Saturday 18 December 2021

Ο Παναγής

 Γράμμα του Δημήτρη Κουκούδη από τη Βέροια





    Αντάμωσα σήμερα έναν μάγκα.

    Τον Παναγή.

    Τον μπάρμπα της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.

    Τον αντάμωσα σαν άνοιξα το ραδιόφωνο στο αμάξι το πρωί και μαζί με το ραδιόφωνο, άνοιξαν οι πόρτες και τα παράθυρα του μυαλού και όπως το αμάξι πήγαινε στους δρόμους της Βέροιας, νόμιζα πως θα μου βγεί στην διάβαση και χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει, θα σηκώσει το χέρι να σταματήσω, για να περάσει στον άλλο πεζοδρόμιο.

    Σαν έφτανα στον Αγιαντώνη και κόντευα στην παλιά Δημοτική αγορά με τα σκεπαστά μαγαζιά, το τραγούδι τέλειωνε και έλεγε:

"Μα σβήστηκε ο Παναγής

Απ τα κιτάπια της ζωής

ας έχει σχώριο η ψυχή του

Αυτόν που έτρεμε η Τουρκιά

Τον έφαγε η αγαπητικιά

και πηγε τζάμπα η ζωή του..."

    Σαν να είχε ραντεβού ο Παναγής με τους δικούς μου χαμένους και τους έβγαλε από την στοά της Δημοτικής Αγοράς, στην πόρτα να σταθούν στην σειρά, σαν τους επισήμους, στην παρέλαση, όρθιους να με κοιτάν πως θα περάσω και θα ...προσπεράσω.

    Ορθός ο πατέρας μου, με την τραγιάσκα στραβή πάνω στο ένα μάτι, το τσιγάρο στο στόμα, κάτω απο το μαύρο μουστάκι, μονίμως αναμμένο, ριγμένο είχε πάντα το παλτό στους ώμους κι ένα ασημένιο κομπολόι στο χέρι.

    Ορθός και ο μάστοράς μας δίπλα του, με τον μπαλντά στο χέρι. Δεν τον είδα ποτέ να κάθεται, κολώνα στο μαγαζί μας ήταν ο Κάλφας που είχαμε στο χασάπικο.

    Ο Μαστρο-Νίκος Σπανομανώλης, ο Σμυρνιός, που έμαθε στους Βεροιώτες πώς κόβουν το κρέας, σαν ήρθε με μεταγραφή απο την στοά του Μοδιάνο.

    Είχε άσπρο σπαστό μαλλί πάντα χτενισμένο, φιλέ φορούσε μην το χαλάσει το βράδυ, και τα παπούτσια πάντα γυαλισμένα.

    Με άσπρο σακάκι, κάθε μέρα καινούργιο, να μην φαίνονται τα αίματα και κόκκινη ποδιά στην μέση.

    Άρχοντας στην αγορά και μάστορας αληθινός, μεγάλος μάστορας.

    Γι' αυτό στην αγορά, δεν τον φωνάζαν με το όνομά του, αλλά με τον τίτλο τιμής του.

    Ήταν ο Μάστορας.

    Μερακλής και ρεμπέτης.

    Μου έλεγε ιστορίες από την Σμύρνη και την Σαλονίκη, όταν μου μάθαινε να κόβω κρέας, χωρίς να κοπώ.

    Ιστορίες σαν του Παναγή, του τραγουδιού απ' τ' Αϊβαλή, που παρ' όλη την μαγκιά του, τον έφαγε η αγαπητικιά του.

    - Μάστορα, τον ρώτησα μιά φορά. Εσύ τους θυμάσαι τους Μάγκες;

    - Ούουου και τους μάγκες και τους ψευτόμαγκες.

    - Ειχαν το ζωνάρι αμολημένο να σέρνεται;

    - Ναι, για να τους το πατήσουν, για να κάνουν καβγά και χαλασμό. Αυτοί ήταν οι ψευτόμαγκες Δημητράκη.

    - Το σακάκι το φορούσαν στο ένα μανίκι ε;

    - Ναι και το καπέλο στραβά και είχαν το τσιγάρο στο στόμα αναμμένο.

    - Σαν τον μπαμπά μου ε;

    - Ναι σαν τον μπαμπά σου.

    - Αυτός όμως δεν φοράει κανένα μανίκι και τα δυό τα χέρια έξω τα έχει.

    - Είναι δυο φορές μάγκας Δημητράκη.

    Ας έχει σχώριο η ψυχή τους, που λέει και το τραγούδι του Παναγή.

    Τέτοιες μέρες ετοιμαζόμασταν για τις γιορτές κι είχαμε στο χασάπικο ετοιμασίες .

    Έφτιαχνε λουκάνικα Καραμανλίδικα ο Μάστορας κι ο πατέρας μου έκανε κουμάντο τα γαλιά (τις γαλοπούλες).

    Είχε κρύο τέτοιες μέρες.

    Είχε κόσμο η αγορά και ο κόσμος είχε αντέτια.

    Άλλος κόσμος τότε... κι η αγορά μας σκεπαστή.

    Ολους τους σκέπαζε.

    Δίκαιους και άδικους, καλούς και κακούς, μάγκες και ψευτόμαγκες, και στο βάθος αγαπητικιές!


    Σημείωση: Οι στίχοι του τραγουδιού “Ο Παναγής” ή “Ο μπάρμπας μου ο Παναγής” είναι της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Είναι το πρώτο τραγούδι που έγραψε σε νεαρή ηλικία και το τελευταίο της που μελοποιήθηκε. Κυκλοφορεί στο διαδίκτυο σε δύο εκδοχές. Στην μία τη σύνθεση υπογράφει ο Τάσος Γκρους. Στην άλλη ο Γιώργος Στεφανάκης. Το τραγουδούν σε διάφορες εκτελέσεις, η Αργυρώ Καπαρού, ο Μιχάλης Ζαμπέτας, Ο Θόδωρος Βαλσαμίδης, η Βικτώρια Ταγκούλη, η Ελένη Ροδά και άλλοι.

No comments:

Post a Comment