Wednesday 23 December 2020

Μνήμες από το Βασίλειον της Ελλάδος

 Γράμμα του Δημήτρη Κουκούδη από τη Βέροια





    Όταν πρωτοείδα αυτή την εικόνα, πήγαινα στο δημοτικό, στο Τρίτο και Τέταρτο Βεροίας.

    Δεν ξέραμε ότι το κτήριο του σχολείου μας, ήταν το Τούρκικο σχολείο της πόλης και δεν θα είχε καμία σημασία για μας, αν το γνωρίζαμε.

    Οι αίθουσες ήταν ψηλοτάβανες και τα παράθυρα μεγάλα με φεγγίτες.

    Φεγγίτες είχαν και οι νταμπαλαδωτές, διπλές πόρτες για να φωτίζουν τον εσωτερικό διάδρομο, βαμμένες με γαλαζοπράσινη λαδομπογιά, όπως και τα ξύλινα ταβάνια με τις φαρδιές σανίδες και τα καΐτια.

    Πολύ της “μοδός” ήταν εκείνο το χρώμα. Το έβλεπα σε πολλά σπίτια τότε.

    Ήταν ένα χρώμα, που οι κυρίες τότε το λέγαν… «σαπουνί».

    Από το μεγάλο παράθυρο της τάξης βλέπαμε το τζαμί, που το είχε ένας μαραγκός και ήταν γεμάτο ξύλα και πριονίδια.

    Στα διαλείμματα μπαίναμε μέσα κι ανεβαίναμε στον μιναρέ και βλέπαμε τις στέγες τις πόλης κι όσα πλατάνια και κυπαρίσσια ξεχώριζαν ανάμεσά τους.

    Στο βάθος–βάθος, ο κάμπος που έμοιαζε θάλασσα, ίσα μέχρι την Σαλονίκη.

    Στο πλάι από την άλλη μεριά, έτρεχε ένα ποτάμι κι έφερνε τον ήχο του μέχρι τις αίθουσες και μαζί μια μυρωδιά πλυμένου μαλλιού, γιατί πιο πάνω πέρναγε από ένα μπατάνι.

    Το μπατάνι εκείνο το είχε ο Κυρ-Γιαννακούλης, ο φίλος του πατέρα μου.

    Τον χειμώνα πάγωνε το νερό στα κλαδιά των δέντρων, που βγαίναν μέσα από την κοίτη, που έβγαζε πάχνη και την έφτανε μέχρι τα παράθυρα στις ψηλοτάβανες αίθουσες.

    Δύσκολα ζεσταίνονταν με τις ξυλόσομπες, αυτές οι ψηλοτάβανες αίθουσες με τα μεγάλα παράθυρα, αλλά μοσχοβολούσαν πορτοκάλι από τις φλούδες που βάζαμε πάνω τους.

    Τα ξύλα μας τα έφερναν στρατιωτικά φορτηγά κάθε φορά.

    Θυμάμαι ακόμα ένα φορτηγό του στρατού, γεμάτο ξύλα που βούλιαξε από το βάρος στην αυλή μας.

    Όταν το βγάλανε με γερανό, φάνηκε η τρύπα που είχε πέσει από το βάρος του, το στρατιωτικό θηρίο.

    Φάνηκε τότε, μέσα στην τρύπα, το σκοτεινό λαγούμι μιας υπόγειας στοάς.

    Δεν άργησε να διαδοθεί η είδηση, από την αυλή του σχολείου μας, στα πέρατα της μικρής μας πόλης και να αρχίσουν να έρχονται οι ιστορίες, για τον θρύλο της Βασίλισσας Βεργίνας, η οποία έβγαινε από την πόλη της Βέροιας, μέσα από υπόγεια μονοπάτια.

    Ήταν όμως κατακόμβες, γιατί στα τοιχώματα είχε λαξευμένους τάφους...

    Μάθαμε αργότερα τι βλέπαμε.

    Μάθαμε για τους πρώτους Χριστιανούς, που κρυβόταν σε λαγούμια και έθαβαν τους νεκρούς τους στις λαξευμένες κόγχες, φοβισμένοι και καταδιωγμένοι, σαν αυτές που είδαμε όταν βγήκε το φορτηγό από την τρύπα.

    Κι όλα συνδέθηκαν στο τέλος με το Βήμα του Αποστόλου Παύλου.

    Λίγο μας ένοιαζε εμάς, το Βήμα του Αποστόλου Παύλου, στο πίσω μέρος της πάνω αυλής.

    Είχε πολλά άσπρα μάρμαρα και δεν μπορούσαμε να παίξουμε, οπότε ήταν απλά άχρηστο για μας.

    Το χρήσιμο, εξάλλου, δεν το ξέραμε ακόμα, γιατί ξέραμε μόνο το χαρούμενο και το λυπηρό.

    Αναγνωρίζαμε όμως όλους τους ήρωες της επανάστασης, που ήταν κρεμασμένοι στους τοίχους, μαζί με τον Κωσταντίνο και την Αννα Μαρία, που είχαν έρθει εκείνο τον καιρό επίσκεψη στην πόλη και πήγαμε να τους δούμε στην Οδό Μητροπόλεως.

    Βασίλειον της Ελλάδος, έλεγε ο χάρτης μας, που κρεμόταν στην αίθουσα και είχε την ίδια κορώνα μ αυτήν την τεράστια, που φωτιζόταν το βράδυ, λίγο πιο πάνω, στο Β΄ Σ. Στρατού και φαινόταν από όλη την οδό Μητροπόλεως.

    Είχε χιόνια εκείνο το χειμώνα.

    Χιόνια και κρύο κι έρχονταν Χριστούγεννα.

    Είχα γιαγιάδες και παππούδες, να πω τα κάλαντα, να μ' ασημώσουν.

    Είχα μάνα και πατέρα κι έναν αδερφό.

    Είχαμε ζέστη στο σπίτι κι ένα πιάτο περίσσευε, για τον Μήτρη τον Νανταλή, που ερχόταν όταν έφευγαν όλοι, από την πίσω πόρτα, να φάει και να μας ευχηθεί.

    Σήμερα δεν είναι κανείς απ όλους αυτούς στην ζωή.

    Έμεινα να τα θυμάμαι και να τους θυμάμαι.

    Μεγάλο δώρο. Δόξα τω Θεώ!

    Καλά Χριστούγεννα να έχετε όλοι!


No comments:

Post a Comment