Monday, 8 August 2022

Χορογραφία... για πέντε. Κεφάλαιο VII

 Γράμμα της Λένας Χ. Δημητριάδου από τη Θεσσαλονίκη




Τράβηξε για την περιφερειακή λεωφόρο με τα δέντρα


    Δημοσιεύουμε σήμερα το 7ο κεφάλαιο του συλλογικού μας μυθιστορήματος "Χορογραφία... για πέντε"

    Ώστε λοιπόν, Στεργιάνα Τόσκα”, ψιθύρισε ο αστυνόμος κι άρχισε να τρίβει το μούτρο του. Ήταν αξύριστος εδώ και δύο μέρες. Αυτές οι συμπτώσεις και τα απανωτά στοιχεία τον έκαναν να τρελαίνεται.

    Το κεφάλι του θύματος με τη σφαίρα, του είχε γίνει εμμονή. Δούλευε ακόμα με μολύβι και χαρτί.

    “Έχουμε και λέμε”, μουρμούρισε στον Άλκη, αλλά μάλλον μιλούσε στον εαυτό του. Πήρε μια κόλα αναφοράς με ρίγες, το μισοφαγωμένο του μολύβι καλά ξυμένο και σημείωσε:

  1. Γιώργος Παπαδόπουλος: Θύμα.

  2. Ευδοκία Παπαδοπούλου: Γκόμενα, ίσως η τελευταία επαφή. Επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος.

  3. Μικρός Παπαδόπουλος: Βρίσκει το θύμα. Φιλικές σχέσεις μαζί του.

  4. Γιάννης Παπαδόπουλος: Σπιτονοικοκύρης, πατέρας του μικρού.

  5. Γιώργος Παπαδόπουλος: Αστυνόμος, συγκάτοικος, συνονόματος του θύματος.

  6. Γιώργος Παπαδόπουλος: Κάτοχος του φονικού όπλου που του εκλάπη, αποβιώσας.

  7. Δόξα Παπαδοπούλου: χήρα, κάτοικος Θεσσαλονίκης

  8. Στεργιάνα Τόσκα: Γιαγιά της Ευδοκίας, κάτοικος οικίας στην τριγωνική εβραϊκή συνοικία.

  9. Πάμελα: Φίλη της Ευδοκίας. Βρίσκεται έξω από το σπίτι του θύματος κατά την ώρα του φόνου.

  10. Καρατζόγλου: Ισχυρός και δαιμόνιος δικηγόρος, γείτονας της Στεργιάνας. Εποφθαλμιά το σπίτι της.


Η σκέψη του πήγε στην Πόλη


    Προσπάθησε να κάνει ένα διάγραμμα για να συνδέσει όλα αυτά τα πρόσωπα. Σχεδίαζε ξανά και ξανά. Τζίφος! Δεν υπήρχε λογική εξήγηση. Πέταξε το χαρτί μέσα σε ένα συρτάρι και βγήκε από το γραφείο του.

    “Μη με ενοχλήσει κανείς”, είπε στη Φρόσω. “Εκτός αν βρεθεί ο δολοφόνος”, συμπλήρωσε με μια γκριμάτσα αυτοσαρκασμού.

    Κατέβηκε τα σκαλιά και τράβηξε για την περιφερειακή λεωφόρο με τα δέντρα. Εκείνη την ώρα ήταν σχεδόν έρημη. Οι ηλικιωμένοι είχαν κάνει τον περίπατό τους και είχαν επιστρέψει στο σπιτάκι τους. Μια αγέλη από αδέσποτα σκυλιά τον υποδέχτηκε γαυγίζοντας. Τα προσπέρασε και συνέχισε να περπατάει. Οι Παπαδοπουλαίοι και οι επαφές τους, στριφογύριζαν στο κεφάλι του χορεύοντας ταγκό. Το θύμα με την Ευδοκία, η Ευδοκία με την Πάμελα, η γιαγιά με την Ευδοκία, ο Καρατζόγλου με τη γιαγιά Στεργιάνα, ο σπιτονοικοκύρης με το γιό του, ο πεθαμένος αστυνομικός με το κλεμμένο του περίστροφο. Κι αυτός να διευθύνει την ορχήστρα. Τα άτιμα κομμάτια του πάζλ δεν έλεγαν να κολλήσουν. Κι οι ανώτεροι και όλοι οι άλλοι να τον πιέζουν.

    Η σκέψη του πήγε στην Πόλη. Για την ακρίβεια δεν έφυγε ποτέ από κει, από τα παλιά. Τότε που ήταν νέος, ωραίος, με γνωριμίες υψηλές, πολλά υποσχόμενος. Η θέση στo πρoξενείο ήταν μια αρχή. Το μέλλον του προμηνυόταν λαμπρό. Ονειρευόταν να γνωρίσει όλες τις μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου, να συναντήσει προσωπικότητες, να ανοίξουν οι ορίζοντες της μέχρι τότε περιορισμένης ζωής του. Αν δεν γινόταν εκείνη η στραβή που τον απομάκρυνε από το προξενείο της Πόλης και από κάθε άλλο προξενείο ή πρεσβεία! Χάθηκαν μεμιάς τα όνειρα και κατέληξε αστυνομικός της επαρχίας. Ωστόσο παράπονο δεν είχε. Πήρε τις προαγωγές του, η πόλη ήσυχη σχετικά, έχαιρε εκτίμησης στον κόσμο. Κι ο ίδιος συνήθισε και ησύχασε. Οικογένεια δεν έκανε. Ήθελε κάτι να μείνει που να θυμίζει τον παλιό του ανεξάρτητο εαυτό. Ώσπου ήρθαν αυτές οι φωτογραφίες της Ευδοκίας Παπαδοπούλου να χαμογελά μπροστά από αγαπημένα μέρη και τον έπνιξε ένα αίσθημα ανάμεικτο με νοσταλγία, πικρία, παραίτηση.

    “Ουφ!”. Αναστέναξε για να διώξει το βάρος που πλάκωνε τις τελευταίες μέρες το στήθος του.


Έριξε μια ματιά στον κάμπο...


    Έριξε μια ματιά στον κάμπο που έχασκε ίσα κάτω καταπράσινος. Κάπου μακριά είδε να ασημίζει το ποτάμι που έτρεφε το χώμα και το γέμιζε καρπούς. Χαμογέλασε στον εαυτό του.

    “Άσε τους συναισθηματισμούς, παλιόγερε”, ψιθύρισε.


--//--


    Η Ευδοκία μέρες τώρα δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ήταν που χάθηκε ο Γιώργος με αυτό τον τραγικό τρόπο. Ήταν που δεν μπόρεσε να κάνει κάτι για να το αποτρέψει. Ήταν το μυστήριο με τη χαμένη κασέτα. Ένιωθε μια αόρατη απειλή να την ακολουθεί σε κάθε βήμα. Κι όσο οι σκέψεις στριφογύριζαν στο όμορφο κεφάλι της, άρχισε να φοβάται για τη ζωή της, μήπως θα έχει το τέλος του Γιώργου. Και όλα αυτά την ώρα που κρεμόταν από πάνω η απειλή της σύλληψής της, μιας και ήταν η βασική ύποπτη για τη δολοφονία του.

    Δεν ήθελε να μιλήσει για τους φόβους της στη γιαγιά Στεργιάνα. Γιατί να την ταράξει περισσότερο; Την ήθελε νηφάλια και γερή, το αποκούμπι της. Να μπορεί να μιλάει μαζί της για τα παλιά, για όσα θυμόταν και για όσα δεν θυμόταν. Να κάνουν μαζί σενάρια και να καταστρώνουν σχέδια ενάντια σε εχθρούς γνωστούς ή άλλους που δεν είχαν φανερωθεί ακόμη.

    “Πες μου γιαγιά πάλι την ιστορία. Προσπάθησε να θυμηθείς κάτι ακόμη, κι ας μην έχει καμία σχέση με όλα τούτα. Έλα σε παρακαλώ γιαγιά μου!”, ρωτούσε και ξαναρωτούσε.

    “Εκείνα τα πράγματα που είπες πως φέρανε στο κατώι οι εβραίοι γείτονες, ξέρεις τι ήταν; Τα πήραν μετά που βρήκαν σπίτι; Πού άφησαν την οικοσκευή τους όταν έφυγαν για το Άουσβιτς;».

    “Δεν τα θυμάμαι καλά, κόρη μου. Έχω μια θολή εικόνα από κάτι μικρές κασέλες που στοιβάχτηκαν στο κατώι, αλλά μπορεί να είναι και όνειρο”.

    “Τι έχει τώρα το υπόγειο;”, ρώτησε η Ευδοκία.

    “Μετά την αναπαλαίωση απόμεινε άδειο. Νάναι καλά οι άνθρωποι που πέταξαν όλη τη σαβούρα και καθάρισε ο τόπος”.

    “Πάμε κάτω να δούμε;”, πήγε να ρωτήσει, αλλά συγκρατήθηκε την τελευταία στιγμή. Η ηλικία της γιαγιάς και το άσθμα της την απέκλειαν από τέτοια ημιυπόγεια ταξίδια.


Ένα κουτί σκουριασμένο σαν μικροσκοπικό κασελάκι


    Το σκοτεινό κατώι! Ο μπαμπούλας της παιδικής της ηλικίας. Ποτέ δεν τόλμησε να κατέβει εκεί κάτω. Φοβόταν τα σκοτάδια, τα ποντίκια που νόμιζε πως αλώνιζαν, τους απόκοσμους ήχους που στο κεφαλάκι της έπαιρναν τερατώδεις διαστάσεις. Τώρα το πράγμα δεν έπαιρνε αναβολή. Θα κατέβαινε κάτω ο κόσμος να χαλούσε. Πάτησε το διακόπτη και κατέβηκε τα λιγοστά σκαλοπάτια. Αυτό που πρόβαλε μπροστά της δεν είχε καμία σχέση με τα όνειρά της. Τρεις λάμπες φώτιζαν ένα μεγάλο κενό χώρο. Το φως σχημάτιζε σκιερές γωνιές κι έκανε τους πέτρινους τοίχους να λάμπουν αρχοντικά. Η αίσθηση της κλεισούρας δεν μείωνε τη γοητεία του χώρου. Δεν φαινόταν πουθενά ίχνος σκόνης ή βρωμιάς. Λες κι ο χρόνος το είχε ξεχάσει. Σε μια μισοσκότεινη κόγχη, μερικά ράφια από χοντρό ξύλο έχασκαν άδεια.

    “Άνθρακας ο θησαυρός”, μουρμούρισε. Έκανε να φύγει και τότε αυθόρμητα άνοιξε το φακό του κινητού της και τον έριξε πάνω στα παλιά ξύλα. Μια ανεπαίσθητη σκιά, ίσα που πρόβαλε πάνω από το τελευταίο ράφι, που άγγιζε σχεδόν την οροφή. Κρεμάστηκε από τα κάτω ράφια και τεντώθηκε για να δει καλύτερα. Στον τοίχο σχηματιζόταν μια μικρή εσοχή, σαν να έλειπε μια πέτρα. Έριξε το φως. Τίποτε.

    Ανέβηκε απογοητευμένη στο σπίτι. Ίσα που σωριάστηκε σε μια καρέκλα και αμέσως πετάχτηκε όρθια. Πήρε τη μεταλλική σκάλα της γιαγιάς, άρπαξε το σιδερένιο ραβδί που στεκόταν δίπλα στο τζάκι, η γιαγιά το έλεγε “μασιά”, και ξανακατέβηκε.

    “Πού πας κορίτσι μου; Πρόσεχε μην πέσεις. Δε θα βρεις τίποτε”, φώναζε ξοπίσω της η Στεργιάνα.

    Ούτε που την άκουσε. Ανέβηκε μέχρι το τελευταίο ράφι. Τώρα έβλεπε καθαρά την εσοχή. Πήρε τη σιδερένια βέργα και άρχισε να κτυπάει τα τοιχώματα μήπως και ανοίξει η σπηλιά του Αλαντίν. Ένας μεταλλικός ήχος ίσα που ακούστηκε από τα αριστερά. Ψηλάφισε μια επίπεδη επιφάνεια, σαν να ήταν κάτι σφηνωμένο. Προσπάθησε να το τραβήξει. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Πείσμωσε. Άρχισε να παλεύει με σπασμένα νύχια και γδαρμένες παλάμες. Και κάποτε επιτέλους, πρόβαλε στο φως ένα κουτί σκουριασμένο, σαν μικροσκοπικό κασελάκι.

    Τέλος 7ου κεφαλαίου.

    Τη σκυτάλη παίρνει η Άρτεμις Καλογήρου

    Σημείωση ιστολογίου: Η παραπάνω ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας. Πρόσωπα και γεγονότα είναι πέρα για πέρα φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.

No comments:

Post a Comment