Sunday 15 May 2022

Ο Αλέκος, ο Μήτσος, εγώ και η χαρτοπαιξία

 Γράμμα του Ανδρέα Μαρολαχάκη από τη Χαράδρα της Ημαθίας





    Μόλις είχα απολυθεί απ' τον στρατό. Ήταν τέλος Σεπτέμβρη κι έψαχνα για δουλειά. Με το τέλος του καλοκαιριού οι πιθανότητες να βρω δουλειά σε τουριστικές επιχειρήσεις, που ήταν κατά κάποιο τρόπο και η ειδικότητά μου, ήταν μηδαμινές έως ανύπαρκτες. Περιστασιακά εύρισκα κανένα μεροκάματο στις οικοδομές, σαν ανειδίκευτος εργάτης και σπανίως σε κτήματα για τη συγκομιδή μήλων. Και οι δυο δουλειές ήταν επίπονες, αλλά δεν διαμαρτυρόμουν καθόλου. Το πρόβλημα ήταν πως με τα πρωτοβρόχια και την επερχόμενη εμφάνιση του χειμώνα και οι δυο δουλειές θα σταματούσαν. Βέβαια και στις δυο περιπτώσεις τα χρήματα δεν ήταν πολλά, αλλά ικανοποιούσαν σε αρκετά μεγάλο βαθμό τις ανάγκες μου, που σημειωτέον τις είχα περιορίσει κατά πολύ.

    Μια μέρα κι ενώ βάδιζα στον πιο κεντρικό δρόμο της Βέροιας, στην προσπάθειά μου να φυλαχτώ απ' την ξαφνική δυνατή βροχή, μπήκα κάτω από ένα μπαλκόνι. Αυτό το μπαλκόνι ήταν ιδιαίτερο, καθώς ήταν μεγάλο και οι κολώνες στήριξης είχαν σχήμα αψίδας! Πίσω ακριβώς απ' τις καμάρες-αψίδες λειτουργούσε ένα καφενείο πολυτελείας, που ποτέ έως τότε δεν του είχα δώσει την παραμικρή σημασία. Από τη φύση μου γενικά αντιπαθούσα (και συνεχίζω να μην τα συμπαθώ) τέτοιου είδους μαγαζιά! Η βροχή είχε εξελιχθεί σε δυνατή μπόρα. Το σπίτι μου ήταν σε μικρή απόσταση από κει που βρισκόμουν, αλλά η βροχή και τα νερά που κυλούσαν σαν χείμαρρος στην άσφαλτο δεν μου επέτρεπαν ούτε καν να σκεφτώ ν' αφήσω την ασφάλεια που είχα βρει κάτω απ' το μπαλκόνι!



    Σταδιακά κι άλλοι διαβάτες όλων των φύλων και των ηλικιών αναζητούσαν σαν εμένα την ίδια προστασία. Κάποια στιγμή άκουσα ένα κτύπημα και γρατζουνίσματα που προερχόταν απ' την τζαμαρία του καφενείου. Δεν έδωσα καμία σημασία, μέχρι που άκουσα να φωνάζει κάποιος τ' όνομά μου. Γύρισα έκπληκτος κι αντίκρυσα τον φίλο μου απ' την εφηβεία, τον Αλέκο! Χαμογέλασα και μόνο που τον είδα. Μ' αυτόν και την παλιοπαρέα που είχαμε στα εφηβικά μας χρόνια είχαμε κάνει πολλές τρέλες! Ο Αλέκος αδιαμφισβήτητα ήταν ο πιο «τρελός» και σίγουρα ο πιο καλόψυχος!

    «Τι ζητάς εδώ ρε;» τον ρώτησα ξαφνιασμένος!

    «Εδώ δουλεύω», μου απάντησε, «το καφενείο είναι του αδερφού μου, του Μήτσου. Πέρασε μέσα!»

    Χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα, μπήκα μέσα και σε λίγο έπινα καφέ με τον Αλέκο, κουτσομπολεύοντας τα της παρέας.

    Αυτό όμως δεν κράτησε και πολύ, γιατί όλοι σχεδόν που είχαν την ίδια ιδέα με μένα και προσπαθούσαν να προφυλαχτούν απ' τη βροχή, ακολουθώντας το παράδειγμά μου, άρχισαν σταδιακά να μπαίνουν στο καφενείο και να παραγγέλνουν αναψυκτικά κι αφεψήματα με τέτοια συχνότητα, που ο Αλέκος ήταν αδύνατον να τους εξυπηρετήσει!

    Χωρίς να του πω τίποτα, έπλυνα τα χέρια μου και πήρα θέση πίσω απ' τον μπουφέ κι άρχισα να ετοιμάζω τις παραγγελίες που μου έδινε ο φίλος μου. Το έκανα μ' ευχέρεια, στολίζοντας τις παραγγελίες με τρόπο που είχα μάθει στη σχολή τουριστικών επιχειρήσεων που είχα τελειώσει!



    Πολύ γρήγορα η σάλα του μαγαζιού είχε γεμίσει με πελάτες κι αναγκαστικά τρεις απ' αυτούς κάθισαν στα σκαμπό μπροστά απ' τον μπουφέ. Τους έπιασα κουβέντα και τους πρότεινα να τους φτιάξω ένα κοκτέιλ, για να διώξουν την υγρασία που είχαν εισπράξει απ' την ξαφνική μπόρα. Σε λίγο κι αφού επιστράτευσα ότι είχα μάθει στη σχολή, πολύχρωμα κοκτέιλς σε περίεργα ποτήρια ήταν μπροστά τους!

    Ενώ συνέχιζα να εκτελώ τις παραγγελίες του φίλου μου, άκουγα τα ευχάριστα σχόλια που έκαναν οι τρεις πελάτες μου! Κάποια στιγμη δίπλα απ' τον μπουφέ είδα κάποιον να με κοιτάζει σκεπτικός. Νομίζοντας πως ήταν κάποιος πελάτης προσφέρθηκα να τον εξυπηρετήσω.

    «Επιθυμείτε κάτι κύριε;» του είπα ευγενικά.

    Αυτός συνέχισε να με κοιτάει προβληματισμένος, ώσπου είπε:

    «Όχι, δεν θέλω τίποτα. Απλά αναρωτιέμαι τι διάολο κάνεις εδώ;»

    Ξαφνιάστηκα με την απάντησή του και τώρα ήταν η σειρά μου να τον κοιτάξω έκπληκτος! Πριν προλάβω ν' απαντήσω, ένας απ' τους τρεις «πελάτες» του είπε:

    «Μήτσο, έλα να σε κεράσω ένα κοκτέιλ».



    Ξαφνιάστηκα γιατί εκείνη τη στιγμή γνώρισα τον αδελφό του Αλέκου και ιδιοκτήτη του μαγαζιού. Ο Μήτσος, χωρίς να δώσει σημασία στη συζήτησή μας, έπιασε κουβέντα με τους πελάτες μου και μετά πέρασε απ' όλους όσους ήταν μέσα στο καφενείο (και δεν ήταν και λίγοι) κουβεντιάζοντας μαζί τους. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούσα ν' ακούσω τι κουβέντιαζαν, γιατί ήμουν απασχολημένος με το να πλύνω τα σερβίτσια που χρησιμοποίησαν οι πελάτες. Σε λίγο ήρθε κι ο Αλέκος και μοιράσαμε τις αγγαρείες!

    Ο Μήτσος φώναξε κάποια στιγμή τον αδελφό του και μιλούσαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους. Μετά από λίγο ήρθε ο φίλος μου και με ρώτησε ευθέως αν θα ήθελα να δουλέψω στο καφενείο τους. Τα χρήματα που θα μου έδιναν ήταν αρκετά και το κυριότερο θα είχα σταθερή δουλειά! Φυσικά δέχτηκα και ξεκίνησε ένας καινούργιος κύκλος απασχόλησης για μένα!

    Πρέπει να ξεκαθαρίσω, πως η εν λόγω επιχείρηση, δεν βασιζόταν στους πελάτες καφενείου, αλλά μόλις βράδιαζε δούλευε σαν χαρτοπαικτική λέσχη. Η επίπλωσή της ήταν πολυτελείας και δεν είχε καμία σχέση με τις απλοϊκές επιπλώσεις καφενείων. Υπήρχαν τραπέζια για χαρτοπαίγνιο με τσόχα στο κέντρο και περιμετρικά ξύλο πολυτελείας κι αναπαυτικες καρέκλες ντυμένες με ακριβό ύφασμα. Βάσει ενός νόμου απαγορευόταν στο μαγαζί να έχει σκούρες κουρτίνες, για να μπορεί κάποιος απ' έξω να βλέπει τους θαμώνες! Ωστόσο είχε υπέροχες μπεζ διάφανες κουρτίνες με στάμπα δέντρα χωρίς φύλλα. Στο πάνω μέρος του καφενείου υπήρχε ένα τεράστιο πατάρι, που είχε σαν επίπλωση σαλόνι δερμάτινο με τριθέσιο καναπέ και πολυθρόνες. Επίσης είχε έγχρωμη τηλεόραση (σπάνιο πράγμα για καφενείο εκείνη την εποχή) και δυο μεγάλα τραπέζια χαρτοπαιξίας.



    Ο Αλέκος φρόντιζε καθημερινά να μ' ενημερώνει για τις υποχρεώσεις μου και για τη φύση της δουλειάς. Βασικά σ' όλα τα καφενεία υπήρχε σ' εμφανές σημείο μια πινακίδα που έλεγε: «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΠΑΙΖΕΙΝ ΕΠΙ ΧΡΗΜΑΣΙ».

    Αυτό σήμαινε ότι η χαρτοπαικτική λέσχη ήταν ΠΑΡΑΝΟΜΗ! Εγώ από χαρτοπαίγνια δεν είχα ιδέα! Ο φίλος μου φρόντισε να μου δείξει κάποια βασικά, αλλά ήμουν ανεπίδεκτος μαθήσεως. Το πρώτο απ' τα παράξενα του μαγαζιού που έμαθα, ήταν ότι στα τραπέζια που έπαιζαν χαρτιά οι πελάτες δεν χρεώναμε τίποτα ό,τι κι αν παράγγελναν! Αυτό δεν μπορούσα να το καταλαβω, μέχρι που μου εξήγησε ο Αλέκος πως εισπράτταμε χρήματα απ' την «γκανιότα». Δηλαδή κατά τη διάρκεια του παιγνιδιού, έβγαζαν ένα ποσό για το μαγαζί ή κάποιοι πλήρωναν, ανάλογα με την ώρα που χρησιμοποιούσαν τα τραπέζια.

    Πολύ συχνά έβλεπα πελάτες να έχουν μπροστά τους το κουτί με το τάβλι και να χρησιμοποιούν μόνο τα ζάρια, ενώ τα πούλια τα είχαν στην άκρη! Πολύ σύντομα κατάλαβα ότι έπαιζαν «μπαρμπούτι» κι έβλεπα χαρτονομίσματα ν' αλλάζουν χέρια, ανάλογα με τη ζαριά. Πελάτες-παίχτες του μαγαζιού ήταν επώνυμοι δημότες της πόλης. Εκεί γνώρισα τον μεγαλύτερο χαρτοπαίχτη της Βέροιας, ένα άτομο ηλικιωμένο πλέον, που ήταν θρύλος ανάμεσα στους χαρτοπαιχτικούς κύκλους! Τον Άγγελο Θ.

    Ο οποίος όταν δεν έπαιζε και είχε κέφια… μας εξιστορούσε διάφορα «κατορθώματα» και «παθήματα» από χαρτοπαίγνια! Κυρίως κρεμόμασταν από τα χείλη του όταν μας έλεγε για τις επισκέψεις του στα ανά τον κόσμο διάφορα καζίνο! Εκείνη την εποχή και μονο η λέξη καζίνο ήταν κάτι το μυθικό!

    Οι περισσότεροι απ' τους θαμώνες ήταν γνωστοί με ψευδώνυμα. Έτσι γνώρισα τον Νίκο τον Κινέζο, την Πάμελα (τραγουδίστρια σκυλάδικου) τον Βάσο τον περιστερά, τον Λιάκο τον τραγουδιάρη, τον Βιτάλη κι άλλους! Πολύ γρήγορα, με τη βοήθεια του Αλέκου, έμαθα τις συνήθειες και τις ιδιοτροπίες των θαμώνων και τους σερβίραμε πριν ακόμη παραγγείλουν!

    Εντύπωση μου έκανε πως αν κάποιος απ' τους χαρτοπαίκτες ζητούσε δανεικά (μετά το παιγνίδι) του έδιναν αμέσως! Όλα αυτά τα δάνεια ήταν βραχυπρόθεσμα και με έκπληξη είδα πως όλοι τηρούσαν τις προθεσμίες! Σε σχετική συζήτηση που είχα με τον φίλο μου γι αυτό το θέμα, μου είπε χαμογελώντας για την αφέλειά μου (σαν πολύξερος που ήταν):

    «Αν κάποιος απ' τους δανειζόμενους δεν επιστρέψει τα χρήματα στην προκαθορισμένη ημερομηνια, είναι χαμένος! Δεν θα παίζουν ξανά μαζί του οι υπόλοιποι κι αυτό είναι ότι χειρότερο θα μπορούσε να του συμβεί!»

    Έτσι έβλεπα χρήματα ν' αλλάζουν χέρια, ενώ ήξερα πολύ καλά πως πολλοί απ' τους υπόχρεους είχαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα κι όμως ήταν εντάξει στις υποχρεώσεις τους!

    Ο Αλέκος ήταν η ψυχή του μαγαζιού. Αυτός φρόντιζε για όλα! Κάθε πρωί έφτιαχνε μια λίστα με τις προμήθειες που θα έπρεπε να κάνει και πλήρωνε τους λογαριασμούς για ενοίκιο, ρεύμα, νερό, δημοτικά τέλη κλπ. Αυτός κρατούσε την είσπραξη του μαγαζιού και κανόνιζε τις πληρωμές.

    Ο Μήτσος (ο πραγματικός ιδιοκτήτης) στην ουσία φερόταν σαν πελάτης! Ερχόταν συνήθως απόγευμα προς το βραδάκι, με ύφος βαρύ απ' τον ύπνο και προσπαθούσε να βρει τη φόρμα του, γιατί κάθε βραδυ έπαιζε χαρτιά, με διαφορετικη σύνθεση παικτών κάθε φορά. Όταν λέμε έπαιζε χαρτιά, εννοούμε ότι όλη νύχτα και πολλές φορες και την επόμενη μέρα έπαιζε. Ήταν γι αυτόν το επάγγελμά του, αλλά κι αυτό που του άρεσε να κάνει πιο πολύ από κάθε άλλο!

    Όταν ήταν καθισμένος σε τραπέζι χαρτοπαιγνίου, ήταν αφοσιωμένος σ' αυτό χωρίς ν' αντιλαμβάνεται τίποτα απ' όσα συνέβαιναν στον περίγυρό του! Μηχανικά έπαιρνε το ποτήρι με το ποτό που του έβαζα μπροστά του και δεν είμαι σίγουρος αν καταλάβαινε τι του σέρβιρα! Ο φίλος μου με αεικίνητο βλέμμα κρατούσε τσίλιες, φοβούμενος πιθανή επιδρομή της ασφάλειας Βέροιας! Μου έκανε τρομερή εντύπωση πως ανάμεσα στους κατά καιρούς τσιλιαδόρους ήταν κι ένας αστυνομικός της ασφάλειας με όνομα αρχαίου νομοθέτη!

    Το κύριο θέμα ήταν οι παρέες που έπαιζαν στο πατάρι, γιατί εκεί γινόταν η σφαγή. Τα ποσά που έπαιζαν κι άλλαζαν χέρια ήταν εξωφρενικά! Υπήρχε τότε ένας πολύ αυστηρός νόμος, κάτι σαν ιδιώνυμο και οι συλληφθέντες χαρτοπαίκτες πήγαιναν φυλακή χωρίς εξαγορά και χωρίς αναστολή! Αυτός ο νόμος σε καμία περίπτωση δεν περιόριζε τους παίκτες και πάντα έβρισκαν τρόπους ν' αποφεύγουν τη σύλληψη!

    Με τον Αλέκο, αφού ψάχναμε να βρούμε λύση πάνω σ' αυτό το θέμα, καταλήξαμε να εγκαταστήσουμε ένα σύστημα ενδοεπικοινωνίας με τη μια άκρη στο μπαρ και την αλλη στο πατάρι. Έτσι μπορούσαμε να ειδοποιούμε τους θαμώνες του παταριού άμεσα και με ασφάλεια! Μια Κυριακή, λίγο μετά τις 10.00 πμ, έπαιζαν χοντρό παιγνίδι επάνω κι εγώ τους ετοίμαζα τα ποτά. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκα έφοδο της αστυνομίας και τους ειδοποίησα αμέσως! Συγχρόνως ανέβαινα αδιάφορα τάχα μου τα σκαλιά για το πατάρι, όταν με προσπέρασαν φουριόζοι αστυνομικοί φωνάζοντας:

    «Όλοι ακίνητοι!»

    Φτάνοντας κι εγώ στο πατάρι, είδα όλους τους παίκτες να κάθονται αμέριμνοι στο σαλόνι και να παρακολουθούν με προσοχή την εκπομπή «Αρχονταρίκι», με τον παρουσιαστή ιερωμένο ν' αναλύει το Ευαγγέλιο! Οι αστυνομικοί δεν είχαν συνέλθει απ' την έκπληξή τους, όταν άκουσα τον Μήτσο να λέει με σοβαρή φωνή:

    «Ρε, τι ωραία που τα λέει ο άτιμος ο παππάς!» κι όλοι ξέσπασαν σε γέλια!

    Ένα βράδυ η χασούρα του Μήτσου ήταν απίστευτη! Αφού έχασε όσα διαθέσιμα χρήματα είχε, μετά έχασε την είσπραξη του μαγαζιού, μετά όλα όσα είχε μαζί του ο Αλέκος και τέλος έχασε και τα ελάχιστα που είχα στις τσέπες μου. Κι ενώ η επόμενη φάνταζε σαν μια πολύ δύσκολη μέρα, κατέβηκε ο Μήτσος από πάνω χαμογελαστός και μας είπε με φωνή που δεν σήκωνε αντίρρηση:

    «Πάμε στα μπουζούκια!»

    Εμείς δεν είχαμε καμιά όρεξη για κάτι τέτοιο. Αφ' ενός δεν είχαμε διάθεση και κατά δεύτερο λόγο ξέραμε ότι κι οι τρεις μας δεν είχαμε ούτε δραχμή! Αλλά ο Μήτσος ήταν σε υπερδιέγερση και δεν σήκωνε κουβέντα! Έντρομος είδα οτι προσκάλεσε και τους συμπαίκτες του σ' αυτή την έξοδο! Μετά από λίγη ώρα ήμασταν σε γνωστό «σκυλάδικο» της πόλης πρώτο τραπέζι πίστα, με τον Μήτσο να πετάει λουλούδια στην Πάμελα και στις άλλες τραγουδιάρες, που ήταν ντυμένες με πλουμιστά φανταχτερά φορέματα, που ελάχιστα έκρυβαν απ' το κορμί τους!

    Εγώ κι ο Αλέκος καθόμασταν σε αναμμένα κάρβουνα κι αναρωτιόμασταν πώς θα πληρωθεί ο λογαριασμός και μας τύλιγαν μαύρες σκέψεις, γιατί βλέπαμε τους μπράβους του μαγαζιού να είναι γιγαντόσωμοι κι αεικίνητοι! Κάποια στιγμή είδα έναν ποδοσφαιριστή απ' την παρέα μας να παίρνει τη φιάλη με το δημοφιλές ουίσκι της εποχής (VAT 69) να το βάζει σε μια τσάντα κάτω απ' το τραπέζι και να βγάζει από κει ένα καινούργιο ίδιας μάρκας και να το αφήνει αδιάφορα πάνω στο τραπέζι! Τρόμαξα μ' αυτό που είδα! Δίπλα μου ένιωσα τον Αλέκο φοβισμένο κι αυτόν! Οι συνέπειες, αν μας καταλάβαιναν οι εργαζόμενοι στο μπουζουκομάγαζο, θα ήταν σίγουρα καβγάδες και φασαρίες.

    Περιττό να πω ότι τ' αυτιά μου υπέφεραν απ' την ποιότητα μουσικής και ήχου! Την έβγαλα όλη τη διάρκεια της παραμονής μας εκεί με το αρχικό ποτήρι ψάχνοντας εναγωνίως τρόπο διαφυγής, όταν θα ερχόταν η ώρα του λογαριασμού! Ο Αλέκος δίπλα μου έπινε σταθερά και σε λίγο τον ένιωσα πιο χαλαρό ν' απολαμβάνει τις «άριες» της Πάμελας!

    Κάποια στιγμη ήρθε ο λογαριασμός! Ο Μήτσος δεν ήταν σε θέση να διακρίνει το νούμερο και τον έδωσε σε μένα. Έντρομος είδα ότι ήταν 35.000 δραχμές, ποσό απίστευτα υψηλό για τα δεδομένα της εποχής! Με το χαρτί του λογαριασμού στα χέρια μου και τον σερβιτόρο να περιμένει από μένα να τον πληρώσω (ίσως νόμιζε πως ήμουν ο ταμίας) ένιωθα το άγχος να με τυλίγει! Εκείνη τη στιγμή ο Μήτσος φώναξε τον μαιτρ και του ζήτησε πέντε χιλιάδες δραχμές. Ο μαιτρ του έδωσε τα χρήματα που ζήτησε, αυτός φώναξε τα πέντε γκαρσόνια του μαγαζιού, τους έδωσε για φιλοδώρημα από ένα χιλιάρικο και φύγαμε άνετα!

    Μόλις βγήκαμε έξω, μπόρεσα επιτέλους ν' αναπνεύσω ενώ ο Αλέκος με κορόιδευε! Την επομένη το μεσημέρι ήρθε ο νοικοκύρης του μαγαζιού να πάρει το ενοίκιο! Ήξερα πολύ καλά πως στο μαγαζί δεν υπήρχε δραχμή κι αγχωνόμουν γιατί ο ιδιοκτήτης γινόταν σκληρός άνθρωπος για τα λεφτά! Ο Μήτσος μόλις τον είδε αντί για δικαιολογίες του ζήτησε 45.000 δραχμές και προς έκπληξη όλων του τις έδωσε! Το αφεντικό μας τότε έδωσε σε μένα και τον Αλέκο από 20.000 και τις υπόλοιπες 5.000 είπε να τις χρησιμοποιήσουμε για τις ανάγκες του μαγαζιού.

    Ένα πρωί, μόλις άνοιξα το μαγαζί και τακτοποιούσα τα ψυγεία, είδα μέσα στο κεντρικό ψυγείο μισό αρνί ψημένο. Ενώ αναρωτιόμουν τι δουλειά είχε το αρνί μέσα στο ψυγείο με τις μπύρες, ο Αλέκος με πληροφόρησε πως είχαν την προηγούμενη νυκτερινό παιγνίδι και οι παίκτες αργά τη νύκτα πείνασαν! Βρήκαν σαν λύση να διαρρήξουν το διπλανό ψητοπωλείο του Θέμη και να ικανοποιήσουν την πείνα τους. Ο ιδιοκτήτης του ψητοπωλείου, αν και ήταν κι αυτός μανιώδης χαρτοπαίκτης, εκείνη τη βραδιά έπαιζε κάπου αλλού! Μπήκε εξω φρενών στο μαγαζί μας κι απειλούσε θεούς και δαίμονες, καταλογίζοντας στους διαρρήκτες εκτός του αρνιού κι άλλα πράγματα που έλειπαν, όπως χρήματα και ποτά. Είχε ειδοποιήσει την αστυνομία, η οποία έπαιρνε καταθέσεις και δακτυλικά αποτυπώματα! Εγώ δεν έφευγα απ' το ψυγείο φοβούμενος μην το ανοίξει κάποιος και δει τα προϊόντα του εγκλήματος!

    Κάποια στιγμή αργά το απόγευμα ήρθε ο Μήτσος και αδιάφορος κοίταζε τον Θέμη που καταριόταν τους κλέφτες! Με πλησίασε και μου ψιθύρισε κάτι στ' αυτί. Στις αντιρρήσεις μου με κοίταξε άγρια κι έφυγε. Πήρα κι εγώ μια πιατέλα, έβαλα κομμάτια με ψητό αρνί και γαρνιτούρες λαχανικών και μαζί μ' ένα μπουκάλι ούζο τα έβαλα στο τραπέζι μπροστά στον Θέμη. Αυτός μόλις είδε το περιεχόμενο της πιατέλας, κόντεψε να πάθει αποπληξία! Πήγε αμέσως στο μαγαζί του κι έδιωξε τους αστυνομικούς.

    Μάταια ο Αλέκος προσπαθούσε να μου μάθει τη «μαγεία» των τραπουλόχαρτων. Μετά βίας κατάφερνα ν' αναγνωρίσω τις φιγούρες που αποτελούσαν μια τράπουλα! Μου έδειξε πως οι έμπειροι παίκτες σημαδεύουν με τα νύχια τους κατά τη διάρκεια του παιγνιδιού τα τραπουλόχαρτα και μετά, όταν μοιράζουν από κάτω με την αφή ήξεραν τι χαρτί είχε ο κάθε αντίπαλος, οπότε κάποιες φορές υπήρχε θέμα εμπιστοσυνης, που συνήθως έληγε χωρίς μεγάλους καυγάδες!

    Σ' εμένα αυτά έμοιαζαν μυθικά και απλησίαστα! Δεν μ' ενδιέφεραν και δεν έδινα ιδιαίτερη σημασία! Μετά από πολλές προσπάθειες απελπίστηκε κι εγκατέλειψε το φροντιστήριο! Απ' τις προσπάθειες του φίλου μου έμαθα το παιγνίδι του «παπά» κι άρχισα ν' ακούω περιθωριακά τραγούδια αγαπημένα των παικτών! Εκείνο που έγινε το αγαπημένο μου (αν και ποτέ δεν ήμουν φίλος αυτού του είδους της μουσικής) ήταν το «Μες στον πράσινο τον μύλο».

    Ένα βραδάκι, ενώ τακτοποιούσα τα του μπουφέ, ακούω τον Αλέκο να μουρμουρίζει: «Βρεεε καλώς τα παιδιά τα τζιμάνια!» και συγχρόνως με τα μάτια μού δείχνει προς την είσοδο. Μια παρέα που ήταν τελείως άγνωστοι σε μένα ντυμένοι με συντηρητικά σκούρα κουστούμια ενώ δυο απ' αυτούς φορούσαν ρεπούμπλικες (καπέλα) έμπαιναν επιβλητικοί στο μαγαζί.

    Αμέσως παρατήρησα έναν αναβρασμό απ' τους χαρτοπαίκτες που έπαιζαν στα τραπέζια της σάλας και ως δια μαγείας εμφανίστηκε ο Μήτσος και τους υποδέχτηκε με ιδαίτερη θέρμη.

    «Είναι οι καλύτεροι τζογαδόροι της Πτολεμαΐδας», μου ψιθύρισε στ' αυτί ο Αλέκος, «Ήρθαν να μας τα πάρουν!»

    Οι νεοφερμένοι και κάποιοι «δικοί» μας ανέβηκαν στο πατάρι κι άρχισαν τις διαβουλεύσεις για τους κανόνες που θα έβαζαν για να αρχίσει το παιγνίδι, αλλά ήταν φανερό πως ελάχιστα συμφωνούσαν! Κάποια στιγμή μέσω της ενδοεπικοινωνίας με φώναξε ο Μήτσος. Μόλις ανέβηκα στο πατάρι, είπε απευθυνόμενος στους ξένους:

    «Να, αυτός είναι!» Αυτοί με κοιτούσαν εξεταστικά κι ένιωσα σαν έντομο κάτω από μικροσκόπιο! Ένας απ' αυτούς πήρε ένα τραπουλόχαρτο και μου το έδειξε. Ήταν η ντάμα κούπα.

    «Τι χαρτί είναι αυτό;» με ρωτάει κι εγώ, αφού δίστασα για λίγο, απάντησα στο τέλος με βεβαιότητα:

    «Ντάμα καρδούλα!», για να πνιγεί η απάντησή μου μέσα σε δυνατά γέλια κι εγώ αμήχανος ν' αναρωτιέμαι αν έκανα λάθος!

    «Μας κάνει», αποφάνθηκε το άτομο που μου έκανε την ερώτηση.

    Ο Μήτσος ανέλαβε να μου εξηγήσει πως εγώ θα μοίραζα τα χαρτιά στο παιγνίδι που θα ακολουθήσει, για ν' αποφύγουν το σημαδέματα της τράπουλας! Οι επόμενες ώρες ήταν βασανιστικές για μένα, καθώς μοίραζα τα χαρτιά για λογαριασμό του κάθε παίκτη μέσα σε καπνούς και γκρίνιες! Το καλό πάντως ήταν πως, με το που τελείωνε ο γύρος, ο παίκτης για τον οποίο μοίραζα έπαιρνε απ' τον σωρό των χρημάτων του ένα ποσό και το έβαζε στην τσέπη του πουκαμίσου μου. Πολύ γρήγορα αναγκάστηκα να βάλω τα χαρτονομίσματα που μου έδιναν στις τσέπες του παντελονιού μου, γιατί στην τσέπη του πουκαμίσου δεν χωρούσαν.

    Τα ποσά που άλλαζαν χέρια σε κάθε παρτίδα ήταν ασύλληπτα! Κάθε τόσο κάποιος απ' τους χαμένους έψαχνε τις τσέπες του κι έβγαζε πακέτα με χαρτονομίσματα! Ο Αλέκος είχε κλείσει τα φώτα, κλείδωσε τις πόρτες κι εμείς (βάζω και τον εαυτό μου) παίζαμε χωρίς να έχουμε αίσθηση του χρόνου, με κίνδυνο να συλληφθούμε, αν μας ανακάλυπτε η αστυνομία .

    Ξημέρωσε με τον φίλο μου να σερβίρει καφέδες και σάντουιτς ασταμάτητα. Σε λίγο είχαμε ξεπεράσει το 24ωρο!

    Κάποτε αργά πολύ, μετά το δεύτερο ξημέρωμα τελείωσε η παρτίδα με χαμένους τους επισκέπτες! Μου έκανε εντύπωση πως χαμένοι και κερδισμένοι είχαν απολαύσει το παιγνίδι και πιο πολύ έπαιζαν για τη χαρά της χαρτοπαιξίας (εγώ δεν το καταλάβαινα αυτό) και λιγότερο για τα χρήματα! Η αλήθεια είναι πως ο Μήτσος και οι δικοί μας ένιωθαν κάτι σαν πρωταθλητές και το όλο παιγνίδι συζητιόταν για μήνες στα στέκια!

    Κάθε φορά που άκουγα την ιστορία, υπήρχε και μια λεπτομέρεια επιπλέον που εγώ, αν και παρών, δεν είχα αντιληφθεί! Με λίγα λόγια αυτό το συμβάν είχε περάσει στα όρια του μύθου! Αμέσως μετά πήγαμε σε τοπικό πατσατζίδικο και οι νικητές έκαναν τραπέζι στους χαμένους!

    Δεν μπορώ να θυμηθώ πόσα χρήματα παίχτηκαν εκείνο το βράδυ, αλλά μπορώ να πω πόσα ήταν τα φιλοδωρήματα που εισέπραξα. Ξεπερνούσαν κατά πολύ τον μισθό ενός μήνα! Τα φιλοδωρήματα τα μοιραστήκαμε με τον φίλο μου, όπως είχαμε συμφωνήσει απ' την αρχή.

    Είχε φτάσει άνοιξη πια και ήδη είχα βρει δουλειά στο «Άθως Παλλάς» στη Χαλκιδική. Όταν τους το ανακοίνωσα, ο Μήτσος (αν και δεν του άρεσε) μου ευχήθηκε καλή τύχη ενώ ο Αλέκος ήταν φανερά στεναχωρημένος. Στα χρόνια που ακολούθησαν δεν είχα καμιά επαφή με τα χαρτιά και τους χαρτοπαίκτες. Τον Μήτσο τον είδα δυο φορές στις επισκέψεις μου τα επόμενα χρονια, πριν «φύγει» οριστικά. Για τον Αλέκο μάθαινα από φίλους για τη ζωή του και τα «κατορθώματά» του!

    Ώσπου τα τελευταία χρόνια συναντηθήκαμε ξανά. Τελευταία συνάντησή μας ήταν στη βάφτιση του εγγονού μου του Αντρίκου στη Χαράδρα. Δώσαμε υπόσχεση πως δεν θα χαθούμε μελλοντικά.


No comments:

Post a Comment