Γράμμα της Ανατολής Μελίδου από τη Θεσσαλονίκη
Δημοσιεύουμε σήμερα τη συνέχεια του συλλογικού μυθιστορήματος “Χορογραφία για... πέντε”. Είναι το πέμπτο κεφάλαιο, γραμμένο από την Ανατολή Μελίδου.
Κεφάλαιο V
Η Ευδοκία έβγαλε τα μαύρα γυαλιά της.
“Εντάξει έφυγε”, είπε στην φίλη της.
Κι ας νόμισε ο Άλκης ότι αυτός την είχε προσέξει πρώτος. Τον είχε δει από την πρώτη στιγμή. Δεν άφησε όμως να φανεί τίποτα. Πίσω από τα μαύρα γυαλιά μπορούσε να κρυφτεί πολύ καλά. Η μόνη απρόσμενη στιγμή όταν η φίλη της ‘’αποκάλυψε’’ άθελα της, ότι η Ευδοκία είχε ξαναγυρίσει εκείνο το πρωινό στο σπίτι του Γιώργου. “Ας είναι” σκέφτηκε, “θα βρω τρόπο να το ξεπεράσω”. Τώρα είχε άλλα στο κεφάλι της.
Και πρώτα απ’ όλα το τσαντάκι. Ήταν σημαντικό, όχι τόσο για την αξία του ή την ταυτότητα που αποκάλυπτε τα στοιχεία της, αλλά για το άλλο, το παλιό έγγραφο, το ελαφρά κιτρινισμένο. Το είχε διπλώσει με περισσή προσοχή, το τύλιξε με στοργή θα έλεγες, με μία γάζα, για να το προφυλάξει, “σαν παλιό τραύμα”, είχε σκεφτεί τότε, και το τοποθέτησε στον πάτο της μικρής της τσάντας. Μια μικρή θήκη, αόρατη σχεδόν. Αν ήταν τυχερή, θα της επέστρεφαν το τσαντάκι χωρίς να ανακαλύψουν την μικρή κρύπτη. Αν όχι…
Περίμενε να φύγει ο Άλκης.
“Σίγουρα θα τρέξει στον αστυνόμο, να του πει τα νέα”, σκέφτηκε.
Ένοιωθε πως ο χρόνος την κυνηγούσε πια. Είχε εκκρεμότητες να τακτοποιήσει.
Αποχαιρέτησε την φίλη της βιαστικά. Προφασίστηκε μια δουλειά που είχε ξεχάσει.
Στην αρχή περιπλανήθηκε λίγο στην πλατεία. Κοντοστεκόταν σε διάφορα σημεία ή μπροστά σε βιτρίνες, ρίχνοντας κλεφτές ματιές γύρω της. Ήθελε να είναι σίγουρη πως δεν την ακολουθούσε κανείς.
Κατευθύνθηκε προς την Εβραϊκή συνοικία. Πέρασε κάτω από την στοά. Την στοά που σχηματιζόταν από δύο κατοικίες. Προχώρησε μπροστά από τα υπέροχα σπίτια και τα αρχοντικά. Φαινόταν να κατευθύνεται προς το μέρος της Συναγωγής. Ωστόσο την προσπέρασε και πλησίασε το μικρό κόκκινο σπίτι. Έριξε μια ματιά πάλι γύρω της, αναστέναξε με ανακούφιση, κανείς δεν την ακολουθούσε.
Χτύπησε την πόρτα.
“Γιαγιά εγώ είμαι”, είπε με σιγανή φωνή.
Άκουσε τα αργόσυρτα βήματα της ηλικιωμένης γυναίκας. Αμέσως μετά άνοιξε η πόρτα.
Η κυρία Στεργιάνα την κοίταξε με τρυφερότητα.
“Άργησες γιαβρί μου”, της είπε.
--//--
“Αχ γιαγιά”, είπε η Ευδοκία, έπεσε στην αγκαλιά της και άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
Δυο μέρες τώρα βάσταγε τα δάκρυα της. Τα γεγονότα, τα αναπάντεχα γεγονότα, την είχαν συμπαρασύρει. Αργά και βασανιστικά συνειδητοποιούσε την πραγματικότητα.
“Δεν πρόλαβα γιαγιά, δεν πρόλαβα”, έλεγε μόνο, με πνιγμένη ανάσα από τα δάκρυα. Η κυρία Στεργιάνα δεν έλεγε τίποτα, μόνο της χάιδευε τα μαλλιά. Την άφησε να κλάψει όσο ήθελε. Περίμενε να ηρεμήσει.
Σιγά σιγά η Ευδοκία συνερχόταν.
“Δεν πρόλαβα γιαγιά”, ξαναείπε. “Δεν μπόρεσα να τον σώσω”.
“Ησύχασε, ησύχασε” απάντησε η κυρία Στεργιάνα. “Τα έμαθα όλα. Δεν ήταν στο χέρι σου παιδί μου. Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα πια. Ο Καρατζόγλου νίκησε πάλι”, ψιθύρισε σχεδόν μέσα από τα χείλη της. “Ο Καρατζόγλου, αυτό το κακό σκυλί”, μονολόγησε και τα μάτια της στένεψαν από το μίσος.
Και ξαφνικά σαν να θυμήθηκε κάτι.
“Ο χάρτης;” ρώτησε. “Τον έχεις στα χέρια σου;”
Η Ευδοκία αναστέναξε. Εξήγησε τι είχε συμβεί. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, δεν θα βρίσκανε την κρυμμένη θήκη στο τσαντάκι και θα της το επιστρέφανε.
Ανησυχία κυρίευσε την κυρία Στεργιάνα. “Μην είσαι τόσο σίγουρη”, είπε. “Πρέπει να τον πάρουμε πριν πέσει στα χέρια του Καρατζόγλου. Αυτός ο διάολος είναι ικανός για όλα”.
Σιωπή έπεσε ανάμεσα τους.
Η κάθε μια ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της. Η κυρία Στεργιάνα έψαχνε τρόπο ώστε το χαμένο έγγραφο να ξαναεπιστρέψει στα χέρια τους.
Η Ευδοκία, άρχισε πάλι σιγανά να κλαίει. Κι ας το ήξερε ότι ο Γιώργος την έβλεπε σαν μια από τις περιστασιακές ερωμένες του, αυτή τον είχε αγαπήσει. Τον είχε αγαπήσει πολύ πριν τον γνωρίσει. Της είχε μιλήσει η γιαγιά της γι’αυτόν. Για την καταγωγή του. Για τον παππού του, για το πώς σώθηκε από τους Γερμανούς.
Για τις δύο οικογένειές του. Γι’αυτούς που ανάθρεψαν το ξένο παιδί, δίνοντάς του όλη την αγάπη και την τρυφερότητά τους.
Και για την άλλη οικογένεια, την αδικοχαμένη. Αυτούς που φύγαν, ελπίζοντας μια μέρα να γυρίσουν. Και χαθήκαν τόσο άδικα, τόσο σκληρά.
Ήξερε πράγματα γι’αυτόν που αυτός αγνοούσε. Κι αυτό την έκανε να νοιώθει πιο τρυφερά απέναντι του. Να τον αγαπάει περισσότερο. Κι ας ήταν μικρότερη του. Ήταν φορές που τον έβλεπε σαν μικρό παιδί που χρειαζόταν την προστασία της. Και πλημμύριζε από τρυφερότητα.
Τίποτα όμως από αυτά δεν έπρεπε να του πει. Της είχε εξηγήσει η γιαγιά, πως ο Γιώργος κινδύνευε. Κι ας είχαν περάσει χρόνια από τότε.
Και μόνο τυχαία δεν ήταν η γνωριμία τους. Έτσι το έκανε αυτή να φανεί. Είχε μάθει πως ο Γιώργος σύχναζε σε εκείνο το μπαρ. Το κακόφημο μπαρ της γνωριμίας τους. Και έτσι ‘’τυχαία’’ έπεσε πάνω του. Τα υπόλοιπα ήταν εύκολα.
Κι ο Γιώργος όμως δεν είχε μείνει ασυγκίνητος από την Ευδοκία. Μπορεί στην αρχή να είχε ενδοιασμούς για την διαφορά ηλικίας τους. Η ζωντάνια της όμως, η ομορφιά της, η ορμή της και κάτι αδιόρατο, κάτι που δεν μπορούσε να το εξηγήσει τον τραβούσε κοντά της.
Σαν αεράκι περασμένης ζωής, σαν αγκαλιά κάτι χαμένου στα βάθη των χρόνων. Και κοντά της ένοιωθε πλήρης. Δεν ήθελε να είναι πουθενά αλλού. Πρώτη φορά ένοιωθε έτσι. Και έπιασε τον εαυτό του να φαντάζεται μια ζωή δίπλα της. Αυτός ο ορκισμένος εργένης.
Μέχρι που αρχίσανε τα τηλεφωνήματα. Και οι απειλές.
Και ο δαιμόνιος δικηγόρος.
Και ήρθανε τα πάνω κάτω.
Σημείωση ιστολογίου: Η παραπάνω ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας. Πρόσωπα και γεγονότα είναι πέρα για πέρα φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.
Σημείωση 2. Τη σκυτάλη παίρνει ο Παντελής Γουλάρας.
No comments:
Post a Comment