βρουν ποιοι είχαν λόγους να βρεθεί ο Γιώργος Παπαδόπουλος με μια σφαίρα στο κεφάλι.

    Η Ευδοκία περιέγραψε την συμπεριφορά του απέναντι της, τον τελευταίο καιρό. Ήταν απόμακρος και ήθελε να την κρατήσει μακριά του. Έδειχνε κάτι να τον απασχολεί, κάτι να τον απομακρύνει από κοντά της. Όχι, ήταν πολύ σοβαρός για να έχει παράλληλη σχέση. Συχνά είχε περίεργα τηλεφωνήματα. Πήγαινε στο διπλανό δωμάτιο για να μην ακούει η Ευδοκία.

    "Από περιέργεια δεν προσπάθησες να ακούσεις τι έλεγε ορισμένες φορές;" Ρώτησε ο Άλκης.

    "Μια φορά μόνο και μέχρι να πάει στο διπλανό δωμάτιο, άκουσα να αναφέρεται σε κάποια γεωμετρικά σχήματα, κάποια τρίγωνα, για ένα τριγωνικό οικοδομικό τετράγωνο και για κάποιες γεωμετρικές τριγωνικές κτηριακές κατασκευές. Δεν ρώτησα φυσικά κάτι σχετικό όταν επέστρεψε".

    Η συζήτηση επικεντρώθηκε στα ενδιαφέροντά του. Φυσικά το μπάσκετ ήταν ό,τι αγαπούσε περισσότερο. Αναφέρθηκε μέχρι για τις καθημερινές του συνήθειες, αλλά και για τους ανθρώπους που τον περιστοίχιζαν. Δεν είχε γνωρίσει φίλους του και συγγενείς του, η σχέση τους δεν είχε μεγάλη διάρκεια για να έχει κάνει αυτού του είδους τις γνωριμίες.

    “Ευδοκία, ο Άλκης θα σε συνοδέψει στο σπίτι σου. Θα θέλαμε να είμαστε σε στενή επικοινωνία. Να μας τηλεφωνήσεις αν κάτι θυμηθείς, που μπορεί να βοηθήσει και όσο για την τσάντα σου, θα σου επιστραφεί όταν η σήμανση τελειώσει την έρευνά της”.


--//--



Να τους μεταφέρουν στην Πολωνία, στο Άουσβιτς


    Όταν επέστρεψε ο Άλκης στο τμήμα, ο Γιώργος του είπε ότι σε μια έρευνα που έκανε στο οικογενειακό περιβάλλον της Ευδοκίας, έμαθε πως δεν έχει κρατήσει ποτέ στην ζωή της όπλο.

    "Άλκη κανόνισα να επισκεφτούμε την Πολεοδομία του Δήμου για να δούμε ποια οικοδομικά τετράγωνα έχουν τριγωνικό σχήμα".

    Στο γραφείο της προϊσταμένης, με την ίδια και δύο μηχανικούς υπαλλήλους ξεδίπλωσαν τα φύλλα του χάρτη του σχεδίου της πόλης. Στο κέντρο της πόλης τα οικοδομικά τετράγωνα έχουν ακανόνιστα σχήματα. Στις επεκτάσεις έχουν σχήματα τετραγωνισμένα. Τριγωνικό σχήμα συναντούμε σε κάποιες κυκλοφοριακές νησίδες. Μόνο σε τμήματα της παλιάς πόλης μεταξύ των οποίων και η Εβραϊκή συνοικία έχουμε οικιστικές νησίδες με τριγωνικό σχήμα. Ευχαρίστησαν την Προϊσταμένη και τους υπαλλήλους της Πολεοδομίας και επέστρεψαν στο Τμήμα.

    "Άλκη τι γνωρίζουμε για την Εβραϊκή συνοικία;"

    "Νομίζω πως πρέπει να περπατήσουμε την περιοχή, είναι πολύ κοντά στο σπίτι σας. Αμέσως μετά την πλατεία με το παλιό κτίριο που χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς ως Διοικητήριο ή ως Δικαστήριο."

    "Σκέφτηκα να στείλουμε ένα drown να φωτογραφίσει από ψηλά την περιοχή."

    "Σωστή σκέψη."

    "Ωραία, πάμε να ξεκουραστούμε για λίγο στα σπίτια μας και συναντιόμαστε στις 6 το απόγευμα στην είσοδο προς την τριγωνική συνοικία από την οδό που οδηγεί σ'αυτήν, αμέσως μετά την Λέσχη".


--//--


    Το απόγευμα ο καιρός είχε δροσίσει ώστε μπορούν άνετα να περπατήσουν στην Εβραϊκή συνοικία. Μπήκαν από την στοά που σχηματίζεται κάτω από δύο κατοικίες και αμέσως συνάντησαν τα υπέροχα σπίτια και αρχοντικά. Τα περισσότερα κτήρια είναι αναστηλωμένα και ανακαινισμένα. Πολλά έχουν μετατραπεί σε μικρά ξενοδοχεία. Κατηφορίζοντας το δρομάκι μετά την στοά είδαν απέναντι τους την Συναγωγή. Συνέχισαν τον δρόμο προς τα αριστερά που οδηγεί σε μια γέφυρα στο ποτάμι της πόλης. Προσπέρασαν μερικές κατοικίες και έφτασαν σε τρία μεγάλα αρχοντικά. Αριστερά ένα κτήριο με όνομα αρχαίας παραποτάμιας θεότητας, στεγάζει υπηρεσίες του Δήμου. Απέναντι ένα μεγάλο αρχοντικό στεγάζει ένα Πανεπιστημιακό Ίδρυμα σχετικό με την Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική και απέναντι στην γωνία ένα άλλο μεγάλο αρχοντικό φιλοξενεί στους χώρους του το Ιστορικό Αρχείο της πόλης. Πέρασαν το γεφυράκι και περπάτησαν στην απέναντι όχθη στον πεζόδρομο και έφτασαν σε μια παλιά τοξωτή γέφυρα της Οθωμανικής περιόδου. Πέρασαν πάλι στην δυτική όχθη του ποταμιού, ανέβηκαν ένα ανηφορικό στενό σοκάκι και βρέθηκαν στον Κεντρικό δρόμο της αγοράς. Προσπέρασαν μια μεγάλη Βυζαντινή εκκλησία, άλλοτε Μητρόπολη, που οι Οθωμανοί της είχαν προσθέσει μιναρέ και την είχαν μετετρέψει σε τζαμί και μπήκαν μέσα στο πεζοδρομημένο τμήμα της πόλης με τα πολλά καφέ και ταβερνάκια. Κάθισαν να πιουν ένα καφεδάκι για να συντονίσουν τις κινήσεις της επόμενης ημέρας. Αποφασίσαν πως το επόμενο πρωινό, θα ξεκινήσουν με επίσκεψη στο αρχοντικό που στέγαζε το Ιστορικό Αρχείο της πόλης.


--//--


    Στις 9 το πρωί συναντήθηκαν στην είσοδο του Ιστορικού Αρχείου. Συνάντησαν την υπάλληλο που τους έκανε μια σύντομη ξενάγηση. Στο παρελθόν ήταν κατοικία Ραβίνου. Το 1949 αγοράστηκε από δυο αδέλφια και το 1996 πουλήθηκε στον Δήμο της πόλης. Με κοινή δαπάνη του Δήμου και του Υπουργείου Παιδείας, το κτήριο αναστηλώθηκε και εγκαταστάθηκε το Ιστορικό Αρχείο. Ανέφεραν ότι ερευνούν τον θάνατο ενός συμπολίτη που βρέθηκε χθες πυροβολημένος στο σπίτι του και ζήτησαν τα ονόματα όσων το τελευταίο διάστημα ζήτησαν αρχειακό υλικό. Τους δόθηκε μια λίστα με λίγα ονόματα. Τα περισσότερα ήταν ονόματα υπαλλήλων αρχαιολογικών υπηρεσιών, εκτός από έναν διδακτορικό φοιτητή της Αρχιτεκτονικής σχολής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, με το όνομα Φαίδων Χατζηπέτρου που ζήτησε αρχειακό υλικό για την διατριβή του και είχαν το τηλέφωνό του. Του τηλεφώνησαν και είπε πως βρίσκεται στο απέναντι κτήριο στο αρχοντικό που στεγάζονταν το Πανεπιστημιακό Ίδρυμα. Ευχαρίστησαν την υπάλληλο και πήγαν στο απέναντι κτήριο όπου στην είσοδο τους περίμενε ο Φαίδωνας.

    Του εξήγησαν τον λόγο της αναζήτησης του και ζήτησαν να τους βοηθήσει στην έρευνά τους. Αναφέρθηκαν στο τριγωνικό οικοδομικό τετράγωνο και στα τριγωνικά σχήματα σε οικοδομικά στοιχεία κτηρίων. Ο Φαίδωνας τους συνόδεψε στο ισόγειο του κτηρίου και τους εξήγησε ότι μια ομάδα εργασίας κάνει μια καταγραφή του αρχείου αρχιτεκτονικών σχεδίων, ενός ομότιμου καθηγητή της Αρχιτεκτονικής, που έχει καταγράψει με τα σχέδια του, κατοικίες και μνημεία που σχεδίασαν οι φοιτητές στο μάθημα του. Η υπεύθυνη της ομάδας εργασίας, η Άλκηστις Καμπανά, είναι μια αρχιτέκτονας που με σύμβαση έργου, έχει αναλάβει το σκανάρισμα των σχεδίων αυτών και την ηλεκτρονική τους αρχειοθέτηση.


--//--

    "Είμαι σίγουρος πως εδώ θα βρείτε αυτό που ψάχνετε. Η Άλκηστις με τις γνώσεις της με βοήθησε όσο δεν μπορείτε να φανταστείτε στην έρευνά μου".

    "Άλκηστις καλημέρα. Είμαστε αστυνομικοί και ερευνούμε τον θάνατο με πυροβολισμό ενός συμπολίτη μας. Τι ακριβώς κάνετε εδώ;"

    "Στο σκάνερ που βλέπετε σκανάρουμε 30.000 σχέδια και τα αρχειοθετούμε σε ηλεκτρονική μορφή. Το αρχειακό αυτό υλικό μπορεί να χρησιμεύσει στην έρευνα που κάνουν οι αρχιτέκτονες και οι αρχαιολόγοι για αναστηλώσεις ιστορικών κτηρίων και μνημείων".

    "Για την Εβραϊκή συνοικία έχετε υλικό;"

    "Ναι έχω ασχοληθεί με την περιοχή όχι μόνο με το σκανάρισμα αυτών των σχεδίων, αλλά και με πολλές εξειδικευμένες αρχιτεκτονικές μελέτες αλλά και αναπαλαιώσεις πολλών κατοικιών. Θα θέλατε να σας πω κάτι λίγο για την περιοχή;"

    "Βεβαίως".

    "Στο ιστορικό τρίγωνο της Εβραϊκής συνοικίας, δείγμα θρησκευτικής αρχιτεκτονικής και καλλιτεχνικής παράδοσης με αμυντική πολεοδομική συγκρότηση, υπάρχουν 20 ιδιοκτησίες. Το ποτάμι σαν φυσικό όριο και η στοά από την οδό που ήρθατε, στο παρελθόν εξασφάλιζαν την αμυντική θωράκιση της συνοικίας. Οι κατοικίες μεταξύ τους επικοινωνούσαν με κρυφά περάσματα-πόρτες. Δηλαδή εύκολα όταν υπήρχε κίνδυνος υπήρχε τρόπος διαφυγής, από κατοικία σε κατοικία, χωρίς να γίνει κάποιος ορατός. Όλα τα κτήρια είναι ανεκτίμητης αξίας. Η Συναγωγή είναι από τις παλαιότερες στην Ελλάδα. Κατασκευάστηκε το 1850 στην θέση που εικάζεται ότι δίδαξε ο Απόστολος Παύλος όταν επισκέφτηκε την περιοχή εδώ. Οι Εβραίοι ήλθαν από την Ισπανία και την Πορτογαλία τον 15ο αιώνα. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη. Εδώ, έπλεναν στην νεροτριβή, τα μάλλινα χαλιά που παρήγαγαν. Σταδιακά άρχισαν να εγκαθίστανται εδώ και κατασκεύασαν την Συναγωγή και τις κατοικίες τους. Στην πόλη η παρουσία τους ήταν πολύ δυναμική. Είχαν εμπορικά καταστήματα και επιχειρήσεις στην αγορά της πόλης. Όμως την Πρωτομαγιά του 1943 οι περισσότεροι, δηλαδή 460 άτομα, εκ των οποίων 150 παιδιά, οδηγήθηκαν από τις Γερμανικές κατοχικές δυνάμεις και αποδεκατίστηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Άουσβιτς. Ελάχιστοι σώθηκαν και φυγαδεύτηκαν στα γύρω βουνά".

    "Νομίζω ο Φαίδων σου εξήγησε τι αναζητούμε".

    "Ναι. Με τον Φαίδωνα έχουμε εξετάσει όλα τα σχέδια όλων των κατοικιών αυτής της οικιστικής ενότητας για τους σκοπούς της εργασίας του. Στις κατόψεις δεν συναντήσαμε τριγωνικά σχήματα, όμως στον περιβάλλοντα χώρο της Συναγωγής, υπάρχουν επιστεγάσεις σε εισόδους κτηρίων ή σε στεγασμένους εξώστες με τριγωνικά σχήματα. Πάμε στην Συναγωγή να δούμε από κοντά, ότι τριγωνικό σχήμα υπάρχει; Κάτι έχω να σας δείξω".


--//--


    Περπάτησαν μέχρι την Συναγωγή.

    "Όπως βλέπετε η είσοδος στην συναγωγή έχει τριγωνική επιστέγαση".

    Το εσωτερικό της Συναγωγής είναι πολύ εντυπωσιακό. Σε περίοπτο θέση το ιερό Βήμα με την ιερή κιβωτό. Στην οροφή οι ξυλόγλυπτες διακοσμήσεις έχουν οκτάγωνα σχήματα, αποτελούμενα από τρίγωνα. Το ξυλόγλυπτο με το κρεμαστό φωτιστικό έχει επίσης οκτάγωνο σχήμα που πλαισιώνεται στις τέσσερις γωνίες με ισάριθμα τρίγωνα.

    "Ελάτε να δούμε τα διπλανά σπίτια που είναι βαμμένα με κόκκινο χρώμα. Τα σπίτια αυτά κτίστηκαν γύρο στο 1880. Η κατοικία στο βάθος ήταν μιας πολυπληθούς Εβραϊκής οικογένειας και το μικρότερο μπροστά ήταν της αδερφής του ιδιοκτήτη της μεγαλύτερης κατοικίας. Όπως βλέπετε η είσοδος της μικρής κατοικίας έχει τριγωνική επιστέγαση, καθώς και η επιστέγαση της βεράντας με την είσοδο στο μεγαλύτερο σπίτι, έχει κι αυτή τριγωνική επιστέγαση".

    "Άλκηστις γνωρίζετε τους ιδιοκτήτες αυτών των δύο κατοικιών".

    "Την ιδιοκτήτρια της μικρής κατοικίας την γνωρίζω πολύ καλά. Έκανα την μελέτη αλλά και την αναστήλωση αυτής της κατοικίας. Ονομάζεται Στεργιάνα Τόσκα. Η μεγαλύτερη κατοικία αγοράστηκε από τον πολύ γνωστό για την φιλανθρωπική του δράση δικηγόρο, τον Καρατζόγλου Θεοφάνη. Έχει αγοράσει αρκετές ιστορικές κατοικίες της πόλης μας”.

    "Έχει τόσο πολλά χρήματα;"

    "Έχει ένα πολύ καλά οργανωμένο δικηγορικό γραφείο, με συνεργάτες και λογικά έχει και μεγάλο κύκλο εργασιών".

    "Θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε την κυρία Στεργιάνα;"

    "Ελάτε να δούμε αν είναι στο σπίτι της".


--//--


    "Κυρία Στεργιάνα μπορούμε να σας δούμε για λίγο; Από εδώ ο Αστυνομικός Διευθυντής Γιώργος Παπαδόπουλος και ο Υπαστυνόμος Άλκης Παπαδόπουλος".

    "Τι κάνεις κούκλα μου; Γιατί χάθηκες; Ελάτε καθίστε να σας κεράσω ένα καφεδάκι. Καθίστε εδώ στην αυλή και φέρνω τα καφεδάκια".

    "Κυρία Στεργιάνα πολύ όμορφο το σπίτι σας."

    “Ευχαριστώ πολύ. Αν δεν είχα την Άλκηστη δεν θα είχα καταφέρει να τελειώσω αυτό το σπίτι. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι κυνηγητό είχα".

    "Τι εννοείτε;"

    "Η Αρχαιολογία που ενώ μας ενέκρινε την μελέτη και εκδόθηκε η οικοδομική άδεια και νομίμως ξεκινήσαμε τις κατασκευές, μας σταμάτησε μετά από παρεμβάσεις του γείτονα του Καρατζόγλου, που στο μεταξύ αγόρασε την διπλανή κατοικία. Εγώ γεννήθηκα εδώ στο σπίτι αυτό. Οι γονείς μου το αγόρασαν το 1925. Εδώ μέσα παντρεύτηκα και έκανα τα παιδιά μου. Ήλθε αυτός ο κύριος και αρχικά ζήτησε να το αγοράσει. Δεν υπολόγισε ότι για εμάς υπάρχει συναισθηματικό δέσιμο, με τον τόπο και το σπίτι αυτό. Μου πρόσφερε ένα πολύ δελεαστικό ποσό, όμως εγώ δεν θα πουλούσα το σπίτι μου όσα χρήματα κι αν μου έδινε. Έτσι άρχισε, με την αρχαιολογία με το μέρος του, να προσπαθεί να σταματήσει τις εργασίες. Ήθελε να μας κάνει να του το πουλήσουμε. Ευτυχώς η Άλκηστις, μολονότι θα μπορούσε να βγάλει αρκετά χρήματα αν τον υποστήριζε, στάθηκε στο πλευρό μου και με τα επιχειρήματα της ξεπέρασε όσα εμπόδια κι αν μας έβαζαν".

    "Ξέρετε ερευνούμε την υπόθεση του θανάτου του μπασκετμπολίστα Γιώργου Παπαδόπουλου. Τον γνωρίζετε;"

    "Τον μπασκετμπολίστα τον γνωρίζω από τις επιτυχίες του στο μπάσκετ. Όμως με την μητέρα μου συχνά συζητούσαμε για ένα απίστευτο γεγονός που ίσως να σχετίζεται με τον μπασκετμπολίστα.

    Στην πλημμύρα του 1935, εγώ ήμουν 8 χρονών παιδάκι και έχω πολλές μνήμες. Την χρονιά εκείνη είχαμε πολύ χιόνι. Ήταν Δεκέμβρης μήνας, λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Δεν πρόλαβε να λιώσει το χιόνι και έβρεχε ασταμάτητα για δέκα ολόκληρες ημέρες. Το ποτάμι φούσκωσε και είχε πολύ μεγάλη ροή. Εδώ κάτω χαμηλότερα από τα σπίτια μας πολύ κοντά στην όχθη, υπήρχε ένα άλλο σπίτι. Ήταν της οικογένειας του Δαβίδ Αρών. Τα νερά μπήκαν στο ισόγειο και ο Δαβίδ με την γυναίκα του την Σάρα μετέφεραν ότι πολύτιμο είχαν, στο μαγαζί τους στην αγορά. Οι γονείς μου ήταν πολύ φίλοι και τους βοηθήσαμε να φέρουν στο τότε κατώι του σπιτιού μας, ορισμένα πράγματα. Το κοριτσάκι τους που ήταν πέντε χρόνια μικρότερο από εμένα, κοιμόταν σπίτι μας μια δυο μέρες πριν την μεγάλη πλημμύρα.

    Το ποτάμι έφερε φερτά υλικά που έφραξαν την τότε ξύλινη γέφυρα που βρίσκονταν το εξοχικό κέντρο της πόλης μας. Τα νερά αρχικά παρέσυραν μια υπέροχη κτιστή βρύση. Όλη η γειτονιά έπινε από το νερό της. Όταν άρχισε να νυχτώνει, ακούστηκε ένας μεγάλος θόρυβος και τα νερά παρέσυραν την γέφυρα, το εξοχικό κέντρο και ότι είχε απομείνει από την βρύση. Ο Δαβίδ και η γυναίκα του μόλις που πρόλαβαν να κατέβουν από το σπίτι τους και σώθηκαν. Το σπίτι τους μετακινήθηκε ολόκληρο μέσα στο νερό για αρκετά μέτρα, χωρίς να διαλυθεί. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την γκαζόλαμπα που έφεγγε στο παράθυρο του ορόφου να μετακινείται μαζί με το σπίτι που κυλούσε μέσα στο ποτάμι μέχρι την στροφή του ποταμού όπου και διαλύθηκε. Οι άνθρωποι έμειναν χωρίς σπίτι. Εμείς τους φιλοξενήσαμε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι που βρήκαν σπίτι για να μείνουν.

    Στις 25 Απριλίου του 1943 η Σάρα γέννησε το δεύτερο παιδί τους, ένα υγιέστατο αγοράκι. Την πρωτομαγιά οι Γερμανικές κατοχικές δυνάμεις είχαν προγραμματίσει την συγκέντρωση των Εβραίων κατοίκων της πόλης, για να τους μεταφέρουν αρχικά στην Θεσσαλονίκη και στην συνέχεια στην Πολωνία στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Άουσβιτς. Το βράδυ στις 30 Απριλίου ήλθε όλη η οικογένεια Αρών στο σπίτι μας. Ζήτησαν να τους κρύψουμε από τους Γερμανούς στο κατώι στην σκοτεινή αποθήκη που είχαμε. Όμως νωρίς το πρωί μετά από ωριμότερη σκέψη, μας είπαν ότι θα κινδυνεύαμε να μας σκοτώσουν οι Γερμανοί όλους, αν δεν ακολουθούσαν τους υπόλοιπους Εβραίους που το πρωί της Πρωτομαγιάς θα τους πήγαιναν στον σταθμό των τρένων. Όμως δεν είχαν προλάβει να δηλώσουν στις αρχές την γέννηση του μωρού. Ένα τόσο μικρό μωρό, που δεν θα επιβίωνε στις κακουχίες ενός τόσο μακρινού ταξιδιού. Μας ζήτησαν να κρατήσουμε το μωρό και να πάμε στον γιατρό που βοήθησε στην γέννα και να του ζητήσουμε να βρει μια άτεκνη οικογένεια να το δώσει. Και όταν με το καλό θα επέστρεφαν, θα προσπαθούσαν να το αναζητήσουν. Έτσι έφυγαν χωρίς το μωρό και από τότε δεν τους ξαναείδαμε, διότι οι Γερμανοί σκότωσαν όλους τους Εβραίους της πόλης μας. Ο πατέρας μου αναζήτησε αμέσως τον γιατρό. Συμπτωματικά η οικογένεια του Γιώργου Παπαδόπουλου είχαν χάσει στην γέννα το μωρό τους πριν λίγο. Ο γιατρός φώναξε τον Παπαδόπουλο και τον ρώτησε αν ενδιαφερόταν να μεγαλώσουν αυτοί, αυτό το εβραιόπουλο. Ο Παπαδόπουλος, που είχαν χάσει και άλλα δυο μωρά στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν ένα παιδάκι, δέχθηκε, αλλά με την προϋπόθεση ότι δεν θα μάθαινε ποτέ κανείς την προέλευση του παιδιού, ούτε και η ίδια η γυναίκα του, για να αποφύγουν κάθε ενδεχόμενο κίνδυνο, να τους το σκοτώσουν οι Γερμανοί. Ο μπασκετμπολίστας πρέπει να είναι εγγονός του Γιώργου Παπαδόπουλου ή ποιο σωστά εγγονός του Αρών."

    "Κυρία Στεργιάνα ευχαριστούμε πολύ για τις πολύτιμες πληροφορίες και για τον καφέ".

    "Άλκηστις πες μου σε παρακαλώ, τι εργασίες έγιναν στο σπίτι αυτό; Το γκρεμίσατε και το ξανακάνατε;"

    "Όχι φυσικά, κάτι τέτοιο απαγορεύεται και από τους κανόνες τις επιστήμης. Τους πέτρινους τοίχους στο κατώι, αφού τους καθαρίσαμε τους αρμολογίσαμε. Στο άνω μέρος της κατοικίας τους τοίχους αφού τους καθαρίσαμε, τους στηρίξαμε και τους πακτώσαμε σε μια εσωτερική τοιχοποιία. Η στέγη αντικαταστάθηκε εξ ολοκλήρου".

    "Η τριγωνική επιστέγαση είναι ανακατασκευή;"

    "Ναι αλλά η σκάλα που οδηγεί στο άνω μέρος του σπιτιού είναι η αρχική, αυτή που υπήρχε από παλιά. Ο Δικηγόρος γείτονας κατεδάφισε όλο το παλιό σπίτι και το ανακατασκεύασε εξ αρχής. Η αρχαιολογία σταμάτησε τις εργασίες όταν είδε τι έκανε, αλλά όπως βλέπετε σαν καλός δικηγόρος ξεπέρασε τον σκόπελο".

    "Άλκη πρέπει να μάθουμε κάθε τι που αφορά τον Καρατζόγλου τον δικηγόρο".



Κεφάλαιο IV




Αποφάσισε να πιει έναν καφέ


    Ο Άλκης αισθανόταν μπερδεμένος, πρώτη φορά στην καριέρα του αντιμετώπιζε υπόθεση δολοφονίας, χωρίς φανερό κίνητρο. Η μικρή πόλη στην οποία υπηρετούσε, είχε και στο παρελθόν περιπτώσεις φόνου, αλλά ήταν φανερός ο δράστης από την αρχή. Συνήθως, αυτές οι περιπτώσεις, ήταν αποτέλεσμα ερωτικής αντιζηλίας ή οικονομικές και κτηματικές διαφορές. Στην περίπτωση του «μπασκετμπολίστα» εκ πρώτης όψεως δεν υπήρχε φανερό κίνητρο. Από τις έρευνες που είχε κάνει η αστυνομία, ο νεκρός, μετά από μια πολύ πετυχημένη καριέρα στο χώρο του μπάσκετ, δεν είχε κάνει τίποτα το εξαιρετικό. Η ζωή του κυλούσε με μια ήρεμη ρουτίνα, μάλλον συντηρητική, σε σχέση με την αθλητική του καριέρα.

    Είχε προσπαθήσει να γίνει προπονητής, αλλά πολύ νωρίς αντιλήφθηκε, πως το ταλέντο του, περιοριζόταν μόνο μέσα στα παρκέ των κλειστών γηπέδων. Η προσπάθεια του να δημιουργήσει ακαδημία καλαθοσφαίρισης στην ιδιαίτερη πατρίδα του, απέτυχε παταγωδώς, γιατί δεν είχε την δυνατότητα να οργανώσει διοικητικά την επιχείρηση. Πολύ γρήγορα προσαρμόστηκε με την ιδέα, πως δεν είχε δυνατότητες, τόσο για προπονητική καριέρα, όσο και για επιχειρήσεις, έτσι αποφάσισε να μείνει στη γενέτειρα του, ζώντας από τα χρήματα που είχε βγάλει, κατά την διάρκεια της αθλητικής του καριέρας. Όλοι τον έβλεπαν να προπονείται, στα διάφορα ανοιχτά γήπεδα μπάσκετ της πόλης, και να λαμβάνει μέρος σε πολλά τουρνουά, μεταξύ παλαιμάχων.

    Ο Άλκης ερεύνησε εξονυχιστικά την ζωή του, ψάχνοντας για κάποια σοβαρή παραβατικότητα ή κάποια σοβαρή διένεξη. Όλες οι ενδείξεις έδειχναν, πως το θύμα ζούσε μια ζωή μποέμ, χωρίς προστριβές και κυρίως χωρίς αντιπαλότητες. Ήταν τύπος που άρεσε στις γυναίκες, όπως του άρεσαν κι αυτές. Σε όσες σχέσεις είχε ανακαλύψει, ψάχνοντας το παρελθόν του, παρατήρησε πως δεν είχε παράλληλες σχέσεις ή τουλάχιστον δεν είχε ανακαλύψει μέχρι τώρα η όλη έρευνα.  Αυτό του φαινόταν τουλάχιστον περίεργο, δεν ήταν δυνατό να είναι κάποιος τόσο άψογος, όπως τους έλεγαν στη σχολή… όλοι κάτι θα είχαν να κρύψουν ή κάτι δεν θα ήθελαν, κάποια στοιχεία από την ζωή τους, να είναι σε κοινή θέα. 

    Κοίταξε το ρολόι του, η βάρδια του είχε τελειώσει εδώ και ώρα. Εγκατέλειψε το γραφείο του.

    Αφού έκλεισε τον φάκελο με τις αναφορές της υπόθεσης, βγήκε από το κτίριο της αστυνομίας, πήρε το αυτοκίνητο του και το οδήγησε προς το κέντρο της πόλης. Βρήκε σχεδόν αμέσως θέση πάρκινγκ στο κεντρικότερο σημείο της πόλης, μη τολμώντας να πιστέψει στην τύχη του. Ήταν πολύ αργά για μεσημεριανό φαγητό και πολύ νωρίς για βραδινό. Δεν πεινούσε, έτσι κι αλλιώς, μετά από ένα σάντουιτς που έφαγε στο γραφείο και αποφάσισε να πιεί έναν καφέ, στο μπαλκόνι της πόλης, όπως έλεγαν το κεντρικό αναψυκτήριο, που είχε θέα σ' όλη την πεδιάδα. Διάλεξε ένα τραπέζι στην αριστερή πλευρά της καφετέριας, για να μπορεί να ελέγχει κατά κάποιο τρόπο, όσους διέσχιζαν το πάρκο για να μπουν στο καφέ.

    Αν και είχε μπει σαν απλός αστυφύλακας στο σώμα και αφού υπηρέτησε τρία χρόνια στο πεζοδρόμιο της πρωτεύουσας, όπως όριζε ο νόμος, μετά από εξετάσεις, πέρασε στη σχολή της αστυνομίας και μετά από τέσσερα χρόνια φοίτησης, ήταν πλέον υπαστυνόμος Β. Χαμογέλασε με αυταρέσκεια, ήταν ο μόνος από το χωριό του, από όλους τους συνομήλικούς του, που κατάφερε να ξεφύγει από την αγροτική ζωή και να σπουδάσει. Τώρα στην ουσία, σ' αυτή την πόλη, έκανε τα πρώτα επαγγελματικά του βήματα. Ο φόνος του μπασκετμπολίστα ήταν η πρώτη στην πραγματικότητα  σοβαρή υπόθεση που του έτυχε. Έστω κι αν την ευθύνη την είχε ο άμεσος προϊστάμενος του.

    Ντυμένος με τζιν και ένα σπορ πουκάμισο, δεν ήταν σε θέση να κρύψει το όπλο του από την κοινή θέα, γι αυτό είχε, όπως και πολλοί συνάδελφοι του, το ειδικό τσαντάκι που μπορούσε να το κρεμάει στο πλάι της μέσης του και εκεί, εκτός από το όπλο, είχε ένα ζευγάρι χειροπέδες, ταυτότητα και ένα εφεδρικό γεμιστήρα και άλλα προσωπικά μικροαντικείμενα. Άφησε το τσαντάκι στην διπλανή καρέκλα έτσι ώστε να μην είναι σε κοινή θέα και παρήγγειλε έναν κρύο καφέ χωρίς ζάχαρη.

    Σε λίγο απολάμβανε την θέα του κάμπου, που έμοιαζε με πράσινη θάλασσα, ενώ ρουφούσε με θόρυβο το περιεχόμενο του ποτηριού, που κρατούσε στο αριστερό του χέρι. Παρ’ όλο που δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αν και εκτός υπηρεσίας, τον απασχολούσε η υπόθεση του φόνου που είχε αναλάβει η υπηρεσία του. Δεν υπέκυψε στον πειρασμό να ανάψει τσιγάρο, έκανε τρομερή προσπάθεια για να το περιορίσει και προς το παρόν ήταν μέσα στους στόχους του. Μετακίνησε την καρέκλα του για να έχει καλύτερη οπτική γωνία και ξαφνιάστηκε όταν είδε ποιος καθόταν σε μικρή απόσταση από τη θέση του.

    Η Ευδοκία Παπαδοπούλου καθόταν δύο τραπέζια πιο δεξιά του, πίσω από μια μικρή ιτιά, που την έκρυβε από την θέση του.  Την παρακολούθησε σκεπτικός καθώς αυτή έπινε τον καφέ της. Ήταν ντυμένη όπως και το πρωί, με την μόνη διαφορά, ότι φορούσε ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά ηλίου, που έκρυβαν μεγάλο μέρος από το πρόσωπο της. Την κοίταζε με προσοχή αθέατος, αν και η γυναίκα δεν φαινόταν να δίνει την παραμικρή σημασία, στον περίγυρο της. Εξακολουθούσε να πίνει αμέριμνη και ίσως αδιάφορη, τον καφέ της και το πιθανότερο ήταν πως δεν περίμενε κανέναν.

    Αποφάσισε να την παρακολουθεί κρυφά, ελπίζοντας σε κάποια απρόσμενη κίνηση εκ μέρους της. Όσο την παρακολουθούσε, σκεπτόταν τα δεδομένα της υπόθεσης και προσπάθησε να τα βάλει σε τάξη. Φαινομενικά, η γυναίκα ήταν εκ πρώτης όψεως, η βασική ύποπτος, αλλά όπως είχε μάθει και από την σχολή… τις περισσότερες φορές τα φαινόμενα απατούν. Αυτό δεν ήταν όμως λόγος για να την αποκλείσει από την λίστα των υπόπτων.  

    Με την άκρη του ματιού του, είδε μια νεαρή γυναίκα, να κοντοστέκεται για λίγο και να σαρώνει με το βλέμμα της όλη την «σάλα» και να σταματάει επιδεικτικά και με ένα θεατρικό τρόπο, μπροστά από το τραπέζι της Ευδοκίας, η οποία δεν σήκωσε καν το βλέμμα της για να την δει. Συνέχιζε αφηρημένη να παίζει με το καλαμάκι του καφέ, χωρίς να έχει αισθανθεί την παρουσία της νεοφερμένης. Γύρισε να την κοιτάξει, όταν την άκουσε να βήχει επιδεικτικά και να κτυπάει με θόρυβο το τακούνι του παπουτσιού της στις πλάκες. Το βλέμμα της έπεσε επάνω της, χωρίς να δείξει ότι την αναγνώρισε και κυρίως χωρίς να πει οτιδήποτε. Παρέμεινε σιωπηλή, σαν να περίμενε την νεοφερμένη, να κάνει την πρώτη κίνηση.

    Αυτή χωρίς να πει τίποτα, παραμέρισε απότομα μια καρέκλα, ίσιωσε μηχανικά το βαμβακερό της φόρεμα και κάθισε χωρίς να περιμένει καμία πρόσκληση. Με μία κίνηση του χεριού της, κάλεσε τον σερβιτόρο και παρήγγειλε έναν καφέ. Εκείνη την στιγμή ο αστυνομικός κατάλαβε ποια ήταν η νεοφερμένη. Ήταν η Πάμελα η τραγουδίστρια ή «τραγουδιάρα», όπως έλεγαν αυτού του είδους τις καλλιτέχνιδες, οι θαμώνες των σκυλάδικων. Την είχε ακούσει να τραγουδάει ένα βράδυ, είχε όντως σουξέ. Με τη μόνη διαφορά, πως οι πελάτες του μαγαζιού θαύμαζαν περισσότερο το λίκνισμα των γοφών της, σε συνδυασμό με το προκλητικό κούνημα του πλούσιου στήθους της και ελάχιστα τα φωνητικά της προσόντα. Ήξερε πολύ καλά όπως και η υπηρεσία του, πως η τραγουδιάρα έκανε κονσομασιόν, αλλά αυτό ήταν κάτι που συνηθιζόταν σ' αυτά τα μαγαζιά. Αναρωτήθηκε όμως, τι σχέση θα μπορούσε να έχει με την γυναίκα που παρακολουθούσε.       


Ήξερε πως η τραγουδιάρα έκανε κονσομασιόν


    «Πως είσαι  Ευδοκία;» ρώτησε, «πως έγινε το κακό;» χωρίς όμως να πάρει κάποια απάντηση. Ο Άλκης είδε την  ύποπτη για αυτόν γυναίκα, να παίρνει ένα χαρτομάντιλο από την τσάντα της και βγάζοντας τα σκούρα γυαλιά της, να σκουπίζει προσεκτικά τα μάτια της. Οι δύο γυναίκες έμειναν για λίγο σιωπηλές και μόνο όταν ο σερβιτόρος εκτέλεσε την παραγγελία… η Ευδοκία μίλησε με μια βραχνή φωνή, που πιο πολύ έμοιαζε με κρώξιμο πουλιού, παρά με ανθρώπινη.

    «Ξέρω αυτά που ξέρεις, αυτά μαθεύτηκαν…» ρούφηξε μια γουλιά από τον καφέ της, πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε...

    «Εσένα θα πρέπει να σου εξομολογηθώ κάτι, που σε κανέναν άλλον δεν θα τολμούσα να πω. Είναι κάτι που με βαραίνει και είχα αποφασίσει να μη το πω σε κανέναν. Πήγα στο σπίτι του, ντυμένη για έξοδο, ελπίζοντας σε βελτίωση της σχέσης μας, αλλά αυτός ούτε που σκέφτηκε να ικανοποιήσει την επιθυμία μου, μείναμε στο σπίτι και αφού κάναμε έρωτα, μου είπε κυνικά πως αυτό θα ήταν ο αποχαιρετισμός της σχέσης μας και πως δεν θα βρισκόμασταν ξανά…». Σταμάτησε για μια στιγμή, φύσηξε με θόρυβο την μύτη της στο χαρτομάντιλο και πήρε μια βαθιά ανάσα, αφήνοντας στο τέλος ένα βαθύ αναστεναγμό.        

    «Και;» της απάντησε η Πάμελα, «αυτό το παιγνίδι το έχεις παίξει και εσύ, ξέχασες σε πόσους έχεις δώσει τέτοιου είδους απαντήσεις; Μήπως δεν θυμάσαι σε πόσους έχεις δώσει παρόμοιες «χυλόπιτες»;». Ήπιε μια γουλιά από το περιεχόμενο του ποτηριού, που κρατούσε στο δεξί της χέρι και συνέχισε…

    «Σύνελθε φιλενάδα… δεν είναι για μας οι έρωτες και οι «ρομαντζάδες», εμείς… εμείς είμαστε επαγγελματίες του είδους… εμείς πουλάμε έρωτα και τα θύματα τον αγοράζουν». Έκανε μια παύση περιμένοντας μάταια κάποια αντίδραση από την συνομιλήτρια της. Αφού παρέμεινε σιωπηλή για λίγο μη τολμώντας να διακόψει τη σιωπή της φίλης της συνέχισε…

    «Θέλεις να μου πεις τι έγινε; Έτσι για να ξαλαφρώσεις…». 

    Γύρισε και την κοίταξε μέσα από τα μαύρα γυαλιά της, χωρίς να πει τίποτα, άπλωσε το χέρι της και από την τσάντα της έβγαλε ένα πακέτο με αμερικάνικα τσιγάρα και αφού της πρόσφερε ένα, πήρε κι αυτή και το άναψε με τον ασημένιο αναπτήρα της. Ρούφηξε με απληστία τον καπνό κοιτάζοντας αφηρημένα προς τον κάμπο, χωρίς στην ουσία να βλέπει κάτι. 

    «Έχεις δίκιο, αυτή ήταν η ζωή μου μέχρι τώρα… αλλά έγινε αυτό που σε κάθε περίπτωση θα το νόμιζα αδιανόητο… ερωτεύτηκα φιλενάδα… κόλλησα… ένιωσα… πίστεψα… έκανα όνειρα κι αυτός με έδιωξε σαν να ήμουν βάρος για αυτόν… σαν να ήμουν ένα τίποτα...» μιλούσε και κάπνιζε ρουφώντας τον καπνό με πάθος.

    «Θέλεις να μου πεις τι έγινε χθες το βράδυ;» επέμενε η «καλλιτέχνις»…

    «Σου είπα… ντύθηκα και στολίστηκα με την ελπίδα ότι θα βγούμε έξω... κάπου για να διασκεδάσουμε, κάπου οπουδήποτε να περάσουμε καλά, να νιώσουμε διαφορετικά, θα έκανα μια προσπάθεια να του κεντρίσω το ενδιαφέρον, να τον κάνω να νιώσει όπως στην αρχή της γνωριμίας μας...», σταμάτησε για λίγο, πήρε ένα ακόμη τσιγάρο, το άναψε και συνέχισε, με την φωνή της να γίνεται όλο και πιο βραχνή…   

    «…Πήγα από το σπίτι του χωρίς να έχουμε συνεννοηθεί εκ των προτέρων, ξαφνιάστηκε που με είδε, δεν με περίμενε, αρνήθηκε να βγει μαζί μου… μου τόνισε πως θα ήταν αδιανόητο να κυκλοφορήσει μαζί μου… η πόλη είναι μικρή… αυτός είναι πολύ γνωστός… η διαφορά της ηλικίας τέτοια, που θα δημιουργούσε σχόλια εις βάρος του.  Λες και δεν είχαμε κυκλοφορήσει μαζί στις αρχές της γνωριμίας μας… λες και δεν μας είχαν δει μαζί… λες και ήμασταν αόρατοι στο πρώτο στάδιο της γνωριμίας μας». Έκανε μια παύση σαν να θυμήθηκε κάτι, σαν να σκεπτόταν κατι που την ενοχλούσε…

    «Μήπως είχε παράλληλη σχέση;» ρώτησε με αφέλεια η Πάμελα.

    Την κοίταξε για λίγο μέσα από τα σκούρα γυαλιά της, κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και είπε...

    «Όχι, το αποκλείω… δεν ήταν τέτοιου είδους άνθρωπος, είχε περίεργες αρχές… ωστόσο κάποιες φορές τον «έπιασα» να κάνει περίεργα τηλεφωνήματα. Στην αρχή μιλούσε μονολεκτικά και χαμηλόφωνα και μετά πήγαινε σε άλλο δωμάτιο και δεν μπορούσα να ακούσω… όμως είμαι βέβαιη πως δεν μιλούσε με γυναίκα…»

    «Πως μπορείς να είσαι σίγουρη; Αφού λες πως δεν άκουγες όλη την συνομιλία;»

    «Αλίμονο ρε φιλενάδα… για πρωτάρα με περνάς; Νομίζεις δεν είμαι σε θέση να καταλάβω κάτι τέτοιο;»

    «Δεν σε περνάω για πρωτάρα… κάθε άλλο θα έλεγα, αλλά ήσουν ερωτευμένη… αυτό σου αφαιρεί πολλές από τις μέχρι τώρα εμπειρίες σου, ο ερωτευμένος άνθρωπος τα βλέπει όλα όπως θέλει να τα βλέπει».

    «Όχι, είμαι σίγουρη… το έβλεπα το ένιωθα… δεν υπήρχε περίπτωση για παράλληλη σχέση, κάτι άλλο τον απασχολούσε, κάτι σημαντικό, αμέσως με κάθε τηλεφώνημα άλλαζε προς το χειρότερο η διάθεση του, γινόταν νευρικός και απρόβλεπτος, απομονωνόταν και έμενε αμίλητος για πολύ ώρα».

    «Μετά τι έγινε;»

    «Μετά… τι μετά; Μου είπε ξεκάθαρα πως ήταν τελευταία φορά που βρισκόμασταν… είπε ξεκάθαρα πως του άρεσε αυτό που κάναμε… αλλά ήταν τελευταία φορά… μετά… μετά δεν ξέρω τι έγινε… βρέθηκα ντυμένη και χωρίς να μπορώ να θυμηθώ λεπτομέρειες βρέθηκα στον δρόμο και γύρισα σπίτι μου… μετά αστυνομία, ερωτήσεις… σχόλια… πίκρα… στεναχώρια…».

    «Μήπως ξεχνάς κάτι να μου πεις;». Γύρισε ξαφνιασμένη το κεφάλι και την κοίταξε επίμονα πίσω από τα μαύρα γυαλιά της…

    «Τι θες να πεις;»

    «Άκουσε φιλενάδα, εγώ δεν είμαι η αστυνομία… δεν μου τα λες όλα…»

    «Δεν σε καταλαβαίνω;»

    «Σε είδα που ξαναγύρισες στο σπίτι του γκόμενου σου, αργότερα ντυμένη με τζιν;»  

    «Τι; Πώς; Τι μου λες τώρα; Πού το ξέρεις;»

    «Μπροστά από το σπίτι του δικού σου, σταμάτησε το αυτοκίνητο του ένας πελάτης, που με φόρτωσε από το μαγαζί και σαλιάριζε μαζί μου. Σε είδα να περνάς, ανέβηκες και κατέβηκες σχεδόν αμέσως… μετά από λίγο ήρθε αυτοκίνητο της αστυνομίας και ασθενοφόρο και αναγκαστήκαμε να την κοπανήσουμε…»

    Ο Άλκης σχεδόν τινάχτηκε στον αέρα με αυτά που άκουσε, τέντωσε τον λαιμό του προς το μέρος των δύο γυναικών, περιμένοντας την συνέχεια της συνομιλίας…

    Η Ευδοκία έμεινε για λίγο σιωπηλή… αυτή την εξέλιξη δεν την περίμενε, δεν μπορούσε να φανταστεί, ότι κάποιος θα μπορούσε να την έχει δει. Άναψε άλλο ένα τσιγάρο, με τα χέρια της κυριολεκτικά να τρέμουν, το έφερε στα χείλη της και ρούφηξε με πάθος. Τα πνευμόνια της γέμισαν με τον καπνό του τσιγάρου, κράτησε την αναπνοή της, μέχρι που ένιωσε το στήθος της να πονά. Άφησε τον καπνό να βγει. με ένα απαλό σφύριγμα και ένιωσε κάπως καλύτερα. Με μάτια θολά, κοίταξε την «φιλενάδα» της και αποφάσισε να την εμπιστευτεί και να της πει την αλήθεια. Εξ άλλου δεν είχε άλλη διέξοδο, η Πάμελα την  είχε δει.  

    «Έτσι όπως τα λες είναι… γύρισα ξανά στο σπίτι του Γιώργου, για να πάρω το τσαντάκι που είχα ξεχάσει», Έμεινε για λίγο σιωπηλή, παίζοντας με το τσιγάρο μηχανικά ανάμεσα στα δάκτυλα της. Χωρίς να την κοιτάξει συνέχισε σχεδόν τραυλίζοντας…  «Μα… δεν έκανα κάτι κακό… γύρισα να πάρω την τσάντα μου… εγκλωβίστηκα για λίγο, πανικοβλήθηκα και έφυγα χωρίς να πάρω τελικά το τσαντάκι μου». Φύσηξε με θόρυβο την μύτη της στο χαρτομάντιλο και άναψε καινούργιο τσιγάρο. Η φίλη της την κοίταζε σκεφτική χωρίς να μιλάει…  αναρωτιόταν αν έκανε καλά που της είπε ότι την είχε δει…

    «Στην αστυνομία είπες ότι ξαναγύρισες στο σπίτι του Παπαδόπουλου;»

    «Όχι … δεν τόλμησα να το πω, φοβήθηκα μη μπλέξω, ξέρεις πολύ καλά τον τρόπο που σκέπτονται οι αστυνομικοί… σε λίγο θα σκαλίσουν το παρελθόν μου και θα αρχίσουν πάλι οι ανακρίσεις και οι ερωτήσεις». Σώπασε και έφερε το τσιγάρο με τρεμάμενο το χέρι της στα χείλη της και ρούφηξε άπληστα τον καπνό.

    «Τι σκοπεύεις να κάνεις με αυτά που είδες;» ρώτησε.

    «Τίποτα…  άτομα σαν εμάς δεν μπλέκουν για κανένα λόγο με την αστυνομία, εσύ πρέπει να σκεφτείς τι θα κάνεις, έχεις μπλέξει και μάλιστα έχεις μπλέξει άσχημα. Αφού σε είδα εγώ… ίσως να σε έχει δει και κάποιος άλλος… πέρασες από μπροστά μας με γρήγορο βηματισμό, σχεδόν έτρεχες και αυτός ήταν ο λόγος που σε πρόσεξα».

    Για λίγο έμειναν αμίλητες και μετά η συζήτηση τους στράφηκε σε άλλα αδιάφορα θέματα, πράγμα που απογοήτεψε τον Άλκη, ο οποίος εξακολουθούσε να κρυφακούει, ελπίζοντας να μάθει κάτι ενδιαφέρον.


--//--

 

    Ο Αστυνομικός Διευθυντής μελετούσε με προσοχή τα σχέδια που είχε απλωμένα πάνω στο γραφείο του. Ήταν της παλιάς σχολής, δεν μπορούσε να δουλέψει με τα ηλεκτρονικά μηχανήματα, τον βόλευε καλύτερα να έχει μπροστά του τις χάρτινες απεικονίσεις αυτών που ήθελε να ελέγξει και όχι μια ηλεκτρονική οθόνη, που θα τον εκνεύριζε με την φωτεινότητα και το τρεμούλιασμα της εικόνας. Στους ανθρώπους που εμπιστευόταν όταν μιλούσε για αυτά, τα χαρακτήριζε σαν τα «μηχανήματα του διαβόλου». Παρήγγειλε έναν ελληνικό καφέ σκέτο και στρώθηκε στην ανάγνωση των σχεδιαγραμμάτων. Κάθε τόσο με ένα λεπτό μολύβι σημείωνε παρατηρήσεις ή ερωτήσεις που θα έπρεπε να κάνει και κυρίως σε ποιόν θα έπρεπε να τις κάνει. Είχε προβληματιστεί με όσα είχε μάθει για την εβραϊκή συνοικία και τα «μυστικά» της. Αναρωτιόταν αν οι πληροφορίες της κας Στεργιάνας είχαν σχέση με τον θάνατο του συγκάτοικού του.

    Στην πόλη υπήρχε ένας αναβρασμός και τα κουτσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν. Το θύμα ήταν αγαπητός στην περιοχή και κατά την διάρκεια της καριέρας του δεν παρέλειπε να τονίζει την γενέτειρα του και τους δεσμούς που είχε μαζί της. Του είχαν τηλεφωνήσει διακριτικά, τόσο ο δήμαρχος, όσο και δύο τοπικοί βουλευτές, θέλοντας να μάθουν για την εξέλιξη της υπόθεσης. Εκείνοι που είχαν γίνει φορτικοί ήταν οι ντόπιοι και όχι μόνον δημοσιογράφοι, που ήλπιζαν σε πιθανές αποκλειστικότητες του θέματος. Με ευγένεια στην αρχή και κάπως απότομα αργότερα, τους απαντούσε με φράσεις κλισέ… όπως “η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο διερεύνησης” και ότι “δεν υπάρχουν νέα”. Τα ραδιόφωνα και οι σταθμοί τηλεόρασης ντόπιοι και μη, αφιέρωναν πολλά λεπτά ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού χρόνου στην δολοφονία ενός σημαντικού αθλητή και ευυπόληπτου πολίτη. Ήταν σίγουρο πως αργότερα, η πίεση για την διαλεύκανση της υπόθεσης, θα γινόταν πιο έντονη. 

    Ο έλεγχος που είχαν κάνει στην προσωπική του ζωή και στις προηγούμενες επιχειρηματικές δραστηριότητες του, δεν είχε δείξει κάτι μεμπτό. Μπορεί να είχε αποτυχίες μετά την αθλητική του καριέρα, αλλά κανείς δεν τον κατηγόρησε ποτέ για κομπίνες ή οικονομικές ατασθαλίες. Ήταν συνεπής σε όλες τις υποχρεώσεις του και αποζημίωσε τους πάντες. Ο μόνος που τελικά είχε χάσει από τις αποτυχημένες δραστηριότητες, ήταν ο ίδιος και αυτός δεν παραπονέθηκε γι' αυτό ποτέ, ούτε καταλόγισε ευθύνες σε κάποιον από τους συνεργάτες του. Η ζωή του ήταν απλή χωρίς διακυμάνσεις, χωρίς εχθρότητες σαν τη ζωή ενός κοινού πολίτη της πόλης.

    «Κύριε διοικητά…» τον διέκοψε από τις σκέψεις του ο αξιωματικός υπηρεσίας. Σήκωσε το κεφάλι του από το χαρτομάνι που είχε μπροστά του και τον κοίταξε ερωτηματικά.

    «Ίσως θα πρέπει να δείτε το κεντρικό δελτίο της τηλεόρασης, που αρχίζει σε λίγο. Διαφημίζουν μετά το τέλος, πως θα έχουν αφιέρωμα στον Παπαδόπουλο…»     

    «Σε ευχαριστώ Νίκο… θα το δω».

    Μάζεψε τα σχέδια από μπροστά του, τα τακτοποίησε στον μεταλλικό φοριαμό, άνοιξε την τηλεόραση που είχε απέναντι του, βόλεψε το σώμα του αναπαυτικά στην καρέκλα και άναψε τσιγάρο. Παρακολούθησε βαριεστημένα τις «τετριμμένες» ειδήσεις που έδειχνε το κανάλι και αναρωτιόταν για την σκοπιμότητα κάθε είδησης. Με το που τελείωσε το δελτίο και μετά από λίγα λεπτά διαφημίσεων, άρχισε το αφιέρωμα για τον μπασκετμπολίστα. Από τα πρώτα λεπτά βαρέθηκε με αυτά που έβλεπε. Πίεσε τον εαυτό του να επικεντρωθεί στην εκπομπή, αλλά το μόνο που έδειχνε η τηλεόραση, ήταν το ξεκίνημά του στον αθλητισμό, τις επιτυχίες του με τις ομάδες που αγωνίστηκε, το πέρασμα του από την εθνική ομάδα και την ιδιαίτερη τεχνική που είχε στο άθλημα. Μια πλειάδα από συμπαίκτες του και αντίπαλοι, εγκωμίαζαν με λόγια κλισέ την ζωή του Παπαδόπουλου και αναρωτιόταν όλοι τους, για τον αποτρόπαιο φόνο.

    «Σκατά…» μονολόγησε δυνατά ο αστυνομικός, σαν να απευθυνόταν σε κάποιον, «σκατά και απόσκατα, όλοι είχαν να πουν για το θύμα μόνο καλά λόγια, λες και δεν υπήρχαν ζήλιες και αντιπαλότητες στις σχέσεις τους». 

    «Ο νεκρός δεδικαίωται» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια, καθώς θυμήθηκε το αρχαίο ρητό. Βαριεστημένος έπιασε το τηλεχειριστήριο και έκλεισε την τηλεόραση. Δεν είχε λόγους να παρακολουθεί πρόωρα μνημόσυνα. Εξ άλλου, ήταν σίγουρο, πως δεν θα μάθαινε τίποτα καινούργιο.

    «Φρόσω…» φώναξε απότομα με δυνατή σχετικά φωνή. Σε πολύ λίγο εμφανίστηκε στην είσοδο της πόρτας του γραφείου του μια αστυνομικός, με στολή και διακριτικά αξιωματικού. Ήταν μια από τις πέντε γυναίκες που στελέχωναν το αστυνομικό τμήμα.

    «Διατάξτε κε Διοικητά» είπε τηρώντας το τυπικό της ιεραρχίας.

    «Θέλω να μπεις σ αυτό το «διαβολοκούτι»  στο οποίο εξειδικεύτηκες και να μου βρεις κάθε πληροφορία για το θύμα του χθεσινού φόνου. Θέλω βασικά πληροφορίες για την εδώ διαμονή του, τις συνήθειες του, την οικονομική του κατάσταση, τους φίλους του και τους πιθανούς εχθρούς ακόμη και τους ερωτικούς ανταγωνιστές, αν υπάρχουν… γενικά θέλω όλες τις αναφορές από την σήμανση, τον ιατροδικαστή και όλες τις μαρτυρίες  όσων έχουμε συγκεντρώσει σ αυτόν τον φάκελο. Πρόσβαση σ' αυτά τα στοιχεία θα έχω εκτός από σένα, εγώ και ο Υπαστυνόμος Άλκης. Θέλω να αφήσεις οτιδήποτε κάνεις και να ασχοληθείς μόνο μ' αυτό».

    «Μάλιστα κε διοικητά, έτσι κι αλλιώς, αυτό που είχα υπό όψιν μου να κάνω δεν επείγει».   

    «Καλώς… δεν θα ασχοληθείς με τίποτα άλλο, αυτό το θέμα θα είναι η κύρια δουλειά σου από εδώ και πέρα».

    Βγήκε από το γραφείο αθόρυβα και γρήγορα όπως μπήκε. Η Φρόσω μόλις είχε τελειώσει από την σχολή της αστυνομίας και είχε ειδικευτεί στην χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ήταν καταρτισμένη και πολύ ευσυνείδητη. Μοιραία είχε αναλάβει όλο σχεδόν το χαρτομάνι, που οι υπόλοιποι αξιωματικοί  μέσα στο τμήμα αντιπαθούσαν να κάνουν. Ήταν πολύ φιλόδοξη και αποφασισμένη να πετύχει στο σώμα της αστυνομίας. Στην αρχή οι άνδρες συνάδελφοι της την αντιμετώπιζαν κάνοντας ειρωνικά σχόλια πίσω από την πλάτη της. Σε πολλές περιπτώσεις την αντιμετώπιζαν με χαλαρή συγκατάβαση μόνο και μόνο επειδή ήταν γυναίκα. Η Φρόσω δεν έδινε καμία σημασία στα σχόλια των συναδέλφων της. Ήξερε πολύ καλά, ότι ήταν σε μια καθαρά ανδροκρατούμενη υπηρεσία και ότι θα έπρεπε να παλέψει για να μπορέσει να σταθεί με αξιώσεις στο σώμα. Αδιαμαρτύρητα, δέχτηκε την θέση στο αρχείο με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και προσπαθούσε να το μετατρέψει σε ψηφιακό. Γρήγορα αναγνωρίστηκε η εργατικότητα της και κυρίως η ευφυΐα της. Πρόθυμη πάντα, δεν παρέλειπε να βοηθά και να εξηγεί τη χρήση των υπολογιστών στους συναδέλφους της, που όσο περνούσε ο χρόνος, την αντιμετώπιζαν σαν ίση, ενώ υπήρχαν στιγμές, που ήταν απαραίτητη στις χρονοβόρες έρευνες.

    Ο προϊστάμενος της, την έβλεπε να απομακρύνεται στο διάδρομο και να πηγαίνει προς το γραφείο της, που μοιραζόταν με άλλους τρεις συναδέλφους και χαμογέλασε αδιόρατα. Την συμπαθούσε αυτή την αξιωματικό, αν και στην αρχή είχε δυσφορήσει με την τοποθέτηση στο τμήμα του γυναικών, γρήγορα άλλαξε γνώμη, όταν είδε την εργατικότητα και την κατάρτισή τους. Η σχολή της αστυνομίας είχε εξελιχθεί και από ανδροκρατούμενη που ήταν, τώρα πλέον έδινε περισσότερο χώρο στις γυναίκες. 

    «Κοίτα πως αλλάζει ο άνθρωπος;» είπε σχεδόν φωναχτά μιλώντας στην ουσία στον εαυτό του. Εκείνη την στιγμή άκουσε γρήγορα βήματα και είδε τον Άλκη να μπαίνει φουριόζος στο γραφείο του, παραβλέποντας κάθε πρωτόκολλο ιεραρχίας. Πριν προλάβει να αναρωτηθεί για την συμπεριφορά του υφισταμένου του, τον είδε να κλείνει την πόρτα και να του λέει λαχανιασμένος.

    «Αστυνόμε σου έχω νέα…»



Κεφάλαιο V



Το τσαντάκι ήταν σημαντικό, όχι για την αξία του αλλά για το περιεχόμενό του


    Η Ευδοκία έβγαλε τα μαύρα γυαλιά της.

    “Εντάξει έφυγε”, είπε στην φίλη της.

    Κι ας νόμισε ο Άλκης ότι αυτός την είχε προσέξει πρώτος. Τον είχε δει από την πρώτη στιγμή. Δεν άφησε όμως να φανεί τίποτα. Πίσω από τα μαύρα γυαλιά μπορούσε να κρυφτεί πολύ καλά. Η μόνη απρόσμενη στιγμή όταν η φίλη της ‘’αποκάλυψε’’ άθελα της, ότι η Ευδοκία είχε ξαναγυρίσει εκείνο το πρωινό στο σπίτι του Γιώργου. “Ας είναι” σκέφτηκε, “θα βρω τρόπο να το ξεπεράσω”. Τώρα είχε άλλα στο κεφάλι της.

    Και πρώτα απ’ όλα το τσαντάκι. Ήταν σημαντικό, όχι τόσο για την αξία του ή την ταυτότητα που αποκάλυπτε τα στοιχεία της, αλλά για το άλλο, το παλιό έγγραφο, το ελαφρά κιτρινισμένο. Το είχε διπλώσει με περισσή προσοχή, το τύλιξε με στοργή θα έλεγες, με μία γάζα, για να το προφυλάξει, “σαν παλιό τραύμα”, είχε σκεφτεί τότε, και το τοποθέτησε στον πάτο της μικρής της τσάντας. Μια μικρή θήκη, αόρατη σχεδόν. Αν ήταν τυχερή, θα της επέστρεφαν το τσαντάκι χωρίς να ανακαλύψουν την μικρή κρύπτη. Αν όχι…

    Περίμενε να φύγει ο Άλκης.

    “Σίγουρα θα τρέξει στον αστυνόμο, να του πει τα νέα”, σκέφτηκε.

    Ένοιωθε πως ο χρόνος την κυνηγούσε πια. Είχε εκκρεμότητες να τακτοποιήσει.

    Αποχαιρέτησε την φίλη της βιαστικά. Προφασίστηκε μια δουλειά που είχε ξεχάσει.

    Στην αρχή περιπλανήθηκε λίγο στην πλατεία. Κοντοστεκόταν σε διάφορα σημεία ή μπροστά σε βιτρίνες, ρίχνοντας κλεφτές ματιές γύρω της. Ήθελε να είναι σίγουρη πως δεν την ακολουθούσε κανείς.

    Κατευθύνθηκε προς την Εβραϊκή συνοικία. Πέρασε κάτω από την στοά. Την στοά που σχηματιζόταν από δύο κατοικίες. Προχώρησε μπροστά από τα υπέροχα σπίτια και τα αρχοντικά. Φαινόταν να κατευθύνεται προς το μέρος της Συναγωγής. Ωστόσο την προσπέρασε και πλησίασε το μικρό κόκκινο σπίτι. Έριξε μια ματιά πάλι γύρω της, αναστέναξε με ανακούφιση, κανείς δεν την ακολουθούσε.

    Χτύπησε την πόρτα.

    “Γιαγιά εγώ είμαι”, είπε με σιγανή φωνή.

    Άκουσε τα αργόσυρτα βήματα της ηλικιωμένης γυναίκας. Αμέσως μετά άνοιξε η πόρτα.

    Η κυρία Στεργιάνα την κοίταξε με τρυφερότητα.

    “Άργησες γιαβρί μου”, της είπε.


--//--



Είχε μάθει πως σύχναζε σε κείνο το μπαρ


    “Αχ γιαγιά”, είπε η Ευδοκία, έπεσε στην αγκαλιά της και άρχισε να κλαίει με λυγμούς.

    Δυο μέρες τώρα βάσταγε τα δάκρυα της. Τα γεγονότα, τα αναπάντεχα γεγονότα, την είχαν συμπαρασύρει. Αργά και βασανιστικά συνειδητοποιούσε την πραγματικότητα.

    “Δεν πρόλαβα γιαγιά, δεν πρόλαβα”, έλεγε μόνο, με πνιγμένη ανάσα από τα δάκρυα. Η κυρία Στεργιάνα δεν έλεγε τίποτα, μόνο της χάιδευε τα μαλλιά. Την άφησε να κλάψει όσο ήθελε. Περίμενε να ηρεμήσει.

    Σιγά σιγά η Ευδοκία συνερχόταν.

    “Δεν πρόλαβα γιαγιά”, ξαναείπε. “Δεν μπόρεσα να τον σώσω”.

    “Ησύχασε, ησύχασε” απάντησε η κυρία Στεργιάνα. “Τα έμαθα όλα. Δεν ήταν στο χέρι σου παιδί μου. Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα πια. Ο Καρατζόγλου νίκησε πάλι”, ψιθύρισε σχεδόν μέσα από τα χείλη της. “Ο Καρατζόγλου, αυτό το κακό σκυλί”, μονολόγησε και τα μάτια της στένεψαν από το μίσος.

    Και ξαφνικά σαν να θυμήθηκε κάτι.

    “Ο χάρτης;” ρώτησε. “Τον έχεις στα χέρια σου;”

    Η Ευδοκία αναστέναξε. Εξήγησε τι είχε συμβεί. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, δεν θα βρίσκανε την κρυμμένη θήκη στο τσαντάκι και θα της το επιστρέφανε.

    Ανησυχία κυρίευσε την κυρία Στεργιάνα. “Μην είσαι τόσο σίγουρη”, είπε. “Πρέπει να τον πάρουμε πριν πέσει στα χέρια του Καρατζόγλου. Αυτός ο διάολος είναι ικανός για όλα”.

    Σιωπή έπεσε ανάμεσα τους.

    Η κάθε μια ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της. Η κυρία Στεργιάνα έψαχνε τρόπο ώστε το χαμένο έγγραφο να ξαναεπιστρέψει στα χέρια τους.

    Η Ευδοκία, άρχισε πάλι σιγανά να κλαίει. Κι ας το ήξερε ότι ο Γιώργος την έβλεπε σαν μια από τις περιστασιακές ερωμένες του, αυτή τον είχε αγαπήσει. Τον είχε αγαπήσει πολύ πριν τον γνωρίσει. Της είχε μιλήσει η γιαγιά της γι’αυτόν. Για την καταγωγή του. Για τον παππού του, για το πώς σώθηκε από τους Γερμανούς.

    Για τις δύο οικογένειές του. Γι’αυτούς που ανάθρεψαν το ξένο παιδί, δίνοντάς του όλη την αγάπη και την τρυφερότητά τους.

    Και για την άλλη οικογένεια, την αδικοχαμένη. Αυτούς που φύγαν, ελπίζοντας μια μέρα να γυρίσουν. Και χαθήκαν τόσο άδικα, τόσο σκληρά.

    Ήξερε πράγματα γι’αυτόν που αυτός αγνοούσε. Κι αυτό την έκανε να νοιώθει πιο τρυφερά απέναντι του. Να τον αγαπάει περισσότερο. Κι ας ήταν μικρότερη του. Ήταν φορές που τον έβλεπε σαν μικρό παιδί που χρειαζόταν την προστασία της. Και πλημμύριζε από τρυφερότητα.

    Τίποτα όμως από αυτά δεν έπρεπε να του πει. Της είχε εξηγήσει η γιαγιά, πως ο Γιώργος κινδύνευε. Κι ας είχαν περάσει χρόνια από τότε.

    Και μόνο τυχαία δεν ήταν η γνωριμία τους. Έτσι το έκανε αυτή να φανεί. Είχε μάθει πως ο Γιώργος σύχναζε σε εκείνο το μπαρ. Το κακόφημο μπαρ της γνωριμίας τους. Και έτσι ‘’τυχαία’’ έπεσε πάνω του. Τα υπόλοιπα ήταν εύκολα.

    Κι ο Γιώργος όμως δεν είχε μείνει ασυγκίνητος από την Ευδοκία. Μπορεί στην αρχή να είχε ενδοιασμούς για την διαφορά ηλικίας τους. Η ζωντάνια της όμως, η ομορφιά της, η ορμή της και κάτι αδιόρατο, κάτι που δεν μπορούσε να το εξηγήσει τον τραβούσε κοντά της.

    Σαν αεράκι περασμένης ζωής, σαν αγκαλιά κάτι χαμένου στα βάθη των χρόνων. Και κοντά της ένοιωθε πλήρης. Δεν ήθελε να είναι πουθενά αλλού. Πρώτη φορά ένοιωθε έτσι. Και έπιασε τον εαυτό του να φαντάζεται μια ζωή δίπλα της. Αυτός ο ορκισμένος εργένης.

    Μέχρι που αρχίσανε τα τηλεφωνήματα. Και οι απειλές.

    Και ο δαιμόνιος δικηγόρος.

    Και ήρθανε τα πάνω κάτω.

    Σημείωση ιστολογίου: Η παραπάνω ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας. Πρόσωπα και γεγονότα είναι πέρα για πέρα φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.

No comments:

Post a Comment