Saturday, 27 August 2022

Χωρίς βαλίτσα

 Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο




Φωτογραφία από το Lifo.gr


    Μου παραπονέθηκε πως, δεν περνάει η ώρα, δεν περνάει η μέρα, δε σώνεται η νύχτα να φέξει ν’ ασκωθεί. Σαν ξημερώσει πάλε σπρώχνει τη μέρα να κυλήσει και βάνει σημάδια τα δρομολόγια των λεωφορείων του ΚΤΕΛ, πρωί, γιόμα, δειλινό, νάχει τις ώρες μερασμένες όσο να κινήσει τ’ άστρι, πάλε να πάει για γρέκι.

    - Δε βρίσκ’ φχαρίστησ’ η καρδιά μ’, μου είπε ο προεστός που συνάντησα στο χωριό.

    - Να τραγουδάς να φχαριστιέσαι, του πρότεινα, ότι ήξερα πως ήτανε καλλίφωνος και τ’ άρεζε το τραγούδι.

    - Πώς, μπουρού; Κάνου απού κάποτι να πάρω κάνα τραγούδ’ κι μι παίρν’νι τα κλάματα, του τραγούδ’ κόβιτι. Οι παρέις οι θ’κές μ’ είνι κείθι, είπε κι έδειξε κατά το νεκροταφείο. Όμους θα βάλου τα δυνατά μ’, θα ματατραγ’δήσου μπα κι κιοτέψου του κλάμα. Α μουρέ καμάρ’, να γέν’ κανιά τάβλα να τραγ’δήσουμι αντάμα οι δυο μας, μου είπε και ψιμογέλασε, μα πάλε νοτιά στα μάτια του.

    Ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ πέρασε πλάι μας και μας έκοψε την κουβέντα. Ένα μεγάλο καινούργιο λεωφορείο με δυο- τρεις επιβάτες, παράταιρο, μια φρεσκοϋφαμένη κουρελού σ’ έρημο καλύβι. Αραίωσε ο κόσμος στα χωριά, τ’ αυτοκίνητα πλήθυναν, που να βρεθούν οι επιβάτες.



    Πρωτοθυμήθηκα το χωριό τη Μαχαλά φόντε ήτανε μετρημένα τ’ αμάξια (έτσι έλεγαν τ’ αυτοκίνητα). Ήτανε τρία φορτηγά όλα-όλα κι ένα μικρό φορτηγάκι σαν αγροτικό, που κουβάλαγαν υλικά για οικοδομές. Άλλο ένα φορτηγό το είχε ένας μυλωνάς για τις δουλειές του. Δύο συγχωριανοί είχανε αγοράσει λεωφορεία κι έκαναν δρομολόγια του ΚΤΕΛ. Ήτανε κι ένας συγγενής πούχε κούρσα Volga για ταξί, ΑΓΟΡΑΙΟΝ έγραφε η πινακίδα του.

    Πρώτη φορά που μπήκα σ’ αμάξι ήτανε ένα πρωί αξημέρωτα να πάω με τη μάνα μου στο χωριό της στην Κατούνα με λεωφορείο του ΚΤΕΛ – ήμουνα μικρός δεν πλήρωσα εισιτήριο. Κίνησε το λεωφορείο, η μάνα έκανε το σταυρό της και τα κλαριά έφευγαν στην αντίθετη κατεύθυνση· μου φάνηκε ότι τα κλαριά σκιάζονταν απ’ το λεωφορείο και προσπάθαγαν τρομαγμένα να τ’ αποφύγουν μη και τα κόψει στο πέρασμά του - γέλασα με τα τρομαγμένα κλαριά, ότι νόμιζα πως τα κλαριά δεν περπατάνε.

    Το λεωφορείο είχε μια βαριά μυρουδιά από αποτσίγαρα - στριφτά τσιγάρα χαρμανιασμένα από βαρύ καπνό κάπνιζαν τότε οι άντρες. Κάποιες γυναίκες και τα πλιότερα μικρά παιδιά με το που μπήκαν στο λεωφορείο ανακατώθηκαν μέσα τους απ’ τη βαριά μυρουδιά κι απ’ το κούνημα του αμαξιού στο γιομάτο λακκούβες κακοτράχαλο χωματόδρομο και ζήταγαν απ’ τον εισπράκτορα (παρασούφερο – παρασούφιρου – τον έλεγαν) σακούλα κι έβγαναν σ’ αυτήν ό,τι είχαν στο στομάχι τους. Μόλις και προλάβαινε ο αναστατωμένος παρασούφερος να προκάμει. Τήραγα μ’ απορία - δεν είναι τίπουτα, τ’ς έπιασι του λιουφουρείου, μούπε η μάνα μου. Μετά από κάνα δυο χρόνια, είδα ένα μεθυσμένο στη γειτονιά να ξερνοβολάει και μούρθε παράξενο, τον έπιασε το λεωφορείο, είπα μέσα μου, αλλά το λεωφορείο που είναι, αναρωτήθηκα.

    Αφού άρχισα ψίχα να νογάω έλεγα τον εαυτό μου ταξιδεμένο, ότι είχα πάει στην Κατούνα (18 χιλόμετρα απόσταση απ’ το χωριό), είχα πάει και στην Μπαμπίνη (6 χιλιόμετρα). Ήτανε και κάτι παιδιά που η μάνα τους ήτανε απ’ το χωριό μας και δεν είχανε πάει πουθενά. Μ’ άρεζαν τ’ αμάξια, μ’ άρεζαν τα λεωφορεία και διάλεγα να κάθομαι στην έξω μεριά στο παραθύρι, να βλέπω τα τόπια. Κατάλαβα κάποια στιγμή ότι τα κλαριά δε φεύγουν στην αντίθετη κατεύθυνση, αλλά μένουν στην ίδια μεριά μόνα κι αταξίδευτα και τ’ αφήνουμε πίσω μας, καθώς εμείς ταξιδεύουμε· μ’ έπιανε τότε μια λύπη κι ήθελα να κατέβω απ’ το λεωφορείο να τους κάμω παρέα. Φορές έβλεπα κάναν ξωμάχο σιμά στα κλαριά ή και κάνα κοπάδι να σταλίζει στον ίσκιο τους κι έπαιρνα χαρά ότι είχανε παρέα. Έχουνε ψυχή τα κλαριά, έλεγα τότε, ακόμα έτσι μου φαίνεται. Το λεωφορείο κάποτε έφτανε και κατέβαινα κι έμπαιναν άλλες εικόνες στο νου μου κι έβρισκε άλλο ντορό η καρδιά μου.

    Εκεί στο χωριό είναι μια διασταύρωση πόχει στη μέση της ένα κλαρί πολύ αψηλό και πλούσια κλαρωμένο, έναν πλάτανο, όπου ο σταθμός των λεωφορείων του ΚΤΕΛ. Εκεί τα λεωφορεία το πρωί, εκεί το γιόμα, εκεί το δειλινό. Εκεί βολεί, ότι απ’ εκεί οι κατεύθυνσες για Αγρίνιο η μια, για Παπαδάτου, Κωνοπίνα, Κατούνα, Τρύφου η δεύτερη, για Μπαμπίνη, Μαχαιρά, Τσαπουρνιά, Αχίλλειο, Δραγαμέστο, Αστακό η τρίτη. Αψήλωνε ο πλάτανος, πλήθαιναν και τ’ αμάξια. 32ρια λεωφορεία ασπρογάλαζα για τις συχνές διαδρομές, 24ρια λεωφορεία πράσινα για τις άγονες, Χρυσοβίτσα, Πρόδρομο, Αγράμπελα. Κάποτε, σα γένηκε ο δρόμος, διάβαινε και κανένα λεωφορείο για Αετό, Ζάβιτσα, Γεωργαλέϊκα, Βάρνακα, Κανδήλα, Μύτικα.

    Έμπαινα στο λεωφορείο κι ως μούχε γένει χούι τήραγα απ’ το παραθύρι, να ιδώ τα κλαριά, τα πουλιά, τους ανθρώπους, τα ζωντανά, τα βράχια, τα θάμνα, τα πέλαγα (έτσι λέγαμε τις λίμνες), τα ποτάμια, τα γιοφύρια, τα χωριά, τις πολιτείες. Τήραγα τη θάλασσα, τις βάρκες, τα καράβια, τ’ αγριολούλουδα και τις γιδόστρατες. Είχα πάει στη Βόνιτσα, στην Αμφιλοχία, στ’ Αγρίνιο, στο Αιτωλικό, στο Μεσολόγγι, στην Πάτρα κι άρχισα να καταλαβαίνω πως δεν είμαι ταξιδεμένος, μα να νιώθω μια αστόμωτη λαιμαργία να φτάσω παντού· έλεγα, αφού δε μπορώ να κάνω παρέα σ’ αυτά τα δέντρα που κρύβουν το παράπονό τους ακίνητα πάντα στο ίδιο σημείο, τουλάχιστο ν’ απολάψω τις θωριές απ’ όσα πλιότερα δέντρα μπορώ, σιγαλά να τα χαιρετήσω, να καταλάβουνε πως τα νιώθω.

    Ο πλάτανος στο χωριό ήτανε το κέντρο του κόσμου. Οι ταξιδιώτες γύρευαν απ’ τον παρασούφερο να φορτώσει στο λεωφορείο ένα σωρό βαρέματα. Καλάθια, ντενεκέδες, κουτιά, μπόγους, ακόμα και ζωντανά, κότες, αρνιά, γουρονόπουλα. Τα λεωφορεία είχανε σκάρες στο πίσω και στο πάνω μέρος, στη σκεπή τους και φόρτωναν τεράστιους όγκους και βάρη. Μεσ’ στην ανελέητη φτώχεια και την ανέχειά τους οι άνθρωποι, άμα ήτανε να ταξιδέψουν, κουβάλαγαν μαζί τους ένα σωρό πράγματα, λες κι ήθελαν μαζί τους όλο το βιος τους. Έπρεπε κάτι να πάνε σ’ αυτούς που επισκέφτονταν, ότι σπάνια τους έβλεπαν και με τα πεσκέσια ήθελαν να δείξουν την καρδιά τους. Ακόμα, εκεί που πήγαιναν, φτωχούς θάβρισκαν, που δυσκολεύονταν να ζωοπορευτούν οι ίδιοι. Μα κι όταν επέστρεφαν, οι ανεχείτες νοικοκυραίοι συγγενείς κάτι θάκοβαν απ’ τη φτώχεια τους για κατευόδιο στους μουσαφιραίους τους. Έτσι τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ ήτανε ολοένα παραφορτωμένα.

    Οι πολλοί έφευγαν απ’ τον πλάτανο για Αγρίνιο κι από κει για Πάτρα, για Αθήνα, για Θεσσαλονίκη και κάμποσοι για τις παραπέρα ξενιτιές. Εκεί μια φορά το χρόνο έβλεπες να φεύγουν ομαδικά πολλοί νέοι για το στρατό, με μιας να ορφανεύει από νιότη το χωριό. Εκεί οι αγκαλιές, τα δάκρυα και τα μαντήλια. Τα κουτσουβέλια παρατήραγαν με προσοχή τα λεωφορεία που έφταναν απ’ τ’ Αγρίνιο, να προκάμουν συχαρίκια για τυχόν ερχομό ξενιτεμένου ή φαντάρου. Απ’ αυτά τα λεωφορεία πέζευαν κι όσοι επέστρεφαν από χρεία τους στην αγορά της πόλης.

    Μεσ’ στα λεωφορεία άνθρωποι πάσα ηλικίας και πάσα τζακιού, όλοι με τα καλά τους – κάτι λίγοι είχανε μείνει που κίναγαν καβαλικεύοντας τ’ άλογο ή το γαϊδούρι ή πάαιναν ποδαράτο. Φορές, το πλείστο μετά το πέσιμο του δειλινού, σαστισμένα απά στη βιάση τους κάνας γέροντας ή κανιά γριά έμπαιναν σε λάθος λεωφορείο που έφευγε κι ύστερα από κάποια χιλιόμετρα, που καταλάβαιναν ότι στραβά αρμένιζαν, γύρευαν απ’ τον παρασούφερο τα ρέστα. Οι νέοι επιβάτες άρχιζαν το χάχανο με το πάθημα του γέροντα ή της γριάς και τους μαύριζαν πλιότερο ακόμα την ψυχή, αλλά όλο και κάποιος συνταξιδιώτης βρίσκονταν να τους περιμαζέψει όσο να φέξει η άλλη μέρα, να πορευτούνε στη σωστή ρότα.

    Κι ο έρωτας δεν απολείπονταν απ’ το ταξίδι, ότι έβλεπε που συνάζονταν άντρες και γυναίκες, νιοι και νιες, μεσ’ στα λεωφορεία κι έμπαινε κι αυτός μέσα να βάλει τις φιτιλιές του. Φορές ο έρωτας κατάφερνε νάναι σ’ ένα λεωφορείο και την ίδια στιγμή νάναι και σ’ άλλο λεωφορείο· σα Θεός δεν έδωνε λογαριασμό πουθενά, ούτε ναύλα τον χρέωναν. Κι όπως συνάζονταν τόσοι και τόσοι κι ο έρωτας αντάμα, άλλες καρδιές δροσίζονταν, άλλες έλιωναν, άλλες μαραίνονταν, άλλες καίγονταν, κάποιες ζευγάρωναν για πάντα.

    Πανηγύρι για τους σοφεραίους και τους παρασούφερους, ότι πάσα μέρα περβόλια και νερά οι καρδιές τους, σα θωρούσαν τα μάτια των φλογισμένων κοριτσιών που ταξίδευαν με το λεωφορείο τους και δεν ήτανε λίγες οι φορές που τα πλάνευαν και γεύονταν τυχερά οι αγκαλιές τους.

    Κάθε που έφταναν τα λεωφορεία στον πλάτανο, άδειαζαν τα καφενεία ένα γύρο, κι οι νιοι άφηναν την πρέφα και τη δηλωτή και τα πλεύριζαν απ’ τη μια κι απ’ την άλλη να μπανίσουν τ’ αγώι του έρωτα, ν’ αλλάξουν ματιές με νιες που ταξίδευαν για τ’ άλλα τα χωριά. Σαν έφευγαν τα λεωφορεία τήραγαν μελαγχολικά τον πλάτανο και καταλάβαιναν ότι ο έρωτας δε βγαίνει στο κλαρί, αλλά στη δημοσιά της ρόδας κι έμπαιναν πάλι να συνεχίσουν το χαρτί τους ή να τραβήξουν κάνα ούζο.

    Κάποιοι απόχτησαν χούϊ κι έμπαιναν κάθε τόσο στο μεσημεριανό λεωφορείο για κάποια κατεύθυνση κι επέστρεφαν με το λεωφορείο του δειλινού μη κι έχει κάτι τους φιλέψει ο έρωτας. Τις πλιότερες φορές έκλαιγαν τα χαμένα ναύλα τους, κάποιες φορές έλεγαν πως έφτασαν τον έρωτα στο πάρα λίγο και σπάνια απολάβαιναν διάφορο. Ένας φόραε ένα άσπρο κουστούμι και κάθε που έμπαινε στο λεωφορείο να ταξιδέψει έλεε πως ήτανε τάχα γιατρός, μπας και φανεί καταδεχτικότερος ο έρωτας.

    Τα χρόνια σκαρφάλωναν σα νάθελαν ν’ ανέβουν στο πιο αψηλό κλαρί, στην πιο αψηλή του κορφάδα του πλάτανου, να ιδεί ο άνθρωπος όσο μακρύτερα σώνει το μάτι του, όσα πλιότερα χωράει ο νους του. Μια ρίζα και μια κορφάδα ο άνθρωπος, μα έχει και ρόδες, έχει κι άλμπουρα με πανιά, έχει και φτερά· ένα κλαρί με καρδιά ο άνθρωπος, που ταξιδεύει, που κινάει απ’ τον πλάτανο κι εκεί πάλε το πιστρόφι του.

    Είναι κι ένας που κοντεύει να συμπληρώσει κανιά σαρανταριά ζευγάρια χρόνια στην πλάτη του, που καθημερνά σα φτάνει η ώρα να σμίξουν τα λεωφορεία κάτω απ’ τον πλάτανο της Μαχαλάς, βγαίνει απ’ το καφενείο ότι τον έρωτα ολοένα καρτεράει.

    Μίκρυνε το χωριό, οι νιοι ταξίδεψαν, για γράμματα και για ψωμί κι έκαμαν παραπέρα να γένουν άνθρωποι ‘πως έλεγαν οι προεστοί. Οι νιοι σκόρπισαν κι οι παλιοί διαβήκαν.

    Το λεωφορείο κινάει απ’ τον πλάτανο για τ’ Αγρίνιο και πέφτει το βλέμμα μου αντίκρα στο λόφο του νεκροταφείου του χωριού με τ’ αψηλά κυπαρίσσια και τις μυδγαλιές. Έρχεται στο νου μου μια παρέα προεστών στο σόι, που σ’ ένα γλέντι κάποτε είχε πάρει το τραγούδι «με το βουνό θα γένω φίλος και με τα δέντρα συντροφιά….» και πνίγηκε στ’ αστήθι η φωνή του προεστότερου κελαηδιστή και πότισαν τα μάτια του, ότι θυμήθηκε ένα νιο πούχε διαβεί, ένα νιο που τ’ άρεζε να λέει ετούτο το τραγούδι. Τα δέντρα… Τα δέντρα, σκέφτηκα, κρατάνε συντροφιά στους νεκρούς, καθώς εμείς οι περιλειπόμενοι οι ζωντανοί τους αφήνουμε στο χώμα και γυρίζουμε στο σπίτι χαμηλόφωνοι, όσο αντέξει το πένθος· ότι το πένθος οι πολλοί το φορούν, οι λίγοι το ζούνε καρδιακά και γνωστικά, σαν τεράστιο διδαχτικό βιβλίο για την επίλοιπη ζωή τους, σαν την απόλυτη ευγένεια που θα καθαρίσει το τοπίο, να μπολιαστούν απ’ αρχής η χαρά με το δάκρυ και να χωρέσει στο τραγούδι ο λυγμός· να γένει το γλέντι δίχως απουσίες, νάναι όλοι οι νεκροί κι οι όλοι ζωντανοί παρόντες στην τάβλα. Το χωριό κρύβεται καθώς το λεωφορείο χάνεται πίσω απ’ της Βίγλας τη στροφή, τα δέντρα φεύγουν στην αντίθετη κατεύθυνση, τα δέντρα μένουν μόνα κι αταξίδευτα, τα δέντρα ριζώνουν στα κεφάλια των πεθαμένων. Το λεωφορείο γλιστράει αγάλι στις στροφές, ανάρια τα κουδούνια – χαιρετισμός του δειλινού· βλέπω την άπλα του κάμπου, ήδη διακρίνω την πόλη – ένα κοπάδι στο σκάρο, ένα ταξίδι η ζωή.

    Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 27/8/2020 στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook. Έδωσε τον τίτλο της και περιλαμβάνεται στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα “Χωρίς Βαλίτσα” έκδοση Άπαρσις 2022.

No comments:

Post a Comment