Thursday, 22 March 2018

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από την Κίσσαμο, Τα καΐσια


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Εκείνη την εποχή, βρισκόμασταν σε μια περίεργη φάση της ζωής μας, καθώς τελειώναμε το εξατάξιο γυμνάσιο της Κίσσαμου. Ήμασταν στην τελευταία τάξη, λίγο πριν τελειώσει η εφηβεία μας και λίγο πριν ανδρωθούμε. Εμείς σε καμία περίπτωση δεν δεχόμασταν αυτή την απότομη, για μας, αλλαγή και εξακολουθούσαμε να επιμένουμε σε μια εφηβεία, που με τίποτα δεν θέλαμε να αποχωριστούμε.

     Την χρονιά αυτή, δύο αγαπημένοι μου συμμαθητές, αποφάσισαν να αφήσουν τα χωριά τους και να εγκατασταθούν στην πόλη, με την δικαιολογία ότι έχαναν αρκετό χρόνο στις διαδρομές και αυτό ήταν εις βάρος του διαβάσματος. Επίσης ήθελαν προφανώς, να παρακολουθήσουν και κάποια μαθήματα στα φροντιστήρια. Αυτό το δεχόμουν ως ένα βαθμό για τον Σπύρο, αν και πάντα είχα την υπόνοια ότι υπήρχαν και άλλοι λόγοι πιο κρυφοί, σε καμία όμως περίπτωση δεν το δεχόμουν για τον Λευτέρη.

     Ο Σπύρος ήταν πολύ καλός μαθητής και θα μπορούσε σίγουρα να ήταν καλύτερος, αν δεν έκανε παρέα με μας. Το ότι η παρέα που έκανε μαζί μας τον επηρέαζε ήταν τόσο φανερό που απορώ ακόμη και τώρα, πως δεν μπόρεσε να το διακρίνει ο ίδιος και να μας αποφύγει. Ο Λευτέρης, σίγουρα δεν ήταν αυτό, που θα μπορούσε να πει κάποιος, ότι ήταν καλός μαθητής, το σίγουρο ήταν πως αντιπροσώπευε το αντίθετο. Ο πρώτος ήταν ψηλός μάλλον αδύνατος και ήσυχος, σαν έφηβος, απέφευγε τις φασαρίες και πάντα προσπαθούσε να λύσει τα πιθανά προβλήματα, που του παρουσιαζόταν, με λεκτικά επιχειρήματα. Ο δεύτερος ήταν μικρόσωμος, χιουμορίστας και όπου υπήρχε καυγάς, ήταν πάντα ανακατεμένος. Παρ όλο τον μικρό σωματότυπο του, δεν δίσταζε να καυγαδίσει, στην κυριολεξία να ορμήσει σε μια διαμάχη, ασχέτως αν τον αφορούσε ή όχι. Συνήθως οι διαμάχες κατέληγαν εις βάρος του, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε την επόμενη φορά να μη λάβει μέρος σε κάποια φασαρία.



(Κίσσαμος - από τη Βικιπαίδεια)

     Ήταν φανερό πως ήταν τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες, τόσο στην σωματοδομή, όσο και στην ψυχοσύνθεση. Αυτό ήταν που έκανε μάλλον παράδοξη, έως απίστευτη αυτή τη συγκατοίκηση. Μέσα σε όλα αυτά, υπήρχε και μια ακόμη διαφορά, που έδινε πολλές αφορμές, για καυγάδες, ανάμεσα στου δύο συγκάτοικους. Ο ένας ήταν φανατικός οπαδός, του Παναθηναϊκού και ο άλλος “φόλα” Ολυμπιακός. Σαν να ήθελαν να διατρανώσουν αυτή τους την διαφορά, πρώτα ο ένας και αμέσως ο άλλος, κόλλησε αφίσες με την ομάδα του, πάνω από το κρεβάτι του, έχοντας και περιπαιχτικά σχόλια για την αντίπαλη ομάδα. Αυτό ήταν αρκετό για να τους κάνει ορκισμένους εχθρούς.

     Ο χώρος που νοίκιαζαν, ήταν ένα υπερυψωμένο δωμάτιο με ξύλινο πάτωμα, ξύλινες πόρτες, που ασφάλιζαν με κάτι περίεργα σκεβρωμένα παντζούρια, από χονδρές σανίδες και στην ουσία καμία ασφάλεια δεν παρείχαν. Όποιος ήθελε και όποτε του γούσταρε, μπορούσε πολύ εύκολα να μπει μέσα, με ένα απλό τράβηγμα των παντζουριών. Για να φθάσεις στο δωμάτιο έπρεπε να διασχίσεις, μια μικρή αυλή, που περιβαλλόταν από μια πέτρινη μάντρα και ασφάλιζε με μία σαρακοφαγωμένη πόρτα, ξεθωριασμένη από την πολυκαιρία. Μέσα στην αυλή υπήρχε μια παλιά τσιμεντένια σκάλα, με σκουριασμένα κάγκελα, που οδηγούσε πάνω, στον χώρο της διαμονής τους. Ανάμεσα στην πόρτα του δωματίου τους και στο τελευταίο σκαλί, υπήρχε κάτι, σαν μια βεράντα ή σαν ένα είδος μπαλκονιού, αρκετά πλατύ, που το χρησιμοποιούσαμε για διάφορες εκδηλώσεις.

     Εκεί μαζευόμασταν, όλη η παλιοπαρέα για να διασκεδάσουμε, και δεν υπήρχε χρόνος, ποτέ για κανενός είδους διάβασμα. Βασικά όλη η παρέα ήμασταν του “κλασσικού” εγώ, ο Αντώνης, ο Γιάννης, ο Φώτης και άλλοι, αλλά είχαμε ανεχτεί και δύο “πρακτικάριους” τον Κωστή και τον Μανώλη. Ο Κωστής, ήταν ο πιο τακτικός επισκέπτης, των δυο φίλων μας. Όχι βέβαια, γιατί τους συμπαθούσε πιο πολύ από εμάς, αν και ο ένας ήταν χωριανός του. Απλά πήγαινε εκεί, γιατί προσπαθούσε να δει και να συνεννοηθεί με την γειτονοπούλα, που ήταν ερωτευμένος και έμενε ακριβώς απέναντι. Έτσι κάθε απόγευμα, ήταν κρεμασμένος στα κάγκελα της σκάλας και προσπαθούσε με ένα τελείως ιδιότυπο κώδικα, να συνεννοηθεί μαζί της. Ένα κώδικα που μόνο οι ερωτευμένοι μπορούσαν να καταλάβουν.

     Ένα απόγευμα που τους επισκέφτηκα, είδα παραξενεμένος μια λευκή γραμμή, από κιμωλία να χωρίζει τα σκαλοπάτια και να οδηγεί προς το δωμάτιο τους. Εκεί με έκπληξη είδα, πως το ξύλινο πάτωμα, το χώριζε στα δύο μια διαγράμμιση και πάλι με κιμωλία. Άφηνε ένα διάδρομο σαράντα πόντων περίπου, που έγραφε “κοινόχρηστος χώρος”, ενώ στην άλλες δυο πλευρές έγραφε, πάντα με κιμωλία, στα αριστερά “περιοχή Σπύρου” και στα δεξιά “περιοχή Λευτέρη”.

     Με το που μπήκα μέσα, με ρώτησαν ποιον από τους δύο πήγα να επισκεφτώ. Πριν ρολάβω να συνέλθω από την έκπληξη, μου εξήγησαν πως ανάλογα με την απάντηση, θα έπρεπε να πάω και στην ανάλογη διαγραμμισμένη περιοχή. Δηλαδή ανάλογα με την επίσκεψη, θα έπρεπε να καθίσω στην περιοχή αυτού που πήγα να δω, και να μιλάω μόνο σ' αυτόν. Δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσω να μιλήσω στον άλλο, καθώς αυτό απαγορευόταν αυστηρά.

     Όπως γίνεται αντιληπτό η κατάσταση είχε ξεφύγει από το κωμικό και πλησίαζε τα όρια του γελοίου. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες, κράτησε αυτό το πείσμα, γιατί σίγουρα για πείσμα επρόκειτο, πάντως αφού οι δύο συμμαθητές μας, έγιναν ρεζίλι σε όλους, τελικά έβαλαν “νερό στο κρασί τους” και ξέχασαν τα σύνορα που είχαν βάλει.

     Ένα είδος διασκέδασης που πολύ τακτικά απολαμβάναμε εκεί, γινόταν με ένα μικρό φορητό μαγνητόφωνο. Δεν μπορώ να θυμηθώ τίνος ιδιοκτησία ήταν. Ακούγαμε με αυτό, μουσική, από τις κασέτες, που πολύ δύσκολα προμηθευόμασταν και πολύ συχνά διασκεδάζαμε, στήνοντας κάποιο μικρό γλεντάκι, με μεζέδες και αλκοόλ ρεφενέ. Μετά ακολουθούσαν τραγούδια, από την τελείως παράφωνη, πρόχειρη χορωδία που κάναμε αυθόρμητα και πολλές φορές ακολουθούσε εκεί στο μπαλκόνι και ένας μεθυσμένος θορυβώδης χορός Φυσικά, πολύ γρήγορα, γίναμε ενοχλητικοί με τους γείτονες, και τα παράπονα δεν άργησαν να πληθαίνουν. Παρά τις παρατηρήσεις και τις συμβουλές των μεγαλύτερων, εμείς απτόητοι συνεχίζαμε να τους αγνοούμε. Ζούσαμε μια κατάσταση, με γεγονότα, που ξέραμε πολύ καλά, πως δεν θα τα ξαναζούσαμε και πιθανώς δεν θα ξαναβρισκόμασταν όλοι μαζί, ποτέ ξανά. Αυτό, είχε γίνει για μας, μια καθημερινότητα και οι γείτονες, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν, ήταν υπομονή και να περιμένουν να τελειώσει η σχολική χρονιά.

     Εγώ από τον Φεβρουάριο, είχα ήδη αποχωρήσει, από το οικοτροφείο. Με είχαν αποβάλει για δεκαπέντε μέρες, γιατί είχα πάει κρυφά στον κινηματογράφο, για να δω ένα ασήμαντο, καουμπόικο έργο με πρωταγωνιστή τον Τζόνυ Χαλινταίυ, που σίγουρα δεν μου άρεσε. Αυτή η τιμωρία όμως, με πείσμωσε και μετά την λήξη του δεκαπενθημέρου, αρνήθηκα να επιστρέψω στο οικοτροφείο, παρ' όλες τις πιέσεις που δέχτηκα, από τον διευθυντή και τον υποδιευθυντή του ιδρύματος. Νοίκιασα ένα δωμάτιο, σε ένα μικρό ξενοδοχείο, που ήταν αρκετά προσιτό στην τιμή, καθώς ήταν υποτυπώδης, τότε η τουριστική κίνηση.

     Λίγο πιο κάτω, στον ίδιο δρόμο, νοίκιαζε, ό φίλος μου και συμμαθητής μου, ο Αντώνης, ένα πραγματικά άθλιο μικρό δωμάτιο. Αυτός είχε καταγωγή, από ένα ορεινό χωριό της επαρχίας, που η συγκοινωνία με την πόλη ήταν σπάνια, και δεν είχε άλλη εναλλακτική λύση, αν ήθελε να παρακολουθήσει τα μαθήματα του γυμνασίου. Έτσι όλη την χρονιά, έμενε μόνος του και μοιραία κάναμε παρέα. Τα χρήματα που είχαμε στην διάθεση μας, ποτέ δεν μας έφθαναν, καθώς εμείς, δεν είχαμε καμία σχέση με την οικονομία και ξοδεύαμε όλο μας, το μηνιαίο χαρτζιλίκι, ήδη από τις πρώτες μέρες του μήνα. Αυτό μας ανάγκαζε, τις υπόλοιπες μέρες, να τις περνάμε αν όχι “σπαρτιάτικα”, να καταφεύγουμε σε κάθε είδους νηστεία, καθώς την έννοια “δίαιτα” δεν την ξέραμε, μα ούτε την είχαμε ανάγκη τότε. Βέβαια αυτό μας συνέβαινε, γιατί και ο χαρακτήρας μας, ήταν ιδιόμορφος, καθώς μια υπερηφάνεια ή κάποιος εγωισμός, δεν μας επέτρεπε να πάμε σε οποιοδήποτε σπίτι συμμαθητή μας στην πόλη, όπου θα βρίσκαμε σίγουρα την Κισσαμίτικη φιλοξενία. Φυσικά πάντα ήμασταν ευπρόσδεκτοι και μάλιστα κάποιοι γνωρίζοντας την κατάσταση, μας πίεζαν φορτικά να τους επισκεφτούμε, χωρίς όμως εμείς να δεχόμαστε την πρόσκληση τους.

     Ένα απόγευμα Σαββάτου, αφού πείνασα αρκετά μόνος μου, έψαξα μάταια όλα τα πιθανά μέρη, που θα μπορούσα να έχω κρύψει χρήματα, για μια ώρα ανάγκης. Απελπισμένος, αποφάσισα να επισκεφτώ τον Αντώνη, με την ελπίδα να έχει κάτι φαγώσιμο. Μόλις μου άνοιξε ο φίλος μου, πριν καν να τον χαιρετήσω και χρησιμοποιώντας την Κρητική ντοπιολαλιά, αν και δεν την γνώριζα ιδιαίτερα, του είπα χωρίς περιστροφές.

     «Αντώνη, πράμα τσα να φάμε;»

     Αυτός, με κοίταξε για μια στιγμή αφηρημένος, και μου απάντησε στον ίδιο τόνο.

     «Δεν έχω πράμα, κακορίζικο, εφτανήστικοι θα μείνουμε ομπανέ».

     Αυτό δεν μου άρεσε καθόλου και καταρράκωσε το λιγοστό ηθικό μου. Αφού καθίσαμε απελπισμένοι, αυτός στο ντιβάνι του και εγώ στην μοναδική καρέκλα, που είχε στην επίπλωση του δωματίου, ψάχναμε, να βρούμε λύση, στο πρόβλημα μας. Κάποια στιγμή μου λέει.

     «Ξέρω που υπάρχουν δύο μανταρινιές»

     «Που είναι ρε;» Τον ρώτησα με αγωνία.

     «Στον περίβολο της εκκλησίας του Αγ. Σπυρίδωνα», μου λέει. 

     Αμέσως ήρθε στο μυαλό μου, η εικόνα των δύο δένδρων στην αυλή της εκκλησίας, που τόσες φορές είχα δει, αλλά ποτέ δεν τους έδωσα καμία σημασία. Αυτή την στιγμή όμως έβλεπα, ότι αυτά ήταν η μόνη λύση στο πρόβλημα μας. Ήδη, είχε αρχίσει να σουρουπώνει και αυτό μάλλον μας εξυπηρετούσε, καθώς δεν θα θέλαμε να μας δει κανείς. Αφού περιμέναμε λίγο ακόμη, μέχρι να σκοτεινιάσει, βρήκαμε δύο αρκετά μεγάλες πλαστικές σακούλες, που τότε ήταν αρκετά σπάνιες, και τοίχο – τοίχο, αφού κρυβόμασταν στις σκιές των σπιτιών, φθάσαμε στον προορισμό μας. Η καγκελόπορτα ήταν ξεκλείδωτη. Όχι ότι το αντίθετο θα ήταν πρόβλημα για μας. Διασχίσαμε τον τσιμεντένιο διάδρομο και φθάσαμε στον στόχο μας. Σκαρφαλώσαμε, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, στα κεντρικά κλαδιά των δένδρων και αρχίσαμε να τα λεηλατούμε, χωρίς έλεος.

     Στην αρχή το μόνο που κάναμε ήταν να τρώμε κάθε φρούτο που κόβαμε. Όταν φάγαμε αρκετά ώστε να ξεχάσουμε την πείνα μας, γεμίσαμε τις σακούλες και αθόρυβα, βγήκαμε από τον προαύλιο χώρο της μητρόπολης, με αργά βήματα, δήθεν αδιάφοροι και προχωρήσαμε προς το δωματιάκι του Αντώνη. Χωρίς να έχουμε καμία συνέπεια για την πράξη μας, καθώς κανείς από όσους συναντήσαμε στην διαδρομή δεν μας έδωσε την παραμικρή σημασία. Στη μέση της διαδρομής σταματήσαμε στην βρύση του Μαρή για να πλύνουμε με κρύο νερό τα χέρια μας, που κολλούσαν. Εκεί μοιράσαμε τη λεία μας, παίρνοντας ο καθένας από μία γεμάτη πλαστική σακούλα με μανταρίνια.


(Μανταρίνια - από τη Βικιπαίδεια)

     Εγώ μόλις έφθασα στο δωμάτιο μου, τοποθέτησα τα φρούτα δίπλα στο κρεβάτι μου και κάθε φορά που ένιωθα την επιθυμία να φάω, άπλωνα το χέρι μου και καθάριζα με γρήγορες κινήσεις ένα και το κατάπινα σχεδόν αμάσητο. Η αλήθεια είναι πως η πείνα μου, ικανοποιήθηκε και το στομάχι μου, έπαψε να διαμαρτύρεται. Αυτή η ικανοποίηση όμως, διήρκησε για λίγες ώρες μόνο. Κάποια στιγμή, λίγο πριν ξημερώσει ένιωσα το στομάχι μου να διαμαρτύρεται. Όχι όμως από την πείνα, αλλά από κάτι περίεργες και πρωτόγνωρες σε μένα συσπάσεις, που συνοδεύονταν από ανατριχιαστικούς θορύβους και γουργουρητά. Πολύ γρήγορα κατευθύνθηκα προς την τουαλέτα και… κατασκήνωσα εκεί μέχρι αργά το πρωί. Εξαντλημένος γύρισα στο κρεβάτι μου και προσπάθησα να ηρεμήσω. Αυτό όμως ήταν αδύνατο, γιατί οι επισκέψεις μου, στην τουαλέτα συνεχίστηκαν μέχρι το μεσημέρι.

     Αργά το απόγευμα της Κυριακής, βρήκα το κουράγιο, βγήκα έξω και κτύπησα την πόρτα του Αντώνη. Μου άνοιξε με το ζόρι, χλωμός και αδύναμος. Μόλις μπήκα μέσα, άρχισε να μου περιγράφει το τι πέρασε όλη την νύχτα, μόνο που όλα όσα μου έλεγε, δεν μου ήταν άγνωστα. Η κατάσταση του, μου ήταν ήδη γνωστή, καθώς τα ίδια ακριβώς, ίσως και χειρότερα, είχα περάσει κι εγώ. Πάνω στην λαιμαργία μας, ίσως και στην ανάγκη να ικανοποιήσουμε την πείνα μας, δεν υπολογίσαμε ότι το άδειο στομάχι μας, θα αντιδρούσε με αυτόν τον τρόπο, όταν θα δεχόταν τον γλυκόξινο χυμό αυτών των φρούτων. Αδύναμοι τελείως ξαπλώσαμε και οι δύο κάθετα στο ντιβάνι, προσπαθώντας να ανακτήσουμε κάποιες από τις δυνάμεις μας. Λίγο πριν σκοτεινιάσει τελείως, βγήκαμε έξω και με αργά βήματα, διασχίσαμε την απόσταση μέχρι να φθάσουμε στο σπίτι των δύο φίλων μας. Στα κάγκελα της σκάλας, βρήκαμε κρεμασμένο τον Κωστή, να προσπαθεί να συνεννοηθεί με το κορίτσι του. Μόλις μας είδε, μας πληροφόρησε πως ο Σπύρος, είχε γυρίσει από το χωριό του, με τις ανάλογες προμήθειες και είχε πάει στο καφενείο, να ακούσει ραδιοφωνικά την αναμετάδοση των ποδοσφαιρικών αγώνων.

     Εμείς ανοίξαμε με ευκολία τα παντζούρια και μπήκαμε σαν να ήμασταν οι ιδιοκτήτες, μέσα στο σπίτι. Στην αριστερή μεριά, είδαμε τις αποσκευές του Σπύρου. Τα εξασκημένα ρουθούνια μας, συλλάβανε οσμές φαγητών, που αναδυόταν μέσα από τα υφαντά σακούλια που του είχε δώσει η μητέρα του. Χωρίς κανένα ενδοιασμό, τα ανοίξαμε και αρχίσαμε να τρώμε, τις ψητές μπριζόλες και τα κεφτεδάκια που είχε μέσα. Σε λίγο προχωρήσαμε, στα καλτσουνάκια και τις χορτόπιτες χωρίς να παραβλέψουμε και τις γραβιέρες. Ο Κωστής ήρθε στην παρέα μας και χωρίς κανένα δισταγμό συμμετείχε στο τσιμπούσι. Αφού φάγαμε σχεδόν τα πάντα, σε ένα σακούλι βρήκαμε μερικά βερίκοκα, τα οποία μας φάνηκαν αρκετά ελκυστικά και τα τιμήσαμε δεόντως. Μόλις τελειώσαμε και χορτάσαμε την πείνα μας, αρχίσαμε να αναλογιζόμαστε τις πιθανές συνέπειες και τον πιθανό (σίγουρο για μένα) θυμό του Σπύρου. Τακτοποιήσαμε με γρήγορες κινήσεις τα πράγματα του, κλείσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε, την πόρτα με τα παντζούρια, βγήκαμε από την αυλή και πήγαμε προς το καφενείο όπου ήταν ο Σπύρος. Εκεί παρέα μαζί του, καθίσαμε να ακούσουμε, χορτάτοι πλέον, την αναμετάδοση των αγώνων. Μάλιστα στην προθυμία του, να μας κεράσει κάτι παραγγείλαμε και οι τρεις γκαζόζες. Τις είχαμε ανάγκη μετά από τόσο πολλές τροφές που καταναλώσαμε.

     Τελειώνοντας οι ποδοσφαιρικοί αγώνες, ο Σπύρος είχε την ευαισθησία, να μας καλέσει να πάμε στο σπίτι του, να μας φιλέψει με τις λιχουδιές που είχε φέρει από το χωριό του. Αυτό αυτόματα, μου δημιούργησε κάποια αισθήματα ενοχής. Κοίταξα τον Αντώνη, ο οποίος προφανώς ένιωθε το ίδιο και είχε σκύψει το κεφάλι του. Ο Κωστής δεν κατάλαβε τίποτα, γιατί μάλλον θα είχε το μυαλό του, στο κορίτσι του. Ψελλίζοντας μια δικαιολογία, του είπα να προχωρήσει πρώτος και εμείς θα ακολουθούσαμε σε λίγα λεπτά, πράγμα που και έγινε. Εμείς μείναμε πίσω, για να ετοιμάσουμε κάποιο άλλοθι, που θα μπορούσε να μας γλυτώσει από την οργή του. Πράγματι, αφού συνεννοηθήκαμε και εξαντλήσαμε όλες τις πιθανές εκδοχές, προχωρήσαμε αργά και σκεφτικοί προς την έδρα του συμμαθητή μας, με τις τύψεις να κυριαρχούν στο μυαλό μας. Με το που διασχίσαμε το κατώφλι της εξώπορτας, ακούσαμε απίστευτα δυνατές φωνές και τον φίλο μας τον Γιάννη, να κατεβαίνει κουτρουβαλώντας τις σκάλες, ενώ ο Σπύρος από το πλατύσκαλο ούρλιαζε:

    «Εσύ μωρέ βρώμε μου έφαγες τα καΐσια;»

     Ο Γιάννης με ανάμεικτα συναισθήματα, απορίας και φόβου, έφθασε δίπλα μας λέγοντας:

     «Μην ανεβαίνετε επάνω, ο Σπύρος τρελάθηκε, κάτι μου λέει για καΐσια, μα δεν κατέω ίντα είναι τούτα».


(Βερίκοκα ή καΐσια - από τη Βικιπαίδεια)

     Εμείς όμως ξέραμε πολύ καλά τι συνέβαινε. Τον συμβουλέψαμε να φύγει μέχρι να του περάσει ο θυμός και ανεβήκαμε επάνω, δήθεν να τον παρηγορήσουμε. Ο Σπύρος γενικά ήταν κακόφαγος δεν νοιάστηκε για τα φαγητά, τις πίτες και τα τυριά που του είχαν βάλει από το χωριό του, αλλά ήθελε διακαώς να φάει τα βερίκοκα, που του άρεσαν ιδιαίτερα. Ανεβήκαμε πάνω και προσπαθήσαμε να το ηρεμήσουμε, αυτός όμως ήταν έξαλλος με τον Γιάννη, που πλήρωσε και το “μάρμαρο” τελικά. Οι δυό τους, παρ’ όλες τις προσπάθειες μας, να τους τα συμβιβάσουμε, έκαναν πολύ καιρό να μιλήσουν.

     Μετά από τριάντα χρόνια, στην συνάντηση των παλαιών συμμαθητών, όταν ο Αντώνης και εγώ δημοσίως, τους διηγηθήκαμε την αλήθεια, δεν ξέρω πως αισθάνθηκε ο Γιάννης, αλλά έχω την εντύπωση πως το μάτι του Σπύρου γυάλιζε επικίνδυνα!



No comments:

Post a Comment