Sunday, 19 June 2022

Χορογραφία... για πέντε. Κεφάλαιο VI

 Γράμμα του Παντελή Γουλάρα από το Δουβλίνο



    Δημοσιεύουμε σήμερα το 6ο κεφάλαιο του συλλογικού μας μυθιστορήματος "Χορογραφία... για πέντε"


Το παλιό κόκκινο τραμ που οι Τούρκοι το συντηρούν για τουριστικούς λόγους


    Έκπληκτος τον κοίταξε ο Διευθυντής.

    “Ώστε μας έλεγε ψέματα η κυρία; Νομίζω ότι πρέπει να την καλέσουμε πάλι εδώ. Τι γίνεται με την τσάντα της;”

    “Δεν έχει και πολλά πράγματα. Καλλυντικά, ταυτότητα, κινητό, τσιγάρα, αναπτήρα. Τα έχουμε φωτογραφίσει όλα. Πήραμε αποτυπώματα από όλα. Πήραμε αποτυπώματα και από την τσάντα, μέσα έξω. Δεν υπάρχουν άλλα εκτός από τα δικά της”.

    “Το κινητό το ελέγξαμε”.

    “Βέβαια. Έχουμε μεταφέρει όλα τα στοιχεία που υπάρχουν σ' αυτό. Στις επαφές όλα τα ονόματα που υπάρχουν είναι με ονοματεπώνυμο. Όλα είναι ανθρώπων της δουλειάς της καθώς και συμπολιτών μας που κανένας δεν ανήκε στον κύκλο του θύματος. Ανάμεσά τους και το όνομα της Πάμελας, που συναντήθηκε μαζί της σήμερα. Υπάρχουν δύο πιο προσωπικοί αριθμοί τηλεφώνου. Στον ένα γράφει απλώς Γιώργος, χωρίς άλλα στοιχεία. Γνωρίζουμε ότι είναι του θύματος. Στον άλλο απλώς τη λέξη ¨γιαγιά¨”.

    “Ώστε υπάρχουν και συγγενείς... Ξέρουμε το όνομα;”


Έμενε στο ξενοδοχείο Savoy


    “Όχι. Είναι κινητό και δεν μας το δίνει η τηλεφωνική εταιρία. Ζήτησα και περιμένω την άδεια από την εισαγγελία για να το πάρουμε”.

    “Εν τω μεταξύ μπορούμε να το καλέσουμε, δεν νομίζεις;”

    Ο Άλκης έδωσε τον αριθμό στον Διευθυντή κι αυτός άρχισε να τον σχηματίζει στα πλήκτρα του σταθερού τηλεφώνου στο γραφείο του. Ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να εμφανιστεί ο αριθμός του στην οθόνη του συνομιλητή του.

    “Παρακαλώ;” ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, από την άλλη πλευρά της γραμμής κι ο Διευθυντής βιάστηκε να κατεβάσει το ακουστικό.

    Μια φωνή γνωστή, παρά την μικρή αλλοίωση λόγω τηλεφώνου, που την άκουσε μάλλον πρόσφατα. Αλλά πού και πώς;

    “Υπήρχε τίποτα άλλο στο κινητό Άλκη;”

    “Φωτογραφίες κε Διευθυντά. Πολλές φωτογραφίες”.

    Άρχισε να του τις δείχνει. Η Ευδοκία αγκαλιά με τον Παπαδόπουλο. Στη θάλασσα, στο βουνό, σε πόλη, μέρα ή νύχτα. Φωτογραφίες των δυο τους ή του Παπαδόπουλου μονάχου. Και πιο κάτω, μια σειρά φωτογραφίες από την Κωνσταντινούπολη. Αγια-Σοφιά, Μπλε Τζαμί, τείχη, απομεινάρια της Βυζαντινής εποχής, εκκλησιές, Πατριαρχείο, Πριγκηπονήσια, Πλατεία Ταξίμ, Τοπ Καπί, η μεγάλη λεωφόρος του Πέραν γνωστή και ως Ιστικλάλ, το παλιό κόκκινο τραμ κι ένα σωρό άλλες φωτογραφίες.


Σήμερα θα επισκέπτονταν την Αγια-Σοφιά


    “Το ξέρω το μέρος. Βλέπεις νεώτερος υπηρέτησα στο Ελληνικό Προξενείο της Πόλης. Φαίνεται ότι πριν λίγο καιρό ταξίδεψε κι αυτή στην Πόλη και μάλιστα μόνη της. Δεν φαίνεται πουθενά το θύμα σ' αυτές τις φωτογραφίες. Ενδιαφέρον. Ίσως να σημαίνει κάτι, ίσως και όχι. Προς το παρόν κάνε μια λίστα με το περιεχόμενο της τσάντας Άλκη και κάλεσε την Παπαδοπούλου αύριο το πρωί να της τη δώσουμε πίσω. Μ' αυτό το πρόσχημα θα της κάνουμε μερικές ερωτήσεις ακόμα”.


--//--


    Δεν είχε πάει 9 η ώρα το πρωί την άλλη μέρα όταν χτύπησε η πόρτα της Ευδοκίας. Ένα περιπολικό την περίμενε μπροστά στην πόρτα της. Ετοιμάστηκε βιαστικά και ακολούθησε τον αστυνομικό που την περίμενε.

    Ο Διευθυντής και ο Άλκης την καλωσόρισαν μόλις μπήκε μέσα στο Τμήμα.

    “Ήρθε η ώρα να σου δώσουμε πίσω την τσάντα σου Ευδοκία” είπε ο Διευθυντής. “Άλκη φέρε την τσάντα και το πρακτικό παράδοσης – παραλαβής” πρόσθεσε απευθυνόμενος προς τον Υπαστυνόμο.

    Ήρθε η τσάντα κι ο Άλκης άρχισε να διαβάζει από ένα φύλλο χαρτί:

    “Η υπογράφουσα Ευδοκία Παπαδοπούλου, παρέλαβα σήμερα (ο Άλκης πρόσθεσε την ημερομηνία με το χέρι) από το Αστυνομικό τμήμα της πόλης μας τα παρακάτω είδη...

      1. Τσάντα μικρού μεγέθους, τύπου φακέλου, χρώματος ροζ, μάρκας “Valentino

(“Μαϊμού αλλά καλοφτιαγμένη μαϊμού”, σχολίασε ο Διευθυντής)

στην οποία περιέχονται

      1. Κραγιόν χρώματος κόκκινου

      2. Μέικαπ σχήματος αχιβάδας με εσωτερικό καθρεφτάκι

      3. Ένα μικρό μπουκαλάκι με άρωμα αγνώστου προέλευσης

      4. Αστυνομική ταυτότητα στο όνομα Ευδοκία Παπαδοπούλου

      5. Κινητό τηλέφωνο μάρκας “Nokia”

      6. Ένα πακέτο τσιγάρα μάρκας “Marlboro” από το οποίο λείπουν 3 τεμάχια.

      7. Ένας αναπτήρας μάρκας “Zippo”.


    “Zippo; Λίγο ασυνήθιστο για γυναίκα” είπε ο Διευθυντής.

    “Δώρο του Γιώργου” απάντησε αμέσως η Ευδοκία.

    Παραξενεύτηκε. Είχε την εντύπωση πως άλλο τσαντάκι είχε πάρει μαζί της εκείνη την ημέρα. Δεν είπε τίποτα.

    Πήρε στα χέρια της το χαρτί και το διάβασε προσεχτικά. “Μόνο αυτά ήταν;” ρώτησε.

    “Γιατί είχες κι άλλα;” τσίμπησε αμέσως ο Άλκης.


Στη μεγάλη λεωφόρο του Πέραν που οι Τούρκοι ονομάζουν Ιστικλάλ


    Βιάστηκε να απαντήσει. “Όχι, απλώς δεν θυμόμουν καθόλου τι υπήρχε μέσα στην τσάντα”.

    (“Ελπίζω να μην δημιούργησα υποψίες” σκέφτηκε.)

    Υπέγραψε το χαρτί κι ετοιμάστηκε να φύγει...

    “Μια τελευταία ερώτηση Ευδοκία. Δεν έχεις κανέναν συγγενή;”

    “Όχι. Οι γονείς μου πέθαναν όταν ήμουν μικρή. Δεν γνώρισα καθόλου τους παππούδες και τις γιαγιάδες. Με μεγάλωσε μια ξαδέρφη της γιαγιάς μου, που την φωνάζω γιαγιά, αλλά δεν έχουμε πολλές σχέσεις. Γιατί;”

    “Τίποτα. Έτσι από περιέργεια ρώτησα” απάντησε ο Διευθυντής.


    Πήρε την τσάντα στα χέρια της, είπε ένα ξερό “γεια” και στράφηκε προς την πόρτα. Τη σταμάτησε ο Διευθυντής.

    “Γιατί δεν μας είπες ότι ξαναπήγες στο σπίτι του θύματος Ευδοκία;”

    Χαμογέλασε. “Μπορεί εγώ να μην το είπα, αλλά εσείς το ξέρετε ήδη” είπε και κοίταξε με νόημα τον Άλκη. “Το κατάλαβα ότι μας παρακολουθούσες Υπαστυνόμε. Ήμουν σίγουρη ότι θα έτρεχες να το πεις αμέσως στον Διευθυντή σου”. Έκανε μια μικρή παύση και συνέχισε. “Είναι κακό Αστυνόμε που γύρισα να πάρω την τσάντα μου;” Και συνέχισε διηγούμενη τα γεγονότα, όπως ακριβώς συνέβησαν. Δεν παρέλειψε να πει και για την Πάμελα που ήταν απ' έξω και την είδε.


Αγόρασε μια κολλητική ταινία από ένα περίπτερο


    Τελείωσε, είδε ότι δεν την χρειάζονταν άλλο, χαιρέτησε κι έφυγε. Μόνο όταν έφτασε στο σπίτι της, έκλεισε την πόρτα πίσω της, πήρε βαθιά ανάσα και βύθισε το χέρι στην τσάντα. Έψαξε καλά τον πάτο της. Εκεί μαζί με το υλικό που κρατούσε σταθερή τη βάση της τσάντας, το χέρι της έπιασε τον χάρτη. Έβγαλε ένα στεναγμό ανακούφησης. Ο χάρτης ήταν εκεί. Η κασέτα όμως; Έλειπε.


    Έκανε έναν καφέ, άναψε ένα τσιγάρο και κάθισε να σκεφτεί. Ο χάρτης που ήταν σημαντικός, παρέμεινε στα χέρια της. Η κασέτα ήταν σημαντική; Δεν είχε ιδέα. Κάτι της έλεγε μέσα της ότι το περιεχόμενο της κασέτας ήταν σημαντικό. Ίσως ο τρόπος που έφτασε στα χέρια της, ίσως η τύχη του ιδιοκτήτη της, ίσως η προσπάθεια που έκανε μέχρι να την φέρει εδώ. Ποιος να ξέρει; Τώρα όμως η κασέτα είχε χαθεί. Και μαζί της κάθε πιθανότητα να μάθει τι ήταν γραμμένο στην ταινία.


--//--


    Ήταν περίπου 6 μήνες πριν. Δεν είχε γνωρίσει ακόμα το Γιώργο. Μαζί με καμιά πενηνταριά συμπολίτες της βρέθηκαν σε εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη, με το πολύ γνωστό πρακτορείο του Μανώλη Αποστόλου. Πέντε γεμάτες μέρες, έτσι για να χορτάσουν τη Βασιλεύουσα. Και πού δεν πήγαν... Κι ο Αποστόλου αποδείχτηκε πολύ καλός οργανωτής. Και τα αξιοθεατα είδαν, και ψώνια έκαναν... και βόλτες έκαναν... και στο Πατριαρχείο πήγαν... και στα Πριγκηπονήσια πήγαν. Αγόρασε την τσάντα από το Καπαλί τσαρσί. Είχε δίκιο ο Αστυνόμος. Μαϊμού ήταν αλλά καλοφτιαγμένη μαϊμού. Δεν ξεχώριζε από τη γνήσια.


Ήταν μια παλιά κασέτα


    Προτελευταίο απόγευμα της εκδρομής και περπατούσε αμέριμνα στην άλλοτε Μεγάλη Λεωφόρο του Πέραν που οι Τούρκοι την ονομάζουν Ιστικλάλ. Χάζευε δεξιά αριστερά, τον κόσμο, τα μαγαζιά, τους νέους που έπαιζαν μουσική και χόρευαν στο δρόμο, κάτι σαλτιμπάγκους που έκαναν διάφορα νούμερα, δεν άκουσε το καμπανάκι που χτυπούσε έντονα. Ίσως και να το άκουσε αλλά δεν έδωσε σημασία μιας και δεν της ήταν γνωστός ο ήχος. Κι εκεί ξαφνικά ένας άνδρας έπεσε πάνω της με δύναμη και την παρέσυρε στην αριστερή πλευρά του δρόμου.

    Τρόμαξε. Γύρισε να δει, να διαμαρτυρηθεί και τότε κατάλαβε. Λίγα δευτερόλεπτα ακόμα και το τραμ θα την είχε κάνει λιώμα. Το παλιό κόκκινο τραμ που ακόμα το διατηρούν σ' αυτή την λεωφόρο της Πόλης για τουριστικούς λόγους. Προσπάθησε να δει προς το μέρος του σωτήρα της. Είδε έναν άνδρα μέτριου αναστήματος, με μουστάκι και φαλάκρα να της κάνει ένα νεύμα με το κεφάλι του. Θέλησε να τον ευχαριστήσει αλλά δεν πρόλαβε, εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος. Σήκωσε την τσάντα με τα ψώνια που είχε πέσει λίγο παραπέρα και γύρισε πίσω στο ξενοδοχείο της που βρίσκονταν πολύ κοντά στην πλατεία Ταξίμ.

    Το πρωί της τελευταίας μέρας ετοιμάστηκε να κατεβεί στον τόπο συνάντησης του γκρουπ, στο φουαγιέ του ξενοδοχείου Savoy όπου έμεναν. Ήταν η μέρα της επίσκεψης στην Αγια-Σοφιά. Άνοιξε την τσάντα με τα ψώνια που είχε χθες, κι έβγαλε τα διάφορα δωράκια που αγόρασε για τον εαυτό της και για λίγους φίλους. Πήρε την όμορφη ροζ τσάντα που αγόρασε κι ετοιμάστηκε να βάλει εκεί τα πράγματα που θα έπαιρνε μαζί της, για την τελευταία περιήγηση. Και τότε την είδε. Μια κασέτα ανάμεσα στα σουβενίρ. Μια κασέτα απ' αυτές που βάζαμε στα κασετόφωνα στις δεκαετίες του '70, του '80, ακόμα και του '90. Που περνούσαμε το στυλό ανάμεσα στις τρύπες και προσπαθούσαμε να τις γυρίσουμε εκεί που θέλαμε. Που κόβονταν η ταινία τους και την κολλούσαμε με κολλητική ταινία. Τέτοιες κασέτες είχε χρόνια να δει.

    Πώς βρέθηκε αυτή ανάμεσα στα σουβενίρ; Δεν είχε ιδέα. Δεν το πολυσκέφτηκε. Την ακούμπησε πάνω στο τραπέζι, πήρε τα πράγματα που ήθελε στην τσάντα της, βγήκε από το δωμάτιο, πήρε το ασανσέρ και κατέβηκε κάτω. Αφού πήρε το πρωινό της κάθησε σ' έναν καναπέ στο φουαγιέ και περίμενε και τους υπόλοιπους συνταξιδιώτες της. Απέναντί της παρατήρησε ότι κάθονταν δύο περίεργοι τύποι, καρικατούρες μυστικών αστυνομικών, που την κοιτούσαν έντονα, αλλά κάθε που γύριζε το κεφάλι της προς τα κει, γυρνούσαν αλλού το βλέμμα τους. Παραξενεύτηκε αλλά δεν έδωσε παραπάνω σημασία.

    Πάνω στο τραπεζάκι, μπροστά στον καναπέ βρίσκονταν 5-6 εφημερίδες. Σημερινή ημερομηνία. Για να σκοτώσει την ώρα της, πήρε μία και την άνοιξε. Ήταν η “Χουριέτ”. Πάγωσε βλέποντας την μεγάλη πρωτοσέλιδη φωτογραφία της εφημερίδας. Ο χθεσινός άνδρας, ο σωτήρας της. Κατάφερε να διαβάσει το όνομα από κάτω. Μεσούτ Οσμάνογλου. Δεν είχε ιδέα όμως τι έγραφε. Δεν ήξερε καθόλου τουρκικά. Γύρισε κι έδειξε την εφημερίδα στον Αποστόλου που καθόταν παραδίπλα. Ήξερε ότι αυτός μιλούσε τη γλώσσα.

    “Κύριε Μανώλη τι γράφει εδώ;” ρώτησε.

    Ο Αποστόλου διάβασε για λίγο την εφημερίδα και μετέφρασε.

    “Ο Μεσούτ Οσμάνογλου βρέθηκε χθες το βράδυ νεκρός στο πάρκο του Γκιουλχανέ. Η αστυνομία υποψιάζεται ότι είναι ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ συμμοριών”.

    Κούνησε το κεφάλι του. “Γίνονται πολλά τέτοια εδώ” πρόσθεσε.

Κάπου είχε παραχωμένο ένα παλιό κασετόφωνο


    Τον ευχαρίστησε, άφησε κάτω την εφημερίδα, σηκώθηκε κι ανέβηκε βιαστικά στο δωμάτιό της. Πήρε την κασέτα, την έβαλε στην τσάντα της και ξανακατέβηκε. Χωρίς να ξέρει γιατί, ήταν σίγουρη ότι την κασέτα την έβαλε στην τσάντα της ο Οσμάνογλου.

    Φτάνοντας κάτω παρατήρησε ότι οι δυο περίεργοι τύποι είχαν εξαφανιστεί.


--//--


    Η μέρα συνεχίστηκε, όπως όλες οι άλλες μέρες της εκδρομής. Μόνο που αυτή στο μυαλό της είχε την κασέτα. Άκουγε μηχανικά την ξενάγηση, έβγαζε φωτογραφίες σαν αυτόματο, αλλά η σκέψη της έτρεχε. Βγαίνοντας απ' την Αγια-Σοφιά, πήγε στο περίπτερο απέναντι από την είσοδο κι αγόρασε μια δυνατή κολλητική ταινία. Σιγά – σιγά ένα σχέδιο είχε αρχίσει να σχηματίζεται μέσα της. Κρατούσε σφιχτά της τσάντα της μη τυχόν και της την αρπάξει κάποιος, μην τυχόν και χαθεί. Δεν πήρε είδηση τους δυο τύπους που από μακριά την παρακολουθούσαν όπου κι αν πήγαινε.


--//--


    Πρωί-πρωί την επομένη, ετομάστηκαν για το ταξίδι της επιστροφής. Φόρτωσε τη βαλίτσα της στο λεωφορείο, ανέβηκε και κάθησε στη θέση της, δίπλα στο παράθυρο, λίγο πιο πίσω από τη μέση του λεωφορείου. Οι δυο περίεργοι τύποι ήταν εκεί, έξω από το λεωφορείο και κοιτούσαν έντονα προς το μέρος της. Έσφιξε την τσάντα της. Κάτι έπρεπε να κάνει με την κασέτα. Άρχισε να πιστεύει ότι αυτοί οι δυο τύποι παρακολουθούσαν αυτήν και η αιτία ήταν η κασέτα.

    Δεν άργησαν να ξεκινήσουν. Κουρασμένοι οι περισσότεροι συνταξιδιώτες της συνέχιζαν στο λεωφορείο τον βραδινό ύπνο τους. Κάπου στα μισά της διαδρομής, σηκώθηκε από τη θέση της, και με πρόσχημα ότι ζαλίζονταν ζήτησε να αλλάξει για λίγο θέση με την συνταξιδιώτισσά της που κάθονταν στη δεύτερη σειρά. Αυτή το δέχτηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Κάθισε στην καινούργια θέση της, έβγαλε την κασέτα και την κόλλησε καλά με την κολλητική ταινία, κάτω από το κάθισμα. Κανένας από τους κοιμώμενους συνταξιδιώτες δεν το πήρε είδηση κι ο οδηγός δεν είχε οπτική επαφή μαζί της. Ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα κάθισε λίγη ώρα ακόμα στη θέση αυτή και λίγο πριν φτάσουν στα σύνορα, γύρισε στην θέση της, ευχαρίστησε την συνταξιδιώτισσα για την εξυπηρέτηση και κάθισε περιμένοντας τη συνέχεια.


Ήταν η Χουριέτ


    Φτάνοντας στα σύνορα, εκεί που σταμάτησαν για τον έλεγχο, να σου οι δύο περίεργοι τύποι ξανά. Και να κοιτάζουν πάλι προς τη θέση της. Προφανώς έτρεξαν με μεγαλύτερη ταχύτητα απ' το λεωφορείο και τους περίμεναν. Μπήκαν μέσα στο λεωφορείο, δήλωσαν στα ελληνικά, ότι είναι αστυνομικοί και ζήτησαν από τους επιβάτες να κατεβούν όλοι κάτω. Κατέβηκαν και περίμεναν έξω από το λεωφορείο, ενώ οι δυο, κατά δήλωσή τους, αστυνομικοί έψαχναν τα καθίσματα.

    Τους είδε να ψάχνουν προσεχτικά τη θέση της, της διπλανή θέση, την πίσω απ' αυτή και την μπροστά απ' αυτήν. Να ψάχνουν ξανά και ξανά. Επεκτάθηκαν και στις απέναντι θέσεις. Έψαξαν το ράφι πάνω από τις θέσεις, κάτω από τις θέσεις, πίσω από τις θέσεις, δίπλα στις θέσεις. Έψαξαν παντού, αλλά δεν πλησιάσαν καν στις πρώτες θέσεις. Κατέβηκαν κάτω και ζήτησαν από την Ευδοκία να πάρει τη βαλίτσα της και να τους ακολουθήσει. Μπήκαν σ' ένα απομονωμένο δωμάτιο στο τελωνείο και της ζήτησαν να ανοίξει τη βαλίτσα. Υπάκουσε κι αυτοί την έκαναν φύλλο-φτερό. Δεν άφησαν τίποτα που να μην το ψάξουν. Κι όταν τελείωσαν συνέχισαν με την τσάντα της και με σωματική έρευνα.

    Υπέμενε καρτερικά όλη αυτή την ταλαιπωρία. Ήξερε τι έψαχναν και ήξερε επίσης ότι αυτό που έψαχναν ήταν σε ασφαλές σημείο. Κάποια στιγμή, τελείωσαν, είπαν κάτι μεταξύ τους στα τουρκικά, της ζήτησαν συγγνώμη και την άφησαν να φύγει με τις αποσκευές της. Όταν γύρισε, όλοι βρίσκονταν μέσα στο λεωφορείο και την περίμεναν. Χωρίς να πει τίποτα, έβαλε πίσω στη μπαγκαζιέρα τη βαλίτσα της, ανέβηκε και κάθισε στη θέση της. Κανένας δεν τη ρώτησε τίποτα, σε κανέναν δεν είχε όρεξη να μιλήσει.

    Φτάνοντας στην πατρίδα, περίμενε να κατεβούν όλοι για να κατεβεί τελευταία. Έσκυψε στη δεύτερη θέση, ξεκόλλησε από κάτω της την κασέτα, την έριξε στην τσάντα της και κατέβηκε τις σκάλες του λεωφορείου. Χαιρέτησε τους συνταξιδιώτες και τον Αποστόλου και πήρε ταξί για το σπίτι.


Η χήρα του μένει στη Θεσσλονίκη στην Τσιμισκή


    Κάπου είχε παραχωμένο ένα παλιό κασετόφωνο. Έψαξε στην αποθήκη του σπιτιού και το βρήκε σ' ένα κουτί, μαζί με βιβλία, κάτω από κάτι παλιές άχρηστες καρέκλες. Ήλπιζε ότι η σκόνη δεν θα το είχε καταστρέψει εντελώς. Έβαλε μέσα την κασέτα και πάτησε το play. Παραξενεύτηκε ακούγοντας ροκ μουσική. Το ήξερε πολύ καλά αυτό το κομμάτι. Ήταν το Child in time των Deep Purple. Και λίγο πριν αρχίσει το δεύτερο μέρος του τραγουδιού, διακόπτονταν απότομα και μια βαθιά ανδρική φωνή άρχισε να μιλάει σε τουρκική γλώσσα. Κατάλαβε μόνο τις πρώτες λέξεις. Ben Mesut Osmanoglu (είμαι ο Μεσούτ Οσμάνογλου). Τίποτα από τα υπόλοιπα που διαρκούσαν σε όλη την έκταση της κασέτας. Ένιωσε απογοήτευση.

    Κι εκεί που τελείωνε η κασέτα, νόμισε αναπάντεχα πως άκουσε το όνομα Γιώργος Παπαδόπουλος και μάλιστα όχι μια, αλλά τρεις φορές. Υπέθεσε πως δεν άκουσε καλά. Γύρισε λίγο πίσω την ταινία και την ξαναέβαλε να παίξει. Όχι, δεν ήταν ιδέα της. Πραγματικά το άκουσε. Τι μπορούσε όμως να σημαίνει μέσα σε μια ολόκληρη αφήγηση σε μια ξένη γλώσσα; Κι ακόμη τι μπορούσε να σημαίνει ακούγοντας ένα άλλο όνομα, από κάποιον που είχε δολοφονηθεί σε μια άλλη χώρα; Και τι σήμαινε η εισαγωγή με το πολύ γνωστό τραγούδι; Ήταν τυχαίο ή μήπως ήταν ευθεία παραπομπή στον Ψυχρό Πόλεμο από τον οποίο ήταν εμπνευσμένο το τραγούδι; Ή μήπως πάλι ήταν έμμεση αναφορά στο μυθιστόρημα του Ian McEwan με τον ίδιο τίτλο, που πρόσφατα είχε διαβάσει και μιλούσε για την απαγωγή ενός παιδιού; Προβληματισμένη έβγαλε την κασέτα απ' το κασετόφωνο και την έβαλε στο συρτάρι του κομοδίνου. Και μετά την ξέχασε.


--//--


    Την ξέχασε μέχρι να γνωρίσει τον Γιώργο προσωπικά και μέχρι εκείνο το μοιραίο βράδυ. Είχε μάθει ότι ο Γιώργος μιλούσε τουρκικά, γιατί στη διάρκεια της μπασκετικής του καριέρας είχε παίξει μερικά χρόνια και σε μια τουρκική ομάδα. Την πήρε μαζί της μήπως και βρει την ευκαιρία να την ακούσει μαζί του, εν μέρει για να καταλάβει τι λέει και εν μέρει να τον ενημερώσει μη τυχόν και το όνομα που ακούγονταν ήταν γι' αυτόν. Άδικος κόπος. Ούτε καν την έβγαλε από την τσάντα. Πώς και γιατί όμως είχε χαθεί τώρα;


--//--


    Πρωί πρωί μόλις έφτασε στο γραφείο του ο Άλκης βρήκε ένα σημείωμα πάνω στο γραφείο του. “Πριν ξεκινήσεις στη μέρα σου έλα στο γραφείο μου. Γιώργος”. Ήταν φανερό ότι ο Διευθυντής τον ήθελε στο γραφείο του. Κατευθύνθηκε αμέσως εκεί.

    “Πώς πάει η έρευνα Άλκη;” ήταν η πρώτη ερώτηση πριν ακόμα κλείσει την πόρτα πίσω του.

    “Δύσκολα τα πράγματα κε Διευθυντά”. Ήταν η απάντηση. “Πολλές πληροφορίες άσχετες μεταξύ τους που μας μπερδεύουν περισσότερο”.

    “Κάτσε να ανακεφαλαιώσουμε. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Έχουμε έναν φόνο. Τι λέει ο ιατροδικαστής;”

    “Είναι σίγουρο ότι η αιτία θανάτου ήταν η σφαίρα που μπήκε σχεδόν εξ επαφής από το στόμα, διεπέρασε τον εγκέφαλο και βγήκε από την πίσω πλευρά. Όμως ανιχνεύτηκε και αναισθητικό στο αίμα του. Όπως και ένα μικρό σημαδάκι από ένεση πλάγια στον αυχένα που μάλλον δείχνει το σημείο εισόδου του αναισθητικού. Λογικά υποθέτουμε ότι δεν είχε τις αισθήσεις του όταν πυροβολήθηκε”.

    “Γνωρίζουμε τίποτα για το όπλο;”

    “Από τη βαλιστική έρευνα προέκυψε ότι ήταν όπλο της αστυνομίας. Όπλο κλεμμένο πριν 25 χρόνια στη Θεσσαλονίκη από αστυνομικό, που αργότερα βγήκε στη σύνταξη και έχει πεθάνει πριν τρία χρόνια. Το παράδοξο είναι ότι λεγόταν κι αυτός Γιώργος Παπαδόπουλος. Η χήρα του ζει ακόμα στη Θεσσαλονίκη, οδός Τσιμισκή 55. Το όνομά της είναι Δόξα Παπαδοπούλου. Υποθέτω ότι το Δόξα βγαίνει από το Ευδοξία.

    “Πάρα πολλές συμπτώσεις που δεν μ' αρέσουν Άλκη αλλά και δεν μπορώ να τις συνδέσω μεταξύ τους. Άλλα στοιχεία;”

    “Η ώρα θανάτου προσδιορίζεται μεταξύ 6 και 8 το πρωί”.

    “Αυτό οριακά βάζει και την Παπαδοπούλου μέσα στους υπόπτους. Πολύ περισσότερο αν το αναισθητικό δόθηκε νωρίτερα”.

    “Μάλλον θα έλεγα ότι είναι η μόνη ύποπτη μέχρι στιγμής κε Διευθυντά. Και μόνο που μας είπε ψέματα για το θέμα της επιστροφής της στο σπίτι του θύματος την επιβαρύνει ιδιαίτερα”.

    “Όχι Άλκη. Δεν είναι η μόνη. Είναι και η Πάμελα που βρίσκονταν έξω από το σπίτι στις 10 η ώρα μαζί και ο άγνωστος πελάτης της. Τι γύρευαν τέτοια ώρα μέσα σ' ένα αυτοκίνητο έξω απο το σπίτι του θύματος;”

    “Χμμ...”

    “Κι αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, ύποπτος είναι κι ο σπιτονοικοκύρης και η συμβία του, αλλά κι εγώ ο ίδιος ο συγκάτοικός του. Δεν λέω ότι το έκαναν αυτοί ή εγώ, αλλά όλα πρέπει να τα σκεφτόμαστε”.

    Έμειναν λίγο σκεφτικοί.

    “Από την Εβραϊκή γειτονιά βγήκε τίποτα;” Ρώτησε ο Διευθυντής.

    “Ίσως θέλει λίγο περισσότερο ψάξιμο το θέμα της καταγωγής του θύματος. Όπως και τα θέματα κληρονομιών και περιουσιών σ' εκείνη την τριγωνική συνοικία”.

    “Για τον Καρατζόγλου ξέρουμε τίποτα; Πώς απόκτησε την περιουσία του; Τι υποθέσεις αναλαμβάνει; Έχει καμιά απ' αυτές σχέση με παλιές εβραϊκές περιουσίες;”

    “Είναι κάτι που ψάχνουμε κε Διευθυντά. Βρήκαμε ότι έχει μακρινή Κωνσταντινουπολίτικη καταγωγή. Ο πατέρας του ήρθε στην Ελλάδα μετά τα γεγονότα του '55. Αντίθετα η μητέρα του κατάγεται από ντόπια ευκατάστατη οικογένεια, που κι αυτή όμως έχει κάποιες ρίζες στην Πόλη”.

    “Να μην αργούμε. Ήδη έχουμε και πολιτικές πιέσεις. Μπήκε κι ο υπουργός αθλητισμού στη μέση. Παλιό μέλος της εθνικής ο Παπαδόπουλος βλέπεις”.

    Μεσολάβησαν λίγα δευτερόλεπτα σιωπής.

    “Άλκη πώς θα σου φαινόταν η σκέψη ότι μπορεί να μην ήταν αυτός ο στόχος;”

    “Αλλά;”

    “Να ήμουν εγώ. Και κατά λάθος αντί να έλθουν σε μένα πήγαν στον συγκάτοικο”.

    Εμβρόντητος τον κοίταξε ο Άλκης.

    “Αυτό αλλάζει τα πάντα” είπε μόλις κατάφερε να συνέλθει από την έκπληξη. “Όμως γιατί;”


    Προτού προλάβει να απαντήσει ο Διευθυντής, ένα ελαφρύ χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα. Χωρίς να περιμένει απάντηση, η πόρτα άνοιξε και το κεφάλι της Φρόσως φάνηκε στο άνοιγμα.

    “Κύριε Διευθυντά” είπε. “Έχουμε το όνομα που αντιστοιχεί στο τηλέφωνο με την ένδειξη ¨γιαγιά¨. Λέγεται Στεργιάνα Τόσκα”...


    Τέλος 6ου κεφαλαίου.

    Τη σκυτάλη παίρνει η Λένα Χ. Δημητριάδου

    Σημείωση ιστολογίου: Η παραπάνω ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας. Πρόσωπα και γεγονότα είναι πέρα για πέρα φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.


1 comment:

  1. Δεν έχω πάει ποτέ στην Πόλη αλλά αρχίζω να την φαντάζομαι……

    ReplyDelete