Thursday 9 June 2022

Τα παιδικά πάρτι γενεθλίων

 Γράμμα της Λένας Χ. Δημητριάδου από τη Θεσσαλονίκη





Φθινόπωρο του 1967, μόλις είχε αποφοιτήσει από το Γυμνάσιο η αδελφή μου η Φιφή, εμφανίζεται στο σπίτι μας ο Φιλώτας. Γιός της κυρίας Χρυσάνθης και του κυρίου Γιώργου, οικογενειακών φίλων και παλιών γειτόνων. «Θα μας αφήσετε, να κάνουμε ένα πάρτι στο σπίτι σας;», ρωτάει τους γονείς μου με το θάρρος της οικειότητας. Τι να κάνουν κι αυτοί, έδωσαν το Ο.Κ.

Μόλις άρχισαν να καταφθάνουν οι πρώτοι νεαροί με πήραν και φύγαμε από το σπίτι, καθότι ήμουν πολύ μικρή για να παρευρίσκομαι σε τέτοιες μαζώξεις, και πήγαμε στης κυρίας Χρυσάνθης στην Ανοίξεως για να περάσουμε το βράδυ. Οι μεγάλοι όλο γελούσαν κι αλληλοπειράζονταν για τα νέα ήθη του καιρού, κάτι σαν το «To know us better» να φανταστείτε. Κατά βάθος όμως, μια ανησυχία στο μάτι της μαμάς όλο και τρεμόπαιζε. Μαζεύτηκαν, που λέτε, αγόρια και κορίτσια στο σπίτι μας με ένα μπουκάλι βερβούτ όλο κι όλο, που στο τέλος δεν τους έφτασε. Α! και κάποια συνοδευτικά που ετοίμασε η μαμά για να τσιμπάνε. Και φυσικά είχαν την τιμητική τους οι δίσκοι στο ραδιο-πικάπ, που σχετικά πρόσφατα είχε αγοραστεί – ολόκληρο έπιπλο παρακαλώ! Το πάρτι άρχισε νωρίς κατά τις 7 το βράδυ και τελείωσε πριν τις 12. Αυτό δεν ήταν τίποτε άμα το συγκρίνεις με τα 3-4 συνεχόμενα πάρτι ενός νεαρού, που οι γονείς του έλειπαν σε ταξίδι! Αυτό το ξέρω από πρώτο χέρι, γιατί σε ένα από αυτά είχε παρευρεθεί κι η αδελφή μου. Κάπως έτσι διασκέδαζαν οι νέοι τότε στη Βέροια του ’60, καθότι ντισκοτέκ και τα τοιαύτα δεν υπήρχαν, άσε που ήμασταν και στην αρχή της δικτατορίας. Γι αυτό περίμεναν πώς και πώς εκείνο τον περίφημο χορό των φοιτητών στην Εληά για να χορέψουν, να βάλουν τα καλά τους οι κοπέλες, εκείνα τα κομψά μίνι στολισμένα με χάντρες, να φλερτάρουν βρε αδελφέ!

Για τα παιδιά τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά. Τα γενέθλια αποτελούσαν μια καλή αφορμή για πάρτι στο σπίτι. Έτσι κάπου στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού, αρχίσαμε με τις συμμαθήτριές μου τα δικά μας πάρτι γενεθλίων. Αυστηρά και μόνο για κορίτσια. Σε λίγες τυχερές επιτρεπόταν να καλούν κι αγόρια, όπως στη Νανά.

Μετά το πάρτι της πήρα θάρρος: «Μαμά θα μ’ αφήσεις να καλέσω κι αγόρια, όπως η Νανά;». «Να καλέσεις Λένα μου, φυσικά. Με τ΄ αγοράκια είσαστε σαν αδέλφια!», με ξενέρωσε η μαμά. Ύστερα ντράπηκα να τα καλέσω. Άσε καλύτερα. Θα με γράψουν μάλλον στα παλιά τους τα παπούτσια.

Το πρώτο μου πάρτι στην Πέμπτη Δημοτικού. Μάιος του 1966, ζέστη, κοντομάνικα. Με το καινούργιο μου φόρεμα ραμμένο σε μοδίστρα. Το μοδιστράδικό της σε ένα παλιό βεροιώτικο σπίτι κοντά στο Βήμα του Αποστόλου Παύλου. Από το μεγάλο δωμάτιο έμπαιναν φωτεινές λωρίδες από μια σειρά παράθυρα με κάγκελα, αφήνοντας παντού σκιές. Τα κορίτσια που βοηθούσαν τη μοδίστρα έσκυβαν γελαστά πάνω στα ρετάλια. Το φόρεμά μου άσπρο λινό με γιακαδάκι στολισμένο με μια βεραμάν κορδελίτσα και δύο σειρές κουμπάκια ασορτί. Τα φουντωτά μαλλιά μου κομμένα κοντά. Η μαμά επέμενε να τα κόβω για να μην μπαίνουν μέσα στα μάτια μου, γιατί λέει φορώ γυαλιά και μ’ εμποδίζουν όταν διαβάζω. Κοντά και τα άσπρα καλτσάκια μου, να κάνουν αντίθεση με τα καινούργια μου παπούτσια.



Μια καρτ-βιζίτ που επιβίωσε (Το τηλέφωνο τετραψήφιο!)

Ο μπαμπάς είχε ξετρελαθεί με την ιδέα του πάρτι. Επέμενε να τυπώσει προσκλήσεις για τις συμμαθήτριές μου. Ενθουσιάστηκα κι εγώ με την ιδέα. Μεγάλα όνειρα αλλά ο χρόνος δεν έφτανε. Έτσι κατέληξα με ένα κουτάκι γεμάτο κάρτες. Καρτ-βιζίτ τις λέγαμε τότε, πολύ της μόδας για ενήλικες - αλλά για το Θεό όχι για κοριτσάκια. Τέλος πάντων, έγραψα πίσω από κάθε κάρτα μια πρόσκληση, τις έβαλα στα φακελάκια τους και τις μοίρασα στις συμμαθήτριες στο σχολείο. Στο πάρτι κάλεσα και τις φίλες μου. Τη Μπόλα-Κατερίνα, τη Μαριάννα, την Έλλη, την Ολγίτσα και δύο πιτσιρίκια, τη Σύνθια-Υακίνθη αδελφή της Έλλης και το μοναδικό αγόρι το Γιαννάκη αδελφό της Όλγας. Ο μπαμπάς επέμενε να αποθανατιστεί το γεγονός από επαγγελματία φωτογράφο. Πόσο δίκιο είχε! Ακόμη ένα ενθύμιο από κείνη τη μέρα, το μικρό βιβλίο με τίτλο «Σύννεφα, βροχή και χιόνι». Στο εσώφυλλό του διαβάζω σήμερα: «Χρόνια πολλά με αγάπη Άρτεμις Μαρία Καλογήρου».



Το πρώτο μου πάρτι (Μάιος 1966, Ε΄ Δημοτικού)


Ακούγαμε δίσκους και χορεύαμε. Σέικ, τουίστ, χάλι-γκάλι και φυσικά γιάνκα, που εκείνη την εποχή έδινε κι έπαιρνε. Ο μπαμπάς είχε φέρει ένα δισκάκι της Ρυθμοφών με τίτλο “ΛΑΪΚΗ YANKA”. Με κάτι στίχους πολύ διασκεδαστικούς για τη γατούλα και το σκυλάκι που ο ιδιοκτήτης τους θέλει σώνει και καλά να τους βρει ταίρι. Οι άλλοι δίσκοι δεν ήταν κατάλληλοι για το πάρτι μου. Ο μπαμπάς αγόραζε Χατζηδάκι και Θεοδωράκη, παλιά ελαφρά τραγούδια που άρεσαν στη μαμά και τραγούδια που ακούγονταν στις ελληνικές ταινίες. Εγώ προτιμούσα δίσκους της Αλίκης και των Olympians: τον “Τρόπο”, τον “Αλέξη”. Η αδελφή μου σύχναζε στο απέναντι δισκάδικο, κάτω από το σπίτι του Βεζυρίδη, δίπλα στον κινηματογράφο “Φάρο”. Αγόραζε κυρίως ξένους δίσκους, όπως του Adamo και το “A casa dIrene” του Nico Fidenco. Για τον τελευταίο δίσκο, η Νίτσα, αδελφή του Φιλώτα, μου εμπιστεύτηκε όπως είχε απαγορευτεί στην Ιταλία και τότε υποψιάστηκα πως κάτι περίεργο συμβαίνει σ΄ αυτό το σπίτι της Ειρήνης. Μια μέρα η Φιφή έφερε το “Φορτηγό” του Σαββόπουλου. Πολύ ψαγμένο σας λέω, για κάτι μαύρα πουλιά πικρά, που λένε ότι αναφέρεται στον πόλεμο του Βιετνάμ, για μια Συννεφούλα και μια Ζωζώ. Αλλά εγώ ξεχώρισα το τραγούδι με τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο-δυο. Όταν γύρισε στο σπίτι με το μεγάλο δίσκο παραμάσχαλα, μας διηγήθηκε πως ένας πελάτης μάλλον χωρικός, ζητούσε δίσκους για την ξενιτιά. Η μαμά τότε πήρε το σοβαρό της ύφος και μας είπε ότι αυτοί οι άνθρωποι συγκεντρώνονται, τρώνε, πίνουν, ακούν τέτοια τραγούδια και κλαίνε όλοι μαζί. Εμένα μου έκανε εντύπωση που κάποιος πήρε ένα δίσκο για να κλάψει. Κι αυτό με βοήθησε να δω με άλλο μάτι τα παιδιά της τάξης μου που οι γονείς τους έλειπαν στη Γερμανία και μεγάλωναν με τους παππούδες τους.



Χορεύοντας στους ρυθμούς της «ΛΑΪΚΗΣ YANKA»

Στο πάρτι της Έκτης Δημοτικού αρκεστήκαμε στην καινούργια μας φωτογραφική μηχανή. Το φόρεμά μου το έραψε μια μοδίστρα σε ένα σύγχρονο ραφτάδικο στη Μητροπόλεως. Πιο μεγαλίστικο, από ροζ μπουκλέ ύφασμα, μακρόταλο, με ασορτί ζώνη κι ανασηκωμένο γιακά, που με έκανε να φαίνομαι ακόμη μεγαλύτερη. Άσε που μόλις είχα αποκτήσει το πρώτο μου ρολογάκι κι ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να το φορέσω.



Στο μπαλκόνι μας στη Μητροπόλεως, Στ΄ Δημοτικού, Μάιος 1967

Ενθύμια από εκείνη τη γιορτή: Η Σόφη μου χάρισε ένα από τα δύο μοναδικά δισκάκια των Pacifics που κυκλοφόρησαν την προηγούμενη χρονιά από την Philips, με τα τραγούδια “ANOTHER CHANCE” και “ΜΥ THOUGHTS”. Στο εξώφυλλό του διαβάζω: «Στην αγαπημένη μου Λένα για τα γενέθλιά της. Σόφη». Η Έφη κι η Νανά μου δώρισαν δύο καδράκια με χαριτωμένα ποπ σχέδια, πολύ δημοφιλή ανάμεσα στα κορίτσια. Προορίζονταν για παιδικό δωμάτιο, αλλά εγώ δεν είχα και ντρεπόμουν πολύ να μαρτυρήσω ότι τώρα που μεγάλωσα κοιμάμαι στο ντιβάνι της κουζίνας. Μπορεί τα καδράκια να μη στόλισαν τότε το ανύπαρκτο παιδικό δωμάτιο, φιλοξενήθηκαν όμως στη συνέχεια στο εφηβικό μου στη Θεσσαλονίκη, πολύ αργότερα στο παιδικό δωμάτιο της κόρης μου στα Γιάννενα και σήμερα βρίσκονται στο χωλ μου. Στο πίσω μέρος τους επιβιώνουν, ανέπαφες από το χρόνο, οι αφιερώσεις των δύο συμμαθητριών μου: «Χαρισμένο στην αγαπημένη μου φίλη Λένα. Με αγάπη η φίλη σου Έφη» και «Χαρισμένο στην αγαπημένη μου συμμαθήτρια Λένα. Η φίλη της Νανά».





Τα παιδικά πάρτι τελείωσαν μαζί με το Δημοτικό και την παιδική μας ηλικία. Ύστερα πήγαμε στο Γυμνάσιο. Μέσα στη δικτατορία. Φορέσαμε μαύρες μακριές ποδιές με σήματα, άσπρους γιακάδες κι άσπρες κορδέλες. Είχαμε περιορισμούς κυκλοφορίας τα βράδια και μάλλον μας τελείωσε κι η όρεξη για γιορτές. Τουλάχιστον την πρώτη χρονιά. Πριν τελειώσω τη Β΄ Γυμνασίου φύγαμε από τη Βέροια και δεν ξανάκανα πάρτι παρά μόνο μια φορά στη Θεσσαλονίκη, για τις συμφοιτήτριες και τους συμφοιτητές μου.

Κάθε χρόνο ωστόσο στις 8 Μαΐου, και για πολλά - πολλά χρόνια, θυμόμουν με μεγάλη τρυφερότητα και νοσταλγία τα περασμένα μου γενέθλια στη Βέροια. Και τα γιόρταζα νοερά μαζί με τις συμμαθήτριες και τις φίλες μου που είχαν μείνει πίσω στην αγαπημένη πόλη.

Σημείωση: Η ιστορία αυτή περιλαμβάνεται στο βιβλίο της συγγραφέως "Το καροτσάκι στον Αλιάκμονα, έκδοση "Μαλλιάρης-Παιδεία".


1 comment:

  1. Ποσό γνώριμη ακούγεται η αφήγηση! Θα μπορούσε να είχε γραφτεί από εμένα η μια συμμαθήτρια μου! Μάλλον είμαι λίγο μικρότερη αλλά η εποχή ίδια και η ιστορία ατόφια. Γύρισα πίσω χρόνια και χρόνια.
    Ευχαριστώ για τις αναμνήσεις

    ReplyDelete